Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Πρωτοπρεσβύτερος Πρωτοπρεσβύτερος Χαρίλαος Ε. Παπαγεωργίο

Πρωτοπρεσβύτερος Πρωτοπρεσβύτερος Χαρίλαος Ε. Παπαγεωργίου

Πρότυπα της Π. Διαθήκης στο έργο του γέρ. Αιμιλιανού

4 Νοεμβρίου 2014
δ. Ο Ιακώβ  είναι  ίσως  η  προσφιλέστερη  και ευγλωττότερη  για  τον π. Αιμιλιανό μορφή  της  Παλαιάς  Διαθήκης. Ο  Γέροντας  λάτρευε  τον  μέγα  Πατριάρχη  και  ελκυόταν  από  την  γεμάτη  προφητικό  μυστήριο  ζωή  του. «…Επαινώ  την  Ιακώβ  κλίμακα   και  την  στήλην  ην  ήλειψεν  τω  Θεώ και  την  προς  αυτόν πάλην  η  τις  ποτε  ην , οίμαι  δε  του  ανθρωπείου  μέτρου  προς  το  θείον  μέτρον  αντιπαρέκτασις  και  αντίθεσις , όθεν  και  άγει  τα  σύμβολα  της  ηττωμένης  γενέσεως…»[113].  Ο Γέροντας  λαμβάνει  αφορμή  από  το  συμβάν  της  πάλης  του  μεγάλου  Πατριάρχου  με  τον  ζώντα  Θεό για  να προβάλλει  τη  θεολογική άποψη  της  « ηττωμένης  γενέσεως »  που  παλαίει  και  λαμβάνει  ως  έπαθλο  τη  θεία  ευλογία.
geron_aimilianos_se_neari_ilikia1
Όταν  ο  Ιακώβ  ευρίσκεται  στη  δυσκολότερη  φάση  της  ζωής  του , καταδιωκόμενος  από  τον αδελφό  του Ησαύ , επιθυμεί  να  επιστρέψει  στη  γη  των  πατέρων  του. Στο  νόστο  του  αυτό  τον  επισκέπτεται  ανήρ  ολοφώτεινος  « είδος Θεού » , δηλ. ο  ίδιος  ο  Θεός μέσα  στη  νύκτα  και  παλεύει  μαζί  του [114].  Προς  στιγμήν ο Ιακώβ  φοβάται  , θεωρώντας  τον ως  εχθρό , αλλά  στην  καρδιά  του  αναδύεται  μια άλλη  πληροφορία.  Στην  πάλη  αυτή νικούσε  ο Ιακώβ  το  Θεό. Στην  κρίσιμη  καμπή  ο  Θεός  του  λέει  ότι  ξημέρωσε  και  πρέπει  να  Τον  αφήσει  να  φύγει ,  αλλά  ο  Ιακώβ  Του  αρνείται  να  Τον  ελευθερώσει , παρεκτός  εάν  Εκείνος  τον  ευλογήσει.  Κι  ο  Θεός  τον  ευλογεί  και  μεταλλάσσει  το  όνομα  του  Πατριάρχου  σε  «Ισραήλ»  δείγμα  της  ξεχωριστής  προς  αυτόν ευλογίας – Διαθήκης.
Η φράση  της  ευλογίας  του  Θεού  συγκλόνιζε  το  Γέροντα : «…ου  κληθήσεται  έτι  το  όνομά  σου  Ιακώβ , αλλ’  Ισραήλ , ότι  ενίσχυσας μετά  Θεού  και  μετ’ ανθρώπων  δυνατός  έση…» . Μοιάζει  ο  Θεός  δηλ.  να  λέει  στον  καθένα  αγωνιστή  της  νήψεως: « Με  νίκησες , είσαι ισχυρός   στον  πνευματικό  σου  αγώνα  και  μεταξύ  των  ανθρώπων    θα  είσαι  δυνατός…»[115]. Εδώ  αποτυπώνεται  ο  καθημερινός  αγώνας  του  ανθρώπου ,  ο  οποίος  είτε  σκλαβώνεται  στους  εχθρούς , είτε ευτυχεί, είτε  βρίσκεται  σε  περιπέτεια, στην  πραγματικότητα  ζει  το  μόχθο  και  την  αγωνία  του  Ιακώβ  αλλά  εν  τέλει  απολαμβάνει  τη  θεϊκή  ευλογία[116].  Αυτό  είναι καταστάλαγμα  της  πνευματικής  εμπειρίας[117], εφόσον  η  φαινομενική  νίκη  του  ανθρώπου  στην ιδιότυπη   πάλη  του  με  το  Θεό , εντέλει  γίνεται  κένωση  του  Θεού  που πληροί  τον  άνθρωπο και  τον  λαμπρύνει  με τη  θεϊκή  Του  παρουσία χαρίζοντάς  του  ισχύ και  δύναμη[118]. Ο  Γέροντας  μέσα  από  τη  θεολογία  της  «ηττωμένης  γενέσεως » , αλλοιωμένος  από  τη  θεία  χάρη[119] περιέγραφε  τον  αγώνα  του  να  ευλογηθεί  από  το  Θεό και καταθέτει  το  βίωμά  του  ως  ύψιστη  μοναστική  εμπειρία.
ε. Ο  Ηλίας  αποτελεί τον  εκλεκτό  και  πυρφόρο  προφήτη  της  Παλαιάς  Διαθήκης ,  την ενσάρκωση  του  θείου ζήλου[120]. Καταξιώνεται  δια  της ερήμου όπου  δέχεται  θεοφάνειες  και  θεοσημίες[121]  προκειμένου  να  επιτελέσει  το  προφητικό  του  έργο. Η  νηπτική  του  ζωή[122] (νηστεία, άσκηση , προσευχή ) συντελούν  στην  εκζήτηση   και  έκχυση  της  θείας  χάριτος  στην   ύπαρξή του  κι  έτσι  τον  καθιστούν  μαχητή  του  Θεού  με  πύρινο  λόγο[123].  Γίνεται  ο  μάρτυρας  της  αληθείας[124]   του  Θεού  στα  αλλόφυλα  έθνη  και  με  την  πυρφόρο   αλλά  και μυστηριώδη  ανάληψή  του προεικονίζει  την  εσχατολογική επιστροφή.  Είναι  το  πρότυπο  του  πιστού  και δικαίου ,  ο  οποίος  δια  της  προσευχής  του οικειούται  το  Θεό  και  φθάνει  στο  να  συνομιλεί  με  τον  σαρκωθέντα   και μεταμορφούμενο   Υιό  Του [125].
στ. Ο Ησαΐας  είναι ο θείος[126], ο  ορών[127]   τον  Θεόν  προφήτης , για  τον  οποίο η  φανέρωση  του  Θεού  είναι  μια  συγκλονιστική  εμπειρία  ζωής.  Και  αυτός  στοιχεί  στον  κανόνα  της  νηπτικής  ζωής[128] ώστε  να  καταυγάζεται η  ύπαρξή  του από  το  κάλλος  του  Θεού . Αυτό  που προκαλεί  την  έκχυση  της  χάριτος  στην  ύπαρξή  του  είναι η  βαθυτάτη ταπείνωσή  του  που  εξιλεώνει  το  Θεό. Με  την  προφητεία  του  για  την  ημέρα  Κυρίου , που  αποτελεί  τη  συγκεφαλαίωση  όλων  των  προφητειών,  δίδει  το  στίγμα  της  Βασιλείας  του  Θεού[129].   Ομιλεί  για  την  αγιότητα[130]  ως τρόπο  ζωής  του  Θεού και   πρόσκληση  προς  τον  άνθρωπο , ώστε  να  αυτή  να  γίνει  σκοπός  της  ζωής  του.  Μέσα  από  τον  αγιασμό  αυτό  ο  προφήτης , και  δι’ αυτού ο  γέροντας  Αιμιλιανός,  μιλά  για  τον  ανακαινισμό  της  ανθρωπίνης  υπάρξεως[131] εν  ελευθερία, για  τη  θεραπεία, την καινούρια  ζωή,   το  φως,   τη  σωτηρία [132].
ζ.Ο  Δαβίδ  είτε ως  μεμονωμένος  άνθρωπος είτε  ως  βασιλιάς  παραμένει  ένας από  τους  τύπους  του  Μεσσία , ο  οποίος  θα  γεννηθεί από το γένος  του. Είναι  ένας  ορών  τον  Θεόν,   κλητός  Θεού κεχρισμένος , ευλογημένος.  Ο  Θεός  δοξάζει  τη  ζωή  του  και  υψώνει  τη  δυναστεία  του [133].  Γίνεται  ο  ελευθερωτής, ο  ήρωας   κι  ο  ποιμένας  του  λαού  του  Θεού[134]  και  η  αρετή  του μεγαλύνει  τα  έργα  του [135]. Ο  όρκος  της  οσιότητος και  αγνότητος που  υπέβαλε  στο  Θεό  είναι  κάτι  ανάλογο – όπως  τονίζει ο  Γέροντας –  της  μοναχικής  υποσχέσεως. Το  τραγικό  γεγονός  της  διπλής  πτώσεώς  του[136] καθίσταται ,  μετά  τις  πρώτες  τραγικές  συνέπειες , αφορμή  μετανοίας , κίνητρο  σωτηρίας και ένας  ιδιότυπος  πνευματικός  τοκετός.
Ο  πειρασμός  γέννησε  δάκρυα  και   το   πάθος  έτεκε  συντριβήν. Έτσι  η  αρετή  του  υπερεκάλυψε  τα  πλήθη  των  ανομιών  και  τον  ανήγαγε  σε  ύψη  θεοπτίας , θεομιλίας και  θεολογίας.  Καταστάλαγμα  της  σωτηριώδους  εμπειρίας  του  υπήρξε  το  Ψαλτήριο όπου  συνάπτονται  σε αίνο , ικεσία  και  ευχαριστία τα  βιώματά  του.  Αυτό  που  κάμει  το  Θεό  να  παρακάμπτει  τις  όποιες – πολλές και  μεγάλες –  αδυναμίες  και  πάθη  του Δαβίδ  είναι η  υπακοή  στα  εντάλματά Του , έστω  κι  αν  προς  στιγμήν παρασύρεται.  Για  τον προφητάνακτα   ο  λόγος  του  Θεού  είναι  νόμος  και  οι  εντολές  Του  δείγματα μιας  θείας  ζωής,   που  καλείται  ο  κάθε  άνθρωπος  να  ζήσει  για  να  μεγαλουργήσει πνευματικά  υφιστάμενος  θεουργικώς  τη  σωτηρία  του  ως  δώρο αγάπης  του  Θεού.
[Συνεχίζεται]
 
[113] Γρηγορίου του  Θεολόγου , Θεολογικός Β  Περί  θεολογίας (κη) 26 , PG 36, 49B
[114] Γεν.32,  24-31
[115] Αρχιμ. Αιμιλιανού ,οπ. παρ ., Κατηχήσεις τ. 5 ,  σ. 97-98.
[116] Οπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 119-120.
[117] Αρχιμ. Αιμιλιανού ,Λόγοι ασκητικοί – ερμηνεία στον αββά Ησαία,  Αθήναι 2005, σ. 106-108.
[118] Αρχιμ. Αιμιλιανού , οπ. παρ. , Κατηχήσεις  τ. 3,  σ. 147-48. Πρβλ.  Γέροντος  Σωφρονίου( Σαχάρωφ), Περί  προσευχής , εκδ. Ι.Μ.Τ. Προδρόμου, Έσσεξ 1993,  σ.129,132-3.
[119] Αρχιμ.Ελισαίου , μνημ. εργ., σ. 28.
[120] Γ Βασ.  17, 1-  19, 10 –  8, 15  και Α  Μακ.  2, 58
[121] Γ  Βασ.  19, 12
[122] Αρχιμ. Αιμιλιανού , οπ. παρ. Κατηχήσεις, τ. 2 ,  σ. 415.
[123] Σοφ. Σειράχ 48,1 .  Πρβλ. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας οπ.παρ.,  σ. 445.
[124] Αρχιμ. Αιμιλιανού , οπ. παρ.,  Κατηχήσεις τ. 1,  σ. 309.
[125] Πρβλ. Ιακ. 5,16 κ.ε.Ματ. 17,1-8
[126] Αρχιμ. Αιμιλιανού, Λόγος  περί  νήψεως – ερμηνεία στον  Άγιο Ησύχιο, Αθήναι 2008, σ. 464-469.
[127] Αρχιμ.Αιμιλιανού , οπ. παρ.,  Κατηχήσεις  τ. 2  σ. 365 κ.ε.
[128] Οπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 1,   σ. 132-3.
[129] Οπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3 ,  σ. 345.
[130] Λεξικό Βιβλικής  Θεολογίας , οπ. παρ. , σ. 19-24.
[131] Αιμιλιανού Αρχιμ., οπ. παρ.,   Κατηχήσεις τ.  3,  σ.249  και  Ησ. 40,31
[132] Ησ. 42,6- 7  –  49,6 –  61.1
[133] Αρχιμ.Αιμιλιανού, οπ. παρ.,  Κατηχήσεις τ. 3,  σ. 369,371.
[134] Λεξικό Βιβλικής   Θεολογίας , οπ.παρ. , σ. 233-235 .
[135] Αρχιμ. Αιμιλιανού, οπ. παρ.,  Κατηχήσεις τ. 3 σ. 371.
[136] Β Βασ.  11  κα ι  Ιωάννου Κορναράκη , Βιβλικά  ψυχογραφήματα , οπ.παρ. , σ. 125 κ.ε.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης

 



Η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης

Αρχιμανδρίτη ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


 Πολλές φορές γινόμαστε δέκτες παραλόγων ακουσμάτων, προερχομένων από τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα ενημερώσεως. Αυτό συνέβη και προ ολίγων ημερών, όταν ο καταξιωμένος μουσικοσυνθέτης κ. Μαρκόπουλος απεφάνθη, ως «ειδήμων θεολόγος», ότι άκουσον, άκουσον!!! Η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να εξοβελισθή από τα ράφια των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Άνθρωποι ανίδεοι, μη έχοντες καμμία σχέση με την Θεολογία ή και απλώς με την μελέτη της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αποφαίνονται εναντίον και των δύο Βιβλίων ή του ενός εξ αυτών όπως απεφάνθη ο πιο πάνω αναφερθείς εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης απορρίπτοντες αυτήν, ως ιουδαϊκό βιβλίο, αναφερόμενο στην ιστορία των Εβραίων και περιέχον «σεξουαλικά όργια» και απάνθρωπες διατάξεις, μη συμφωνούσες με την ευρύτερη χριστιανική διδασκαλία της αγάπης.
Η Παλαιά Διαθήκη ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δέχθηκε τα πυρά των διαφόρων αιρετικών. Κατά τον ΙΘ' και τον Κ' αιώνα, με αφετηρία την Γερμανική ομάδα «Deutsche Christen», η οποία απεσπάσθη από την Προτεσταντική Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία, ασκείται εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης σφοδρή πολεμική, ιδιαιτέρως από τον ευρύτερα γνωστό πολέμιο της, τον προτεστάντη θεολόγο A. Harnack.
Όλη αυτή η πολεμική γίνεται για τον λόγο ότι το βιβλίο αυτό έχει παρανοηθεί ως προς το περιεχόμενο του, προσεγγίζεται μονομερώς, υπάρχει εναντίον του μεγάλη προκατάληψη και ερμηνεύεται, τις περισσότερες φορές, μέσα από ιδεολογικές και νοσηρές φυλετικές τοποθετήσεις. Αυτή, όμως, η υποτίμηση και απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης συμπαρασύρει σε απόρριψη και την Καινή Διαθήκη.
Η Παλαιά Διαθήκη αποτελείται από 49 κανονικά βιβλία. Για την κανονικότητα και των 49 βιβλίων της ομιλούν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μετέπειτα Άγιοι Πατέρες, από τον Μέγα Αθανάσιο μέχρι και τον Άγιο Νεκτάριο, ο Νομοκάνων του Μ. Φωτίου, οι Σύνοδοι Ιππώνος (393), Καρθαγένης (397) και η Πενθέκτη (692).
Τοιουτοτρόπως τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στην Ελληνική από τους Έβδομη κοντά και στην Λατινική (Vulgata) από τον Άγιο Ιερώνυμο, καθιερώθηκαν πλέον ως αυθεντικά κείμενα, χωρίς να υποστούν την παραμικρή μεταβολή. Τα βιβλία της Παλαιάς, πως και της Καινής Διαθήκης, είναι θεόπνευστα. Οι αλήθειες οι οποίες εμπεριέχονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι θείες και ρυθμίζουν την ζωή των ανθρώπων «εν τω Θεώ». Υπάρχει, βεβαίως, και ο ανθρώπινος παράγων, όπως η γλώσσα, το ύφος, το φιλολογικό είδος, η ιδιοσυγκρασία, το ιστορικό πλαίσιο, το πολιτιστικό επίπεδο και το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής.
Για τον λόγο αυτό ό Θεάνθρωπος Κύριος, αποδεχόμενος το βιβλίο αυτό, δεν είπε «ουκ ήλθον καταλύσαι ,ότι υπάρχει εν τη Παλαιά Διαθήκη», αλλά περιόρισε την μη κατάλυση στον Νόμο και τους Προφήτες λέγοντας: «μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους Προφήτας, ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι.1
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας την Β' Επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο, του λέγει: «πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν».2 Αυτά τα λόγια αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και ό Ίδιος ό Θεάνθρωπος Κύριος αποδέχεται και στηρίζει την Παλαιά Διαθήκη εμφανιζόμενος στις Συναγωγές, μελετών και ερμηνεύων αυτήν. «Και ανέστη αναγνώναι», μας διασώζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.3 Ο Ιησούς Χριστός την απεδέχετο, οι «φωτισμένοι» έξυπνοι εχθροί της δεν την καταδέχονται (!). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, για να ομιλήση περί αναστάσεως νεκρών, παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη.4 Άλλα και όλοι οι Συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, όταν εκφράζονται με το «γέγραπται γαρ» ή «ίνα η Γραφή πληρωθή» ή «η Γραφή λέγει» ή «ερευνάτε τας Γραφάς» κ.λπ., περί ποίας Γραφής ομιλούν, αν όχι περί της Παλαιάς Διαθήκης;
Επομένως, μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε ότι η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης στηρίζεται στον Ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο και τους Άγιους Του Αποστόλους. Μέσα απ' αυτό το θεόνευστο βιβλίο διακρίνουμε την παρουσία του Θύου ως άκτιστη ενέργεια στην ιστορία, όχι μόνον του Ισραηλιτικού λαού, αλλά και γενικότερα του Σύμπαντος κόσμου. Η Αγία μας Εκκλησία παρέλαβε από την Παλαιά Διαθήκη την μονοθεΐα, την κοσμολογία, την ανθρωπολογία, την διδασκαλία περί του αοράτου κόσμου και τέλος την εσχατολογία.
Έτσι αντιλαμβανόμεθα όλοι ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν περιγράφεται μόνον η ιστορία του Ιουδαϊκού λαού, αλλά καταγράφονται επιλεκτικά τα κύρια γεγονότα, τα οποία συνδέονται με την παρέμβαση του Τριαδικού Θεού στην ιστορία του λαού αυτού, ό όποιος Τον απεδέχθη, για να προετοιμασθή ο κόσμος και να υποδεχθή τον Σαρκωθέντα Λόγο του Θεού Πατρός. Άνευ της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι δυνατόν να στηριχθή η Καινή Διαθήκη, ούτε να γίνει καταληπτό το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας.

Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: «Προέλαβε την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσε την Πάλαιαν η Καινή ... ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γάρ εν τη Καινή».5
Όποιος, λοιπόν, δεν αποδέχεται την Παλαιά Διαθήκη κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι αιρετικός και επομένως αποκόπτεται από το Σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

1. Ματθ. ε', 17.
2. Β' Τιμ. Ί', 16.
3. Λουκ. δ', 16.
4. Μάρκ. ιβ', 26.
5. Ρ. G. 50, 796.


ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ  2002
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗ Π. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΦΟΥΝΤΑΣ

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Η ψυχή στην Παλαιά Διαθήκη ως ενέργεια και ως πρόσωπο

Η ψυχή στην Παλαιά Διαθήκη ως ενέργεια και ως πρόσωπο

26 Αυγούστου 2014
Πώς αντιλαμβάνονται τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης την έννοια της ψυχής; Σήμαινε τότε ό,τι σημαίνει και σήμερα; Σε αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη της θεολόγου-νομικού Ε. Παπαϊωάννου, την οποία δημοσιεύει τμηματικά η “Πεμπτουσία” (προηγούμενο άρθρο: http://www.pemptousia.gr/?p=75977). Στο σημερινό απόσπασμα συνεχίζεται η παρουσίαση της πρόσληψής της ως ζωτικής ενέργειας και εισέρχεται στην εξέταση της θεώρησής της ως Πρόσωπο.
Πηγή:www.taringa.net
Πηγή:www.taringa.net
Εκτεταμένη χρήση του όρου ψυχή ως ζωτικής ενέργειας των όντων παρατηρείται και στους Ψαλμούς. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού στο βιβλίο των Ψαλμών η ψυχή απαντά ως όρος τόσο αριθμητικά όσο και σε ποικιλία νοηματικών εκδοχών περισσότερο από ότι σε οποιοδήποτε άλλο παλαιοδιαθηκικό κείμενο. Η ψυχή λοιπόν αναφέρεται με την αρχέγονη σημασία της σε σαράντα τρία χωρία των Ψαλμών. Στα 7,3, 7,6, 15,10, 16,9, 16,13, 21,21, 21,30, 22,31, 24,20, 25,9, 27,31, 29,4, 30,8, 30,14, 34,3, 34,4, 34,7, 37,13, 38,12, 40,5, 41,5, 48,9, 53,5, 53,6, 54,19, 55,7, 55,14, 56,5, 56,7, 58,4, 62,6, 62,10, 63,2, 68,11, 69,3, 70,10, 70,13, 85,14, 108,31, 114,4, 123,7, 141,5, και 142,3.
Στα παραπάνω χωρία η ψυχή εμφανίζεται ως το ζωοποιό μέρος του ανθρώπου. Έχει σημασία να τονίσουμε ότι σε όλους τους ψαλμούς ο όρος ψυχή αποδίδεται αποκλειστικά στον άνθρωπο και όχι και στα ζώα όπως συμβαίνει σε άλλα βιβλία της Π.Δ. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται κατά ένα μέρος από την προσευχητική διάσταση των ψαλμών. Οι ψαλμοί είναι ποιήματα που απευθύνονται στον Θεό συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, ενικό ή πληθυντικό. Επόμενο λοιπόν είναι, οι αναφορές στην ψυχή, να είναι αναφορές αποκλειστικά στην ψυχή του ανθρώπου[22].
Μία άλλη πολύ ενδιαφέρουσα οπτική γωνία για το θέμα μας προσφέρει ο στίχος 4 του 23ου ψαλμού, ο οποίος ταυτίζει την ψυχή με το πολύτιμο αγαθό της ζωής. Η ψυχή στο σημείο αυτό περιγράφεται ως κάτι πολύ σημαντικό για να το διακινδυνεύει ο άνθρωπος με επιπόλαιες πράξεις και συμπεριφορές. Αποκτά επίσης κατά κάποιον τρόπο περισσότερο πνευματικό περιεχόμενο και συνδέεται με την αποφυγή της αμαρτίας («αθώος χερσίν»), με την καθαρότητα της καρδιάς («καθαρός τη καρδία») και με την αποφυγή της ψευδορκίας εναντίον του πλησίον («ουκ ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού»).
Μία ενδιαφέρουσα άποψη για την ψυχή παρουσιάζει το 1,9 των Ωδών όπου το περιεχόμενό της προσιδιάζει περισσότερο με την αρχική της Π.Δ., αυτή της ζωτικής ενέργειας. Ωστόσο εδώ της αποδίδονται κυρίως ενστικτώδη σωματικά χαρακτηριστικά, όπως αυτό του κορεσμού της ανθρώπινης επιθυμίας για υλικά αγαθά, τα οποία μάλιστα αποκτώνται δια της βίας: «Διώξας καταλήψομαι, μεριώ σκύλα, εμπλήσω ψυχήν μου, ανελώ τη μαχαίρη μου, κυριεύσει η χειρ μου».
Στην ίδια νοηματική γραμμή με τα παραπάνω έστω και με αντίθετη κατεύθυνση, κινούνται και οι αναφορές στη σχέση της ψυχής με την νηστεία. Η νηστεία αποτελεί θυσία προς τον Θεό και κυρίως μέσο καθαρμού του ανθρώπου πριν την επικοινωνία του με τον Θεό. Η νηστεία μειώνει τις σωματικές αντοχές, ωστόσο ο αντίκτυπός της αφορά τον όλο άνθρωπο ως ζωντανό σύνολο. Η ψυχή και εδώ έχει την έννοια της κινητήριας δύναμης της ανθρώπινης ύπαρξης, δεμένης άρρηκτα με το σώμα, η οποία αν δεν τραφεί ταπεινώνεται, έρχεται δηλαδή σε κατάσταση αδυναμίας. (Ψαλμ. 34, 13).
Στο βιβλίο του Ιώβ εξάλλου συναντούμε τις ίδιες εκδοχές ως προς την εννοιοδότηση της ψυχής τις οποίες συναντήσαμε και στις προηγούμενες ενότητες. Κυρίαρχη είναι η έννοια της ψυχής ως ζωής του ανθρώπου. Η ψυχή, που είναι εδώ η ζωή, αφ’ ενός είναι το στοιχείο που κρατά τον άνθρωπο ζωντανό (Ιώβ 2,6), αφ’ ετέρου είναι επιδεκτική ποιότητας και ειδικά τον Ιώβ ποιότητας που συνεπάγεται οδύνες, θλίψεις, πένθος και πικρία (Ιώβ 7,11, 10,1, 14,22, 27,2). Ο Θεός δίνει το ελεύθερο στον διάβολο να δοκιμάσει τον Ιώβ με ασθένειες, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαφυλάξει την ψυχή του. Η εντολή δεν αφορά κάποια διαστροφή της ουσίας του πνευματικού μέρους της ψυχής, αλλά καθαρά την πνοή της ζωής του[23]. Είναι σαν να λέει ο Θεός στον διάβολο: «κάν’ τον ό,τι θέλεις, μόνο μην πεθάνει!». Έτσι η ζωή του Ιώβ γίνεται κόλαση σε σημείο που να παρακαλεί τον Θεό να απαλλάξει την ψυχή του από το «πνεύμα» της, να τον αφήσει δηλαδή να πεθάνει (7,15).
Πολύ μεγάλη σπουδαιότητα για το θέμα μας έχει η χρήση του όρου ως ζωτικής ενέργειας από βιβλία τα οποία αναδεικνύουν την ηθική υπόσταση της ψυχής και βρίθουν ηθικών παραινέσεων, όπως αυτά των Παροιμιών και του Εκκλησιαστή. Στον Εκκλησιαστή είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η πολύ συχνή αντιμετώπιση της ψυχής ως αποδέκτη των υλικών αγαθών (Εκκλ. 2,24, 4,8, 6,2, 6,3, 6,7). Η ψυχή απολαμβάνει και γεμίζει με τροφή και πόση και με κάθε αγαθό που μπορεί να απολαύσει ο άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει και στις Παροιμίες στα 6,30 και 19,15.

2.2. Η ψυχή ως Πρόσωπο

Όπως αναφέραμε στην αρχή της προηγούμενης υποενότητας, η έννοια της ψυχής στην Π.Δ. κινείται γύρω από τους δύο άξονες μορφή – σχήμα και κίνηση. Βασικό βέβαια είναι ότι ακόμη και όταν εκφράζει «κίνηση» η ψυχή πάντοτε συνδέεται με κάποια μορφή, δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της χωρίς το σώμα. Οι κινήσεις της ψυχής πηγάζουν από κάποια σταθερή μορφή-σχήμα, η οποία μπορεί να περιγραφεί ως ατομικότητα κάθε ζωντανής ύπαρξης. Στα ζώα, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές συμπεριλαμβάνονται στον όρο νεφές, σπάνια μπορεί να διακριθεί κάποιο είδος ατομικότητας πέρα από εκείνη που έχει καθαρά βιταλιστικό περιεχόμενο, αυτή δηλαδή της βιολογικής επιβίωσης.
Αντίθετα στον άνθρωπο η ατομικότητα ως ψυχή δεν του δίνει μόνον τη δυνατότητα να ξεχωρίζει ως ο ένας ανάμεσα στους πολλούς. Εκτός αυτού του δίνει και μία άλλη πιο σπουδαία δυνατότητα, να είναι μοναδικός. Η ψυχή λοιπόν είναι ο συνήθης ανθρωπολογικός όρος της Π.Δ. ο οποίος δηλώνει τη συνολική φύση ενός ανθρώπου, όχι ως προς αυτό που έχει, αλλά ως προς αυτό που είναι. Η ιδιότητά της αυτή της προσδίδει πρωτεύουσα θέση ανάμεσα στους παλαιοδιαθηκικούς όρους. Για τον λόγο αυτό μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί από τους όρους πνεύμα, καρδιά ή σάρκα, παρά το γεγονός ότι υπό συγκεκριμμένες προϋποθέσεις συμβαίνει και αυτό, αλλά σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων[24]. Για το θέμα που μας απασχολεί στην παρούσα συνάφεια που αφορά κυρίως την ψυχή σε «κίνηση», είναι αρκετά ενδιαφέρων ο ορισμός του Murtonem ο οποίος θέλει την ψυχή ως τη «ζωντανή και πράττουσα ύπαρξη του κατόχου της»[25].
 [Συνεχίζεται]
 
[22] Για περισσότερα σχετικά με τους Ψαλμούς και την ερμηνεία τους βλ. Δ. Καϊμάκη, Ψαλώ τω Θεώ μου, Θεσσαλονίκη 1990.
[23] Βλ. Eaton, J. H.,  Job, T and T Clark Study Guides. New York 2004.
[24] TWzNT, σ.620.
[25] Α. Murtonem, “Τhe Living Soul”, Stud. Or., 23,1 (1958), σ. 76.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Το ζήτημα εξέλιξης της έννοιας της “ψυχής” στην Παλαιά Διαθήκη

 

8 Αυγούστου 2014
Στο σημερινό απόσπασμα από τη μελέτη της θεολόγου-νομικού Ε. Παπαϊωάννου ολοκληρώνεται η παρουσίαση της τεχνικής πλευράς του ζητήματος (προηγούμενο άρθρο: http: //www.pemptousia.gr/?p=75083) και ακολούθως εισαγόμαστε στα σχετικά θέματα που απασχόλησαν τη βιβλική έρευνα.
Αναφορικά με την απόδοση του όρου λεμπ (καρδιά) με τον όρο ψυχή, τα πράγματα εκ πρώτης όψεως εμφανίζονται πιο περίπλοκα για δύο λόγους. Ο πρώτος και προφανέστερος είναι η σχετικά εκτεταμένη χρήση του ως ψυχής από τους Ο΄ (19 φορές). Ο δεύτερος και σημαντικότερος ρόλος είναι ότι ο όρος καρδιά, όπως και οι όροι ψυχή, πνεύμα, σάρκα και σώμα αποτελεί βασικό ανθρωπολογικό όρο τεράστιας σημασίας για την παλαιοδιαθηκική ανθρωπολογία[12]. Και μόνον η εκτεταμένη του χρήση, η οποία είναι αριθμητικά ισοδύναμη με εκείνη της ψυχής (πάνω από 800 φορές) φανερώνει τη βαρύτητα του όρου. Μία πιθανή σύγχυση των δύο όρων κατά τη μετάφραση των Ο΄, θα καθιστούσε απαγορευτική την ένταξη των εν λόγω χωρίων στην παρούσα εργασία και, εκτός αυτού, θα γεννούσε μία γενικότερη καχυποψία ως προς τη χρήση του κειμένου αυτού ως πηγή έρευνας για την εν λόγω έννοια.
Πηγή:http://asorblog.org/
Πηγή:http://asorblog.org/
Η απάντηση στον προβληματισμό αυτόν δίνεται μέσα από την εγγύτητα των δύο ανθρωπολογικών όρων. Και όταν λέμε εγγύτητα δεν εννοούμε πλήρη ταυτότητα. Απλά και οι δύο αυτοί όροι αποδίδουν το ίδιο πράγμα, το περιεχόμενο της εσώτερης φύσης του ανθρώπου, φωτίζοντάς την από διαφορετική σκοπιά[13]. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις οι δύο όροι αυτοί φαίνεται να συμπίπτουν. Οι εξηγήσεις και οι λεπτομέρειες για αυτή την σύμπτωση θα παρατεθούν διεξοδικότερα σε επόμενη υποενότητα, όπου θα ερευνάται η σχέση ψυχής και καρδιάς. Εκείνο που θα θέλαμε να διευκρινίσουμε στην παρούσα φάση είναι ότι και στις δεκαεννέα φορές κατά τις οποίες ο όρος λεμπ αποδίδεται με τον όρο ψυχή υπάρχει νοηματική ταύτιση της ψυχής με την καρδιά[14] ή και το αντίθετο της καρδιάς με την ψυχή. Τα χωρία στα οποία ο όρος νεφές συμπίπτει νοηματικά με τον όρο λεμπ και ο τελευταίος αποδίδεται στα ελληνικά ως ψυχή είναι τα: Δ΄ Βασ. 6,11, 1 Παρ. 12,39, 15,29, 17,2, 2 Παρ. 7,11, 9,1, 15,15, 31,21, Ψαλμ.20,3, Παρ. 6,21, 15,32, 26,25, Ης. 7,2, 10,7, 24,7, 33,18, 42,25, 44,19 και Ιερ. 4,19.
Ένα άλλο σημείο το οποίο συνηγορεί υπέρ της μεταφραστικής συνέπειας των Ο΄ αναφορικά με τον όρο ψυχή είναι η αντίστροφη χρήση του όρου νεφές, όταν δηλαδή δεν τον μεταφράζουν ως ψυχή αλλά ως κάτι το οποίο ήθελε να αποδώσει με τον όρο νεφές ο εκάστοτε συντάκτης του παλαιοδιαθηκικού κειμένου σε μία συγκεκριμένη συνάφεια. Έτσι, παραδείγματος χάριν, στα χωρία Γεν. 14,21, Παρ. 16,26 και 18,25 το νεφές μεταφράζεται ως «ανήρ». Στα χωρία Ιησ. 10:28,30,35,37,39 και 11,11 ο όρος νεφές αποδίδεται με τη μετοχή «εμπνέον», η οποία συνοδεύεται συνεχώς από την αντωνυμία «πας» («παν εμπνέον»), εννοώντας κάθε ζωντανό οργανισμό που αναπνέει.
Στα Ψαλμ. 40,3 και Παρ. 13,4 ο όρος νεφές μεταφράζεται ως «χείρα» και στο Ιερ. 28,14 ως «βραχίων» δηλώνοντας με αυτές τις εκφράσεις την ισχύ. Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία διότι αποδυναμώνει την θέση εναντίον των Ο΄, ότι μεταφέρουν την ελληνική σκέψη στην θεολογία της Π.Δ. αποδίδοντας αποκλειστικά πνευματικά χαρακτηριστικά στον όρο νεφές με την μεταφραστική του απόδοση ως ψυχή.  Όπως είδαμε, οι Ο΄ δεν χρησιμοποιούν την νεφές μόνον ως ψυχή, αλλά και με άλλες εκδοχές σύμφωνες προς την εβραϊκή-παλαιοδιαθηκική σκέψη.
            Από όσα μελετήσαμε λοιπόν καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι Ο΄ κατά τη μετάφρασή τους δεν φαίνεται να διακατέχονται από πλατωνικές επιρροές στη θεώρηση του όρου νεφές και την απόδοσή του ως ψυχή. Ή τουλάχιστον, ακόμη και να υπάρχουν αυτές οι επιρροές, δεν φαίνεται να είναι τόσο ισχυρές ώστε να επηρεάζουν δραστικά την εννοιοδότηση του όρου. Άρα μπορούμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές συμφωνούμε με τη θέση του καθηγητή Π. Μπρατσιώτη, ότι η χρήση του κειμένου των Ο΄ για την έρευνα της ανθρωπολογίας της Π.Δ. ιδιαίτερα αναφορικά με τον όρο ψυχή δεν είναι επισφαλής καθ’ ό,τι διατηρεί το αρχικό περιεχόμενο του όρου μέσα στο πνεύμα της θεολογίας της.

1.2. Χρονολογική εξέλιξη του όρου ψυχή στην Π.Δ.

Το θέμα της χρονολογικής εξέλιξης της έννοιας της ψυχής φαίνεται ότι απασχόλησε την βιβλική έρευνα. Ο προβληματισμός της ωστόσο εκφράζεται αποσπασματικά και όχι μέσα από εκτενείς μελέτες αποκλειστικά γι’ αυτό το θέμα. Κοινή παραδοχή των περισσότερων ερευνητών που ασχολήθηκαν με την παλαιοδιαθηκική ανθρωπολογία, είναι ότι δεν διαφαίνεται κάποια χρονολογική εξέλιξη. Η εξέλιξη της εν λόγω έννοιας είναι καθαρά νοηματική. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι διάφορες νοηματικές εκδοχές του όρου υπάρχουν ταυτόχρονα τόσο στα προγενέστερα όσο και στα μεταγενέστερα βιβλία της Π.Δ. [15].
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο καθηγητής Μπρατσιώτης, αν και στο σημαντικό έργο του «Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης» αναφέρεται στις πρωτογενείς πηγές των περί δημιουργίας κειμένων (Γιαχβική παράδοση(J) και Ιερατικό κώδικα(P))[16], πουθενά δεν φαίνεται να εξαρτά από αυτές, ούτε από κάποιες άλλες (για παράδειγμα την Ελοχιμική παράδοση(Ε) και τη Δευτερονιμιστική (D)) την εξέλιξη του ότου ψυχή.
Η μοναδική χρονολογική εξέλιξη που παρατηρείται και η οποία επηρεάζει τη νοηματοδότηση του όρου σαφώς και άμεσα, είναι ο διαχωρισμός των κειμένων σε κείμενα προ και μετά της ελληνιστικής εποχής. Στα κείμενα τα οποία δημιουργήθηκαν από τις απαρχές της ελληνιστικής εποχής και ύστερα παρουσιάζονται απόψεις για την ψυχή οι οποίες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από εκείνες της προελληνιστικής εποχής. Είναι γνωστό το μέγεθος της επιρροής της πλατωνικής δυαλιστικής διδασκαλίας περί ψυχής στην μετά Πλάτωνος εποχή, πράγμα που θα δούμε αναλυτικότερα στο τρίτο κεφάλαιο. Αν και σύμφωνα με τον Π. Μπρατσιώτη η πλατωνική περί ψυχής άποψη δεν είναι η μοναδική στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, είναι σίγουρο ωστόσο ότι είναι η επικρατέστερη και αποτέλεσε την αφετηρία για τη διαμόρφωση οποιασδήποτε άλλης θεώρησης περί ψυχής από τον Πλάτωνα και έπειτα.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις σε πολλά χωρία της Π.Δ. τα οποία ανήκουν στους ελληνιστικούς χρόνους παρατηρούνται έντονες πλατωνικές επιρροές τόσο ως προς την οντολογική, όσο και ως προς την αξιολογική θεώρηση της ψυχής. Ορισμένα από τα πολύ χαρακτηριστικά χωρία που ενισχύουν την άποψη αυτή είναι τα εξής: Β΄ Μακ. 6,29 και Δ΄ Μακ. 1,20-35.
 [Συνεχίζεται]
 
[12] Πρβλ. Horst Dietrich Preuss, Theologie des Alten Testaments Bnd. 2, Israels Weg mit JHWH, Stuttgart 1992, σ. 119-120.
[13] Ό.π., σ. 120.  TWzNT, σ. 626.
[14] Τονίζεται δηλαδή περισσότερο η εσωτερική-πνευματική διάσταση της ψυχής η οποία ταυτίζεται με το περιεχόμενο του όρου καρδιά και απομακρύνεται νοηματικά από την εννοιοδότησή της ως πρωτογενούς ζωτικής δυνάμεως. Σε πολλά σημεία μάλιστα χρησιμοποιείται ο όρος ψυχή ταυτόχρονα με τον όρο καρδία ως πλεονασματικός, για να δοθεί έμφαση στον τελευταίο. Για περισσότερα βλ. σ. 62 κ.ε.
[15] Μπρατσιώτης Ανθρ., σ. 91-2 . Πρβλ. και TWzNT σ. 620.
[16] Μπρατσιώτης Ανθρ., σ. 17-32.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει και προσανατολίζει προς τον Μεσσία Χριστό, το πάθος και την ανάστασή Του

 



nymfios
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου

Η αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους τελειούται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, γεγονός για το οποίο μίλησε και ο απόστολος Παύλος (Γαλ. 4,4-5). Οι προφήτες της Π.Δ. επισημαίνουν και οραματίζονται μια μεσσιανική εποχή στην οποία ο άρχοντας της ειρήνης, ο Ιησούς Χριστός, θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια χρυσή εποχή δικαιοσύνης και αγάπης. Είναι η εποχή της Εκκλησίας. Μέσω της Εκκλησίας οι ενέργειες του Παρακλήτου-Πνεύματος, του τρίτου προσώπου τού ενός ως προς την ουσία Θεού, εισήλθαν στην πλάση και αφθαρτίζουν συνεχώς τη φύση, καθιστώντας όποιους το θελήσουν υιοθετημένα παιδιά του Θεού (Γαλ. 3,23-29). Στο εξής ο Θεός είναι πατέρας στοργικός και όχι απρόσωπη δύναμη ή λογική αναγκαιότητα στο σύμπαν.

Η Παλαιά Διαθήκη προσανατολίζει προς το Χριστό. Ο ίδιος ο Χριστός απέδιδε την εκπλήρωση των προφητειών στον εαυτόν του: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, κηρύττει, Το να γνωρίζουν εσένα τον μόνο αληθινό Θεό (τον Πατέρα) και τον Ιησού Χριστό τον οποίον έστειλες» (Ιω. 17,3). Στην Επί Του Όρους Ομιλία διαβεβαιώνει ότι δεν ήλθε να καταλύσει αλλά να πραγματοποιήσει (να συμ-πληρώσει) το Νόμο και τους προφήτες (Ματθ. 5,17). «Εγώ και ο Πατέρας, κάνει γνωστό στους ακροατές του, είμαστε Ένα» (Ιω. 10,30). Και ο απόστολος Θωμάς, μετά την ανάστασή Του, βλέποντάς Tον αναφωνεί: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιω. 20,28). Μετά την ανάστασή Του, επίσης, παρατηρεί καθ’ οδόν τους μαθητές Λουκά και Κλεόπα που δεν διέγνωσαν το πρόσωπό Του μέσα στις Γραφές (Λουκ. 24,25-27), και εξήγησε στους μαθητές Του πριν αναληφθεί την μαρτυρία της Π.Δ. για το πρόσωπο και τη θεότητά Του, καθώς και για την σταύρωση και ανάστασή Του. Τους είπε δε ότι η δύναμη του Θεού θα τους καταστήσει μάρτυρες όλων αυτών για τη σωτηρία του κόσμου (Λουκ. 24,44-49).
Η κυρίως αξία επομένως της Παλαιάς Διαθήκης και το μεγαλείο της βρίσκεται στις ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΣΙΑ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ, που δεν είναι μια και δύο, αλλά πάμπολλες. Με τις οποίες αναδεικνύεται ο Χριστός ως το μόνο ιστορικό πρόσωπο, του οποίου προφητεύθηκε η έλευση αιώνες πριν γεννηθεί, σε αντίθεση με τους φανταστικούς ψευτο-θεανθρώπους του εθνικού κόσμου, που δεν υπήρξαν πραγματικά, αλλά επρόκειτο για προσωποποιήσεις των εποχών και λειτουργιών της φύσεως. Ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, είναι το κλειδί ερμηνείας της Π.Δ. υπό το φως αποκλειστικά της Κ.Δ. Και όταν πραγματοποιήθηκαν όλες κατά γράμμα οι προφητείες, ο τρόπος γέννησής του, ο τόπος, η καταγωγή, τα πάθη του, ο σταυρός του, η ανάσταση και ανάληψή Του, τότε μόνο φάνηκε και η ουσιαστική αξία της Π.Δ. ως προπαίδειας στο μυστήριο του Ιησού. Διότι πριν τον Χριστό παρέμενε εσφραγισμένη και ακατανόητη συλλογή βιβλίων. Οι καταπληκτικές προφητείες της Βίβλου, που ειπώθηκαν 10, 8, 7 και 6 αιώνες π.Χ., είναι ένα πραγματικό διαχρονικό θαύμα, αψευδής μαρτυρία περί της θεότητος και Μεσσιακής ιδιότητος του Ιησού Χριστού μέχρι συντελείας των αιώνων. Ας θαυμάσουμε μερικές από αυτές τις προφητείες, που ολοκληρώνουν το μήνυμα της Βίβλου και την διαχρονική αξία της, προσανατολίζοντας προς το Χριστό, που έφερε στον κόσμο την αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό και τη Χάρη Του, προς κάθαρση, φωτισμό και θέωση του ανθρώπου.

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΛΤΑΟΥΡΑΣ, ΓΕΝΕΣΗ 4: 8

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΛΤΑΟΥΡΑΣ, ΓΕΝΕΣΗ 4: 8



Kain_kai_Abel.jpg

ΓΕΝΕΣΗ 4: 8


         Όσοι ασχολούνται με την κριτική μελέτη της Αγίας Γραφής, ξέρουν ότι σε άλλα εδάφια το Μασοριτικό κείμενο είναι περισσότερο ακριβές και σε άλλα εδάφια περισσότερο ακριβες είναι το Ελληνικό κείμενο της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Το κείμενο των Εβδομήκοντα όμως περιέχει περισσότερα βιβλία από τα βιβλία που οι Προτεστάντες δέχονται ως κανονικά για την Παλαιά Διαθήκη. Όταν εμφανίστηκε ο Προτεσταντισμός θεώρησε εσφαλμένα ότι το Μασοριτικό κείμενο ως Εβραϊκό είναι πιο αξιόπιστο από το  Ελληνικό κείμενο των Εβδομήκοντα. Επειδή λοιπόν οι Εβραίοι κατέληξαν να αποδέχονται το Μασοριτικό κείμενο, τους ακολούθησαν σε αυτό όσον αφορά την Παλαιά Διαθήκη και οι Προτεστάντες.

Η αλήθεια είναι ότι το κείμενο των Εβδομήκοντα είναι πολύ αρχαιότερο από το Μασοριτικό Εβραϊκό κείμενο. Το κείμενο των Εβδομήκοντα αποτελεί αρχαία  μετάφραση στα Ελληνικά του Αρχαιότατου Εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης και όχι μετάφραση του μεταγενέστερου Μασοριτικού κειμένου. Την εποχή του Ιησού υπήρχε ακόμη το αρχαίο Εβραϊκό κείμενο καθώς και η περισσότερο διαδεδομένη μετάφρασή του στα Ελληνικά γνωστή και ως Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Η μετάφραση των Εβδομήκοντα διαβάζονταν και στις Συναγωγές. Αργότερα όταν η Μετάφραση των Εβδομήκοντα  απέκτησε την θέση του επίσημου κειμένου της Χριστιανικής  Εκκλησίας για την Παλαιά Διαθήκη, οι άπιστοι Εβραίοι άρχισαν να την πολεμούν, να την αρνούνται και να στρέφονται σε Εβραϊκά χειρόγραφα της Παλαιάς Διαθήκης, υποκινούμενοι όχι μόνο από την τάση τους να διαφοροποιηθούν από την Εκκλησία αλλά πιθανόν και από σωβινιστικό πνεύμα.
Οι θεομάχοι Εβραίοι που δεν πίστεψαν στον Ιησού Χριστό, έκαναν μια Ραββινική Σύνοδο στην Ιάμνεια το 90 μΧ και καθόρισαν τα βιβλία του Ιουδαϊκού Κανόνα. Πρόκειται για τα 39 βιβλία τα οποία δέχονται σήμερα οι Προτεστάντες για την Παλαιά Διαθήκη ! Δηλαδή βρισκόμαστε ενώπιον του εξής παραδόξου Προτεσταντικού φαινομένου : Οι αιρετικοί Προτεστάντες για την Παλαιά Διαθήκη δέχονται τον αριθμό βιβλίων που καθόρισε το αντιχριστιανικό Ραββινικό συνέδριο της Ιάμνειας (39 βιβλία) και αρνούνται τις Συνόδους της Αρχαίας Εκκλησίας οι οποίες αναγνωρίζουν 49 βιβλία  για την Παλαιά Διαθήκη !!! Θεωρούν οι Διαμαρτυρόμενοι την Ραββινική Σύνοδο της Ιάμνειας ανώτερη από τις Χριστιανικές Συνόδους !!! Και μετά έρχονται με περισσή υποκρισία και μας λέγουν ότι ακολουθούν « ΜΟΝΟ την Γραφή» και όχι τις «ανθρώπινες  παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας» !!!
Βέβαια επειδή η αντιχριστιανίκη Ραββινική Σύνοδος δεν ασχολήθηκε με την Καινή Διαθήκη ( διότι οι Ραββίνοι αρνούνται τον Ιησού και την Ανάστασή του), αναγκάζονται οι θλιβεροί συκοφάντες της Ορθοδοξίας =  Προτεστάντες,  εκόντες – άκοντες να αποτανθούν στις Εκκλησιαστικές Συνόδους και στους Πατέρες της Εκκλησίας για να πληροφορηθούν και να αιτιολογήσουν τον Κανόνα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης !!! Αυτό και αν είναι παράνοια ! Να θεωρεί κανείς αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης για την Καινή Διαθήκη, την ίδια πηγή που θεωρεί αναξιόπιστη για την Παλαιά Διαθήκη !!!
Οι Ραββίνοι λοιπόν μετά την Σύνοδο της Ιάμνειας στράφηκαν στα Εβραϊκά χειρόγραφα της Παλαιάς Διαθήκης και τα οποία αιώνες αργότερα οι Μασορίτες επεξεργάστηκαν και έτσι σήμερα έχουμε το Μασοριτικό Εβραϊκό κείμενο που προτιμούν οι Προτεστάντες.
Στην παρούσα μελέτη θα εξετάσουμε το πώς διάφορες μεταφράσεις αποδίδουν το εδάφιο Γένεση 4:8. Παραθέτουμε δειγματοληπτικά τρείς αποδώσεις του εδαφίου :
«Και είπεν ο Κάϊν προς Άβελ τον αδελφόν αυτού, Ας υπάγωμεν εις την πεδιάδα· και ενώ ήσαν εν τη πεδιάδι, σηκωθείς ο Κάϊν κατά του αδελφού αυτού Άβελ εφόνευσεν αυτόν» (Βάμβας).
«Έπειτα από αυτό, ο Κάιν είπε στον Άβελ τον αδελφό του: [«Ας πάμε στον αγρό»]. Ενόσω, λοιπόν, βρίσκονταν στον αγρό, επιτέθηκε ο Κάιν στον Άβελ τον αδελφό του και τον σκότωσε» (Μετάφραση Νέου Κόσμου).
«And Cain talked with (=Μιλούσε με) Abel his brother: and it came to pass, when they were in the field, that Cain rose up against Abel his brother, and slew him» ( KJV – Αγγλική Βίβλος του Βασιλέως Ιακώβου).
        Το κοινό γνώρισμα των ανωτέρω μεταφράσεων, (και πολλών άλλων) είναι ότι μεταφράζουν το ΕΒΡΑΪΚΟ ΜΑΣΟΡΙΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αυτό το κείμενο θεωρούν ως το περισσότερο αξιόπιστο και αυτό έχουν ως βάση για την μετάφραση της Βίβλου. Ας δούμε λοιπόν τι λέει το Μασοριτικό κείμενο και πόσο ακριβείς είναι οι Μεταφράσεις που παραθέσαμε.
ΓΕΝΕΣΗ 4:8
ΑΚΡΙΒΗΣ  ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Βλέπουμε λοιπόν ότι το Μασοριτικό κείμενο λέγει για τον Κάϊν ότι  «Και είπεν» = (Βα-γιόμερ), ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΛΕΓΕΙ ΤΙ ΕΙΠΕ !!!  Η φράση «Ας υπάγωμεν εις την πεδιάδα»  ΔΕΝ υπάρχει στο Μασοριτικό κείμενο ! Το κείμενο δηλαδή στο παρόν εδάφιο παρουσιάζει μεγάλη ανωμαλία. Είναι αλλοιωμένο. Αλλά οι μεταφραστές του Μασοριτικού κειμένου τι κανουν ; Ιδού τι κάνουν :
Α) Προσθέτουν την φράση που λείπει κλέβοντας την από το Ελληνικό κείμενο των Εβδομήκοντα !
«καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ, ἀνέστη Κάϊν ἐπὶ ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν» Γένεση 4:8 (Κείμενο Εβδομήκοντα).
Αυτή την τακτική ακολουθεί ο Βάμβας και η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Ψευδομαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτός είναι ο λόγος που η ΜΝΚ των Χιλιαστών έχει εντός αγκυλών την φράση αυτή, διότι λείπει από το Μασοριτικό κείμενο.
Β) Παραφράζουν την Εβραϊκή φράση (Βα-γιόμερ) = «Και είπεν» ως «Μιλούσε με»  ! Έτσι παραφράζοντας την εν λόγω φράση δίνουν τέτοια μορφή στο κείμενο ώστε να μην χρειάζεται να προσθέσουν την φράση που λείπει, αλλά επίσης να κρύψουν την ασυνταξία που παρουσιάζει το Μασοριτικό !!! Δηλαδή με άλλα λόγια παρουσιάζουν την Γραφή να λέγει ότι ο Κάϊν συζητούσε με τον Άβελ αόριστα χωρίς να χρειάζεται να παρατεθούν τα λόγια !!! Η φράση όμως Βα-γιόμερ δεν σημαίνει «συζητούσαν» ή «μιλούσε με»  αλλά «Και είπεν» !
Αυτή την τακτική ακολουθούν πολλές Προτεσταντικές μεταφράσεις στα Αγγλικά καθώς και Εβραϊκές μεταφράσεις στα Αγγλικά.
Η Προτεσταντική KJV Bible γράφει όπως είπαμε «And Cain talked with (=Μιλούσε με) Abel his brother: and it came to pass, when they were in the field, that Cain rose up against Abel his brother, and slew him» ( KJV – Αγγλική Βίβλος του Βασιλέως Ιακώβου).
Η KJV δηλαδή παραφράζει την Εβραϊκη φράση ως «talked with» στο εδάφιο 8 του 4ου κεφαλαίου της Γένεσης ενώ στα εδάφια 6 και 10  του ίδιου κεφαλαίου την ίδια φράση αποδίδει σωστά ως «And said» και «And he said» = Και είπεν   !!!
= ΚΑΙ ΕΙΠΕΝ
= ΚΑΙ ΜΙΛΗΣΕ
Όπως βλέπουμε η φράση «Και μίλησε» είναι διαφορετική στα Εβραϊκα  από την φράση «Και είπεν»
Παράδειγμα :
« καὶ ἐλάλησε () Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον. καὶ ἀπελύετο εἰς τὴν παρεμβολήν, ὁ δὲ θεράπων ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυῆ νέος οὐκ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς σκηνῆς. Καὶ εἶπε ()Μωυσῆς πρὸς Κύριον·» Έξοδος 33:11-12 (Εβδομήκοντα)

Την επόμενη λοιπόν φορά αδελφοί που θα σας πλησιάσουν αιρετικοί Προτεστάντες για να σας δώσουν μετάφραση της Βίβλου «στην απλή γλώσσα που καταλαβαίνει ο λαός» να είσαστε επιφυλακτικοί ! Και να έχετε στο μυαλό σας πάντα ότι η Προτεσταντική Βίβλος έχει λιγότερα βιβλία από την Ορθόδοξη !
ΣΑΛΤΑΟΥΡΑΣ   ΧΡΗΣΤΟΣ

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

π. Ανδρέας Κονάνος - Μελέτη Αγίας Γραφής


H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ



 
H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ιερεμίας Φούντας
Μητροπολίτης Ι. Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Ομιλία στον Ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας την Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Αγαπητοί μου ακροατές,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Επειδή οι εκπομπές μου αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη, γι αυτό και στην σημερινή μου εκπομπή θα παρουσιάσω μία σχετική ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
1. Ο ιερός πατέρας άρχισε σε προηγούμενη ομιλία του να ερμηνεύει τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» (Β/ Κορ. 4,13). Στην ομιλία του εκείνη ο Χρυσόστομος ομίλησε για την πίστη και είπε ότι υπάρχουν δύο είδη πίστεως. Είναι πρώτον η «ποιητική των σημείων», η θαυματουργική. Είνια αυτή για την οποία είπε ο Χριστός «εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι και μεταβήσεται» (Ματθ. 17,20). Και είναι έπειτα η πίστη «η την γνώσιν εμποιούσα ημίν, καθήν πάντες εσμέν πιστοί». Είναι δηλαδή η αποδοχή των δογμάτων της Εκκλησίας μας και η συνεχής μαθητεία μας σ αυτά, βάσει των οποίων πρέπει να ρυθμίζουμε την ζωή μας. Η πίστη για την οποία ομιλεί ο Παύλος στο μνημονευθέν χωρίο, λέγει ο Χρυσόστομος, είναι του δευτέρου είδους, αυτή η της «γνώσεως», η «την γνώσιν εμποιούσα», όπως το είπε προηγουμένως. Είναι η ίδια για την οποία λέγει στους Ρωμαίους ότι «ευχαριστώ τω Θεώ μου... ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τω κόσμω» (1,8). Είναι η ίδια πάλι πίστη για την οποία ο ίδιος Απόστολος γράφει προς τους Θεσσαλονικείς χριστιανούς λέγοντας: «Εν παντί τόπω η πίστις υμών η προς τον Θεόν εξελήλυθε» (Α/ Θεσ. 1,8).
2. Αλλά ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο απόστολος Παύλος στον λόγο του «έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» θέλει να επιδείξει πολλή την συγγένεια της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Γι αυτό και λέγει «έχοντες το αυτό πνεύμα της πίστεως». Το ίδιο πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Τον λόγο που μνημονεύει ο απόστολος Παύλος «επίστευσα διο ελάλησα», τον είπε παλαιά ο Δαυίδ, στην Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμ. 115,1). Αλλά τον ίδιο λόγο τον λέγει τώρα και ο Απόστολος στην Καινή Διαθήκη• λέγει: «Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν». Άρα το αυτό πνεύμα της πίστεως και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.1 Υπάρχει λοιπόν πολλή συγγένεια και πολλή ενότητα των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
3. Που είναι λοιπόν τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, εκείνοι που κατηγορούν την Παλαιά Διαθήκη και διασπούν το σώμα της Αγίας Γραφής, αυτοί που λένε άλλον Θεόν της Παλαιάς και άλλον της Καινής; Ας ακούσουν τον παραπάνω λόγο του αποστόλου Παύλου που λέγει καθαρά ότι είναι το ίδιο Πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Αλλά και τα ονόματα των Διαθηκών, Παλαιά και Καινή, δείχνουν και αυτά πολλή την συγγένεια μεταξύ τους. Γιατί η Καινή λέγεται έτσι, επειδή προϋποθέτει την Παλαιά. Και η Παλαιά πάλι ονομάζεται έτσι, επειδή εδόθη η Καινή. «Η γαρ Καινή δια την Παλαιάν είρηται και η Παλαιά δια την Καινήν» (MPG 51,282). Και αν οι Διαθήκες δεν είναι του ίδιου Δεσπότου, του Χριστού, ούτε η Καινή μπορεί να λέγεται Καινή, αλλά ούτε και η Παλαιά μπορεί να λέγεται έτσι. Ώστε, καταλήγει συμπεραίνοντας ο Χρυσόστομος: «Η διαφορά των ονομάτων Παλαιά και Καινή δείχνει την μεταξύ τους συγγένεια. Η δε κατά το όνομα αυτή διαφορά (Παλαιά και Καινή) δεν είναι διαφορά στην ουσία, αλλά είναι διαφορά των εποχών που δόθηκαν αυτές. Γιατί το καινό με το παλαιό σ αυτό μόνο διαφέρει (στον χρόνο που δόθηκε το καθένα). Η εναλλαγή δε των χρόνων ούτε διαφορά του Δεσπότου που τις έδωσε δηλώνει ούτε υποτίμηση σημαίνει. Και ότι αυτό είναι αλήθεια φαίνεται από αυτό που είπε ο Χριστός: “Κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε την βασιλεία του Θεού είναι όμοιος με έναν οικοδεσπότη που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούργιους και παλαιούς θησαυρούς” (Ματθ.13,52). Βλέπεις – λέγει ο Χρυσόστομος – ότι διάφορα είναι τα κτήματα (αυτά που λέει “θησαυρούς” εδώ), αλλά ένας είναι ο οικοδεσπότης; Όπως λοιπόν αυτός ο ένας οικοδεσπότης μπορεί να βγάζει καινά και παλαιά, αυτό μπορεί να λεχθεί για τον Ένα Θεό της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και μάλιστα, αυτό προπαντός αποδεικνύει τον πλούτο και την περιουσία του Θεού: Το ότι δεν έχει μόνο “καινή”, αλλά έχει και “παλαιά” περιουσία» (MPG 51,282).
4. Ώστε η διαφορά των δύο Διαθηκών είναι στο όνομα μόνο και όχι στο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει «μάχη» και «εναντίωσις» των δύο Διαθηκών. Γιατί το «παλαιόν» γίνεται «παλαιόν» από το υπάρχον «καινόν». Αλλά αυτό δεν είναι ούτε μάχη ούτε εναντίωση, αλλά διαφορά στο όνομα μόνο. Αλλά προχωρεί την σκέψη του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και λέγει τα εξής ωραία παρακάτω: «Εγώ – λέγει – θα πω και αυτό το υπερβολικό: Και αν ακόμη ήταν ενάντιοι οι νόμοι της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη, και τότε ακόμη θα υπεστήριζα ότι δεν έπρεπε από αυτό να συμπεράνουμε ότι είναι άλλος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και άλλος ο Θεός της Καινής. Γιατί: Αν κατά τον ίδιο καιρό και στους ίδιους ανθρώπους, που καταγίνονται με τα ίδια πράγματα, διέταζε ο Θεός ενάντιους νόμους, θα είχε κάποιο επιχείρημα αυτό το “σόφισμα” (το ότι δηλαδή πρόκειται περί διαφορετικού Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη). Αφού όμως άλλοι μεν νόμοι εγράφησαν στην Παλαιά Διαθήκη, άλλοι δε στην Καινή, και σε άλλο χρόνο οι μεν σε άλλο χρόνο οι δε, και δόθηκαν σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση οι μεν από τους δε, τότε για ποιο λόγο από την διαφορά των νόμων είναι ανάγκη να συμπεράνουμε δύο νομοθέτες; Εγώ δεν βλέπω κανένα λόγο. Εάν όμως αυτοί που λέγουν αυτά έχουν να μας πουν κανένα λόγο, ας τον πουν. Αλλά δεν έχουν! Και μάλιστα και ο γιατρός πολλές φορές κάνει πολλά αντίθετα πράγματα. Δεν τα κάνει όμως αυτά κινούμενος από αντίθετη γνώμη, αλλά από μία και σύμφωνη. Γιατί πολλές φορές ο γιατρός άλλοτε καυτηριάζει την πληγή και άλλοτε όχι• άλλοτε εγχειρίζει και άλλοτε δεν εγχειρίζει. Και μάλιστα αυτό το κάνει πολλές φορές στο ίδιο σώμα. Άλλοτε προσφέρει πικρά φάρμακα και άλλοτε γλυκά. Αυτά δε που κάνει φαίνονται αντίθετα. Η επιθυμία του όμως, για την οποία τα κάνει αυτά, είναι μία και η αυτή, γιατί αποβλέπει στον ίδιο σκοπό: Στην υγεία του αρρώστου».
Και συμπεραίνει ο άγιος Πατέρας: «Πως δεν είναι περίεργο τον μεν ιατρό που κάνει πολλά αντίθετα και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο να μην τον κατηγορούμε, τον δε Θεό να κατηγορούμε, επειδή σε διαφορετικούς καιρούς και σε διαφορετικούς ανθρώπους έδωσε διαφορετικές εντολές;» (MPG 51,283). Και μάλιστα να συμπεραίνουμε από αυτό όχι απλώς την αίρεση, αλλά την ανοησία, ότι έχουμε δυο Θεούς, έναν της Παλαιάς και έναν της Καινής;
5. Και ενάντιοι λοιπόν να είναι οι νόμοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, κατά τα παραπάνω που μας είπε ο άγιος Χρυσόστομος, δεν έπρεπε να μιλάμε περί διαφόρων Θεών των δύο Διαθηκών. Δεν είναι όμως ενάντιοι, αλλά είναι απλώς διάφοροι. Και θα το αποδείξει τώρα αυτό ο σοφός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, ο ιερός Χρυσόστομος. Ως παράδειγμα παίρνει τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης «ου φονεύσεις». Αυτός είναι παλαιός νόμος. «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις», είπε ο Κύριος (Ματθ. 5,21). Ας δούμε όμως τώρα και τον νόμο της Καινής. Ο Κύριος είπε: «Εγώ δε λέγω υμίν, πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται εν τη κρίσει» (Ματθ. 5,22). Είναι πραγματικά αντίθετα αυτά τα δύο προστάγματα; Ποιος άνθρωπος λογικός μπορεί να πει τέτοιο πράγμα; Αν ο παλαιός νόμος έλεγε «να μην φονεύουμε», ο δε νέος νόμος, η Καινή Διαθήκη, έλεγε «να φονεύουμε», πραγματικά αυτό θα ήταν διαφωνία και αντινομία. Αν όμως η Παλαιά Διαθήκη λέει να μη φονεύουμε, η δε Καινή Διαθήκη λέει όχι να μην φονεύουμε απλά, αλλά να μην οργιζόμαστε, αυτό δεν είναι εναντίωση, αλλά επίταση του προηγούμενου νόμου. Γιατί ο προηγούμενος νόμος θέλει να κόψει τον καρπό της κακίας, δηλαδή τον φόνο• ο δε νόμος του Χριστού, η Καινή Διαθήκη, θέλει να κόψει και την ρίζα του φόνου, δηλαδή την οργή. Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να ανακόψει το ρεύμα της πονηρίας, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να ξηράνει και την πηγή της. Πραγματικά, πηγή και ρίζα του φόνου είναι ο θυμός και η οργή.
Ποια λοιπόν αντίθεση υπάρχει μεταξύ του ότι η μεν Παλαιά Διαθήκη να θέλει να ανακόψει το αποτέλεσμα της αμαρτίας, η δε Καινή Διαθήκη να θέλει να αποκόψει και την αρχή της αμαρτίας; Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να καθαρίσει τα χέρια από το αίμα, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να απαλλάξει και την διάνοια και την καρδιά από τις εχθρικές διαθέσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δύο Διαθήκες συμφωνούν και δεν μάχονται η μία με την άλλη, όπως θέλουν να μας το παρουσιάσουν οι εχθροί της αληθείας.
Όποιος ομιλεί για διαφορετικό Θεό της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αυτός κατηγορεί τον Θεό της Καινής Διαθήκης, ενώ θέλει να τον εξυψώσει. Και να πως τον κατηγορεί: Η τροφή της Παλαιάς Διαθήκης είναι γάλα, γιατί παιδαγωγεί προς την μεγάλη αλήθεια της Καινής Διαθήκης. Η τροφή δε της Καινής Διαθήκης είναι στερεά. Αν όμως πούμε ότι άλλος είναι ο Θεός της Καινής Διαθήκης από τον Θεό της Παλαιάς, τότε σημαίνει ότι ο Θεός αυτός της Καινής έδωσε κατ ευθείαν την «στερεά» τροφή, έδωσε δηλαδή κατ ευθείαν την πλήρη Αποκάλυψη, χωρίς να προετοιμάσει τον λαό Του, για να δεχθεί την Αποκάλυψη αυτή. Δηλαδή, όπως το λέγει ακριβώς ο Χρυσόστομος, ο Θεός «προ του θρέψαι γάλακτι και την δια του νόμου παιδαγωγίαν επί την στερεάν ημάς ήγαγε τροφήν». Αλλά κανένας λογικός άνθρωπος «πριν η θρέψαι γάλακτι, προς την στερεάν άγει τροφήν» (MPG 51,284). Αυτό το άλογο κατηγορούν στον Θεό, κατά τον Χρυσόστομο, όσοι δέχονται διαφορά Θεών στις δύο Διαθήκες. Αλλά και το άλλο: Ο νόμος του Χριστού στην Καινή Διαθήκη δόθηκε προς τα τελευταία έτη. Και βέβαια εμείς πιστεύουμε ότι για την Αποκάλυψη αυτή της Καινής Διαθήκης ο Θεός προετοίμασε την ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη. Αν όμως πούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δόθηκε από τον Θεό, αλλά από κάποιο άλλο θεό, τότε κατηγορούμε τον αληθινό Θεό με την μεγάλη πραγματικά κατηγορία ότι άφησε για τόσα χρόνια, για πέντε χιλιάδες χρόνια, άφησε χωρίς καμμιά φροντίδα την ανθρωπότητα, όντας αδιάφορος γι αυτήν. Και τρόπον τινά ο Θεός... (!) μετενόησε από την αδιαφορία του αυτή και άρχισε μετά από πέντε χιλιάδες χρόνια να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους και τότε έδωσε τον νόμο Του με την Καινή Διαθήκη. Πραγματικά αυτήν την κατηγορία δίνουμε στον Θεό, αν πούμε ότι δεν είναι Αυτός που μίλησε στην ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη πρώτα. Αλλά μια τέτοια κατηγορία δεν αρμόζει ούτε και σε ένα ανάξιο άνθρωπο (βλ. Χρυσοστόμου, MPG 51,284).
6. Ας σκεφθούμε λοιπόν, μας λέγει ο Χρυσόστομος, σε πόσες κατηγορίες και βλασφημίες υποβάλλουν τον Θεό εκείνοι που μιλάνε για άλλο Θεό της Παλαιάς και άλλο Θεό της Καινής Διαθήκης. Όλες αυτές οι κατηγορίες διαλύονται αν δεχθούμε και πιστέψουμε ότι ένας είναι ο νομοθέτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ένας είναι ο Θεός και των δύο Διαθηκών. Και για να αποδείξει ο Χρυσόστομος την αλήθεια αυτή περισσότερο και για να «απορράψει», όπως λέγει, τα στόματα των βλασφήμων και των αιρετικών, φέρει μαρτυρία από αυτήν την Παλαιά Διαθήκη, από τον προφήτη Ιερεμία, τον από την κοιλιά της μάνας του αγιασμένο. Ο προφήτης Ιερεμίας παρουσιάζει τον Θεό να λέγει: «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών» (38,31). Από τον λόγο δε αυτόν φαίνεται καθαρά ότι Αυτός που σύναψε την Παλαιά Διαθήκη, ο Ίδιος πάλι σύναψε και την Νέα Διαθήκη. Ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών, και της Παλαιάς και της Καινής. Γνωρίζουμε δε ότι την Καινή Διαθήκη την σύναψε ο Χριστός με το Αίμα Του. Αυτός είναι ο νομοθέτης της Καινής, γι αυτό και λέγει στην επί του Όρους Ομιλία Του «εγώ δε λέγω υμίν» (Ματθ. 5,22.28.32). Άρα, Αυτός πάλι σύναψε και την Παλαιά Διαθήκη.
Ο παραπάνω αυτός λόγος του Θεού στον προφήτη Ιερεμία «διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών», αυτός ο λόγος αποδεικνύει πάλι και την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού, γιατί «ει προ του τόκου της Μαρίας ουκ ην, ουδέ υπήρχε πριν η φανήναι εν σαρκί, πως ενομοθέτει ο μη ων; Πως δε έλεγε, “διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών”; Πως διέθετο τοις πατράσιν αυτών μη υπάρχων, μηδέ ων, κατά τον εκείνων λόγον;» (MPG 51,284). Ναι, ο λόγος αυτός του προφήτου Ιερεμίου αποδεικνύει, ξαναλέγουμε, την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού. Γι αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος τον χρησιμοποιεί στον πόλεμό του εναντίον του Παύλου του Σαμοσατέως, που ηρνείτο την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού.
Με την ευκαιρία του λόγου ελέγχει ο ιερός Πατέρας και τους Μανιχαίους, οι οποίοι απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη. Τους ελέγχει δε από την Καινή Διαθήκη, αφού αυτοί δεν παραδέχονται την Παλαιά. Και τους ελέγχει με το εξής επιχείρημα: Είναι γνωστόν ότι η Καινή Διαθήκη έχει χωρία και περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι οι μαρτυρίες των Προφητών περί του Μεσσίου και στις οποίες ανταποκρίνεται πλήρως η ζωή του Ιησού Χριστού. Αν όμως αφαιρέσουμε τις περικοπές και τα χωρία αυτά των Προφητών από την Καινή Διαθήκη, αυτά που απομένουν σ αυτή δεν μπορούν να σταθούν και να αποτελέσουν αρμονία• «τα γαρ αποκοπέντα μέλη κράζει και βοά, την προς τα οικεία μέλη συμφωνίαν επιζητούντα» (MPG 51,285).
7. Με καθηγητή λοιπόν τον μεγάλο ερμηνευτή της Εκκλησίας μας, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, θα αποδείξουμε, αγαπητοί μου ακροατές, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό θα το αποδείξει από τον απόστολο Παύλο, από μία του περικοπή της προς Γαλάτας επιστολής του. Στην περικοπή αυτή, λέγει ο άγιος Πατέρας, σαν να φαίνεται ότι κατηγορείται η Παλαιά Διαθήκη. Και αυτό βέβαια είναι ενθαρρυντικό στους αιρετικούς, τους κατηγορούντες και διαγράφοντες την Παλαιά Διαθήκη. Και πραγματικά η διατύπωση της περικοπής του Αποστόλου είναι τέτοια, ώστε εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η περικοπή αυτή είναι εναντίον της Παλαιάς. Αν όμως εμβαθύνει κανείς ορθά στην περικοπή, θα διαπιστώσει το αντίθετο, ότι αυτή είναι υπέρ της Παλαιάς Διαθήκης. Σ’ αυτό ο Χρυσόστομος βλέπει ένα τέχνασμα της σοφίας του Θεού, ώστε από την ασαφή έκφραση να την «πάθουν» οι κατήγοροι της Παλαιάς Διαθήκης και να την «πατήσουν», όπως λέμε. Γιατί, αρπάζοντες οι αιρετικοί αυτήν την περικοπή, που φαίνεται τάχα ως περικοπή αντίθετη της Παλαιάς Διαθήκης, την δέχονται με χαρά, την εκλαμβάνουν ότι συνηγορεί μ αυτούς και την «παθαίνουν», γιατί το νόημα της περικοπής είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι αυτοί νομίζουν. Και από την περικοπή λοιπόν του αποστόλου Παύλου, που προτίμησαν αυτοί να έχουν υπέρ αυτών, έχουν, από αυτήν ακριβώς την περικοπή, την καταδίκη της πλάνης τους.2
Σε πολλά σημεία της η Καινή Διαθήκη μιλάει για ένα νομοθέτη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αλλά ο απόστολος Παύλος θα βγάλει την αλήθεια αυτή από αυτήν ακριβώς την περικοπή την οποία επικαλούνται οι Μανιχαίοι και την διασώζουν μάλιστα στην δική τους Γραφή που χρησιμοποιούν. Και αυτή η περικοπή είναι από την προς Γαλάτας επιστολή (4,21-22): «Λέγετέ μοι οι υπό νόμον θέλοντες είναι• τον νόμον ουκ ακούετε; Γέγραπται γαρ ότι Αβραάμ δύο υιούς έσχεν. Ένα εκ της παιδίσκης και ένα εκ της ελευθέρας». Οι αιρετικοί Μανιχαίοι, όταν διάβασαν στο χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου για «υιόν της παιδίσκης», πήδησαν από χαρά («απεπήδησαν»)• γιατί νόμισαν ότι το «παιδίσκης» είναι κατηγορία του νόμου. Αλλά θα αποδείξουμε τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Για τα αναφερόμενα στην περικοπή λέγει ο απόστολος ότι είναι «αλληγορούμενα» (Γαλ. 4,24). Και ερωτά ο Χρυσόστομος: Τι σημαίνει το «αλληγορούμενα»; Σημαίνει ότι, όσα συμβαίνουν στην Παλαιά Διαθήκη είναι «τύποι» «των εν τη Χάριτι γενομένων», αυτών δηλαδή που έγιναν στην Καινή Διαθήκη. Και το εξηγεί: Οι δύο γυναίκες είναι τύποι των δύο Διαθηκών. Και αυτό βέβαια δεικνύει την συγγένεια της Καινής με την Παλαιά Διαθήκη. Γιατί ο τύπος δεν είναι ενάντιος με την αλήθεια, αλλά συγγενής. Έτσι λοιπόν, εάν ήταν ενάντιος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης προς τον Θεό της Καινής Διαθήκης, δεν θα ήταν δυνατόν, δια των δύο γυναικών του Αβραάμ, να προδιατυπώσει την υπεροχή της Καινής Διαθήκης. Αλλά πιθανόν να πουν οι αντίθετοι ότι ο Παύλος έκανε κατάχρηση του τύπου από συγκατάβαση στην ασθένεια των Ιουδαίων. Αν όμως γινόταν αυτό, θα έπρεπε ο Απόστολος να κάνει συγκατάβαση και στην ασθένεια των εθνικών (των εξ εθνών χριστιανών) και να ευρίσκει τύπους και από την ελληνική μυθολογία («εχρήν και Έλλησι κηρύττοντα τύπους Ελληνικούς εισάγειν, και ιστορίας μεμνήσθαι των παρ Έλλησι γεγενημένων πραγμάτων»). Αυτό όμως δεν το έκανε, γιατί τα ελληνικά μυθολογήματα δεν έχουν κανένα κοινό προς την αλήθεια. Τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης τα αλληγορεί μόνο με τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, ακριβώς γιατί «πολλήν συγγένειαν έχει τα παλαιά προς την Καινήν Διαθήκην» (MPG 51,285.286).
8. Από την παραπάνω περικοπή του αποστόλου Παύλου περί του Αβραάμ και των δύο υιών του, έναν εκ της παιδίσκης και έναν εκ της ελευθέρας, ο ιερός Χρυσόστομος συμπέρανε την συμφωνία των δύο Διαθηκών. Τώρα όμως ο ερμηνευτής Πατήρ από την ίδια περικοπή θα αποδείξει και το επίμαχο θέμα, ότι δηλαδή ένας είναι ο νομοθέτης των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και η απόδειξη αυτή είναι πολύ απλή. Και οι δύο γυναίκες του Αβραάμ είχαν έναν άνδρα. Και αφού αυτό είναι τύπος των γενομένων στην Καινή Διαθήκη, λέγουμε ότι και οι δύο Διαθήκες, η Παλαιά και η Καινή, έχουν ένα νομοθέτη. Γιατί, αν άλλος ήταν ο νομοθέτης της Καινής και άλλος ο νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης, «περιττώς την ιστορίαν εισήγαγεν» ο απόστολος Παύλος, λέγει ο Χρυσόστομος. Δεν ήταν άλλος ο άνδρας της Σάρρας και άλλος ο άνδρας της Άγαρ, αλλά ο ένας και ο αυτός.
Ώστε, συμπεραίνει ο Χρυσόστομος λέγοντας: «Όταν λέγει ο απόστολος Παύλος, “αύται γαρ εισι δύο διαθήκαι”, δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά ότι αυτές οι δύο Διαθήκες έχουν ένα νομοθέτη, όπως ακριβώς εκείνες οι γυναίκες (η παιδίσκη και η Σάρρα) είχαν έναν άνδρα, τον Αβραάμ. Θα πει όμως κάποιος, ότι η μία ήταν “δούλη”, η δε άλλη ήταν “ελεύθερη”. Αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία. Το ζητούμενο είναι εάν είναι ένας ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Ας παραδεχθούν λοιπόν αυτό πρώτον οι αιρετικοί και τότε εμείς θα τους απαντήσουμε σ αυτό. Γιατί, αν οι αντιφρονούντες παραδεχθούν αυτό το βασικό, όλα έπειτα τα άλλα τακτοποιούνται. Όταν δηλαδή αυτοί παραδεχθούν ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τον ίδιο νομοθέτη με τον νομοθέτη της Καινής – όπως και τον έχει – τότε διαλύεται όλη η διαφορά μας με εκείνους. Όμως, για να μην δημιουργηθεί και σε σάς – λέγει ο Χρυσόστομος στους ακροατές του – καμμία απορία από την αποστολική περικοπή, ας προσέξουμε ακριβώς την έκφραση του Αποστόλου. Γιατί δεν είπε “μία μεν δούλη, μία δε ελευθέρα”, αλλά είπε, “Μία μεν εις δουλείαν γεννώσα”. Αλλά δεν σημαίνει βέβαια ότι η “γεννώσα εις δουλείαν” είναι δούλη. Το να γεννηθούν δε τέκνα “εις δουλείαν” δεν φταίει η μητέρα, αλλά τα τεχθέντα παιδία. Γιατί αυτά (δηλαδή οι Ιουδαίοι), επειδή για την κακία τους αποστέρησαν τους εαυτούς τους από την ελευθερία και εξέπεσαν από την ευγένειά τους, ο Θεός τους επαίδευσε ως αγνώμονες με συνεχή φόβο, κολάζοντάς τους με τιμωρίες και με απειλές. Και αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς των πατέρων μπορούμε να το δούμε και σήμερα. Γιατί και σήμερα πολλοί πατέρες τα άτακτα παιδιά τους τα συνηθίζουν σε πρέποντα φόβο, σαν αυτά να είναι ικέτες και όχι παιδιά. Και αυτό δεν είναι έγκλημα των πατέρων, αλλά των ατάκτων παιδιών, γι’ αυτό και οι πατέρες τους δεν συμπεριφέρονται σαν σε ελεύθερα παιδιά.
Έτσι και ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη. Φερόταν με πνεύμα δουλείας και φόβου και τιμωρίας σε εκείνον τον αγνώμονα ιουδαϊκό λαό. Αλλά αυτό δεν είναι κατηγορία του Θεού, ούτε είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά των Ιουδαίων που είχαν αποχαλινωθεί και γι αυτό είχαν ανάγκη από δυνατώτερο χαλινό. Γιατί στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε και δικαίους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν την φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης, και δεν είχαν λοιπόν ανάγκη αυτοί από τέτοιο χαλινό. Τέτοιοι ήταν ο Άβελ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Ελισσαίος και πολλοί - πολλοί άλλοι. Αυτοί δόθηκαν στον Θεό όχι από φόβο και από απειλή και από τιμωρία, αλλά από αγάπη και “φίλτρω ζέοντι”. Αυτοί λοιπόν – όπως λέει ακριβώς ο Χρυσόστομος – “ου γαρ εδεήθησαν προσταγμάτων, ουδέ εντολών και νόμων, ώστε αρετήν ελέσθαι και φεύγειν κακίαν, αλλ ώσπερ ευγενείς παίδες και ελεύθεροι, την οικείαν επιγνόντες αξίαν, χωρίς φόβου τινός και κολάσεως ηυτομόλησαν προς την αρετήν”. Οι άλλοι όμως Ιουδαίοι, επειδή έκλιναν στην κακία, είχαν ανάγκη από νόμο (“επειδή προς κακίαν απέκλιναν, του κατά τον νόμον εδεήθησαν χαλινού” ). Έτσι, όταν οι Ιουδαίοι λάτρευσαν ως θεό τον μόσχο και προσκύνησαν τα γλυπτά, τότε άκουσαν την εντολή “Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστιν”. Όταν φόνευσαν και διέφθειραν τις γυναίκες των πλησίον τους, τότε άκουσαν το “ου φονεύσεις”, “ου μοιχεύσεις” και όλες τις άλλες εντολές.
Ώστε: Δεν είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης να ομιλεί για κόλαση και για τιμωρία και να παιδεύει και να σωφρονίζει τους ανθρώπους σαν να είναι αγνώμονες δούλοι, αλλά αντίθετα είναι μεγάλο εγκώμιο και έπαινός του. Γιατί τους ανθρώπους που έπεσαν σε τόση κακία μπόρεσε με την αυστηρότητά του να τους απαλλάξει από την κακία τους και να τους κάνει να υπακούσουν στην Χάρη και να τους οδηγήσει στην φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης. Έτσι λοιπόν και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη οικονομούσε το ένα και το αυτό Πνεύμα, αν και με διάφορο τρόπο. Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος έλεγε: “Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον• Επίστευσα, διο ελάλησα”» (MPG 51,286.287).
Σάς ευχαριστώ που με ακούσατε,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
 
1. Τον λόγο «επίστευσα διο ελάλησα» «άνωθεν και προ πολλών χρόνων ο Δαυίδ ην ειρηκώς, όπερ ο Παύλος παρήγαγε νυν, δηλών ότι του Πνεύματος η χάρις η αυτή και εν εκείνω τότε, και νυν εν ημίν την της πίστεως ερρίζωσε δύναμιν• ωσεί έλεγε, “το αυτό Πνεύμα της πίστεως, το και εν εκείνω λαλήσαν, και εν ημίν ενήργησε”» (MPG 51,282).
2. Λέει επί λέξει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για το πάθημα των αιρετικών αυτών: «Και τούτο δε (το ότι δηλαδή η περικοπή του Αποστόλου φαίνεται ως κατήγορη της Παλαιάς Διαθήκης) της του Πνεύματος εγένετο σοφίας, ώστε τη προχείρω ρήσει δελεασθέντας τους του νόμου κατηγορούντας άκοντας και αγνοούντας δέξασθαι την υπέρ αυτού γεγραμμένην απολογίαν• ίνα αν μεν θελήσωσι προς την αλήθειαν ιδείν, έχωσι την ρήσιν την χειραγωγούσαν αυτούς• αν δε επιμένωσι τη απιστία μηδεμιάς συγγνώμης λοιπόν τύχωσι, και αυτοίς, οίς δοκούσι πιστεύειν, απιστούντες κατά της εαυτών σωτηρίας» (MPG 51,285).
 
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ι.Μ.Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ     www.egolpion.com
4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



  Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
 ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  [1]
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 
   Θεωρώ σημαντική την σημερινή εκδήλωση γιατί θα παρουσιασθή η έκδοση της μετάφρασης των πρώτων πέν­τε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και είναι σημαν­τικό αυτό το γεγονός, αφ’ ενός μεν γιατί είναι μια έκ­δοση που δεν είναι εμπορική και, ενδεχομένως, δεν θα ευρισκόταν άλλος εκδοτικός οίκος που θα έκανε αυτό το έργο, αφ’ ετέρου δε γιατί έτσι μας δίνεται η δυνατό­τητα να δούμε την αξία της Παλαιάς Διαθήκης και την θεολογία της. Αυτό δείχνει και την εκκλησιολογία που διακρίνει την Αποστολική Διακονία, αφού ενδιαφέρεται για την έκδοση τέτοιων σημαντικών, μη εμπορικών εκ­κλησιαστικών κειμένων.
Θα περιορίσω το θέμα μου σε δύο σημεία. Το πρώτον η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης και το δεύτερον η έκ­δοση των πρώτων πέντε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία.
        Η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης έχουν σημαντική θέ­ση μέσα στην Εκκλησία και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία που κάνουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και από την ένταξή τους στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει ιερή ακολουθία στην οποία να μην αναγιγνώσκωνται κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, κυρίως στην ακολουθία τού Εσπερινού και τού Όρθρου. Έπειτα, οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πολλά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από τα γεγονότα που συνέβησαν στην Καινή Διαθήκη. Με άλλα λόγια δεν μελετάμε την Παλαιά Διαθήκη για να κατανοήσουμε στην συνέχεια την Καινή Διαθήκη, αλλά μέσα από την αποκάλυψη του Θεού, που έγινε εν Χριστώ στην Καινή Διαθήκη, μπορούν να ερμηνευθούν πολλά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικά σημεία που δεί­χνουν την θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης.
α) Η ιερά Ιστορία
Όταν ομιλούμε γενικά για ιστορία, εννοούμε τα διά­φορα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στον χρόνο και τον χώρο, και τα οποία καθορίζουν το μέλλον των λαών, των Εθνών και των ανθρώπων στο Ιστορικό επίπεδο και γί­γνεσθαι.
Όμως, πέρα από αυτήν την ιστορία, την οποία καθο­ρίζουν τα διάφορα γεγονότα η οι χαρισματικές προσωπι­κότητες, υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που την καθορίζουν οι Προφήτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που δέχθηκαν την αποκάλυψη τού Θεού και την μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό βίο τού ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για πα­ράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο Λόγο, έλα­βε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του Ιστορικού βίου -κοινή ιστορία- υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον όποιο ο Θεός προετοίμασε τους ανθρώπους για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση τού Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.
Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την ποικιλότροπη αποκάλυψη τού Θεού στους ανθρώπους. «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ, ον έθηκε κληρονόμον πάντων» (Εβρ. α', 1-2). Σε άλλη περίπτωση κάνει λόγο για το ότι ο νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν: «ο νόμος παιδα­γωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ', 24). Η ιερά ιστορία περιλαμβάνει το πως ο Θεός προετοίμαζε τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη να φθάσουν στην μέ­θεξη του ασάρκου Λόγου, και πως προετοίμαζε γενικά τον Ισραηλιτικό λαό, δια των Προφητών, να φθάσουν στην μέθεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου.
Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία της λεγομένης Ιεράς Παραδόσεως, όπως έλεγε στις προφορικές του παραδό­σεις ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η μέθοδος εκείνη δια της όποιας ο άν­θρωπος περνά από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτι­σμό τού νού, δια της νοεράς προσευχής, και στην συνέ­χεια στην θεωρία τού Θεού, που είναι και η θεολογία Όλα τα άλλα είναι η περιφέρεια της παραδόσεως. Οπότε, η μετάδοση της Παραδόσεως από γενιά σε γενιά είναι μετάδοση της μεθόδου, δια της όποιας ο άνθρωπος οδη­γείται στην θέωση, την θεοπτία. Αυτή η μετάδοση της Παραδόσεως γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, στους μεν Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως, στους δε Προ­φήτες της Καινής Διαθήκης εν σαρκί. Αυτό σημαίνει ότι κάθαρση, φωτισμός και θέωση υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.
Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην Παλαιά Δια­θήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να φθάση στην θεωρία τού Λόγου, στην μέ­θεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο νόμος για να γίνη μια νομοθεσία σε ένα έθνος, όπως υπάρχουν νό­μοι και σε όλα τα έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχη ομοιότητες με άλλους νόμους, αλλά όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήση τον λαό από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθή στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθή και η Σκηνή τού Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή πα­ραλλαγή τού άκτιστου Ναού, που είναι ο Ίδιος ο Λόγος.
Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και άκτιστος Νόμος τον όποιον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον με­τέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτι­στος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Άκτιστος Ναός είναι ο Λόγος, γιατί ο Λόγος είναι εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Λόγω. Η Σκηνή τού Μαρτυρίου, που αργότερα περιελήφθηκε στον Ναό τού Σολομώντος, είναι ο κτιστός σχεδιασμός τού άκτιστου Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση τού Χρι­στού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση τού Χρίστου. Έτσι πρέ­πει να ερμηνευθή ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθε- ασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α', 14). Η κτι­στή Σκηνή τού Μαρτυρίου αντικαταστάθηκε από την κτι­στή σκηνή της σαρκός τού Χριστού, την οποία προσέλαβε από την Παναγία, και την ένωσε με την άκτιστη φύση ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως και ασυγχύτως.
Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον λόγο των Προφη­τών, τον νόμο τού Μωϋσέως, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ. δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η Ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον όποιο προετοίμασε ο Θεός την αθρωπότητα να φθάση στην θεωρία της δόξης Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, δηλαδή να περάση από την πνευματική Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, στην εν σαρκί τού Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.
β) Η Παλαιά Διαθήκη έργο της Εκκλησίας
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι έργο της Εκκλησίας και μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται.
Λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, εν Χριστώ Ιησού. Με αυτήν την έν­νοια η Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο άγιος Κλήμης, Επίσκοπος Ρώμης, θα πη ότι η Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν πνευματική, ενώ στην Καινή Διαθήκη εκφράζεται εν τη σαρκί τού Χριστού. Η Εκκλη­σία είναι «άνωθεν πρώτη, προ ηλίου και σελήνης εκτισμένη, πνευματική· πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί τού Χριστού»[2]. Έτσι εξηγείται και ο λόγος του αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου ότι ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε»[3] και τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης ότι ο Χριστός ενώθηκε μαζί της, όπως η κεφαλή με το σώμα της, «σωματοποιήσας την Εκκλησίαν ο Λόγος»[4].
Γίνεται αντιληπτό ότι η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται οι εμφανίσεις τού ασάρκου Λό­γου, ενώ στην Καινή Δαθήκη καταγράφονται οι αποκαλύψεις τού Λόγου εν σαρκί. Είναι χαρακτηριστικό το τρο­πάριο που αναφέρεται στον Χριστό και στις αποκαλύψεις Του: «πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον».
Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις, προ της ενσαρκώσεως, μετά την ενσάρκωση, προ της Αναστάσεως τού Χριστού, μετά την Ανάστασή Του, προ της Αναλήψεως και μετά την Ανάληψή Του. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση τού ανθρώπου και την θεοπνευστία, αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται σε εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και, επομένως, έχει υποστή την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος εί­ναι θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί τού αποκαλυφθέντος Θεού. Δεν στοχάζεται, δεν ομιλεί φανταστικώς, αλλά αποκαλυπτικώς, θεοπνεύστως. Ο Προφήτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρω- μανίδης, κοινωνεί με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοή­ματα και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αποκάλυψη, δηλαδή την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.
Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας την αυγουστίνεια παρά­δοση, ισχυριζόταν ότι τα οράματα των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη ήταν σύμβολα, έξωθεν πραγματικότη­τες, κάτι που γίνονταν και απογίνονταν, και γι’ αυτό οι Προφήτες ήταν κατώτεροι των φιλοσόφων και οι αποκαλύψεις τους «χείρω της ημετέρας νοήσεως». Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο περιφρονούσε και περιφρονεί η δυτική θεολογία την Παλαιά Διαθήκη. Όμως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανήρεσε αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι τα οράματα των Προφητών δεν ήταν σύμβολα και φαντάσματα, κάτι που γίνεται και απογίνεται, αλλά αποκαλύψεις τού ασάρκου Λόγου και ταύτισε τις αποκαλύψεις των Προφητών με τις αποκαλύψεις των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, γι’ αυτό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «τούτο τελειότης εστί σωτή­ριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταύτα φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι’ ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτοϋ»[5].
Έτσι, αποκάλυψη του Θεού υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η διαφορά, όμως, μεταξύ των αποκαλύψεων στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία, σύμφωνα με την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Το πρώτο στην ενσάρκωση, αφού η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον αποκαλυπτόμενο στους Προφήτες Λόγο, ενώ η Καινή Διαθήκη κάνει λόγο για τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Λόγο. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη υπάρ­χει θέωση, που συνδέεται με την αποκάλυψη, αλλά χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που σημαίνει ότι ο Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης έφθανε στην θέωση, ήταν φίλος του Λόγου, χωρίς, όμως, να βλέπη την αν­θρώπινη φύση του Χριστού, την οποία ακόμη ο Χριστός δεν είχε προσλάβει. Άλλωστε, το όνομα Χριστός, δηλώ­νει την χρίση της ανθρωπίνης φύσεως από την Θεότητα, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος δεν ήταν κεχρισμένος. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός ήταν άγγελος Κυρίου, Κύριος της δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Είναι σημαντικό ότι στην Πεντάτευχο γίνεται αναφορά στον Κύριο της δόξης, τον άγγελο Κυ­ρίου, και στην ερμηνεία της που γίνεται από την Σοφία Σολομώντος, αυτός ο άγγελος της δόξης χαρακτηρίζεται ως «Σοφία του Θεού». Πρόκειται περί του Λόγου του Θεού, τον όποιο αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και περί της Σοφίας τού Θεού για την οποία κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος.
Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη η μέθεξη της δόξης τού Θεού είναι προσωρινή και γι’ αυτό οι θεούμενοι πέθαιναν σωματικά και κατέ­βαιναν στον Άδη, ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν κατά μόνιμο τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριά- δος, διότι μετέχουν της θεωθείσης σάρκας του Χριστού, και διότι καταργήθηκε ο θάνατος. Ο Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη μετέχει του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Και­νή Διαθήκη μετέχει τού σεσαρκωμένου Λόγου, μέσω της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού.
Πέρα από αυτά πρέπει να κατανοηθή ο λόγος τού Χριστού στους Αποστόλους ότι θα τους αποστείλη το Άγιον Πνεύμα που θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ', 13). Πρέπει να αναλυθή αυτή η υπόσχεση τού Χριστού, διότι μπορεί να εκληφθή ότι στην Παλαιά Δια­θήκη δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δήθεν οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι φάσματα της αληθείας, και ότι δήθεν ο άνθρωπος ανεβαίνει προοδευτικά στην αλήθεια, περνώντας από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μέθεξη τού ασάρκου Λόγου δια της θεώσεως του Προφήτου, έστω και κατά προσωρινό τρόπο. Και αυτό φαίνεται από το ότι οι Πα­τέρες της Εκκλησίας, για να ομιλήσουν για τον Τρια­δικό Θεό και την Θεοφάνειά Του, ανέφεραν χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και τα ερμήνευσαν ως πραγματικές Θεοφάνειες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα ο Μ. Αθανάσιος, στα έργα τους, αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς που ισχυρίζονταν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει θεοπτία, αλλά οσάκις οι Προφήτες έβλεπαν τον Θεό, έβλεπαν τον κτιστό Λόγο, Τον έβλεπαν δια τού κτίσματος που ήταν ένα σύμβολο και δεν ήταν άκτιστο, αντέδρασαν λέγοντες ότι ο Λόγος που αποκαλυπτόταν στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μεγάλης Βου­λής Άγγελος ήταν ο άκτιστος Λόγος. Οπότε, η συζήτηση μεταξύ αρειανών και Πατέρων της Εκκλησίας ήταν, εάν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη στους Προφήτες, ήταν κτιστός ή άκτιστος. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ήταν κτιστός και αυτός ο κτιστός λόγος σαρκώθηκε, ενώ οι Πατέρες της Εκκλη­σίας υποστήριζαν ότι ο Λόγος που εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν άκτιστος Λόγος. Οπότε, στην πραγματι­κότητα η διαμάχη ήταν για την θεοπτία, αν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ο Λόγος, είναι ομοούσιος με τον Πα­τέρα ή ανόμοιος με Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες έφθασαν στην θεωρία τού Θεού Λόγου και γνώρισαν ότι ο Κύριος της δόξης έχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα και γι’ αυτό είναι ομοούσιος με Αυτόν, ενώ οι αρειανοί δεν είχαν αυτήν την θεοπτική εμπειρία και κατέληξαν στην αίρεση. Επομένως, προηγείται η θεωρία και ακολουθεί η έκφρασή της με τον όρο ομοούσιος, που είναι το ρητό. Αυτό σημαίνει ότι, το ομοούσιος είναι το νέο που εμφα­νίζεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας όρος που εκφράζει την εμπειρία της άκτιστου δόξης, που έβλεπαν και βλέπουν οι θεόπτες, και βεβαίως κατ’ επέ­κταση σημαίνει ότι το ομοούσιος δεν κατανοείται φιλοσοφικώς, αλλά εμπειρικώς. Όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, σημαίνει ότι είναι άκτιστος και αυτό βεβαιώνεται από την εμπειρία της άκτιστου δό­ξης του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Αθανάσιος προκειμένου να αντιμετωπίση τα επιχειρήματα τού Αρείου αντλούσε επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες, ήτοι από την Παλαιά και την Καινή.
Έτσι, όταν ο Χριστός υποσχόταν στους Αποστόλους ότι το Άγιον Πνεύμα θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» δεν εννοούσε ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ψεύδος ή μερική αλήθεια, αλλά αναφερόταν στην διαφοροποίηση της Εκκλησίας, αφού στην Παλαιά Δια­θήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, υπήρχε μέθεξη με τον άσαρκο Λόγο, χωρίς ανθρώπινη σάρκα, ενώ στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μέθεξη με τον Χριστό στην τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης που είδε τον Θεό έγινε ναός του, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι κατοικητήριο της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς» σε κάθε Προφήτη, χωρίς να τεμαχίζεται, και στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή, όπως ομολογείται στην θεία Λει­τουργία «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής έχουμε την άλλη διάσταση της Εκκλη­σίας, την σωματική -είναι Σώμα του Χριστού- και αυτό δηλώνει ο λόγος τού Χριστού ότι το Άγιον Πνεύμα θα αποκαλύψη την πάσαν αλήθειαν την ημέρα της Πεντη­κοστής. Αυτή είναι η υπερτάτη αλήθεια και πέρα από αυτήν την αλήθεια της Εκκλησίας, ως Σώματος τού Χρι­στού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης σαρκός τού Χριστού και υπερβαίνει τον θάνατο, δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.
γ) Η ερμηνεία υπό των θεουμένων
Γίνεται φανερό από όσα μέχρι τώρα ελέχθησαν ότι η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να ερμηνευθή με τα κριτήρια της εθνικής Ιστορίας ενός λαού, αλλά παράλληλα μπορεί να ερμηνευθή και με τα κριτήρια της ιεράς ιστορίας, ότι, δηλαδή, περιγράφει την προετοιμασία της ανθρωπότητας από τον άσαρκο Λόγο για να ενανθρωπήση για την σω­τηρία τού ανθρώπου και την δημιουργία της Εκκλησίας ως τού ενδόξου Σώματός Του. Αυτήν την δεύτερη ερμηνεία συναντάμε στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκ­κλησίας, των Προφητών της Καινής Διαθήκης.
Οι Πατέρες είναι θεούμενοι, έφθασαν στην μέθεξη της άκτιστου δόξης τού Θεού εν τη σαρκί τού Χριστού και απέκτησαν την ίδια εμπειρία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να την ερμηνεύσουν με κτιστά ρήματα και νοήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται μέσα από την θεωρία των αγίων της Και­νής Διαθήκης. Οι άγιοι αποκρυπτογραφούν την προνοη­τική ενέργεια τού Θεού μέσα στην κτίση και την ιστορία. Άλλωστε, μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν μερικοί φυσικοί νόμοι που την διευθύνουν απρόσωπα και μηχανικά, αλλά ενεργεί σε αυτήν η άκτιστη συντηρητική και προνοητική ενέργεια τού Θεού. Όσοι βρίσκονται σε κατάσταση φω­τισμού και θεώσεως, είναι σε θέση να βλέπουν αυτούς τους πνευματικούς λόγους, τους λόγους των όντων, να τους κατανοούν και να τους ερμηνεύουν.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα από την ερμηνευτική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας που πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Θα καταγραφούν, όμως, μερικά ενδει­κτικά.
Η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου φανερώνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ότι όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν την ιερά ιστορία, που δεί­χνει το πως ο Θεός προετοίμασε τον λαό για την έλευση τού Χριστού. Στην Επιστολή αυτή φαίνεται η δόξα τού άκτιστου, ασάρκου και σεσαρκωμένου Λόγου, η ανωτερότητά Του από τους κτιστούς αγγέλους, από τον Μωϋσή και τον Ααρών, η ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού από την Ιουδαϊκή ιερωσύνη, η σχέση και η δια­φορά μεταξύ της σκηνής και της λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης με τον λαό και την λατρεία της Καινής Διαθή­κης, η πίστη των δικαίων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που είναι πίστη εκ θεωρίας, η είσοδός μας στην κατάπαυση τού Θεού, που είναι ο Ιερός ησυχασμός, η πα­ρότρυνση να προχωρήσουμε στην θεωρία του Θεού, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, και η προτροπή να υπακούσουμε στους ηγουμένους που αποστέλλει ο Θεός, όπως απέστειλε τους ηγουμένους - Προφήτες στον ιου­δαϊκό λαό. Είναι φανερό ότι η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου δείχνει πως ερμηνεύεται Χριστο- λογικά και αγιοπνευματικά η Παλαιά Διαθήκη και πως υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Και­νής Διαθήκης, με την ουσιαστική διαφορά ότι στην Και­νή Διαθήκη υπάρχει η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση τού Λόγου, ως η πραγματική σκηνή τού Θεού στην ιστορία.
Ο αγνός Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πέρα από τις ερμη­νευτικές αναλύσεις σε διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, έχει ασχοληθή σε δύο ομιλίες του με την ασάφεια των προφητειών στην εποχή που ελέχθησαν, καθώς επίσης και με την σύνοψη της Παλαιάς και Καινής Δια­θήκης «ως εν τάξει υπομνηστικού», όπου ανευρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από το «πνεύμα» της Καινής Δια­θήκης.
Κάπου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τρία μέ­ρη: «το ιστορικόν», «το συμβουλευτικόν» και «το προφη­τικόν». Όμως, στην πραγματικότητα, όπως γράφει, ο χωρισμός αυτός είναι εξωτερικός, γιατί υπάρχει μια σχέ­ση μεταξύ τους, αφού «εν ταίς ιστορίαις εύροι τις αν προφητείαν και των προφητών ακούσειεν αν πολλά ιστο­ρικά διαλεγομένων. Και το της συμβουλής δε είδος και το της παραινέσεως, εν εκατέρω τούτων, εν τε τη προφη­τεία, εν τε τη ιστορία». Και τα τρία αυτά είδη -η ιστορία, η συμβολή και η προφητεία- αποβλέπουν σε ένα, «την των ακουόντων διόρθωσιν»[6]. Αλλού γράφει ότι η Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή - Νέα, από τον χρόνο και την φύση των γεγονότων που συνέβησαν, γιατί όλα ανακαινίσθηκαν και έτσι είναι «καινά τα μυστήρια». Όμως, ο «σκοπός εκατέρωθεν των διαθηκών εις, των ανθρώπων η διόρθωσις»[7].
Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ομοιάζουν με αινίγματα, γι’ αυτό και τα βιβλία είναι δυσνόητα, ενώ η Καινή Διαθήκη ομιλεί «σαφέστερα και ευκολότερα». Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο ένας στο ότι έπρεπε να πραγμα­τοποιηθούν τα γεγονότα και να ενανθρωπήση ο Χριστός για να γίνουν σαφέστερα, και ο δεύτερος γιατί τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εγράφησαν σε άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και εμείς την διαβάζουμε στην δική μας γλώσ­σα, και είναι γνωστόν ότι «όταν γλώττα ερμηνευθή εις ετέραν γλώτταν, πολλήν έχει την δυσκολίαν»[8].
Ερμηνεύοντας, όμως, σε άλλα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την Παλαιά Διαθήκη βλέπει αυτήν την ιερά ιστορία και παρατηρεί ότι στους δικαίους και τους προπάτορες, που είναι πατέρες μας, ήτοι προ­πάτορες των Πατέρων μας, ενεργεί η καθαρτική, φωτι­στική και θεοποιός ενέργεια τού Θεού. Για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τους πρωτοπλάστους, πριν την πτώση, περιγράφει την αγγελική ζωή που ζούσαν, και το προφη­τικό χάρισμα που είχε ο Αδάμ, αφού είδε, μετά που ξύ­πνησε από την έκσταση και την ύπνωση, το πως δημιουργήθηκε η Εύα, αλλά και τα άλλα που θα ακολουθούσαν μετά την πτώση. Επίσης, αναλύοντας την ζωή της προφήτιδος Άννης, της μητρός τού Προφήτου Σαμουήλ, γρά­φει ότι είχε νοερά προσευχή, που φανερώνει ότι είχε φθάσει στον φωτισμό τού νού.
Ακόμη, πρέπει να αναφερθή ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, αναφέρει ως πρότυπο τελειότητος τον Προφήτη Μωϋσή, που έφθασε στην θεωρία του Θεού και είδε τον άκτιστο Λόγο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναλύη τους ψαλμούς τού Δαυίδ, ερμηνεύει διάφορα γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τους Μακκαβαίους, και τα θέτει υποδείγματα στους Χριστιανούς της εποχής του. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες πράγμα που δείχνει ότι έβλεπαν την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ότι και στις δύο Διαθήκες διασώζεται η ίδια παράδοση που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και τον αγιασμό.
 
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ 
Από το βιβλίο:
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
«Θεολογία γεγονότων», Ήγουν η σχέση μεταξύ θεολογίας και ιστορίας, αποκαλύψεως και εμπειρίας
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ.73-88
Η παρούσα έκδοση προσφέρεται από τον συγγραφέα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)
Συγγραφέας και ©: Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Έκδοση Α' 2013 Εκδόσεις: Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου 321 00 ΛΕΒΑΔΕΙΑ, Τ.Θ. 107 Τηλ.: 22610 35135, 6944 504297 πρωινές ώρες Fax: 22610 39201 http://www.pelagia.org.gr e-mail: pelagia@pelagia.org.gr ISBN 978-960-7070-82-1
 
[1] Ομιλία πού έγινε κατά την παρουσίαση τής εκδόσεως τής ερμηνείας τής Πεντατεύχου του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίου, την οποία διοργάνωσε η Αποστολική Διακονία, στην Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα, στις 14-1-2008
[2]  Ιωάννου Καρμίρη, Δογματική, τμήμα Ε', Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 31
[3] PG, 52, 429. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. άνωτ. σελ. 75
[4] PG, 44, 929. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. ανωτ.
[5] Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 342
[6] Ιω. Χρυσοστόμου, Έργα, τόμ. 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 394
[7] Ενθ. άνωτ. σελ. 388
[8] Ένθ. άνωτ. σελ. 316 καί 342
 

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com