Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Π ΔΙΑΘΗΚΗ

Η σχέση του Ιησού με την Παλαιά Διαθήκη!..

Η σχέση του Ιησού με την Παλαιά Διαθήκη!..

Ο Ιησούς όχι μόνον είχε διαβάσει την Παλαιά Διαθήκη, αλλά μπορούσε να δίδη τις πιο κατάλληλες απαντήσεις σε όποιον αμφισβητούσε τον Νόμο του Θεού και προσπαθούσε να μυκτηρίση τον Κύριον!.. Πάντα ταύτα γι’ αυτούς που επιθυμούν τον εξοβελισμό της Βίβλου, που είναι γραμμένη στην ελληνική γλώσσα (!!!)
ΕΙΧΑ την ευκαιρία να διαβάσω με μίαν ξεχωριστή χαρά και ικανοποίηση ένα άρθρο του Richard France με τίτλο «Ο Ιησούς Χριστός και η Βίβλος», που βρήκα δημοσιευμένο μέσα στο «Εκπληκτικό εγχειρίδιο της Βίβλου».
Ομολογώ ότι δεν έχω τον χώρο να φιλοξενήσω ολόκληρο το άρθρο, που είναι τόσο σημαντικό και παράλληλα τόσο απλοϊκά γραμμένο για να πείση και τον κάθε δυσπιστούντα. Θα φροντίσω, όμως, όσο μου το επιτρέπει αυτή η σελίδα, να καταγράψω εν συντομία τις πιο σημαντικές επισημάνσεις του εν λόγω επιστήμονος με την ελπίδα ότι θα συμβάλω κι εγώ στην μέθεξη ενός τόσο απλοϊκού και παράλληλα τόσο σημαντικού θέματος.
Γράφει, λοιπόν, ο Richard France:
«Ως Χριστιανός, θέλω να ακολουθώ τον Ιησού Χριστό. Θέλω να κάνω ό,τι Εκείνος είπε, να πηγαίνω όπου με οδηγεί, να ακολουθώ το παράδειγμα Του, να μπω μέσα στη ζωή που Εκείνος προσφέρει.
Για να γίνει αυτό πρέπει να διαβάσω τις αφηγήσεις εκείνων που Τον γνώρισαν και Τον είδαν. Ανακαλύπτω ότι Εκείνος είπε πως είναι η αποκάλυψη του Ίδιου του θεού, ο Ένας που μας δείχνει με τι μοιάζει ο Θεός. Κι ακόμα, ανακαλύπτω ότι Εκείνος είναι το απαύγασμα των αιώνιων αποκαλύψεων του Θεού που αναφέρον­ται σε γραπτά κείμενα αιώνες πριν από τον Ερχομό Του.
Επομένως, καθώς αναζητώ την αυθεντικότητα του Ιησού, οδη­γούμαι από Εκείνον στο να δω την αυθεντικότητα της Βίβλου
Δεν μπορούμε να έχουμε το ένα χωρίς το άλλο. Είναι βέβαιο ότι ο Ιησούς αποκάλυψε τον Θεό στον άνθρωπο με έναν τρόπο που ποτέ η γραπτή Παλαιά Διαθήκη δεν θα είχε κατορθώσει. Τον εί­δαν συνηθισμένοι άνθρωποι, Τον άκουσαν, Τον άγγιξαν, έζησαν μαζί Του. Όμως, εμείς δεν βρεθήκαμε εκεί. Ούτε μπορούμε να ξέρουμε πώς ήταν ο Ιησούς, τι είπε και έκανε, διαβάζοντας τους ιστορικούς της εποχής εκείνης, έξω από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Το μόνο που αυτοί θα μας πουν είναι ότι ένας Ιουδαίος προφήτης, που ονομαζόταν Ιησούς, έζησε, κήρυξε, είχε προβλή­ματα με τις αρχές και τελικά εκτελέσθηκε. Ένας ή δύο ίσως ανα­φέρουν κάποια φήμη για την ανάσταση Του. Αλλά, δεν προχω­ρούν περισσότερο. Αν πραγματικά θέλουμε να γνωρίσουμε την αποκάλυψη που έδωσε ο Ιησούς, θα πρέπει να στραφούμε στην Καινή Διαθήκη.
Το γεγονός ότι είναι απαραίτητο ένα βιβλίο για να γνωρίσει κά­ποιος τον Ιησού δεν πρέπει να μας δυσαρεστεί. Στην πραγματικό­τητα, αυτός ήταν ο σκοπός του Ιησού. Μια από τις πρώτες προτε­ραιότητες Του ήταν η εκλογή και η εκπαίδευση των αποστόλων Του - αυτός ο μικρός κύκλος των μαθητών Του, που επρόκειτο να διατηρήσουν και να διασώσουν τη διδασκαλία Του. Η Εκκλησία θεμελιώθηκε επάνω στη διδασκαλία των αποστόλων. Η Καινή Διαθήκη είναι η καταγραφή των όσων δίδαξαν. Είναι μια συλ­λογή από εκείνα τα βιβλία που η Πρώτη Εκκλησία αποδέχθηκε ότι ήσαν γραμμένα από τους ίδιους τους αποστόλους ή από τους στε­νούς συνεργάτες τους, και τα οποία επομένως προσδιορίζουν την αληθινή αποστολική πίστη. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον Ιησού και τη διδασκαλία Του, τότε, θα πρέπει να στραφούμε στην Καινή Διαθήκη, στη μαρτυρία εκείνων που ο ίδιος διάλεξε και εμπιστεύθηκε να μεταφέρουν τη διδασκαλία Του. Για να γίνει αυτό, ο Ίδιος έστειλε το Άγιο Πνεύμα για να «τους οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν».
Αν αποδεχόμαστε την αυθεντικότητα του Ιησού, μπορούμε κάλ­λιστα να αποδεχθούμε την Καινή Διαθήκη ως την πηγή όλης της γνώσης μας για Κείνον και τη διδασκαλία Του. Είμαστε, όμως, εξίσου υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε και την Παλαιά Διαθήκη. Γιατί, ο ίδιος ο Ιησούς, ο ενσαρκωθείς Υιός του Θεού, την αποδε­χόταν ως τα λόγια του Ίδιου του Θεού προς τον άνθρωπο. Επο­μένως, κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα λιγότερο.

ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ο εν λόγω επιστήμων, φθάνει αμέσως στην Διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού για την Παλαιά Διαθήκη, θυμίζοντάς μας τα εξής:

Ο Ιησούς είπε μερικά σπουδαία πράγματα για την Παλαιά Δια­θήκη:
n «Μη νομίσητε ότι ήλθον να καταλύσω τον νόμον ή τους προφήτας' δεν ήλθον να καταλύσω, αλλά να εκπληρώσω. Διότι αληθώς σας λέγω, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν, ή μία κεραία δεν θέλει παρέλθη από του νόμου, εωσού εκπληρωθώσι πάντα.».
--«Δεν δύναται να αναιρεθή η γραφή».
--«Πρέπει να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω του Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού».
Μερικές από τις πιο σκληρές τιμωρίες προβλέπονταν για κεί­νους που θα προσπαθούσαν να αποφύγουν τις σαφείς εντολές του Θεού (που καθορίζονταν από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης) χρησιμοποιώντας παραδόσεις καθαρά ανθρώπινες, όσο αξιοσέ­βαστες κι αν ήσαν αυτές.
Αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη
Πολύ πιο εντυπωσιακή από περιστασιακές αναφορές του Ιησού στην Παλαιά Διαθήκη είναι η συνεχής αναφορά Του σ' αυτήν σε μεγάλη ποικιλία διαφορετικών καταστάσεων. Σε αντίθεση με τους αντιπάλους Του, χρησιμοποιεί συνήθως μια περικοπή από την Παλαιά Διαθήκη για να πάρει επιχειρήματα. Κι αυτό δεν γινόταν απλά για να τους μιλήσει στη γλώσσα τους. Στη σύγκρουση Του με τον διάβολο βασίζεται με τον ίδιο τρόπο στην αυθεντία της Πα­λαιάς Διαθήκης. Ακόμα και μέσα στην αγωνία τού τέλους επάνω στον σταυρό, λόγια της Παλαιάς Διαθήκης έρχονται στο στόμα Του.
Εδάφια από την Παλαιά Διαθήκη
Όμως, στη διδασκαλία Του προς τους μαθητές Του, αναφέρεται ακόμα πιο συχνά, είτε με επεξηγηματικά εδάφια είτε με αναρίθμη­τες φράσεις, έτσι που μερικές περικοπές μοιάζουν με μια συρραφή από λόγια και σκέψεις της Παλαιάς Διαθήκης. Για παράδειγμα, προφητεύοντας ο Ιησούς για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και για τη Δεύτερη Έλευση Του, μεταχειρίζεται παντού τη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης. Σε τρία μόνο εδάφια περιλαμβάνονται όχι λιγότερες από επτά περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης.

Η Εκπλήρωση της Παλαιάς Διαθήκης
Δεν είναι, όμως, μόνο θέμα γλώσσας. Το ουσιαστικό περιεχό­μενο της διδασκαλίας του Ιησού στηρίζεται βασικά στην Παλαιά Διαθήκη. Οι κεντρικοί ηθικοί κανόνες Του βγαίνουν από τον Μω­σαϊκό νόμο. Και, αν διέφερε από τους συγχρόνους Του σε θέματα ηθικής, αυτό οφειλόταν μόνο στο ότι τους κατηγορούσε που έπαιρναν τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ελαφρά και επιπό­λαια.
Πάνω απ' όλα, η διδασκαλία Του σχετικά με τον δικό Του ρόλο στα σχέδια του Θεού εξαρτάται απόλυτα από την πεποίθηση ότι Εκείνος πρέπει να εκπληρώσει την Παλαιά Διαθήκη. Η διδασκα­λία Του μετά την Ανάσταση, όταν «αρχίσας από του Μωϋσέως και από πάντων των προφητών, διηρμήνευεν εις αυτούς τα περί εαυ­τού γεγραμμένα εν πάσαις ταις γραφαίς», ήταν το αποκορύφωμα των όσων τους είχε διδάξει σε όλο το διάστημα της διακονίας Του.
Σε πολλές περικοπές υπάρχουν εμφαντικές δηλώσεις Του ότι είχε έρθει για να εκπληρώσει τις Γραφές. Αλλά, αυτά ήσαν μόνο ό,τι μπορούσε να φανεί στην επιφάνεια από μια πεποίθηση που βρίσκεται κάτω από όλη τη διδασκαλία Του, σχετικά με την απο­στολή Του. Είχε έρθει για «να εκπληρώσει», και υπήρχε μια θεία απαίτηση γι' αυτό που ήταν γραμμένο. Έπρεπε να εκπληρωθεί.
Επομένως, ο Χριστιανός είναι ένας οπαδός Εκείνου για τον Οποίο η Παλαιά Διαθήκη ήταν αναντίρρητα ο αυθεντικός λόγος του Θεού. Ο Ιησούς πίστευε στις διαβεβαιώσεις του, ενέκρινε τη διδασκαλία του, υπάκουε στις εντολές του, και πρόσφερε τον εαυτό Του για να εκπληρωθεί το πρότυπο της απολύτρωσης που καθόριζε. Είναι καθαρή ασυνέπεια για κάποιον, που καλεί τον Ιησού «Κύριο», να σκέφτεται ελαφρά γι' αυτές τις Γραφές, που για Κείνον ήσαν η υπέρτατη αποκάλυψη του Θεού»

Θέλοντας μάλιστα να απαντήση και στο υποτιθέμενο ερώτημα εάν η Καινή Διαθήκη επιδοκιμάζει την Παλαιά, γράφει:

«Είναι περιττό να πούμε ότι και το υπόλοιπο της Καινής Διαθή­κης επιδοκιμάζει απόλυτα την άποψη του Ιησού σχετικά με την Παλαιά Διαθήκη. Συνεχείς αναφορές και παραπομπές στην Πα­λαιά Διαθήκη δείχνουν την ίδια πεποίθηση στη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για την αποκάλυψη του χαρακτήρα του Θεού και των σκοπών Του.
Ήταν ο Θεός που μίλησε μέσω των προφητών, διακηρύττει ο συγγραφέας της προς Εβραίους Επιστολής. Πράγματι, ο Παύλος στον Τιμόθεο λέει: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστη». Η Παλαιά Διαθήκη είναι το μήνυμα του Θεού.
Είναι περιττό να πούμε ότι και το υπόλοιπο της Καινής Διαθή­κης επιδοκιμάζει απόλυτα την άποψη του Ιησού σχετικά με την Παλαιά Διαθήκη. Συνεχείς αναφορές και παραπομπές στην Πα­λαιά Διαθήκη δείχνουν την ίδια πεποίθηση στη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για την αποκάλυψη του χαρακτήρα του Θεού και των σκοπών Του.
Ήταν ο Θεός που μίλησε μέσω των προφητών, διακηρύττει ο συγγραφέας της προς Εβραίους Επιστολής. Πράγματι, ο Παύλος στον Τιμόθεο λέει: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστη». Η Παλαιά Διαθήκη είναι το μήνυμα του Θεού.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η Καινή Διαθήκη δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο τι η «Γραφή» λέει και τι ο Θεός λέει. Οι παραπομπές της Παλαιάς Διαθήκης δίνονται σαν αυτά που ο Θεός είπε, ακόμα κι αν ο Θεός δεν μιλούσε προσωπικά μέσα στο πλαίσιο της Παλαιάς Διαθήκης. Ανάλογα λόγια, που ειπώθηκαν από τον Θεό μέσα στην αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, αποδίδονται στη «Γραφή»; Όπου ο Ιησούς άνοιγε το δρόμο στην απο­δοχή της Παλαιάς Διαθήκης ως λόγον του Θεού, η Καινή Διαθήκη ευχαρίστως ακολουθούσε.
Αν εμείς βάζουμε τη δική μας κρίση ή τις πατροπαράδοτες πα­ραδόσεις μας πάνω από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη χωρι­ζόμαστε από τον Θεό και τους αποστόλους, και αποκόβουμε τον εαυτό μας από τη μοναδική μας πηγή γνώσης του Θεού…»
Θα το ξαναπούμε: Εάν αυτά ακούγονται με τόση απλοϊκότητα από έναν τόσο σημαντικό επιστήμονα, εμείς οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί «τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;».

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Η Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 
Αποσπάσματα της εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου κ. Ιεροθέου κατά την παρουσίαση του έργου της πεντάτομης ερμηνείας που εκπόνησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Γόρτυνος κ. Ιερεμίας για τα βιβλία της Πεντατεύχου της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. τ. 139, Ιαν. 2008).
 
 
α) Ιερά ιστορία
Όταν ομιλούμε γενικά για ιστορία, εννοούμε τα διάφορα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στον χρόνο και τον χώρο, και τα οποία καθορίζουν το μέλλον των λαών, των Εθνών και των ανθρώπων στο ιστορικό επίπεδο και γίγνεσθαι.
Όμως, πέρα από αυτήν την ιστορία την οποία καθορίζουν τα διάφορα γεγονότα ή οι χαρισματικές προσωπικότητες, υπάρχει και η ιερά ιστορία, που καθορίζουν οι Προφήτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που εδέχθησαν την αποκάλυψη του Θεού και την μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό βίο του ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για παράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο Λόγο, έλαβε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του ιστορικού βίου - κοινή ιστορία- υπάρχει και η ιερά ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός προετοίμασε τους ανθρώπους για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση του Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.
Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την ποικιλότροπη αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ' εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ, ον έθηκεν κληρονόμον πάντων» (Εβραίους α , 1-2). Σε άλλη περίπτωση κάνει λόγο για το ότι ο νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν: «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ , 24). Η ιερά ιστορία περιλαμβάνει το πως ο Θεός προετοίμαζε τους Προφήτας στην Παλαιά Διαθήκη να φθάσουν στην μέθεξη του ασάρκου Λόγου, και πως προετοίμαζε γενικά τον ισραηλιτικό λαό, δια των Προφητών, να φθάσουν στην μέθεξη του σεσαρκωμένου Λόγου.
Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία της λεγομένης παραδόσεως, όπως έλεγε στις προφορικές του παραδόσεις ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η μέθοδος εκείνη δια της οποίας ο άνθρωπος περνά από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτισμό του νου, δια της νοεράς προσευχής, και στην συνέχεια στην θεωρία του Θεού, που είναι και η θεολογία. Όλα τα άλλα είναι η περιφέρεια της παραδόσεως. Οπότε, η μετάδοση της Παραδόσεως από γενιά σε γενιά είναι μετάδοση της μεθόδου, δια της οποίας ο άνθρωπος οδηγείται στην θέωση, την θεοπτία. Αυτή η μετάδοση της Παραδόσεως γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, στους μεν Προφήτας στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως, στους δε Προφήτας της Καινής Διαθήκης εν σαρκί. Αυτό σημαίνει ότι κάθαρση, φωτισμός και θέωση υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.
Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να φθάση στην θεωρία του Λόγου, στην μέθεξη του σεσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο νόμος για να γίνη μια νομοθεσία σε ένα έθνος, όπως υπάρχουν νόμοι και σε όλα τα έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχη ομοιότητες με άλλους νόμους, αλλ’ όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήση τον λαό από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθή στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθή και η Σκηνή του Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή παραλλαγή του ακτίστου Ναού, που είναι ο ίδιος ο Λόγος.
Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και άκτιστος Νόμος τον οποίον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον μετέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτιστος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Άκτιστος Ναός είναι ο Λόγος, γιατί ο Λόγος είναι εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Λόγω. Η Σκηνή του Μαρτυρίου, που αργότερα περιελήφθηκε στον Ναό του Σολομώντος είναι ο κτιστός σχεδιασμός του ακτίστου Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση του Χριστού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Έτσι πρέπει να ερμηνευθή ο λόγος του Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α , 14). Η κτιστή Σκηνή του Μαρτυρίου αντικαταστάθηκε από την κτιστή σκηνή της σαρκός του Χριστού, την οποία προσέλαβε από την Παναγία.
Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον λόγο των Προφητών, τον νόμο του Μωϋσέως, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ. δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο προετοίμασε ο Θεός την ανθρωπότητα να φθάση στην θεωρία του Λόγου, αλλά και στην ενανθρώπηση του Χριστού, δηλαδή να περάση από την πνευματική Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, στην εν σαρκί του Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.
 
β) Η Παλαιά Διαθήκη έργο της Εκκλησίας
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι έργο της Εκκλησίας και μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται.
Λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, εν Χριστώ Ιησού. Με αυτήν την έννοια η Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Κλήμης Ρώμης θα πη, ότι η Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν πνευματική, ενώ στην Καινή Διαθήκη εκφράζεται εν τη σαρκί του Χριστού. Η Εκκλησία είναι «άνωθεν πρώτη, προ ηλίου και σελήνης εκτισμένη, πνευματική• πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί του Χριστού». Έτσι εξηγείται και ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Χριστός, με την ενσάρκωσή Του «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης ότι ο Χριστός ενώθηκε μαζί της, όπως η κεφαλή με το σώμα της, «σωματοποιήσας την Εκκλησίαν ο Λόγος».
Γίνεται αντιληπτό ότι η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται οι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Καινή Δαθήκη καταγράφονται οι αποκαλύψεις του Λόγου εν σαρκί. Είναι χαρακτηριστικό το τροπάριο που αναφέρεται στον Χριστό και στις αποκαλύψεις Του: «πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον».
Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις, προ της ενσαρκώσεως, μετά την ενσάρκωση, προ της αναστάσεως του Χριστού, μετά την Ανάστασή Του, προ της Αναλήψεως και μετά την Ανάληψή Του. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση του ανθρώπου και την θεοπνευστία, αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και επομένως έχει υποστή την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού, γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος είναι θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί του αποκαλυφθέντος Θεού. Δεν στοχάζεται, δεν ομιλεί φανταστικώς, αλλά αποκαλυπτικώς, θεοπνεύστως. Ο Προφήτης, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, κοινωνεί με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοήματα και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την Αποκάλυψη, δηλαδή την εμπειρία της θεώσεως. Πάντως στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.
Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας την αυγουστίνεια παράδοση, ισχυριζόταν ότι τα οράματα των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη ήταν σύμβολα, έξωθεν πραγματικότητες, κάτι που γινόταν και απογινόταν, και γι' αυτό οι Προφήτες ήταν κατώτεροι των φιλοσόφων και οι αποκαλύψεις τους «χείρω της ημετέρας νοήσεως». Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον περιφρονούσε και περιφρονεί η δυτική θεολογία την Παλαιά Διαθήκη. Όμως, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ανήρεσε αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι τα οράματα των Προφητών δεν ήταν σύμβολα και φαντάσματα, κάτι που γίνεται και απογίνεται, αλλά αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και ταύτιζε τις αποκαλύψεις των Προφητών με τις αποκαλύψεις των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, γι‘ αυτό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «τούτο τελειότης εστί σωτήριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταυτά φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι’ ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτού».
Έτσι, αποκάλυψη του Θεού υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η διαφορά όμως μεταξύ των αποκαλύψεων στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία.
Το πρώτο στην ενσάρκωση, αφού η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον αποκαλυπτόμενο στους Προφήτας Λόγο, ενώ η Καινή Διαθήκη κάνει λόγο για τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Λόγον. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει θέωση, που συνδέεται με την αποκάλυψη, αλλά χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που σημαίνει ότι ο Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης έφθανε στην θέωση, ήταν φίλος του Λόγου, χωρίς όμως να βλέπη την ανθρώπινη φύση του Χριστού, την οποία ακόμη ο Χριστός δεν είχε προσλάβει. Άλλωστε, το όνομα Χριστός, δηλώνει την χρίση της ανθρωπίνης φύσεως από την θεότητα, ενώ στην Παλαιά Δαθήκη ο Λόγος δεν ήταν κεχρισμένος. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός ήταν άγγελος Κυρίου, Κύριος της δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης βουλής Άγγελος. Είναι σημαντικό ότι στην Πεντάτευχο γίνεται αναφορά στον Κύριο της δόξης, τον άγγελο Κυρίου, και στην ερμηνεία της που γίνεται από την Σοφία Σολομώντος, αυτός ο άγγελος της δόξης χαρακτηρίζεται «Σοφία του Θεού». Πρόκειται περί του Λόγου του Θεού, τον οποίο αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και περί της Σοφίας του Θεού για την οποία κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος.
Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη η μέθεξη της δόξης του Θεού είναι προσωρινή και γι’ αυτό οι θεούμενοι πέθαιναν και σωματικά και ψυχικά, ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν κατά μόνιμο τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριάδος, διότι μετέχουν στην θεωθείσα σάρκα του Χριστού, και διότι καταργήθηκε ο θάνατος. Ο Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη μετέχει του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Καινή Διαθήκη μετέχει του σεσαρκωμένου Λόγου, μέσω της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού.
Πέρα από αυτά πρέπει να κατανοηθή ο λόγος του Χριστού στους Αποστόλους ότι θα τους αποστείλη το Άγιον Πνεύμα που θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιε 13). Πρέπει να αναλυθή αυτή η υπόσχεση του Χριστού, διότι μπορεί να εκληφθή ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δήθεν οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι φάσματα της αληθείας, και ότι δήθεν ο άνθρωπος ανεβαίνει προοδευτικά στην αλήθεια, περνώντας από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μέθεξη του ασάρκου Λόγου δια της θεώσεως του Προφήτου, έστω και κατά προσωρινό τρόπο. Και αυτό φαίνεται από το ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας για να ομιλήσουν για τον Τριαδικό Θεό και την Θεοφάνειά Του, ανέφεραν χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και τα ερμήνευσαν ως πραγματικές Θεοφάνειες.
Για παράδειγμα οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Μ. Αθανάσιος, στα έργα τους, αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς που ισχυρίζονταν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει Θεοπτία, αλλά οσάκις οι Προφήτες έβλεπαν τον Θεό, έβλεπαν τον κτιστό Λόγο, τον έβλεπαν δια του κτίσματος που ήταν ένα σύμβολο και δεν ήταν άκτιστο, αντέδρασαν λέγοντες ότι ο Λόγος που αποκαλυπτόταν στους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μεγάλης Βουλής άγγελος ήταν ο άκτιστος Λόγος. Οπότε, η συζήτηση μεταξύ αρειανών και Πατέρων της Εκκλησίας ήταν εάν ο Μεγάλης Βουλής άγγελος που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη στους Προφήτας ήταν κτιστός η άκτιστος. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ήταν κτιστός και αυτός ο κτιστός Λόγος σαρκώθηκε, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας υποστήριζαν ότι ο Λόγος που εμφανιζόταν στους Προφήτας ήταν άκτιστος Λόγος. Οπότε, στην πραγματικότητα η διαμάχη ήταν για την θεοπτία, αν ο Μεγάλης Βουλής άγγελος, ο Λόγος, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα η ανόμοιος με Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες έφθασαν στην θεωρία του Θεού Λόγου, και γνώριζαν ότι ο Κύριος της δόξης έχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα και γι' αυτό είναι ομοούσιος με Αυτόν, ενώ οι αρειανοί δεν είχαν αυτήν την θεοπτική εμπειρία και κατέληξαν στην αίρεση. Οπότε, προηγείται η θεωρία και ακολουθεί η έκφρασή της με τον όρο ομοούσιος, που είναι το ρητό. Έτσι, το ομοούσιος είναι το νέο που εμφανίζεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας όρος που εκφράζει την εμπειρία της ακτίστου δόξης, που έβλεπαν και βλέπουν οι θεόπτες, και βεβαίως κατ’ επέκταση σημαίνει ότι το ομοούσιος δεν κατανοείται φιλοσοφικώς, αλλά εμπειρικώς. Έτσι, όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, σημαίνει ότι είναι άκτιστος και αυτό βεβαιώνεται από την εμπειρία της ακτίστου δόξης του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Αθανάσιος, προκειμένου να αντιμετωπίση τα επιχειρήματα του Αρείου, αντλούσε επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες, ήτοι από την Παλαιά και την Καινή.
Έτσι, όταν ο Χριστός υποσχόταν στους Αποστόλους ότι το Άγιον Πνεύμα θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν», δεν εννοούσε ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ψεύδος, η μερική αλήθεια, αλλά αναφερόταν στην διαφοροποίηση της Εκκλησίας, αφού στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, υπήρχε μέθεξη με τον άσαρκο Λόγο, χωρίς ανθρώπινη σάρκα, ενώ στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μέθεξη με τον Χριστό στην τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης που είδε τον Θεό έγινε ναός του, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι κατοικητήριο της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς σε κάθε Προφήτη, χωρίς να τεμαχίζεται, και στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή, όπως ομολογείται στην θεία Λειτουργία «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής έχουμε την άλλη διάσταση της Εκκλησίας, την σαρκική, και αυτό δηλώνει ο λόγος του Χριστού ότι το Άγιον Πνεύμα θα αποκαλύψη την πάσαν αλήθειαν την ημέρα της Πεντηκοστής. Αυτή είναι η υπερτάτη αλήθεια και πέρα από αυτήν την αλήθεια της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης Σαρκός του Χριστού, και υπερβαίνει τον θάνατο, δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.
 
γ) Ερμηνεία υπό θεουμένων
Γίνεται φανερό από όσα μέχρι τώρα ελέχθησαν ότι η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να ερμηνευθή με τα κριτήρια της εθνικής ιστορίας ενός λαού, αλλά μπορεί να ερμηνευθή και με τα κριτήρια της ιεράς ιστορίας, ότι, δηλαδή, περιγράφει την προετοιμασία της ανθρωπότητας από τον άσαρκο Λόγο για να ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου και την δημιουργία της Εκκλησίας ως του ενδόξου Σώματός Του. Αυτήν την δεύτερη ερμηνεία συναντούμε στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, των Προφητών της Καινής Διαθήκης.
Οι Πατέρες είναι θεούμενοι, έφθασαν στην μέθεξη της ακτίστου δόξης του Θεού εν τη σαρκί του Χριστού και απέκτησαν την ίδια εμπειρία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να την ερμηνεύσουν με κτιστά ρήματα και νοήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται μέσα από την θεωρία των αγίων της Καινής Διαθήκης. Οι άγιοι αποκρυπτογραφούν την προνοητική ενέργεια του Θεού μέσα στην κτίση και την ιστορία. Άλλωστε, μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν μερικοί φυσικοί νόμοι που την διευθύνουν απρόσωπα και μηχανικά, αλλά ενεργεί σε αυτήν η άκτιστη συντηρητική και προνοητική ενέργεια του Θεού. Όσοι βρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού και θεώσεως, μπορούν να βλέπουν αυτούς τους πνευματικούς λόγους, τους λόγους των όντων, να τους κατανοούν και να τους ερμηνεύουν.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα από την ερμηνευτική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας που πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Θα αρκεσθώ όμως σε μερικά ενδεικτικά.
Η προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου φανερώνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ότι όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν την ιερά ιστορία, που δείχνει το πως ο Θεός προετοίμασε τον λαό για την έλευση του Χριστού. Στην επιστολή αυτή φαίνεται η δόξα του ακτίστου Ασάρκου και σεσαρκωμένου Λόγου, η ανωτερότητά Του από τους κτιστούς αγγέλους, από τον Μωϋσή και τον Ααρών, η ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού από την ιουδαϊκή ιερωσύνη, η σχέση και διαφορά μεταξύ της σκηνής και της λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης με τον λαό και την λατρεία της Καινής Διαθήκης, η πίστη των δικαίων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που είναι πίστη εκ θεωρίας, η είσοδός μας στην κατάπαυση του Θεού, που είναι ο ιερός ησυχασμός, η παρότρυνση να προχωρήσουμε στην θεωρία του Θεού, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά και η προτροπή να υπακούσουμε στους ηγουμένους που αποστέλλει ο Θεός, όπως απέστειλε τους ηγουμένους-Προφήτας στον ιουδαϊκό λαό. Είναι φανερό ότι η προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου δείχνει πως ερμηνεύεται χριστολογικά και αγιοπνευματικά η Παλαιά Διαθήκη και πως υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, με την ουσιαστική διαφορά ότι στην Καινή Διαθήκη υπάρχει η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση του Λόγου, ως η πραγματική σκηνή του Θεού στην ιστορία.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πέρα από τις ερμηνευτικές αναλύσεις σε διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, έχει ασχοληθή σε δύο ομιλίες του για την ασάφεια των προφητειών στην εποχή που ελέχθησαν, καθώς επίσης και με την σύνοψη της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης «ως εν τάξει υπομνηστικού», όπου ανευρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από το «πνεύμα» της Καινής Διαθήκης.
Κάπου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τρία μέρη «το ιστορικόν», «το συμβουλευτικόν» και «το προφητικόν». Όμως, στην πραγματικότητα, όπως γράφει, ο χωρισμός αυτός είναι εξωτερικός, γιατί υπάρχει μια σχέση μεταξύ τους, αφού «εν ταις ιστορίαις εύροι τις αν προφητείαν• και των προφητών ακούσειεν αν πολλά ιστορικά διαλεγομένων. Και το της συμβουλής δε είδος και το της παραινέσεως, εν εκατέρω τούτων, εν τε τη προφητεία, εν τε τη ιστορία». Και τα τρία αυτά είδη - η ιστορία, η συμβολή και η προφητεία - αποβλέπουν σε ένα, «την των ακουόντων διόρθωσιν». Αλλού γράφει ότι η Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή-Νέα, από τον χρόνο και την φύση των γεγονότων που συνέβησαν, γιατί όλα ανακαινίσθηκαν και έτσι είναι «καινά τα μυστήρια». Όμως, ο «σκοπός εκατέρωθεν των διαθηκών εις, των ανθρώπων η διόρθωσις».
Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ομοιάζουν με αινίγματα, γι' αυτό και τα βιβλία είναι δυσνόητα, ενώ η Καινή Διαθήκη ομιλεί «σαφέστερα και ευκολότερα». Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο ένας στο ότι έπρεπε να πραγματοποιηθούν τα γεγονότα και να ενανθρωπήση ο Χριστός για να γίνουν σαφέστερα, και ο δεύτερος γιατί τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εγράφησαν σε άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και εμείς την διαβάζουμε στην δική μας γλώσσα, και είναι γνωστόν ότι «όταν γλώττα ερμηνευθή εις ετέραν γλώτταν, πολλήν έχει την δυσκολίαν».
Ερμηνεύοντας, όμως, σε άλλα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την Παλαιά Διαθήκη βλέπει αυτήν την ιερά ιστορία, και παρατηρεί ότι στους δικαίους και τους προπάτορες, που είναι πατέρες μας, ήτοι προπάτορες των Πατέρων μας, ενεργεί η καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια του Θεού. Για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τους πρωτοπλάστους, πριν την πτώση, περιγράφει την αγγελική ζωή που ζούσαν, και το προφητικό χάρισμα που είχε ο Αδάμ, αφού είδε μετά που ξύπνησε από την έκσταση και την ύπνωση, το πως δημιουργήθηκε η Εύα, αλλά και τα άλλα που θα ακολουθούσαν μετά την πτώση. Επίσης, αναλύοντας την ζωή της προφήτιδος Άννης, της Μητρός του Προφήτου Σαμουήλ, γράφει ότι είχε νοερά προσευχή, που φανερώνει ότι είχε φθάσει στον φωτισμό του νοός.
Ακόμη, πρέπει να αναφερθή ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, αναφέρει ως πρότυπο τελειότητος τον Προφήτη Μωϋσή, που έφθασε στην θεωρία του Θεού και είδε τον άκτιστο Λόγο. Αλλά και ο Μ. Βασίλειος αναλύει τους ψαλμούς του Δαυίδ, ερμηνεύει διάφορα γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τους Μακκαβαίους, και τα θέτει υποδείγματα στους Χριστιανούς της εποχής του. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες πράγμα που δείχνει ότι έβλεπαν την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ότι και στις δύο Διαθήκες διασώζεται η ίδια παράδοση που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και τον αγιασμό.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Ομιλίες εις την Γένεσιν - Ομιλία E΄ (Γεν. 1, 9-13)

Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Ομιλίες εις την Γένεσιν - Ομιλία E΄ (Γεν. 1, 9-13)
 «Και είπεν ο Θεός· να συγκεντρωθούν τα ύδατα, τα ευρισκόμενα κάτω από τον ουρανόν, εις ένα μέρος, διά να φανή η ξηρά».

1. Εμπρός ας παραθέσωμεν και σήμερα εις την αγάπην σας το συμπόσιον από τα λόγια του μακαρίου Μωυσέως, και ας εξετάσωμεν με ακρίβειαν εκείνα, που εδημιούργησεν ο Κύριος κατά την τρίτην ημέραν.
Διότι εάν εκείνοι, οι οποίοι σκάπτουν εις χρυσοφόρα χώματα, όπου αν ιδούν μερικά στρώματα να περιέχουν ψήγματα χρυσού, δεν απομακρύνωνται πρωτύτερα, εκτός αν, αφού ανακατώσουν το χώμα και κατέλθουν εις αυτό το βάθος, λάβουν από εκεί πολύν πλούτον, πολύ περισσότερον πρέπει ημείς οι οποίοι δεν πρόκειται να εξετάσωμεν ψήγματα χρυσού, αλλά ελπίζομεν να ευρούμεν ανυπολόγιστον θησαυρόν, καθημερινώς να ανιχνεύωμεν αυτόν, ώστε, αφού απολαύσωμεν τον πολύν πλούτον της πνευματικής περιουσίας, να επιστρέψωμεν έτσι εις τα σπίτια μας. Διότι εκεί μεν ο αισθητός πλούτος πολλάς φοράς επροξένησε και κινδύνους εις τους κατόχους του, και ενώπιον των κινδύνων αφού παρέχη σύντομον ευχαρίστησιν εξαφανίζεται, είτε διότι επετέθησαν οι συκοφάνται, είτε οι λησταί, είτε οι διαρρήκται, είτε διότι οι φυλάσσοντες αυτόν υπηρέται τον υπεξήρεσαν και εδραπέτευσαν.

Εδώ όμως τίποτε τέτοιο δεν ημπορεί να πλησίαση· διότι ο πνευματικός αυτός θησαυρός είναι απρόσβλητος, και όταν τοποθετηθή μέσα εις τα θησαυροφυλάκια της διανοίας μας, γίνεται ανίκητος εις όλας τας επιθέσεις, εκτός εάν ημείς επειδή κατέστημεν αδιάφοροι δώσωμεν την ευκαιρίαν εις εκείνον, που επιθυμεί να μας αφαιρέση αυτόν. Διότι ο ιδικός μας εχθρός, δηλαδή ο πονηρός διάβολος, όταν ιδή πνευματικόν πλούτον συγκεντρωθέντα, καταλαμβάνεται από μανίαν και ακονίζει τα δόντια του και πάντοτε καιροφυλακτεί, ώστε να εύρη την κατάλληλον ευκαιρίαν και να αφαιρέση κάτι από τα φυλασσόμενα μέσα μας. Καμμία δε ευκαιρία δεν είναι κατάλληλος εις εκείνον, παρά μόνον η ιδική μας αδιαφορία· δια τούτο πρέπει διαρκώς να αγρυπνούμεν και να φράσσωμεν τελείως τας εισόδους εις εκείνον. Διότι εάν μας ιδή να είμεθα νηφάλιοι και συνεχώς άγρυπνοι, όταν παρατήρηση, αφού επιτεθή δια πρώτην και δευτέραν φοράν, ότι επιχειρεί ανώφελα πράγματα, θα απέλθη εις το εξής κατεντροπιασμένος, επειδή γνωρίζει, ότι δεν θα έχη πλέον κανένα κέρδος, όταν ημείς επιδεικνύωμεν μεγάλην επαγρύπνησιν.

Αφού λοιπόν γνωρίζομεν, ότι πρέπει να αγωνιζώμεθα εις όλην την ζωήν μας, έτσι πρέπει να εξοπλίζωμεν τους εαυτούς μας, ωσάν να έχωμεν ενώπιόν μας τον εχθρόν και διαρκώς να μας παρακολουθή, μήπως δώσωμεν εις αυτόν αφορμήν επιθέσεως, επειδή ηδιαφορήσαμεν δι' ελάχιστον χρόνον. Δεν βλέπεις τους έχοντας πολλά χρήματα, όταν αναμένουν επίθεσιν των εχθρών, πόσον φροντίζουν δια φύλαξιν αυτών· άλλοι μεν παρέχουν κάθε ασφάλειαν κλειδώνοντες αυτά με θύρας και μοχλούς· άλλοι δε κρύπτοντες μέσα εις αυτήν την γην, δια να ημπορέσουν να μείνουν απαρατήρητα από όλους; Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον πρέπει και ημείς, αφού συγκεντρώσωμεν τον πλούτον της αρετής, να φυλάσσωμεν αυτόν με πολλήν προσοχήν, και να μη τον εκθέτωμεν εις τα μάτια όλων, αλλά να αποκρύπτωμεν αυτόν εις το ασφαλέστατον θησαυροφυλάκιον της διανοίας μας, και να αποφράσσωμεν όλους τους δρόμους εις εκείνον, που προσπαθεί να αφαιρέση αυτόν, ώστε, αφού τον διαφυλάξωμεν ανέπαφον, να ημπορέσωμεν, όταν αποθάνωμεν, να έχωμεν μερικά εφόδια δια την αποδημίαν μας από εδώ.

Διότι όπως oι ευρισκόμενοι εις ξένην χώραν, όταν πρόκειται να επανέλθουν εις την ιδικήν των πατρίδα, από πολύν καιρόν σιγά σιγά ετοιμάζονται και σπεύδουν να συγκεντρώσουν τόσα εφόδια, όσα θα επαρκέσουν εις αυτούς κατά την απόστασιν του δρόμου, διά να μη παραμελήσουν τους εαυτούς των παραδίδοντες αυτούς εις την πείναν· κατά συνέπειαν και ημείς, ωσάν να ευρισκώμεθα εδώ εις ξένην χώραν (διότι όλοι είμεθα ξένοι και προσωρινοί), πρέπει να προσέχωμεν εδώ πλέον και να αποθηκεύωμεν από πριν δια τους εαυτους μας, με την πνευματικήν αρετήν, τα εφόδια· ώστε, όταν διατάξη ο Κύριος να επανέλθωμεν εις την ιδικήν μας πατρίδα, να είμεθα προετοιμασμένοι, και άλλα μεν να μεταφέρωμεν μαζί μας, άλλα δε να έχωμεν αποστείλει από πριν. Διότι τέτοια είναι η φύσις αυτών των εφοδίων· εκείνα ακριβώς που θα θελήσωμεν να αποθηκεύσωμεν από πριν δια τους εαυτούς μας με την εκτέλεσιν των αγαθών αυτών πράξεων, επειδή έφθασαν πριν από ημάς εκεί, μας ανοίγουν τας θύρας της παρρησίας προς τον Κύριον και προετοιμάζουν την είσοδόν μας, διά να εισέλθωμεν με κάθε ασφάλειαν και να εύρωμεν μεγάλην εύνοιαν ενώπιον του κριτού.



2. Και διά να μάθης, αγαπητέ, ότι αυτά συμβαίνουν κατ' αυτόν τον τρόπον, σκέψου, παρακαλώ, ότι εκείνος που κάνει πλουσιοπάροχα την ελεημοούνην και εδώ ζει με αγαθήν συνείδησιν συνεχώς, και όταν από εδώ απέλθη, ευρίσκει πλησίον του δικαστού μεγάλην φιλανθρωπίαν και θα ακούση τα μακάρια εκείνα λόγια μαζί με τους υπολοίπους· «Ελάτε σεις, που είσθε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν, που έχει ετοιμασθή διά σας, αφ' ότου εθεμελιώνετο ο κόσμος· διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω». Το ίδιον βεβαίως θα ημπορέση να εύρη κανείς να συμβαίνη και με τας άλλας αρετάς. Έτσι θα συμβή και με την εξομολόγησιν των αμαρτιών και με τας προσευχάς, που είναι εκτενείς. Διότι όταν ημπορέσωμεν εις την παρούσαν ζωήν να καθαρίσωμεν εντελώς με την εξομολόγησιν τα αμαρτήματά μας και να λάβωμεν την συγχώρησιν από τον Κύριον, θα απέλθωμεν εκεί καθαροί από τα αμαρτήματα και θα μας χαρίση μεγάλην παρρησίαν.

Βέβαια δεν είναι δυνατόν να εύρη κάποιαν παρηγορίαν εκεί εκείνος, που δεν εκαθάρισε εις την παρούσαν ζωήν τα αμαρτήματά του. «Διότι εις τον άδην, λέγει, ποίος θα εξομολογηθή εις σε;». Και είναι φυσικόν· διότι αυτός είναι ο καιρός των δοκιμασιών και των προσπαθειών και των αγωνισμάτων· εκείνος δε είναι ο καιρός των στεφάνων και των αμοιβών και των βραβείων. Ας αγωνισθούμεν λοιπόν, επειδή ακόμη ευρισκόμεθα εις το στάδιον, ώστε εις τον καιρόν, κατά τον οποίον πρέπει να λάβωμεν το βραβείον και την αμοιβήν των προσπαθειών μας, ας μη είμεθα από τους κατεντροπιασμένους, αλλά από εκείνους, που δέχονται με παρρησίαν το βραβείον εις το κεφάλι των.

Δεν αναφέραμεν εισαγωγικώς αυτά απλώς, ούτε χωρίς κάποιον σκοπόν εις την αγάπην σας, αλλά επειδή θέλομεν να ενθυμήσθε καθημερινώς τας αγαθάς πράξεις, ώστε γενόμενοι τέλειοι και ολοκληρωμένοι, και διαλάμποντες με την αρετήν της συμπεριφοράς σας, να γίνετε άμεμπτοι και ακέραιοι, άμωμα τέκνα του Θεού, και να φανήτε ως φωστήρες εις τον κόσμον, παρέχοντες υπόδειγμα ζωής, προς καύχησιν ίδικήν μας, κατά την ημέραν του Χριστού και δια να ωφελήτε και μόνον με την παρουσίαν σας εκείνους, που σάς συναναστρέφονται και να απολαμβάνουν την ιδικήν σας πνευματικήν ευωδίαν και την αρίστην συμπεριφοράν σας εκείνοι, οι οποίοι συμμετέχουν μαζί σας εις τας συζητήσεις. Διότι όπως ακριβώς η συναναστροφή με τους κακούς συνήθως βλάπτει τους συναναστρεφομένους, καθώς και ο μακάριος Παύλος λέγει, «Καταστρέφουν τα καλά ήθη αι κακαί συναναστροφαί»· έτσι και η συναναστροφή με τους αγαθούς ωφελεί πάρα πολύ τους συναναστρεφομένους. Διά τούτο και ο φιλάνθρωπος Κύριος μας επέτρεψε να αναμειγνύωνται οι αγαθοί με τους κακούς, δια να κερδίζουν κάτι από την συναναστροφήν και να μη παραμένουν διαρκώς εις την κακίαν, αλλά έχοντες συνεχή υπόμνησιν την θέαν εκείνων, να ωφεληθούν κάτι περισσότερον από την συναναστροφήν των με αυτούς. Διότι τέτοια είναι η δύναμις της αρετής, ώστε και εκείνοι, που δεν μετέρχονται αυτήν, να την σέβωνται υπερβολικά και να την επαινούν πολύ. Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον και η κακία πάλιν κατηγορείται διαρκώς από εκείνους, που την μετέρχονται· έτσι είναι εις όλους φανερά και σαφής, και δεν θα εύρης ποτέ κανένα να ομιλή σύντομα με παρρησίαν δι' αυτήν· αλλά και το παράδοξον είναι, ότι εκείνα που επιχειρούν να κάνουν με έργα, πολλάς φοράς κακίζουν με τα λόγια και επιθυμούν να διαφεύγουν τους πολλούς.

Και αυτό δε είναι δείγμα της φιλανθρωπίας του Θεού, την οποίαν επέδειξε δια το ανθρώπινον γένος, με το να θέση εις τον καθένα μας ως αδέκαστον κριτήριον την συνείδησιν, η οποία κάνει ακριβή διάγνωσιν των καλών και των κακών· αυτή λοιπόν κυρίως θα ημπορέση να μας στερήση κάθε δικαιολογίαν, επειδή δεν υποπίπτομεν εις τα αμαρτήματα εξ αιτίας της αγνοίας μας, αλλά εξ αιτίας της αδιαφορίας της ψυχής και αμελείας της αρετής.



3. Συλλογισμένοι αυτά καθημερινώς, ας φροντίζωμεν πολύ διά την σωτηρίαν μας, δια να μη λησμονήσωμεν τους εαυτούς μας, με την πάροδον του χρόνου, προκαλούντες μεγίστας ζημίας. Αλλά τα μεν εισαγωγικά είναι αρκετά. Ας ακούσωμεν όμως, εάν θέλετε, ποία είναι εκείνα, τα οποία και σήμερα θέλει να μας διδάξη, η χάρις του Πνεύματος με την γλώσσαν του Μωυσέως. «Και είπε, λέγει, ο Θεός, να συγκεντρωθούν τα ύδατα, τα ευρισκόμενα κάτω από τον ουρανόν εις ένα μέρος, διά να φανή η ξηρά· και έγινεν έτσι». Βλέπε, παρακαλώ αγαπητέ, εδώ τάξιν και αρίστην συνέπειαν. Αφού λοιπόν είπεν εις την αρχήν, ότι «η γη ήτο αόρατος και ασχημάτιστος», επειδή εσκεπάζετο από το σκοτάδι και τα ύδατα· έπειτα κατά την δευτέραν ημέραν αφού διέταξε να γίνη το στερέωμα, έκαμε τον χωρισμόν των υδάτων και ονόμασε το στερέωμα ουρανόν· τώρα πάλιν μας διδάσκει, ότι κατά την τρίτην ημέραν διέταξε το ύδωρ, το οποίον ευρίσκετο κάτω από τον ουρανόν, δηλαδή από το στερέωμα, αφού συγκεντρωθή εις ένα τόπον να αφήση μέρος και να εμφανισθή η ξηρά· και έγινεν έτσι.

Αφού λοιπόν τα πάντα ήσαν γεμάτα από ύδωρ, διατάσσει να συγκεντρωθή όλον εις ένα τόπον υδάτων, δια να εμφανισθή έτσι η ξηρά. Παρατήρησε πώς μας παρουσιάζει σιγά σιγά την αρμονικήν διάταξιν του σύμπαντος και την ομορφιάν αυτής. «Και έγινε, λέγει, έτσι». Πώς; Όπως διέταξεν ο Κύριος. Είπε μόνον και ηκολούθησε το έργον. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του Θεού, το να διευθύνη δηλαδή κατά την θέλησίν του τα δημιουργήματα.

«Και συνεκεντρώθησαν, λέγει, τα ύδατα, τα οποία ήσαν κάτω από τον ουρανόν εις τους ιδιαιτέρους τόπους των, και εφάνη η ξηρά». Όπως ακριβώς εις την περίπτωσιν του φωτός, ενώ ήτο παντού σκοτάδι, διέταξε να γίνη το φως και έκαμε τον χωρισμόν του φωτός από το δε σκοτάδι εις την νύκτα· και εις την περίπτωσιν των υδάτων πάλιν αφού εδημιούργησε το στερέωμα, διέταξεν άλλα μεν να καταλάβουν το άνω μέρος, άλλα δε να είναι κάτω από το στερέωμα· έτσι και τώρα αυτά τα ύδατα, τα οποία ήσαν κάτω από το στερέωμα, διατάσσει να συρρεύσουν εις μίαν θέσιν, δια να φανή η ξηρά, και τότε να δώση εις αυτήν το κατάλληλον όνομα, όπως και εις την περίπτωσιν του φωτός και του σκότους. «Συνεκεντρώθησαν λοιπόν, λέγει, τα ύδατα εις τας θέσεις των και εφάνη η ξηρά, και ονόμασεν ο Θεός την ξηράν γην».

Είδες, αγαπητέ, πώς ενώ ήτο αόρατος και ασχημάτιστος, ωσάν να εσκεπάζετο με κάποια παραπετάσματα αφού την απεγύμνωσεν από τα ύδατα, κατά κάποιον τρόπον, μας φανερώνει διά πρώτην φοράν το πρόσωπόν της, και έδωσεν εις αυτήν το κατάλληλον όνομα; «Και τα συγκεντρωθέντα, λέγει, ύδατα ονόμασε θαλάσσας». Ιδού και τα ύδατα έλαβον την κατάλληλον ονομασίαν. Όπως ακριβώς λοιπόν κάποιος άριστος τεχνίτης, όταν πρόκειται να κατασκευάση με την τέχνην του κάποιο αντικείμενον, δεν δίδει προηγουμένως εις αυτό το όνομά του, μέχρις ότου το αποτελειώσει, έτσι λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν δίδει προηγουμένως εις τα στοιχεία τα ονόματα, μέχρις ότου με την προσταγήν του τοποθετήση αυτά εις κατάλληλον θέσιν. Αφού λοιπόν έλαβε και η γη το όνομά της και επανήλθε εις την ιδικήν της μορφήν, και τα συγκεντρωθέντα ύδατα πάλιν ηξιώθηοαν την ιδικήν των ονομασίαν.

«Ονόμασε λοιπόν, λέγει, το σύνολον των υδάτων θάλασσας», και επρόσθεσε πάλιν, «και είδεν ο Θεός, ότι ήτο καλόν». Επειδή βεβαίως η ανθρωπίνη φύσις, ως ασθενής, δεν ήτο ικανή να επαινέση επαξίως τα δημιουργήματα του Θεού, ομιλούσα προκαταβολικώς η Αγία Γραφή μας διδάσκει τον έπαινον από τον ίδιον τον δημιουργόν.



4. Όταν λοιπόν μάθης, ότι εις αυτόν τον δημιουργόν εφάνησαν καλά τα δημιουργήματα, αφ' ενός μεν θα θαυμάσης περισσότερον, αφ' ετέρου δε δεν θα ημπορέσης να εκφέρης περισσότερον κανένα έπαινον και εγκώμιον. Έχεις λοιπόν τέτοιον Κύριον, που κάνει τέτοια έργα, τα οποία δεν ημπορούν να δεχθούν ούτε τον ιδικόν μας έπαινον. Διότι πώς θα ημπορέση η ανθρωπίνη φύσις να επαινέση ή να υμνήση ποτέ επαξίως τα έργα του Θεού· και πρόσεχε, παρακαλώ, εις το εξής εδώ με όσα ακολουθούν την άπειρον σοφίαν του επινοητικού Θεού. Αφού λοιπόν μας εφανέρωσεν την επιφάνειαν της γης, εις την συνέχειαν με την εντολήν του χαρίζει εις αυτήν την αρμόζουσαν ομορφιάν, καλλωπίζων την επιφάνειάν της με την ποικιλίαν των φυτών.

«Και είπε, λέγει, ο Θεός· ας βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν, φυτά σπερματοφόρα και καρποφόρα δένδρα, τα οποία φέρουν τους καρπούς του είδους των, περιέχοντας τα σπέρματά των, επί της γης. Και έγινεν έτσι». Τι σημαίνει το, «Και έγινεν έτσι»; Επρόσταξε, λέγει, ο Κύριος, και αμέσως η γη αφού διήγειρε τας ωδίνας της, εστόλισε τον εαυτόν της με την βλάστησιν των φυτών. «Και η γη παρήγαγε χόρτον χλωρόν, τα διάφορα είδη των σπερματοφόρων φυτών και τα διάφορα είδη των καρποφόρων δένδρων, τα οποία περιέχουν μέσα των τους σπόρους αυτών επί της γης».

Κατανόησε εδώ, παρακαλώ αγαπητέ, πως με τον λόγον του Κυρίου τα πάντα έγιναν εις την γην. Διότι δεν ήτο ο εργαζόμενος ούτε άνθρωπος, ούτε αροτρον, ούτε εργασία βοδιών, ούτε καμμία άλλη φροντίδα ελήφθη δι' αυτήν, αλλά μόνον ήκουσε την εντολήν και αμέσως επαρουσίασε τα ιδικά της. Από αυτό πληροφορούμεθα, ότι και τώρα δεν μας χαρίζει την καρποφορίαν ούτε η ασχολία των γεωργών, ούτε ο κόπος και η υπόλοιπος εργασία, που καταβάλλεται κατά την καλλιέργειαν της γης, αλλά περισσότερον από όλα αυτά ο λόγος του Θεού, ο οποίος από την αρχήν ελέχθη προς αυτήν. Άλλωστε δε δια να διορθώση η Αγία Γραφή και την αχαριστίαν των ανθρώπων ύστερα από αυτά, μας διηγείται όλα με ακρίβειαν κατά την σειράν της δημιουργίας των, δια να σταματήση τας φλυαρίας εκείνων, που εξ ιδίων σκέψεων ομιλούν ανοήτως και επιχειρούν να λέγουν, ότι διά την ωρίμανσιν των καρπών της γης είναι αναγκαία η συνεργασία του ηλίου. Είναι δε και μερικοί, οι οποίοι επιχειρούν να αναφέρουν αυτά και εις κάποια άστρα.

Δι' αυτό μας διδάσκει το Άγιον Πνεύμα, ότι πριν από την δημιουργίαν των στοιχείων αυτών, υποχωρούσα η γη εις τον λόγον και την εντολήν του Θεού παράγει όλα τα φυτά, χωρίς να χρειασθή την βοήθειαν κανενός άλλου. Διότι ήτο αρκετός εις αυτήν, αντί όλων των άλλων, ο λόγος εκείνος, ο οποίος έλεγε· «να βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν». Ακολουθούντες λοιπόν πιστά την Αγίαν Γραφήν, ας μη ανεχώμεθα ποτέ εκείνους που λέγουν, ότι έγιναν μόνα των τα ευρισκόμενα γύρω μας. Διότι και αν ακόμη οι άνθρωποι καλλιεργούν την γην, και αν ακόμη έχουν την βοήθειαν των ζώων και φροντίσουν πολύ το χωράφι των, και αν πνεύσουν ευνοϊκοί άνεμοι και συνδράμουν όλα τα άλλα, εάν δεν θα υπάρξη η συγκατάθεσις του Κυρίου, όλα είναι άσκοπα και μάταια, και δεν θα προκύψη κανένα κέρδος από τους πολλούς κόπους και προσπαθείας, εάν το χέρι του Θεού δεν συνεργή και δεν χαρίζη την καρποφορίαν εις αυτά που γίνονται.

Ποίος δεν θα εκπλαγή και δεν θα θαυμάση, όταν κατανοή, πως ο λόγος του Κυρίου, που έλεγε, «να βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν», αφού κατήλθεν εις αυτά τα σπλάγχνα της γής, ωσάν με κάποιο θαυμαστόν πέπλον, έτσι με την ποικιλίαν των ανθέων κατεστόλισε την επιφάνειαν της γης; Και ήτο δυνατόν να ιδούμεν ότι η γη, η οποία προηγουμένως ήτο χωρίς μορφήν και σχήμα, δια μιας εδέχθη τόσην ομορφιάν, ώστε παρ' ολίγον να είναι εφάμιλλος προς τον ουρανόν.

Διότι όπως ακριβώς εκείνος ύστερα οπό ολίγον πρόκειται να στολισθή με την ποικιλίαν των άστρων, έτσι και αυτή τόσον εστολίσθη με τα διάφορα άνθη ώστε και τον δημιουργόν της να οδηγή εις έπαινον. Διότι λέγει η Γραφή, «Είδεν ο Θεός, ότι ήτο καλόν».



5. Είδες πώς μας παρουσιάζει η Γραφή τον δημιουργόν να επαινή χωριστά κάθε ένα δημιούργημά του, ώστε ύστερα από αυτά το ανθρώπινον γένος, αφού διδάσκεται αυτά, να κατευθύνεται από τα δημιουργήματα προς τον δημιουργόν; Διότι εάν τα δημιουργήματα, που είναι τέτοια, υπερβάλλουν την ανθρωπίνην φύσιν και κανείς δεν θα ημπορέση να επαινέση αυτά σύμφωνα με την αξίαν των, τι θα ημπορέση να ειπή κανείς δια τον δημιουργόν; «Και είδε, λέγει, ο Θεός, ότι ήτο καλόν. Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη». Βλέπεις πώς με την συνέχειαν της διδασκαλίας θέλει να βάλη την δύναμιν των λεγομένων μέσα εις την διάνοιάν μας; Διότι έπρεπε να ειπή, και έγινεν ημέρα τρίτη.

Πρόσεξε όμως πώς διά κάθε ημέραν έτσι λέγει, «Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη», όχι απλώς, ούτε τυχαίως, αλλά διά να μη συγχέωμεν την τάξιν, ούτε να νομίζωμεν, ότι όταν έλθη το βράδυ, τελειώνει η ημέρα· αλλά να γνωρίζωμεν, ότι το μεν βράδυ είναι το τέλος του φωτός και η αρχή της νύκτας, το δε πρωί το τέλος της νύκτας και η ολοκλήρωσις της ημέρας. Αυτό λοιπόν θέλει να μας διδάξη ο μακάριος Μωυσής λέγων, «Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη». Και μη παραξενεύεσαι, αγαπητέ, εάν η Αγία Γραφή λέγη αυτά πολλάς φοράς και συνεχώς.

Διότι εάν και ύστερα από αυτήν την επανάληψιν οι Ιουδαίοι, oι οποίοι είναι προκατειλημμένοι από την πλάνην και έχουν πωρωμένην την καρδίαν των, προσπαθούν ακόμη να φιλονεικούν και θεωρούν, ότι το βράδυ είναι αρχή της επομένης ημέρας, παραπλανώμενοι και παραλογιζόμενοι και εξακολουθούντες να κάθωνται εις την σκιάν, ενώ η αλήθεια έχει γίνει τόσον φανερά εις όλους, και έχοντες ακόμη το λυχνάρι, ενώ ο ήλιος της δικαιοσύνης εκπέμπει παντού τας ακτίνας του, εάν δεν έχρησιμοποιούσε τόσον μεγάλην διδασκαλίαν με πολλήν ακρίβειαν, ποίος θα ημπορούσε να υποφέρη την φιλονεικίαν των αγνωμόνων;

Αλλά εκείνοι μεν ας αναμένουν την τιμωρίαν της ιδικής των μωρίας· ημείς δε οι οποίοι εκρίθημεν άξιοι να δεχθούμεν την λάμψιν του ηλίου της δικαιοσύνης, ας υπακούωμεν εις την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, και ακολουθούντες τον κανόνα αυτής, ας τοποθετήσωμεν έτσι τα ορθά δόγματα μέσα εις τα θησαυροφυλάκια της ιδικής μας διανοίας, και μαζί με την φύλαξιν αυτών ας φροντίζωμεν πολύ δια την σωτηρίαν μας, και ας αποφεύγωμεν εκείνα που καταστρέφουν την υγείαν της ψυχής μας, απέχοντες από όλα αυτά, όπως ακριβώς από τα δηλητηριώδη φάρμακα. Διότι είναι πολύ μεγαλύτερα αυτή η βλάβη, και τόσον μεγαλύτερα, όσον ανωτέρα είναι η ψυχή από το σώμα. Διότι εκείνα μεν τα φάρμακα επιφέρουν τον σωματικόν αυτόν θάνατον· εκείνα δε που βλάπτουν πολύ την υγείαν της ψυχής, μας προκαλούν τον αιώνιον θάνατον.

Ποία δε είναι εκείνα, που μας βλάπτουν; Πολλά και διάφορα, μάλιστα δε το να συγκινούμεθα από την ανθρωπίνην δόξαν και να μη γνωρίζωμεν να περιφρονούμεν αυτήν. Τούτο λοιπόν γίνεται η αιτία πολλών κακών εις ημάς, και εάν έχωμεν κάποιον πνευματικόν θησαυρόν, τον αφαιρεί και μας στερεί την ωφέλειαν, που προέρχεται από αυτόν. Τι λοιπόν θα ημπορούσε να γίνη καταστρεπτικώτερον από την βλάβην αυτήν, όταν και εκείνα, τα οποία νομίζομεν ότι έχομεν, μας τα εξαφανίζη; Έτσι εκείνος ο Φαρισαίος έγινε μικρότερος από τον τελώνην, επειδή δεν ημπόρεσε να συγκρατήση την γλώσσαν του, αλλά επειδή με αυτήν, ωσάν με κάποιαν μικράν θύραν, εξεστόμισεν όλον τον πλούτον του. Τόσον μέγα κακόν είναι η κενοδοξία.



6. Ειπέ μου λοιπόν, διά ποίον λόγον και διατί συγκινείσαι διά τον έπαινον των ανθρώπων; Δεν γνωρίζεις, ότι όπως ακριβώς η σκιά, και εάν υπάρχη κάτι ευτελέστερον από αυτήν, έτσι ο έπαινος από αυτούς, αφού διασκορπισθή εις τον αέρα, εξαφανίζεται; Άλλωστε η φύσις των ανθρώπων εύκολα και ανατρέπεται και μεταβάλλεται, και οι ίδιοι τώρα μεν επαινούν, ύστερα όμως επικρίνουν τον ϊδιον άνθρωπον.

Εις την απόφασιν όμως του θεού αυτό δεν ημπορεί να γίνη ποτέ. Ας μη είμεθα λοιπόν ανόητοι, ούτε να Εξαπατώμεν τους εαυτούς μας άσκοπα και μάταια. Διότι και αν κάνωμεν κάτι αγαθόν, χωρίς να καταγινώμεθα εις αυτό μόνον διά τούτο, δια να εκπληρώσωμεν δηλαδή την εντολήν του Κυρίου μας και να γίνωμεν γνώριμοι μόνον εις εκείνον, υπομένομεν τον κόπον άσκοπα, αφού στερούμεν από τους εαυτούς μας τον καρπόν, που προέρχεται από εκεί. Διότι εκείνος που κάνει κάτι αγαθόν διά να επιδιώξη, την δόξαν από τους ανθρώπους, ίσως θα ημπορέση να απολαύση αυτήν, ίσως όμως όχι· διότι πολλάς φοράς, αν και κάνη τα πάντα προς τον σκοπόν αυτόν, δεν θα ημπορέση να επιτύχη αυτήν· και είτε λοιπόν επιτύχη, είτε αποτύχη, έχει λάβει εδώ ικανοποιητικήν αμοιβήν και δεν θα λάβη εκεί καμμίαν ανταπόδοσιν δι' αυτό. Διατί; Διότι προκαταβολικώς εστέρησε τον εαυτόν του από την αγάπην του κριτού, επειδή επροτίμησε τα παρόντα αγαθά από τα μέλλοντα, και την δόξαν των ανθρώπων από την απόφασιν του δικαίου κριτού.

Εξ άλλου αν δι' αυτό μόνον πράττωμεν κάτι το πνευματικόν, διά να αρέσωμεν δηλαδή μόνον εις εκείνον τον άγρυπνον οφθαλμόν, ενώπιον του οποίου τα πάντα είναι γυμνά και ολοφάνερα, και ο θησαυρός μας παραμένει αδαπάνητος και η αμοιβή ακεραία και η αγαθή προσδοκία από εδώ ακόμη μας παρέχει μεγάλην παρηγορίαν και μαζί με το ότι η αμοιβή εκείνη φυλάσσεται δι' ημάς μέσα εις απαραβίαστον θησαυροφυλάκιον, θα ακολουθήση και η δόξα από τους ανθρώπους. Διότι τότε απολαμβάνομεν αυτήν με αφθονίαν, όταν την περιφρονούμεν, όταν δεν την επιζητούμεν, όταν δεν την επιδιώκωμεν.

Και διατί απορείς, εάν αυτό γίνεται εις εκείνους που καταγίνονται με την πνευματικήν φιλοσοφίαν, όπου βέβαια και εκείνους, που συγκινούνται πολύ διά τα πράγματα του κόσμου αυτού, oι περισσότεροι περιφρονούν και παραβλέπουν εκείνους, που επιθυμούν να αποκτήσουν τον έπαινον από τους ανθρώπους, και θα συναντήσης να εμπαίζωνται αυτά από όλους δια την σφοδράν των επιθυμίαν της κενοδοξίας; Τι λοιπόν θα ημπορούσε να γίνη αθλιώτερον από ημάς, που καταγινόμεθα με τα πνευματικά, εάν πρόκειται ομοίως με εκείνους να ανοίγωμεν το στόμα μας εις τας επευφημίας των ανθρώπων και να μη αρκούμεθα εις τον έπαινον από τον Θεόν; όπως ακριβώς και ο Παύλος λέγει, «του γνησίου δε πιστού ο έπαινος δεν προέρχεται από ανθρώπους, αλλά από τον Θεόν». Δεν βλέπεις, αγαπητέ, και εις τας ιπποδρομίας, πώς οι οδηγούντες τους ίππους, ενώ όλος ο λαός κάθεται και απευθύνει απείρους επευφημίας, δεν περιστρέφουν το κεφάλι των, ούτε απολαμβάνουν την ευχαρίστησιν από την επευφημίαν εκείνων, αλλά βλέπουν προς ένα μόνον, τον βασιλέα, ο οποίος κάθεται εις το μέσον και προσέχοντες εις το νεύμα αυτού, παραβλέπουν όλον το πλήθος, και τότε μόνον υπερηφανεύονται, όταν ο βασιλεύς στεφανωσει αυτούς;

Μιμούμενος λοιπόν και σύ αυτούς, να μη λογαριάζης πολύ τας επευφημίας των ανθρώπων, ούτε δι' αυτό να μετέρχεσαι την αρετήν, αλλά να περιμένης την απόφασιν από τον δίκαιον κριτήν και προσέχων εις το νεύμα εκείνου, έτσι να τακτοποιής όλην την ζωήν σου, ώστε και εις την παρούσαν ζωήν πάντοτε να τρέφεσαι με τας αγαθάς ελπίδας, και εις την μέλλουσαν να απολαύσης τα αιώνια αγαθά, τα οποία είθε όλοι ημείς να επιτύχωμεν, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίον εις τον Πατέρα και συγχρόνως εις το Άγιον Πνεύμα, ανήκει η δόξα, η δύναμις, η τιμή, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

πηγή: Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Σπυρίδων Μουστάκας, 1981.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Πώς ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ανακαλύπτει την αλήθεια της Αγίας Γραφής

Πώς ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ανακαλύπτει την αλήθεια της Αγίας Γραφής
Το περιστατικό εδημοσιεύθη εις το τεύχος Ιουλίου 1970 του περιοδικού Avionics News (Αεροπορικά νέα), μηνιαίας εκδόσεως της Aircraft Electronics Association Inc., ε οποία εδρεύει εις Σαρασότα της Φλόριδας. ΗΠΑ (Sarasota, Florida).
Γνωρίζατε, ότι το διαστημικό πρόγραμμα ασχολείται εις το να αποδείξει, ότι αυτό το οποίον έχει αποκληθεί «μύθος» εις την Αγία Γραφή είναι αληθές;
Ό κ. Harold Hill (Χάρολτ Χίλλ), Πρόεδρος της Curtis Engine Company (Εταιρία Κούρτις Έντζιν), εκ Βαλτιμόρης (Πολιτεία Μαίρυλαντ, Η.Π.Α.) και Σύμβουλος εις το διαστημικό
πρόγραμμα διηγείται τα ακόλουθα:
«Νομίζω, ότι ένα από τα πλέον εκπληκτικά πράγματα, τα οποία μας παρέχει σήμερον ο Θεός, συνέβη τελευταίως εις τους αστροναύτες μας και τους διαστημικούς επιστήμονας εις το Green Beld Md (Γκρήιν Μπέλτ, της Πολιτείας Μαί-ρυλαντ). Αστροναύτες και επιστήμονες προσεπάθουν να προσδιορίσουν την θέση του ηλίου, της σελήνης και των πλανητών εις τον διαστημικό χώρο μετά 100 και 10θ0 έτη από τώρα. Πρέπει να γνωρίζομε την θέση αυτή, ώστε να μη αποστείλομε τεχνητούς δορυφόρους, οι οποίοι θα συγκρουσθούν αργότερα επί τινος άστρου κατά την διάρκεια των περιστροφών του.
Οφείλομε να καθορίσομε (προσδιορίσομε) την τροχιά των τεχνητών δορυφόρων, λαμβάνοντας υπ’ όψη την διάρκεια της ζωής των και την προσεχή θέση των πλανητών, ούτως ώστε να μην αποτύχει οριστικώς (will not bog down) η όλη προσπάθεια της αποστολής.
Προς τον σκοπό αυτόν ετέθη εις λειτουργία ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο οποίος άρχισε να καταμετρά διά μέσου των αιώνων τον χρόνο, προ των ημερών και μετά τας ημέρας μας. (Σ.Μ. Τούτο έπρεπε να γίνει διά να καθορισθούν οι συντεταγμένες των ουρανίων σωμάτων κατά τον ρουν των αιώνων).
Αιφνιδίως όμως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής “εμπλοκαρίσθη” (came to a halt).
O υπολογιστής σταμάτησε και έδωσε κόκκινο σήμα, το οποίο σήμαινε, ότι συνέβαινε κάποιο λάθος ή ως προς τας πληροφορίας, πού του έδωσαν, ή ως προς τα αποτελέσματα, τα όποια εξήγοντο, συγκρινόμενα προς τα δεδομένα (standards).
Οι χειριζόμενοι τον ηλεκτρονικό υπολογιστή κάλεσαν τούς τεχνικούς διά να τον ελέγξουν, αυτοί όμως μετά τον έλεγχο βεβαίωσαν: “Είναι τέλειος”.
O επικεφαλής των εργασιών της I .Β .Μ. ρώτησε “τί συμβαίνει; τί δεν πηγαίνει καλά;”
Εις την ερώτηση του οι επιστήμονες του Διαστημικού Κέντρου απήντησαν:
“Λοιπόν, βρήκαμε ότι λείπει μία ημέρα από το διάστημα κατά τούς παρελθόντας αιώνας. (Well, we have found there is a missing in space in elapsed time). Εις την αμηχανία των άρχισαν να ξύνουν νευρικά το κεφάλι των και να τραβούν τα μαλλιά των. Αλλά δεν εύρισκαν απάντηση.
Ένας όμως εκ των μελών τής ομάδας, ο οποίος ήτο πιστός, είπε κάποιαν στιγμή, “ξέρετε, όταν ήμουν μαθητής του Κατηχητικού Σχολείου, μας είχαν ειπεί. ότι ο ήλιος εστάθη ακίνητος εις τον ουρανό”.
Οι συνάδελφοι του δεν τον επίσπευσαν. Αφού όμως δεν είχαν άλλην απάντηση εις το ανεξήγητο αίνιγμα των, του είπαν: “Απόδειξε μας αυτό πού λέγεις”.
Εκείνος πήρε μιαν Αγία Γραφή, ανέτρεξε εις το βιβλίο του Ιησού τού Ναυή, όπου βρήκαν μιαν αρκετά περίεργη έκθεση δι’ οιονδήποτε, ο οποίος διαθέτει κοινό νου. Εκεί, Ιησούς του Ναυή ι 8 -14, βρήκαν ότι ό Κύριος λέγει εις τον Ιησού τού Ναυή: “Μη φοβηθείς αυτούς (τούς εχθρούς σου), εις γάρ τας χείρας σου παραδέδωκα αυτούς• ουχ υπολειφθήσεται εξ αυτών ηδείς ενώπιον ημών” (στίχος 8). Ο Ιησούς του Ναυή ενδιαφέρετο, διότι έπρεπε να τελείωση την καταδίωξη των εχθρών του εν όσο ήτο ημέρα• εάν ήρχετο το σκοτάδι της νυκτός, δεν θα ε-πιτύγχανε η καταδίωξη. Δι’ αυτό ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να κάμει θαύμα, ούτως ώστε ό ήλιος να μείνει ακίνητος. (“Και είπε ό Ιησούς στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών”, στίχ. 12). “Και έστη ο ήλιος και η σελήνη εν στάσει (… ) και έστη ο ήλιος κατά μέσον του ουρανού’ ου προεπορεύετο εις δυσμάς εις τέλος ημέρας μιας• και ουκ εγένετο ημέρα τοιαύτη ουδέ το πρότερον ουδέ το έσχατον” (στίχ. 13-14).
Και πράγματι ο ήλιος εστάθη και η σελήνη έμεινε ακίνητος (…). Ό ήλιος έμεινε ακίνητος εις το μέσον του ουρανού. Δεν προχωρούσε προς την δύση του επί μιαν ολόκληρη ημέρα. Μια τόσον περιφανή ημέρα, ώστε να ακούσει ό Θεός τέτοιαν προσευχή τού ανθρώπου, δεν εφάνει ποτέ ούτε κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Κατόπιν τούτου ό διαστημικός επιστήμων είπε: “Ιδού η μία ημέρα, η οποία μας λείπει”. Η πληροφορία αυτή προγραμματίσθηκε εις τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο οποίος προέβη εις υπολογισμούς περί τον χρόνο, πού ανεφέρετο το περιστατικό. Ο υπολογιστής απήντησε, ότι συνεφώνει, αλλ’ όχι ακριβώς. Ο παρελθών χρόνος, ο οποίος έλειπε κατά την ημέρα, περί τής όποιας ωμίλει το βιβλίο του Ιησού του Ναυή, δεν ήτο μια. πλήρης ημέρα. Ήτον μόνον 23 ώρες και 20 λεπτά. Οι επιστήμονες άνοιξαν και πάλι την Αγία Γραφή και διάβασαν μετά προσοχής το κείμενο. Παρατήρησαν λοιπόν, ότι εις το Εβραϊκό κείμενο “έως μιας ολοκλήρου ημέρας” (Σ .Μ. Δηλαδή o ήλιος εστάθη όχι ολόκληρη, όχι πλήρη ημέρα, αλλά περίπου μιαν ημέρα). Αι μικραί αύται λέξεις της Αγίας Γραφής “έως μιας ολοκλήρου ημέρας” είναι σπουδαίαι.
Εν τούτοις οι επιστήμονες παρέμεναν ακόμα εις απορία, διότι, εάν συνέχιζαν να λείπουν 40 λεπτά, θα αντιμετώπιζαν δυσχέρειες διά τα μελλοντικά 1000 έτη.
Έπρεπε να ευρεθούν τα ελλείποντα 40 λεπτά, διότι ό αριθμός αυτός θα επολλαπλασιάζετο πολλές φορές κατά την τροχιά.
Αλλ’ ο πιστός επιστήμων (ο οποίος υπέδειξε το χωρίο από τον Ιησού τού Ναυή) ενεθυμήθη επίσης, ότι κάπου γράφεται εις την Αγία Γραφή, ότι ο ήλιος επέστρεψε εις τα οπίσω. Οι συνάδελφοί του επιστήμονες τον ειρωνεύθηκαν, ότι έχασε το λογικό του. Παρά ταύτα άνοιξαν την Αγία Γραφή και ανέγνωσαν από το 20όν κεφάλαιο του βιβλίου της Δ’ Βασιλειών τους στίχους 9 -11.
Εκεί αναφέρεται, ότι ο ετοιμοθάνατος βασιλεύς Εζεκίας εδέχθη την επίσκεψη τού προφήτου Ησαΐα, ο οποίος τον βεβαίωσε, ότι δεν θα αποθάνει, αλλά θα ζήση. Ο Εζεκίας όμως δεν επίστευσε εις τον λόγο του προφήτου και εζήτησε αποδείξεις. Ποίαν απόδειξη θα έχω, ότι θα με θεραπεύσει ό Κύριος; είπε εις τον Ησαΐα (στίχ. 8). Και ό Ησαΐας του απήντησε: Η σκιά του ηλιακού ωρολογίου θα προχώρηση δέκα βαθμίδας εμπρός ή δέκα βαθμίδας προς τα πίσω. (Σ .Μ. Το ηλιακό ωρολόγιο, περί της σκιάς του οποίου γίνεται λόγος, ήτο μία όρθια στήλη, η οποία ήτο τακτοποιημένη εις σειρά βαθμίδων ούτως ώστε η σκιά της στήλης αυτής να. δεικνύει τας ώρας αναλόγως του πού έπιπτε η σκιά του ηλίου).
Εις την προόραση του Ησαΐα ο Εζεκίας απήντησε: Δεν είναι και τόσον θαυμαστό , εάν ή σκιά του ήλιου προχωρήσει “δέκα βαθμούς” προς τα εμπρός. Θαυμαστό είναι η σκιά να υποχωρήσει “δέκα βαθμούς εις τα πίσω” (στίχ. 10). O προφήτης Ησαΐας .συνεχίζει η Αγία Γραφή, παρακάλεσε τον Κύριο διά το θαύμα τούτο (ώστε να πεισθεί ό βασιλεύς). Και το θαύμα έγινε! “Επέστρεψε η σκιά εν τοις αναβαθμοίς εις τα πίσω δέκα βαθμούς”, δηλ. η σκιά του ηλίου υπεχώρησε εις τα σκαλοπάτια 10 βαθμούς προς τα πίσω (στίχ. 11). Δέκα βαθμοί αντιστοιχούν προς 40 λεπτά ακριβώς. Ώστε 23 ώρες και 20 λεπτά του βιβλίου Ιησού του Ναυή, συν 40 λεπτά του βιβλίου της Δ’ Βασιλειών, συμπληρώνουν τας 24 ώρας, αι οποίαι έλειπαν. Τας ώρας αυτάς έπρεπε οι επιστήμονες να ενσωματώσουν εις τούς υπολογισμούς των (they had to log in the log book), ως την απολεσθείσα ημέρα του σύμπαντος».
Και ο Χάρολτ Χίλλ καταλήγει: «Δεν είναι τούτο καταπληκτικό; Ο Θεός μας προκαλεί σύγχυση εις τούς επιστήμονας, διότι τούς υποχρεώνει να αναγνωρίζουν την αλήθειά Του» (Our God is rubbing their noses in His «truth». That is right).
Διά να πιστεύσωμε εις την αλήθεια των θεόπνευστων λόγων της Αγίας Γραφής δεν έχομε βεβαίως την ανάγκη της επιστήμης. Αλλ’ εν πάση περιπτώσει, όταν η επιστήμη -παρά την θέλησή της ή εντελώς απροόπτως πολλάκις-επιβεβαιώνει την αλήθεια τής Αγίας Γραφής. είναι φυσικό να δίδει αφορμήν μεγαλύτερης δοξολογίας προς τον Θεό
Δια τούτο καταχωρήσαμε την πιστή μετάφραση ενός καταπληκτικού γεγονότος, το οποίο έρχεται -όπως πολλά άλλα – να αποδείξει την ιστορική αλήθεια της Αγίας Γραφής.
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ» ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2009
http://vatopaidi.wordpress.com

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
ΠΑΡΕΛΘΟΝ-ΠΑΡΟΝ-ΜΕΛΛΟΝ
Ιωάννη Δ. ΚαραβιδόπουλουΚαθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ.
 
Στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα με το περί Χριστού κήρυγμα του Απ. Παύλου αρχίζει να συντελείται μια σημαντική αλλαγή μέσα στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ιδιαίτερα ενοχλημένοι οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης από τη δράση του Απ. Παύλου και των συνεργατών του ξεσηκώνουν τον όχλο δημιουργώντας ταραχές στην κοινωνία της πόλης και στη συνέχεια βοούν προς τους πολιτάρχες: “ οι την οικουμένην αναστατώσαντες ούτοι και ενθάδε πάρεισιν, ...ούτοι πάντες απέναντι των δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα έτερον λέγοντες είναι Ιησούν” (Πραξ. 17, 6). Χωρίς να το γνωρίζουν διαπιστώνουν με τη φράση αυτή την συντελούμενη και επερχόμενη σημαντική αλλαγή στην οικουμένη που καταλήγει στην εκ βάθρων μεταμόρφωσή της.
Αυτήν τη ριζική μεταμόρφωση ευαγγελίζεται ο Απ. Παύλος με όσα λέγει στο κήρυγμά του για την εν Χριστώ λύτρωση του ανθρώπου και για την ευθύνη του έναντι του συνανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Με πολλή συντομία και σχεδόν επιγραμματικά σε τρία σημεία μπορούμε να συνοψίσουμε την επίδραση του Παύλειου μηνύματος στην κοινωνία της εποχής του.
1. Σε αντίθεση με τη θεωρητική και ανθρωποκεντρική ελευθερία των Στωϊκών φιλοσόφων που κυριαρχούν στην εποχή του ο Απ. Παύλος προβάλλει την εν Χριστώ ελευθερία, την ελευθερία που απορρέει από το ιστορικό γεγονός του σταυρού και της ανάστασης του Χριστού. Μια ελευθερία που δεν υπάρχει στην εσωτερική φύση του ανθρώπου, αλλά προσφέρεται ως δωρεά του Θεού. Η αστοχία του ανθρώπου να βρει λύσεις στα προβλήματά του στηριζόμενος μόνο στις δικές του εσωτερικές δυνάμεις, αυτό δηλ. που στη θεολογική γλώσσα ονομάζουμε “ αμαρτία” , κατέστησε αναγκαία την ιστορική επέμβαση του Θεού μέσα στον κόσμο στο πρόσωπο του Χριστού. Η ελευθερία συνεπώς αποτελεί προσφορά του Θεού εν Χριστώ προς τον κόσμο. Η ελευθερία ωστόσο που διακηρύσσει ο Παύλος δεν είναι μόνο δώρο του Θεού αλλά συνεπάγεται και την ανταπόκριση του ανθρώπου, την ευθύνη του έναντι της κοινωνίας και έναντι της φύσης.
2. Σε αντίθεση με την απέλπιδα μύηση κατά την εποχή του Παύλου σε διάφορες μυστηριακές λατρείες, η οποία δεν είχε καμία ηθική επίπτωση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ο Παύλος προβάλλει τη μύησή του στο κατ' εξοχήν μυστήριο, που είναι “ Tό μυστήριον του Χριστού” (Εφεσ. 3, 4), το “ χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον μυστήριον” που φανερώθηκε τώρα (Ρωμ. 13, 24), “ μυστήριο” που δεν συντελείται στις κρυμμένες από τα μάτια των βεβήλων μυήσεις αλλά εισέρχεται στο φωτεινό δρόμο της ιστορίας και δεν προορίζεται για τους λίγους αλλά για όλους τους ανθρώπους, γιατί το μήνυμα του Ευαγγελίου έχει οικουμενικές διαστάσεις και πρέπει να φτάσει “ έως εσχάτου της γης” .
3. Ειρήνη και ασφάλεια επαγγέλλονται οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, “ όταν (όμως) λέγωσιν ειρήνη και ασφάλεια, τότε αιφνίδιος αυτοίς εφίσταται όλεθρος” (Α<180> Θεσ. 5, 3), παρατηρεί ο Παύλος, υπαινισσόμενος ίσως τη διατυμπανιζόμενη αλλά μη πραγματοποιούμενη Pax Romana και Securitas των ρωμαίων Καισάρων.
Πολλοί ιστορικοί παραλληλίζουν τον πρώτο χριστιανικό αιώνα με τη δική μας εποχή, ιδιαίτερα σε θέματα ελευθερίας και ευθύνης, μύησης σε διάφορες λατρείες και αυτοκρατορικής λατρείας που συνοδεύεται από την Pax Romana, η οποία φέρει σήμερα επιθετικό προσδιορισμό άλλης μεγάλης δύναμης. Θα προσθέσω και ένα ακόμη σημείο παραλληλισμού. Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για την παγκοσμιοποίηση, όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και πολιτιστικό και σε πολλά άλλα επίπεδα. Στον πρώτον αιώνα η ανάπτυξη και διάδοση του χριστιανισμού γίνεται μέσα σ<146> ένα πλαίσιο, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης με το ελληνικό πολιτιστικό μοντέλο και με ενιαία γλώσσα, την ελληνική, με λατρευτικές ενοποιήσεις και διοικητική οργάνωση. Ο Απ. Παύλος δεν συζήτησε ποτέ με τους συνεργάτες του εάν η παγκοσμιοποίηση των ημερών του είναι αναστρέψιμη η όχι πορεία. Σκέφτηκε μόνο να αξιοποιήσει τα προσφερόμενα μέσα της και αισθάνθηκε να βαραίνει στους ώμους του το ιεραποστολικό “ δει” , το “ δει κηρυχθήναι το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει” . Και έλεγε: “ Ουαί μοι εστίν εάν μη ευαγγελίζωμαι” (Α' Κορ. 9, 16). Και έτσι “ αναστάτωσε” την οικουμένην κηρύσσοντας {βασιλέα έτερον, Ιησούν” .
Δεν είναι εύκολο εδώ να παρακολουθήσουμε διεξοδικά τα σημεία αναστάτωσης της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας και της επελθούσης μεταμόρφωσης. Γι' αυτό ας επιτραπεί ένα μεγάλο άλμα πολλών αιώνων, με τη διατύπωση του εξής ερωτήματος: Ποιό ρόλο διαδραμάτισε ο Απ. Παύλος στη Θεολογία και στην ελληνική κοινωνία του 20ου αιώνα και στη στροφή της χιλιετίας;
 
ΙΙ
Θα ξεκινήσω από ένα σημαντικό σταθμό στα μέσα του 20ου αιώνα που είναι ο Β' παγκόσμιος πόλεμος, γιατί μετά από αυτόν άνθισαν στον τόπο μας ιδιαίτερα τα θεολογικά γράμματα, πράγμα που μαρτυρείται στην εκρηκτική αύξηση της θεολογικής βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα μάλιστα στην περιοχή των βιβλικών και πατερικών σπουδών, αλλά και φυσικά όλων των άλλων κλάδων της θεολογικής επιστήμης.
Που οφείλεται αυτή η εντυπωσιακή ανάπτυξη; (α) Τα ερείπια, υλικά και πνευματικά, που επεσώρευσε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος, οδήγησαν στην άμεση ανάγκη να αντιμετωπίσει η Εκκλησία και η Θεολογία τα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν στους ανθρώπους ξεκινώντας από μια στέρεη βάση, όπως είναι οι βιλικές και πατερικές πηγές της πίστης. (β) Οι εξειδικευμένες σπουδές των Ελλήνων θεολόγων σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου δέχτηκαν ποικίλες προκλήσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τον επιστημονικό διάλογο μεταξύ της παράδοσης της εκκλησίας και των σύγχρονων επιστημονικών ρευμάτων. Ακόμη και οι αρνητικές προκλήσεις δημιούργησαν γόνιμους προβληματισμούς με θετικά αποτελέσμαα. Και (γ) η ίδρυση μιας δεύτερης Θεολογικής Σχολής στην Ελλάδα, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1943 (μετά από αυτήν της Αθήνας το 1837), αύξησε τον αριθμό των θεολόγων στη χώρα μας και συνεπώς και την εκπαίδευση των φοιτητών στην περιοχή της θεολογικής επιστήμης.
Όλοι οι τομείς της θεολογικής επιστήμης προσήλκυσαν την προσοχή των Ελλήνων ερευνητών. Εκείνη όμως η περιοχή που κυριάρχησε στην έρευνα, και ιδιαίτερα την βιβλική έρευνα, είναι η μελέτη των επιστολών του Απ. Παύλου. Εάν το εκφράσω αυτό με στατιστικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε προσωπική έρευνα1, το 35% της βιβλικής θεολογικής παραγωγής (και ειδικότερα της Καινοδιαθηκής) καλύπτεται από μελέτες που έχουν ως αντικείμενο και περιεχόμενο τις επιστολές και τη Θεολογία του Απ. Παύλου. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, που οφείλεται αυτή η προτίμηση. Μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάποια ικανοποιητική απάντηση, εάν λάβουμε υπόψη τα ακόλουθα δεδομένα:
Ο Απόστολος αυτός είναι ως γνωστόν ο ιδρυτής της Εκκλησίας στην Ελλάδα (Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, Νικόπολη) και ως εκ τούτου είναι φυσικό να στρέφεται η ελληνική θεολογική έρευνα γύρω από το έργο και τις επιστολές του. ʼλλωστε, το 1950 γιορτάστηκε στην Αθήνα η επέτειος των 1900 ετών από την ίδρυση της Εκκλησίας στην Ελλάδα με διάφορες ομιλίες, εκδηλώσεις και την έκδοση Πανυγηρικών τόμων2. Έτσι, συν τοις άλλοις δόθηκε και από το επετειακό αυτό γεγονός ένα κίνητρο για ευρύτερη μελέτη του έργου του. Ήδη από το 1925 είχε θεσπίσει ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938) την τέλεση Πανηγυρικού Εσπερινού επί του ιερού βράχου του Αρείου Πάγου κατά την εορτήν των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, συνέθεσε μάλιστα ο ίδιος και ειδικό Απολυτίκιο για τον Απόστολο Παύλο (“ Εθνών σε κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον...” ), το οποίο επικράτησε παράλληλα με το γνωστό Απολυτίκιο “ Οι των Αποστόλων πρωτόθρονοι...” .
Εξ άλλου, η μορφή του Παύλου προβλήθηκε παντοιοτρόπως από τις διάφορες χριστιανικές οργανώσεις, οι οποίες, όσο κι αν δεν είχαν στέρεες θεολογικές βάσεις, όπως συνήθως επικρίνονται, στα μεταπολεμικά χρόνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική ανασυγκρότηση της χώρας.
Τέλος, η ενασχόληση με τις επιστολές της Κ.Δ. γενικότερα δεν παρουσίαζε τα ακανθώδη προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιστημονική έρευνα των Ευαγγελίων στη Δύση κατά τις αμέσως μετά τον πόλεμο δεκαετίες και που οι Δυτικοί τα έλυναν με το δικό τους τρόπο τον όχι πάντοτε αποδεκτό από τους Ορθοδόξους.
Για να συνειδητοποιήσει κανείς την έκταση, αλλά και ποιότητα, των Παύλειων σπουδών στο β' μισό του 20ου αιώνα αρκεί να κάνει μια σύγκριση με τις αντίστοιχες σπουδές στο α' μισό του αιώνα, όπως απηχούνται στο βιβλίο του Ν. Λούβαρι, Εισαγωγή εις τας περί Παύλον σπουδάς, 1η έκδοση 1919, 2η έκδοση 1960. Στον Πρόλογο της 1ης έκδοσης, αφού παραθέτει τη γνώμη του διακεκριμένου γερμανού φιλολόγου Wilamowitz “ ότι τρεις άνδρες δύνανται να εξάρωσι και ενισχύσωσι ο,τι πλείστον το φρόνημα των ανθρώπων ο Πλάτων, ο Γκαίτε και ο Παύλος” , προλαμβάνει ο Ν. Λούβαρις την δικαιολογημένη έκπληξη του Έλληνα αναγνώστη για τη φράση αυτή, δεδομένου ότι ο Έλληνας δεν γνωρίζει ως ώφειλε τον Παύλο. Τούτο το αποδίδει στο ο,τι η “ θρησκευτική ημών αγωγή είναι πάντα πλημμελής” και συνεχίζει: “ ούτω και του μεγάλου αποστόλου γνώσιν τινα κεκτήμεθα μόνον δια των επ' εκκλησίας αναγινωσκομένων περικοπών εκ των επιστολών αυτού” . Αυτά λοιπόν το 1919.
Η κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά στη δεύτερη πεντηκονταετία του αιώνα, ειδικά στις Παύλειες σπουδές.
 
ΙΙΙ
Και τώρα προβάλλει ένα λεπτό και δύσκολο ερώτημα: Η έκρηξη αυτή των Παύλειων επιστημονικών σπουδών είχε και την ανάλογη επίδραση στη Νεοελληνική κοινωνία; Εκ πρώτης όψεως η απάντηση δεν φαίνεται να είναι απαλλαγμένη από κάποιες απαισιόδοξες διαπιστώσεις. Διότι: Ο Απ. Παύλος, που κυριάρχησε στις θεολογικές σπουδές δεν φαίνεται να επέδρασε ιδιαίτερα εντυπωσιακά στην Νεοελληνική κοινωνία. Αγιογραφικές φράσεις στη γλώσσα του λαού, που έγιναν παροιμιώδεις η χρησιμοποιούνται αυθόρμητα στην καθημερινή του ομιλία, προέρχονται συνήθως από τα Ευαγγέλια, ιδίως από αυτά που διαβάζονται στη θεία λατρεία και ακόμη ειδικότερα την Μ. Εβδομάδα, όχι όμως ιδιαίτερα από τον Απ. Παύλο. Βέβαια έχει επισημανθεί η χρήση Παύλειων εκφράσεων από τον ελληνικό λαό5, αλλά είναι αισθητά πιο περιορισμένη σε σύγκριση με την καθημερινή χρήση εκφράσεων από τα Ευαγγέλια6. Ακόμη και η θεολογική, σε βαπτισματική συνάφεια, φράση του Παύλου “ ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας” (Ρωμ. 6, 7), που δηλώνει την απαλλαγή από τη δύναμη της αμαρτίας του ανθρώπου που πέθανε με τον Χριστό κατά το βάπτισμα σύμφωνα άλλωστε και με τη γενική αρχή ότι ο πεθαμένος δεν μπορεί πια να αμαρτήσει, χρησιμοποιείται από το λαό τελείως παρερμηνευμένη, για να δηλώσει την απαλλαγή του πεθαμένου στις συνειδήσεις των συγγενών και φίλων από κατηγορίες για κάποια παραστρατήματα για τα οποία δεν πρέπει πλέον να κακολογείται. Φαίνεται ότι η υψηλή θεολογική σκέψη του Απ. Παύλου που κίνησε τον κάλαμο των πατέρων της εκκλησίας και ενέπνευσε τους θεολόγους δια μέσου των αιώνων δεν συγκίνησε την λαϊκή ευσέβεια, στην οποία επέδρασαν περισσότερο λαϊκοί άγιοι με μεγάλη θαυματουργική δραστηριότητα, η οποία αγγίζει ως γνωστόν περισσότερο τη λαϊκή ψυχή από ο,τι η υψιπετής θεολογική σκέψη.
Μια ακόμη αιτία αναχαίτισης του Παύλειου λόγου από την εξάπλωσή του στην ελληνική κοινωνία μπορεί να αναζητηθεί στις αιτιάσεις ορισμένων δήθεν προοδευτικών διανοητών, οι οποίοι με επιπόλαια και επιστημονικά αθεμελίωτα δημοσιεύματα διαβάλλουν συχνά τον Παύλο ως μισογύνη, λησμονώντας ότι ο Παύλος είναι αυτός που διακήρυξε το επαναστατικό για την εποχή του “ ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ: πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού” (Γαλ. 3, 28) και πολλά άλλα παρόμοια.
Καθώς αρχίσαμε προηγουμένως να θίγουμε το θέμα της επίδρασης του Παύλου στην νεοελληνική κοινωνία, χρησιμοποιήσαμε την έκφραση “ εκ πρώτης όψεως” και καταγράψαμε μια πραγματικότητα όπως εμπίπτει στην παρατήρησή μας “ με μια πρώτη ματιά” . Αν προσπαθήσουμε τώρα να εισχωρήσουμε λίγο βαθύτερα στη Νεοελληνική πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε ότι υφίστανται κάποιες βασικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε την Παύλεια παρουσία άλλοτε ίσως λανθάνουσα και άλλοτε περισσότερο εμφανή. Την προσπάθεια αυτή ενισχύουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Πέρα από τις επιστολές του Απ. Παύλου προς τις εκκλησίες των ελληνικών πόλεων Φιλίππων, Θεσσαλονίκης και Κορίνθου, που η διαφύλαξή τους, πριν από την έντυπη έκδοσή τους, εξασφαλίσθηκε σε χιλιάδες χειρογράφων σε βιβλιοθήκες της χώρας από την Εθνική Αθηνών μέχρι και τις μικρές τοπικές βιβλιοθήκες (με ενδεχομένως ακαταλογογράφητα ακόμη χειρόγραφα) και με αποκορύφωμα τις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, πέρα από τους ιερούς ναούς στο όνομα του Απ. Παύλου, τα παρεκκλήσια και τις πολυάριθμες βυζαντινές εικόνες, θέλω να παρουσιάσω εδώ με συντομία, η μάλλον απλώς να μνημονεύσω τις άπειρες και εν πολλοίς ακατάγραφες ακόμη τοπικές παραδόσεις για τον Απ. Παύλο, μερικές εκ των οποίων είναι οι ακόλουθες.
Ο συνοικισμός του Αγίου Παύλου στα ΒΑ της Θεσσαλονίκης ασφαλώς συνδέεται τοπογραφικά με το πέρασμα του Απ. Παύλου, δεδομένου ότι στην ίδια περιοχή η πλησίον αυτής υπάρχουν τοποθεσίες συνδεόμενες από την προφορική παράδοση με τον Απ. Παύλο, όπως π.χ. το νότιο παρεκκλήσι της Ι. Μονής Βλατάδων, το αφιερωμένο στον Απ. Παύλο σ' ανάμνηση, κατά την παράδοση, του κηρύγματός του εκεί η, όπερ πιθανότερο, του περάσματός του από εκεί κατά τη φυγάδευσή του για τη Βέροια, η πηγή εκεί κοντά όπου σταμάτησε για να δροσιστεί και από τότε είναι γνωστή ως αγίασμα του Απ. Παύλου, που βρίσκεται στο κτήμα της Φιλοπτώχου αδελφότητας κοντά στο ναύδριο του Απ. Παύλου και στον μεγάλο ναό επ' ονόματί του, ο οποίος σήμερα υψώνεται εκεί πλησίον στους πρόποδες του Κέδρηνου λόφου..
Μνήμες Παύλου απηχούνται και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Από την Ιερισσό, τη Νέα Φώκαια και τη Σιθωνία Χαλκιδικής, όπου περνώντας ο Παύλος λέγεται ότι χάραξε με το σπαθί του τα βράχια (τοποθεσία «Σπαθιές»), η το βουνό Αϊ-Παύλος κοντά στη Νικήτη, στο οποίο ο Απόστολος του Χριστού διψασμένος χτύπησε με το σπαθί του, ως άλλος Μωϋσής, ένα βράχο μέσα από τον οποίο ανάβλυσε άφθονο νερό που εξακολουθεί και σήμερα να τρέχει, μέχρι την Κρήτη, την Κύπρο και την Κεφαλονιά, στην οποία ύστερα από την πρόσφατη θεωρία ενός γερμανού γεωγράφου ότι αυτή είναι η Μελίτη των Πράξεων (κεφ. 27-28), στην οποία έγινε το ναυάγιο9, έρχονται στην επιφάνεια τοπωνύμια συνδεόμενα με τον Απ. Παύλο.
Όλες αυτές και πολλές άλλες παραδόσεις μαρτυρούν ότι η ελληνική λαϊκή ψυχή κρατάει στη μνήμη της ζωντανό το πέρασμα του Απ. Παύλου και η μνήμη της αυτή αποτυπώνεται σε τοποθεσίες, σε διηγήσεις, η σε άλλες εκφάνσεις που δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι άσχετες η ανεξάρτητες από την ευσέβεια του ελληνικού λαού.
«Είμαστε ένας λαός», έλεγε ο Σεφέρης το 1964 κατά την τελετή της αναγόρευσής του σε επίτιμο Διδάκτορα από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., «με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός.
2. Το κήρυγμα του Απ. Παύλου μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν, όπως ήδη το επισημάναμε, κήρυγμα ελευθερίας αλλά παράλληλα και κήρυγμα ευθύνης. Όταν όμως η ελευθερία δεν βιώνεται μαζί με την ευθύνη από το ίδιο πρόσωπο, έχει κόστος οδυνηρό τόσο σε επί μέρους ανθρώπινες περιπτώσεις όσο και σε κοινωνικά σύνολα. Η κοινωνία της εποχής μας έχει να παρουσιάσει πολλά παθολογικά συμπτώματα, με κυριότερο το πλεόνασμα ελευθερίας που συνοδεύεται δυστυχώς από έλλειμμα ευθύνης. Ποιός όμως μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι δεν υπάρχουν υπεύθυνοι πυρήνες που γύρω τους εκπέμπεται ζωή αγάπης και ελευθερίας, αγάπης που απορρέει εκ «του αγαπήσαντος ημάς και παραδόντος εαυτόν υπέρ ημών» (Γαλ. 2, 20), και ελευθερίας, «η ημάς Χριστός ηλευθέρωσεν»; (Γαλ. 5, 1). Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι ο καρπός αυτός της ελευθερίας του πνεύματος του Θεού δεν προέρχεται από το σπόρο που προφορικά και γραπτά έσπειρε ο Παύλος στον ελληνικό κόσμο;
3. Όσο βαθύτερα ερευνά κανείς την Νεοελληνική κοινωνία τόσο διαπιστώνει, αν και όχι στην επιφανειακή σφαίρα της καθημερινής ομιλίας αλλά στις ουσιαστικές ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, την πνοή του Παύλειου θεολογικού μηνύματος. Η στράτευση του πιστού στα κοινωνικά δρώμενα, η συμμετοχή του ως ηγετικού η απλού μέλους της εκκλησίας σε έργα αναμόρφωσης της κοινωνίας, ο κριτικός λόγος του, ιδίως των εκκλησιαστικών ηγετών, για ο,τι συμβαίνει γύρω μας αλλά και η έμπρακτη συμπεριφορά δεν είναι παρά η εφαρμογή των Παύλειων κοινωνικών προτροπών διαχρονικά από τον πρώτο αιώνα μέχρι σήμερα. Τη στιγμή που οι Στωϊκοί, Επικούρειοι, και Κυνικοί ρήτορες της εποχής του πρότειναν την απραξία και αδιαφορία σε εφαρμογή του γνωστού slogan «λάβε βιώσας», ο Παύλος χωρίς να χάσει από μπροστά του σε εσχατολογικό όραμα προτρέπει τους χριστιανούς σε έμπρακτη «φιλαδελφία», και δη προς πάντας, σε ενεργό συμμετοχή των χριστιανών στα κοινωνικά δρώμενα, στις ανάγκες των αδελφών αλλά και όλων των ανθρώπων, διαφοροποιούμενος σαφώς από τις αντίθετες παροτρύνσεις ρητόρων και φιλοσόφων της εποχής του και επισημαίνοντας το γνωστό σε όλους «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω» (Β Θεσ. 3, 10).
Το όραμα του Παύλου δεν περιορίζεται στους αδελφούς μιας κοινότητας αλλά έχει οικουμενικές διαστάσεις. Το «πάντοτε το αγαθόν διώκεται και εις αλλήλους και εις πάντας» (Α' Θεσ. 5, 15) είναι χαρακτηριστικό των προτροπών του όχι μόνο στις δύο προς Θεσσαλονικείς αλλά και σε όλες τις επιστολές του. Η οικουμενικότητα του κηρύγματός του, όχι μόνο στο θεολογικό επίπεδο της σωτηρίας Ιουδαίων και εθνικών αλλά και στο πρακτικό επίπεδο της προς πάντας «φιλαδελφίας» σε μια εποχή όπως η σημερινή, εποχή παγκοσμιοποίησης με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της σημεία που έχουν επισημανθεί, ιδίως τα δεύτερα, από Ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και από επιστήμονες θεολόγους αποτελεί την ουσιώδη συμβολή του Παύλειου λόγου, διαχρονικά αλλά και συγχρονικά, στην κοινωνία της εποχής μας.
Κατά τη στροφή της 2ης χιλιετίας προς την 3η πρέπει να ομολογήσουμε ότι, αν ο Παύλειος λόγος δεν βιώθηκε ακόμη σε όλες τις πτυχές του, η δουλειά που μένει μπροστά μας, ιδίως στις νέες γενιές των θεολόγων και των λοιπών επιστημόνων είναι αυτονόητα πολλή. «Ένα το χελιδόνι και η άνοιξη ακριβή. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».
 
Η σφραγίδα της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης φέρει εγγεγραμμένην την μορφή του Απ. Παύλου και γύρω από αυτήν την προτροπή του προς τους Θεσσαλονικείς «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α Θεσ. 5, 19).
Η κοινωνία της πόλης αυτής διαχρονικά επέδειξε αντοχή στις ιστορικές δοκιμασίες της, τις αλώσεις και τους πολέμους κι αν όχι στο σύνολό της τουλάχιστο δυναμικά σ' ένα μεγάλο μέρος της έδειξε πιστότητα στην παραπάνω προτροπή του Απ. Παύλου. Ο Θεσσαλονικέας κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης στο Χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης κατά το 904 μ.Χ. γράφει: «Ημείς, πατρίδος εσμέν Θεσσαλονίκης... πόλεως μεγάλης και πρώτης των Μακεδόνων... περιφανεστέρας δε την ευσέβειαν, ην εξ αρχής εδέξατο και δεξαμένη μέχρι του νυν διεσώσατο. Αυτόν γαρ αυχεί Θεσσαλονίκη τον Παύλον έχειν της ευσεβείας διδάσκαλον, ...εν δε τούτο πρώτον και ιδιαίτατον διεδείκνυτο, το ορθόδοξον αυτήν και είναι και ονομάζεσθαι και τούτω μάλλον ήπερ τοις άλλοις σεμνύνεσθαι».
Ύστερα από τα όσα είπαμε προηγουμένως, που δεν αποτελούν ασφαλώς κοινωνιολογική μελέτη αλλ' απλές σκέψεις ενός βιβλικού θεολόγου, πιστεύουμε ότι τα όσα λέγει ο κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης για τους Θεσσαλονικείς του τέλους της 1ης χιλιετίας ισχύουν γενικώς και για τους Έλληνες του τέλους της 2ης, που σεμνύνονται «τον Παύλον έχειν της ευσεβείας διδάσκαλον», ισχύουν δε όχι μόνο ως πολύτιμη κληρονομιά του παρελθόντος αλλά κυρίως και κατεξοχήν ως επιτακτικό χρέος για το παρόν και το μέλλον.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
ΠΑΡΕΛΘΟΝ-ΠΑΡΟΝ-ΜΕΛΛΟΝ
Ιωάννη Δ. ΚαραβιδόπουλουΚαθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ.
 
Στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα με το περί Χριστού κήρυγμα του Απ. Παύλου αρχίζει να συντελείται μια σημαντική αλλαγή μέσα στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ιδιαίτερα ενοχλημένοι οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης από τη δράση του Απ. Παύλου και των συνεργατών του ξεσηκώνουν τον όχλο δημιουργώντας ταραχές στην κοινωνία της πόλης και στη συνέχεια βοούν προς τους πολιτάρχες: “ οι την οικουμένην αναστατώσαντες ούτοι και ενθάδε πάρεισιν, ...ούτοι πάντες απέναντι των δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα έτερον λέγοντες είναι Ιησούν” (Πραξ. 17, 6). Χωρίς να το γνωρίζουν διαπιστώνουν με τη φράση αυτή την συντελούμενη και επερχόμενη σημαντική αλλαγή στην οικουμένη που καταλήγει στην εκ βάθρων μεταμόρφωσή της.
Αυτήν τη ριζική μεταμόρφωση ευαγγελίζεται ο Απ. Παύλος με όσα λέγει στο κήρυγμά του για την εν Χριστώ λύτρωση του ανθρώπου και για την ευθύνη του έναντι του συνανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Με πολλή συντομία και σχεδόν επιγραμματικά σε τρία σημεία μπορούμε να συνοψίσουμε την επίδραση του Παύλειου μηνύματος στην κοινωνία της εποχής του.
1. Σε αντίθεση με τη θεωρητική και ανθρωποκεντρική ελευθερία των Στωϊκών φιλοσόφων που κυριαρχούν στην εποχή του ο Απ. Παύλος προβάλλει την εν Χριστώ ελευθερία, την ελευθερία που απορρέει από το ιστορικό γεγονός του σταυρού και της ανάστασης του Χριστού. Μια ελευθερία που δεν υπάρχει στην εσωτερική φύση του ανθρώπου, αλλά προσφέρεται ως δωρεά του Θεού. Η αστοχία του ανθρώπου να βρει λύσεις στα προβλήματά του στηριζόμενος μόνο στις δικές του εσωτερικές δυνάμεις, αυτό δηλ. που στη θεολογική γλώσσα ονομάζουμε “ αμαρτία” , κατέστησε αναγκαία την ιστορική επέμβαση του Θεού μέσα στον κόσμο στο πρόσωπο του Χριστού. Η ελευθερία συνεπώς αποτελεί προσφορά του Θεού εν Χριστώ προς τον κόσμο. Η ελευθερία ωστόσο που διακηρύσσει ο Παύλος δεν είναι μόνο δώρο του Θεού αλλά συνεπάγεται και την ανταπόκριση του ανθρώπου, την ευθύνη του έναντι της κοινωνίας και έναντι της φύσης.
2. Σε αντίθεση με την απέλπιδα μύηση κατά την εποχή του Παύλου σε διάφορες μυστηριακές λατρείες, η οποία δεν είχε καμία ηθική επίπτωση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ο Παύλος προβάλλει τη μύησή του στο κατ' εξοχήν μυστήριο, που είναι “ Tό μυστήριον του Χριστού” (Εφεσ. 3, 4), το “ χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον μυστήριον” που φανερώθηκε τώρα (Ρωμ. 13, 24), “ μυστήριο” που δεν συντελείται στις κρυμμένες από τα μάτια των βεβήλων μυήσεις αλλά εισέρχεται στο φωτεινό δρόμο της ιστορίας και δεν προορίζεται για τους λίγους αλλά για όλους τους ανθρώπους, γιατί το μήνυμα του Ευαγγελίου έχει οικουμενικές διαστάσεις και πρέπει να φτάσει “ έως εσχάτου της γης” .
3. Ειρήνη και ασφάλεια επαγγέλλονται οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, “ όταν (όμως) λέγωσιν ειρήνη και ασφάλεια, τότε αιφνίδιος αυτοίς εφίσταται όλεθρος” (Α<180> Θεσ. 5, 3), παρατηρεί ο Παύλος, υπαινισσόμενος ίσως τη διατυμπανιζόμενη αλλά μη πραγματοποιούμενη Pax Romana και Securitas των ρωμαίων Καισάρων.
Πολλοί ιστορικοί παραλληλίζουν τον πρώτο χριστιανικό αιώνα με τη δική μας εποχή, ιδιαίτερα σε θέματα ελευθερίας και ευθύνης, μύησης σε διάφορες λατρείες και αυτοκρατορικής λατρείας που συνοδεύεται από την Pax Romana, η οποία φέρει σήμερα επιθετικό προσδιορισμό άλλης μεγάλης δύναμης. Θα προσθέσω και ένα ακόμη σημείο παραλληλισμού. Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για την παγκοσμιοποίηση, όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και πολιτιστικό και σε πολλά άλλα επίπεδα. Στον πρώτον αιώνα η ανάπτυξη και διάδοση του χριστιανισμού γίνεται μέσα σ<146> ένα πλαίσιο, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης με το ελληνικό πολιτιστικό μοντέλο και με ενιαία γλώσσα, την ελληνική, με λατρευτικές ενοποιήσεις και διοικητική οργάνωση. Ο Απ. Παύλος δεν συζήτησε ποτέ με τους συνεργάτες του εάν η παγκοσμιοποίηση των ημερών του είναι αναστρέψιμη η όχι πορεία. Σκέφτηκε μόνο να αξιοποιήσει τα προσφερόμενα μέσα της και αισθάνθηκε να βαραίνει στους ώμους του το ιεραποστολικό “ δει” , το “ δει κηρυχθήναι το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει” . Και έλεγε: “ Ουαί μοι εστίν εάν μη ευαγγελίζωμαι” (Α' Κορ. 9, 16). Και έτσι “ αναστάτωσε” την οικουμένην κηρύσσοντας {βασιλέα έτερον, Ιησούν” .
Δεν είναι εύκολο εδώ να παρακολουθήσουμε διεξοδικά τα σημεία αναστάτωσης της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας και της επελθούσης μεταμόρφωσης. Γι' αυτό ας επιτραπεί ένα μεγάλο άλμα πολλών αιώνων, με τη διατύπωση του εξής ερωτήματος: Ποιό ρόλο διαδραμάτισε ο Απ. Παύλος στη Θεολογία και στην ελληνική κοινωνία του 20ου αιώνα και στη στροφή της χιλιετίας;
 
ΙΙ
Θα ξεκινήσω από ένα σημαντικό σταθμό στα μέσα του 20ου αιώνα που είναι ο Β' παγκόσμιος πόλεμος, γιατί μετά από αυτόν άνθισαν στον τόπο μας ιδιαίτερα τα θεολογικά γράμματα, πράγμα που μαρτυρείται στην εκρηκτική αύξηση της θεολογικής βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα μάλιστα στην περιοχή των βιβλικών και πατερικών σπουδών, αλλά και φυσικά όλων των άλλων κλάδων της θεολογικής επιστήμης.
Που οφείλεται αυτή η εντυπωσιακή ανάπτυξη; (α) Τα ερείπια, υλικά και πνευματικά, που επεσώρευσε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος, οδήγησαν στην άμεση ανάγκη να αντιμετωπίσει η Εκκλησία και η Θεολογία τα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν στους ανθρώπους ξεκινώντας από μια στέρεη βάση, όπως είναι οι βιλικές και πατερικές πηγές της πίστης. (β) Οι εξειδικευμένες σπουδές των Ελλήνων θεολόγων σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου δέχτηκαν ποικίλες προκλήσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τον επιστημονικό διάλογο μεταξύ της παράδοσης της εκκλησίας και των σύγχρονων επιστημονικών ρευμάτων. Ακόμη και οι αρνητικές προκλήσεις δημιούργησαν γόνιμους προβληματισμούς με θετικά αποτελέσμαα. Και (γ) η ίδρυση μιας δεύτερης Θεολογικής Σχολής στην Ελλάδα, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1943 (μετά από αυτήν της Αθήνας το 1837), αύξησε τον αριθμό των θεολόγων στη χώρα μας και συνεπώς και την εκπαίδευση των φοιτητών στην περιοχή της θεολογικής επιστήμης.
Όλοι οι τομείς της θεολογικής επιστήμης προσήλκυσαν την προσοχή των Ελλήνων ερευνητών. Εκείνη όμως η περιοχή που κυριάρχησε στην έρευνα, και ιδιαίτερα την βιβλική έρευνα, είναι η μελέτη των επιστολών του Απ. Παύλου. Εάν το εκφράσω αυτό με στατιστικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε προσωπική έρευνα1, το 35% της βιβλικής θεολογικής παραγωγής (και ειδικότερα της Καινοδιαθηκής) καλύπτεται από μελέτες που έχουν ως αντικείμενο και περιεχόμενο τις επιστολές και τη Θεολογία του Απ. Παύλου. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, που οφείλεται αυτή η προτίμηση. Μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάποια ικανοποιητική απάντηση, εάν λάβουμε υπόψη τα ακόλουθα δεδομένα:
Ο Απόστολος αυτός είναι ως γνωστόν ο ιδρυτής της Εκκλησίας στην Ελλάδα (Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, Νικόπολη) και ως εκ τούτου είναι φυσικό να στρέφεται η ελληνική θεολογική έρευνα γύρω από το έργο και τις επιστολές του. ʼλλωστε, το 1950 γιορτάστηκε στην Αθήνα η επέτειος των 1900 ετών από την ίδρυση της Εκκλησίας στην Ελλάδα με διάφορες ομιλίες, εκδηλώσεις και την έκδοση Πανυγηρικών τόμων2. Έτσι, συν τοις άλλοις δόθηκε και από το επετειακό αυτό γεγονός ένα κίνητρο για ευρύτερη μελέτη του έργου του. Ήδη από το 1925 είχε θεσπίσει ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938) την τέλεση Πανηγυρικού Εσπερινού επί του ιερού βράχου του Αρείου Πάγου κατά την εορτήν των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, συνέθεσε μάλιστα ο ίδιος και ειδικό Απολυτίκιο για τον Απόστολο Παύλο (“ Εθνών σε κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον...” ), το οποίο επικράτησε παράλληλα με το γνωστό Απολυτίκιο “ Οι των Αποστόλων πρωτόθρονοι...” .
Εξ άλλου, η μορφή του Παύλου προβλήθηκε παντοιοτρόπως από τις διάφορες χριστιανικές οργανώσεις, οι οποίες, όσο κι αν δεν είχαν στέρεες θεολογικές βάσεις, όπως συνήθως επικρίνονται, στα μεταπολεμικά χρόνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική ανασυγκρότηση της χώρας.
Τέλος, η ενασχόληση με τις επιστολές της Κ.Δ. γενικότερα δεν παρουσίαζε τα ακανθώδη προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιστημονική έρευνα των Ευαγγελίων στη Δύση κατά τις αμέσως μετά τον πόλεμο δεκαετίες και που οι Δυτικοί τα έλυναν με το δικό τους τρόπο τον όχι πάντοτε αποδεκτό από τους Ορθοδόξους.
Για να συνειδητοποιήσει κανείς την έκταση, αλλά και ποιότητα, των Παύλειων σπουδών στο β' μισό του 20ου αιώνα αρκεί να κάνει μια σύγκριση με τις αντίστοιχες σπουδές στο α' μισό του αιώνα, όπως απηχούνται στο βιβλίο του Ν. Λούβαρι, Εισαγωγή εις τας περί Παύλον σπουδάς, 1η έκδοση 1919, 2η έκδοση 1960. Στον Πρόλογο της 1ης έκδοσης, αφού παραθέτει τη γνώμη του διακεκριμένου γερμανού φιλολόγου Wilamowitz “ ότι τρεις άνδρες δύνανται να εξάρωσι και ενισχύσωσι ο,τι πλείστον το φρόνημα των ανθρώπων ο Πλάτων, ο Γκαίτε και ο Παύλος” , προλαμβάνει ο Ν. Λούβαρις την δικαιολογημένη έκπληξη του Έλληνα αναγνώστη για τη φράση αυτή, δεδομένου ότι ο Έλληνας δεν γνωρίζει ως ώφειλε τον Παύλο. Τούτο το αποδίδει στο ο,τι η “ θρησκευτική ημών αγωγή είναι πάντα πλημμελής” και συνεχίζει: “ ούτω και του μεγάλου αποστόλου γνώσιν τινα κεκτήμεθα μόνον δια των επ' εκκλησίας αναγινωσκομένων περικοπών εκ των επιστολών αυτού” . Αυτά λοιπόν το 1919.
Η κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά στη δεύτερη πεντηκονταετία του αιώνα, ειδικά στις Παύλειες σπουδές.
 
ΙΙΙ
Και τώρα προβάλλει ένα λεπτό και δύσκολο ερώτημα: Η έκρηξη αυτή των Παύλειων επιστημονικών σπουδών είχε και την ανάλογη επίδραση στη Νεοελληνική κοινωνία; Εκ πρώτης όψεως η απάντηση δεν φαίνεται να είναι απαλλαγμένη από κάποιες απαισιόδοξες διαπιστώσεις. Διότι: Ο Απ. Παύλος, που κυριάρχησε στις θεολογικές σπουδές δεν φαίνεται να επέδρασε ιδιαίτερα εντυπωσιακά στην Νεοελληνική κοινωνία. Αγιογραφικές φράσεις στη γλώσσα του λαού, που έγιναν παροιμιώδεις η χρησιμοποιούνται αυθόρμητα στην καθημερινή του ομιλία, προέρχονται συνήθως από τα Ευαγγέλια, ιδίως από αυτά που διαβάζονται στη θεία λατρεία και ακόμη ειδικότερα την Μ. Εβδομάδα, όχι όμως ιδιαίτερα από τον Απ. Παύλο. Βέβαια έχει επισημανθεί η χρήση Παύλειων εκφράσεων από τον ελληνικό λαό5, αλλά είναι αισθητά πιο περιορισμένη σε σύγκριση με την καθημερινή χρήση εκφράσεων από τα Ευαγγέλια6. Ακόμη και η θεολογική, σε βαπτισματική συνάφεια, φράση του Παύλου “ ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας” (Ρωμ. 6, 7), που δηλώνει την απαλλαγή από τη δύναμη της αμαρτίας του ανθρώπου που πέθανε με τον Χριστό κατά το βάπτισμα σύμφωνα άλλωστε και με τη γενική αρχή ότι ο πεθαμένος δεν μπορεί πια να αμαρτήσει, χρησιμοποιείται από το λαό τελείως παρερμηνευμένη, για να δηλώσει την απαλλαγή του πεθαμένου στις συνειδήσεις των συγγενών και φίλων από κατηγορίες για κάποια παραστρατήματα για τα οποία δεν πρέπει πλέον να κακολογείται. Φαίνεται ότι η υψηλή θεολογική σκέψη του Απ. Παύλου που κίνησε τον κάλαμο των πατέρων της εκκλησίας και ενέπνευσε τους θεολόγους δια μέσου των αιώνων δεν συγκίνησε την λαϊκή ευσέβεια, στην οποία επέδρασαν περισσότερο λαϊκοί άγιοι με μεγάλη θαυματουργική δραστηριότητα, η οποία αγγίζει ως γνωστόν περισσότερο τη λαϊκή ψυχή από ο,τι η υψιπετής θεολογική σκέψη.
Μια ακόμη αιτία αναχαίτισης του Παύλειου λόγου από την εξάπλωσή του στην ελληνική κοινωνία μπορεί να αναζητηθεί στις αιτιάσεις ορισμένων δήθεν προοδευτικών διανοητών, οι οποίοι με επιπόλαια και επιστημονικά αθεμελίωτα δημοσιεύματα διαβάλλουν συχνά τον Παύλο ως μισογύνη, λησμονώντας ότι ο Παύλος είναι αυτός που διακήρυξε το επαναστατικό για την εποχή του “ ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ: πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού” (Γαλ. 3, 28) και πολλά άλλα παρόμοια.
Καθώς αρχίσαμε προηγουμένως να θίγουμε το θέμα της επίδρασης του Παύλου στην νεοελληνική κοινωνία, χρησιμοποιήσαμε την έκφραση “ εκ πρώτης όψεως” και καταγράψαμε μια πραγματικότητα όπως εμπίπτει στην παρατήρησή μας “ με μια πρώτη ματιά” . Αν προσπαθήσουμε τώρα να εισχωρήσουμε λίγο βαθύτερα στη Νεοελληνική πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε ότι υφίστανται κάποιες βασικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε την Παύλεια παρουσία άλλοτε ίσως λανθάνουσα και άλλοτε περισσότερο εμφανή. Την προσπάθεια αυτή ενισχύουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Πέρα από τις επιστολές του Απ. Παύλου προς τις εκκλησίες των ελληνικών πόλεων Φιλίππων, Θεσσαλονίκης και Κορίνθου, που η διαφύλαξή τους, πριν από την έντυπη έκδοσή τους, εξασφαλίσθηκε σε χιλιάδες χειρογράφων σε βιβλιοθήκες της χώρας από την Εθνική Αθηνών μέχρι και τις μικρές τοπικές βιβλιοθήκες (με ενδεχομένως ακαταλογογράφητα ακόμη χειρόγραφα) και με αποκορύφωμα τις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, πέρα από τους ιερούς ναούς στο όνομα του Απ. Παύλου, τα παρεκκλήσια και τις πολυάριθμες βυζαντινές εικόνες, θέλω να παρουσιάσω εδώ με συντομία, η μάλλον απλώς να μνημονεύσω τις άπειρες και εν πολλοίς ακατάγραφες ακόμη τοπικές παραδόσεις για τον Απ. Παύλο, μερικές εκ των οποίων είναι οι ακόλουθες.
Ο συνοικισμός του Αγίου Παύλου στα ΒΑ της Θεσσαλονίκης ασφαλώς συνδέεται τοπογραφικά με το πέρασμα του Απ. Παύλου, δεδομένου ότι στην ίδια περιοχή η πλησίον αυτής υπάρχουν τοποθεσίες συνδεόμενες από την προφορική παράδοση με τον Απ. Παύλο, όπως π.χ. το νότιο παρεκκλήσι της Ι. Μονής Βλατάδων, το αφιερωμένο στον Απ. Παύλο σ' ανάμνηση, κατά την παράδοση, του κηρύγματός του εκεί η, όπερ πιθανότερο, του περάσματός του από εκεί κατά τη φυγάδευσή του για τη Βέροια, η πηγή εκεί κοντά όπου σταμάτησε για να δροσιστεί και από τότε είναι γνωστή ως αγίασμα του Απ. Παύλου, που βρίσκεται στο κτήμα της Φιλοπτώχου αδελφότητας κοντά στο ναύδριο του Απ. Παύλου και στον μεγάλο ναό επ' ονόματί του, ο οποίος σήμερα υψώνεται εκεί πλησίον στους πρόποδες του Κέδρηνου λόφου..
Μνήμες Παύλου απηχούνται και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Από την Ιερισσό, τη Νέα Φώκαια και τη Σιθωνία Χαλκιδικής, όπου περνώντας ο Παύλος λέγεται ότι χάραξε με το σπαθί του τα βράχια (τοποθεσία «Σπαθιές»), η το βουνό Αϊ-Παύλος κοντά στη Νικήτη, στο οποίο ο Απόστολος του Χριστού διψασμένος χτύπησε με το σπαθί του, ως άλλος Μωϋσής, ένα βράχο μέσα από τον οποίο ανάβλυσε άφθονο νερό που εξακολουθεί και σήμερα να τρέχει, μέχρι την Κρήτη, την Κύπρο και την Κεφαλονιά, στην οποία ύστερα από την πρόσφατη θεωρία ενός γερμανού γεωγράφου ότι αυτή είναι η Μελίτη των Πράξεων (κεφ. 27-28), στην οποία έγινε το ναυάγιο9, έρχονται στην επιφάνεια τοπωνύμια συνδεόμενα με τον Απ. Παύλο.
Όλες αυτές και πολλές άλλες παραδόσεις μαρτυρούν ότι η ελληνική λαϊκή ψυχή κρατάει στη μνήμη της ζωντανό το πέρασμα του Απ. Παύλου και η μνήμη της αυτή αποτυπώνεται σε τοποθεσίες, σε διηγήσεις, η σε άλλες εκφάνσεις που δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι άσχετες η ανεξάρτητες από την ευσέβεια του ελληνικού λαού.
«Είμαστε ένας λαός», έλεγε ο Σεφέρης το 1964 κατά την τελετή της αναγόρευσής του σε επίτιμο Διδάκτορα από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., «με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός.
2. Το κήρυγμα του Απ. Παύλου μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν, όπως ήδη το επισημάναμε, κήρυγμα ελευθερίας αλλά παράλληλα και κήρυγμα ευθύνης. Όταν όμως η ελευθερία δεν βιώνεται μαζί με την ευθύνη από το ίδιο πρόσωπο, έχει κόστος οδυνηρό τόσο σε επί μέρους ανθρώπινες περιπτώσεις όσο και σε κοινωνικά σύνολα. Η κοινωνία της εποχής μας έχει να παρουσιάσει πολλά παθολογικά συμπτώματα, με κυριότερο το πλεόνασμα ελευθερίας που συνοδεύεται δυστυχώς από έλλειμμα ευθύνης. Ποιός όμως μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι δεν υπάρχουν υπεύθυνοι πυρήνες που γύρω τους εκπέμπεται ζωή αγάπης και ελευθερίας, αγάπης που απορρέει εκ «του αγαπήσαντος ημάς και παραδόντος εαυτόν υπέρ ημών» (Γαλ. 2, 20), και ελευθερίας, «η ημάς Χριστός ηλευθέρωσεν»; (Γαλ. 5, 1). Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι ο καρπός αυτός της ελευθερίας του πνεύματος του Θεού δεν προέρχεται από το σπόρο που προφορικά και γραπτά έσπειρε ο Παύλος στον ελληνικό κόσμο;
3. Όσο βαθύτερα ερευνά κανείς την Νεοελληνική κοινωνία τόσο διαπιστώνει, αν και όχι στην επιφανειακή σφαίρα της καθημερινής ομιλίας αλλά στις ουσιαστικές ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, την πνοή του Παύλειου θεολογικού μηνύματος. Η στράτευση του πιστού στα κοινωνικά δρώμενα, η συμμετοχή του ως ηγετικού η απλού μέλους της εκκλησίας σε έργα αναμόρφωσης της κοινωνίας, ο κριτικός λόγος του, ιδίως των εκκλησιαστικών ηγετών, για ο,τι συμβαίνει γύρω μας αλλά και η έμπρακτη συμπεριφορά δεν είναι παρά η εφαρμογή των Παύλειων κοινωνικών προτροπών διαχρονικά από τον πρώτο αιώνα μέχρι σήμερα. Τη στιγμή που οι Στωϊκοί, Επικούρειοι, και Κυνικοί ρήτορες της εποχής του πρότειναν την απραξία και αδιαφορία σε εφαρμογή του γνωστού slogan «λάβε βιώσας», ο Παύλος χωρίς να χάσει από μπροστά του σε εσχατολογικό όραμα προτρέπει τους χριστιανούς σε έμπρακτη «φιλαδελφία», και δη προς πάντας, σε ενεργό συμμετοχή των χριστιανών στα κοινωνικά δρώμενα, στις ανάγκες των αδελφών αλλά και όλων των ανθρώπων, διαφοροποιούμενος σαφώς από τις αντίθετες παροτρύνσεις ρητόρων και φιλοσόφων της εποχής του και επισημαίνοντας το γνωστό σε όλους «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω» (Β Θεσ. 3, 10).
Το όραμα του Παύλου δεν περιορίζεται στους αδελφούς μιας κοινότητας αλλά έχει οικουμενικές διαστάσεις. Το «πάντοτε το αγαθόν διώκεται και εις αλλήλους και εις πάντας» (Α' Θεσ. 5, 15) είναι χαρακτηριστικό των προτροπών του όχι μόνο στις δύο προς Θεσσαλονικείς αλλά και σε όλες τις επιστολές του. Η οικουμενικότητα του κηρύγματός του, όχι μόνο στο θεολογικό επίπεδο της σωτηρίας Ιουδαίων και εθνικών αλλά και στο πρακτικό επίπεδο της προς πάντας «φιλαδελφίας» σε μια εποχή όπως η σημερινή, εποχή παγκοσμιοποίησης με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της σημεία που έχουν επισημανθεί, ιδίως τα δεύτερα, από Ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και από επιστήμονες θεολόγους αποτελεί την ουσιώδη συμβολή του Παύλειου λόγου, διαχρονικά αλλά και συγχρονικά, στην κοινωνία της εποχής μας.
Κατά τη στροφή της 2ης χιλιετίας προς την 3η πρέπει να ομολογήσουμε ότι, αν ο Παύλειος λόγος δεν βιώθηκε ακόμη σε όλες τις πτυχές του, η δουλειά που μένει μπροστά μας, ιδίως στις νέες γενιές των θεολόγων και των λοιπών επιστημόνων είναι αυτονόητα πολλή. «Ένα το χελιδόνι και η άνοιξη ακριβή. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».
 
Η σφραγίδα της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης φέρει εγγεγραμμένην την μορφή του Απ. Παύλου και γύρω από αυτήν την προτροπή του προς τους Θεσσαλονικείς «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α Θεσ. 5, 19).
Η κοινωνία της πόλης αυτής διαχρονικά επέδειξε αντοχή στις ιστορικές δοκιμασίες της, τις αλώσεις και τους πολέμους κι αν όχι στο σύνολό της τουλάχιστο δυναμικά σ' ένα μεγάλο μέρος της έδειξε πιστότητα στην παραπάνω προτροπή του Απ. Παύλου. Ο Θεσσαλονικέας κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης στο Χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης κατά το 904 μ.Χ. γράφει: «Ημείς, πατρίδος εσμέν Θεσσαλονίκης... πόλεως μεγάλης και πρώτης των Μακεδόνων... περιφανεστέρας δε την ευσέβειαν, ην εξ αρχής εδέξατο και δεξαμένη μέχρι του νυν διεσώσατο. Αυτόν γαρ αυχεί Θεσσαλονίκη τον Παύλον έχειν της ευσεβείας διδάσκαλον, ...εν δε τούτο πρώτον και ιδιαίτατον διεδείκνυτο, το ορθόδοξον αυτήν και είναι και ονομάζεσθαι και τούτω μάλλον ήπερ τοις άλλοις σεμνύνεσθαι».
Ύστερα από τα όσα είπαμε προηγουμένως, που δεν αποτελούν ασφαλώς κοινωνιολογική μελέτη αλλ' απλές σκέψεις ενός βιβλικού θεολόγου, πιστεύουμε ότι τα όσα λέγει ο κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης για τους Θεσσαλονικείς του τέλους της 1ης χιλιετίας ισχύουν γενικώς και για τους Έλληνες του τέλους της 2ης, που σεμνύνονται «τον Παύλον έχειν της ευσεβείας διδάσκαλον», ισχύουν δε όχι μόνο ως πολύτιμη κληρονομιά του παρελθόντος αλλά κυρίως και κατεξοχήν ως επιτακτικό χρέος για το παρόν και το μέλλον.