Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

π. Ανδρέας Κονάνος - Μελέτη Αγίας Γραφής


H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ



 
H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ιερεμίας Φούντας
Μητροπολίτης Ι. Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Ομιλία στον Ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας την Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Αγαπητοί μου ακροατές,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Επειδή οι εκπομπές μου αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη, γι αυτό και στην σημερινή μου εκπομπή θα παρουσιάσω μία σχετική ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
1. Ο ιερός πατέρας άρχισε σε προηγούμενη ομιλία του να ερμηνεύει τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» (Β/ Κορ. 4,13). Στην ομιλία του εκείνη ο Χρυσόστομος ομίλησε για την πίστη και είπε ότι υπάρχουν δύο είδη πίστεως. Είναι πρώτον η «ποιητική των σημείων», η θαυματουργική. Είνια αυτή για την οποία είπε ο Χριστός «εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι και μεταβήσεται» (Ματθ. 17,20). Και είναι έπειτα η πίστη «η την γνώσιν εμποιούσα ημίν, καθήν πάντες εσμέν πιστοί». Είναι δηλαδή η αποδοχή των δογμάτων της Εκκλησίας μας και η συνεχής μαθητεία μας σ αυτά, βάσει των οποίων πρέπει να ρυθμίζουμε την ζωή μας. Η πίστη για την οποία ομιλεί ο Παύλος στο μνημονευθέν χωρίο, λέγει ο Χρυσόστομος, είναι του δευτέρου είδους, αυτή η της «γνώσεως», η «την γνώσιν εμποιούσα», όπως το είπε προηγουμένως. Είναι η ίδια για την οποία λέγει στους Ρωμαίους ότι «ευχαριστώ τω Θεώ μου... ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τω κόσμω» (1,8). Είναι η ίδια πάλι πίστη για την οποία ο ίδιος Απόστολος γράφει προς τους Θεσσαλονικείς χριστιανούς λέγοντας: «Εν παντί τόπω η πίστις υμών η προς τον Θεόν εξελήλυθε» (Α/ Θεσ. 1,8).
2. Αλλά ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο απόστολος Παύλος στον λόγο του «έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» θέλει να επιδείξει πολλή την συγγένεια της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Γι αυτό και λέγει «έχοντες το αυτό πνεύμα της πίστεως». Το ίδιο πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Τον λόγο που μνημονεύει ο απόστολος Παύλος «επίστευσα διο ελάλησα», τον είπε παλαιά ο Δαυίδ, στην Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμ. 115,1). Αλλά τον ίδιο λόγο τον λέγει τώρα και ο Απόστολος στην Καινή Διαθήκη• λέγει: «Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν». Άρα το αυτό πνεύμα της πίστεως και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.1 Υπάρχει λοιπόν πολλή συγγένεια και πολλή ενότητα των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
3. Που είναι λοιπόν τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, εκείνοι που κατηγορούν την Παλαιά Διαθήκη και διασπούν το σώμα της Αγίας Γραφής, αυτοί που λένε άλλον Θεόν της Παλαιάς και άλλον της Καινής; Ας ακούσουν τον παραπάνω λόγο του αποστόλου Παύλου που λέγει καθαρά ότι είναι το ίδιο Πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Αλλά και τα ονόματα των Διαθηκών, Παλαιά και Καινή, δείχνουν και αυτά πολλή την συγγένεια μεταξύ τους. Γιατί η Καινή λέγεται έτσι, επειδή προϋποθέτει την Παλαιά. Και η Παλαιά πάλι ονομάζεται έτσι, επειδή εδόθη η Καινή. «Η γαρ Καινή δια την Παλαιάν είρηται και η Παλαιά δια την Καινήν» (MPG 51,282). Και αν οι Διαθήκες δεν είναι του ίδιου Δεσπότου, του Χριστού, ούτε η Καινή μπορεί να λέγεται Καινή, αλλά ούτε και η Παλαιά μπορεί να λέγεται έτσι. Ώστε, καταλήγει συμπεραίνοντας ο Χρυσόστομος: «Η διαφορά των ονομάτων Παλαιά και Καινή δείχνει την μεταξύ τους συγγένεια. Η δε κατά το όνομα αυτή διαφορά (Παλαιά και Καινή) δεν είναι διαφορά στην ουσία, αλλά είναι διαφορά των εποχών που δόθηκαν αυτές. Γιατί το καινό με το παλαιό σ αυτό μόνο διαφέρει (στον χρόνο που δόθηκε το καθένα). Η εναλλαγή δε των χρόνων ούτε διαφορά του Δεσπότου που τις έδωσε δηλώνει ούτε υποτίμηση σημαίνει. Και ότι αυτό είναι αλήθεια φαίνεται από αυτό που είπε ο Χριστός: “Κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε την βασιλεία του Θεού είναι όμοιος με έναν οικοδεσπότη που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούργιους και παλαιούς θησαυρούς” (Ματθ.13,52). Βλέπεις – λέγει ο Χρυσόστομος – ότι διάφορα είναι τα κτήματα (αυτά που λέει “θησαυρούς” εδώ), αλλά ένας είναι ο οικοδεσπότης; Όπως λοιπόν αυτός ο ένας οικοδεσπότης μπορεί να βγάζει καινά και παλαιά, αυτό μπορεί να λεχθεί για τον Ένα Θεό της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και μάλιστα, αυτό προπαντός αποδεικνύει τον πλούτο και την περιουσία του Θεού: Το ότι δεν έχει μόνο “καινή”, αλλά έχει και “παλαιά” περιουσία» (MPG 51,282).
4. Ώστε η διαφορά των δύο Διαθηκών είναι στο όνομα μόνο και όχι στο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει «μάχη» και «εναντίωσις» των δύο Διαθηκών. Γιατί το «παλαιόν» γίνεται «παλαιόν» από το υπάρχον «καινόν». Αλλά αυτό δεν είναι ούτε μάχη ούτε εναντίωση, αλλά διαφορά στο όνομα μόνο. Αλλά προχωρεί την σκέψη του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και λέγει τα εξής ωραία παρακάτω: «Εγώ – λέγει – θα πω και αυτό το υπερβολικό: Και αν ακόμη ήταν ενάντιοι οι νόμοι της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη, και τότε ακόμη θα υπεστήριζα ότι δεν έπρεπε από αυτό να συμπεράνουμε ότι είναι άλλος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και άλλος ο Θεός της Καινής. Γιατί: Αν κατά τον ίδιο καιρό και στους ίδιους ανθρώπους, που καταγίνονται με τα ίδια πράγματα, διέταζε ο Θεός ενάντιους νόμους, θα είχε κάποιο επιχείρημα αυτό το “σόφισμα” (το ότι δηλαδή πρόκειται περί διαφορετικού Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη). Αφού όμως άλλοι μεν νόμοι εγράφησαν στην Παλαιά Διαθήκη, άλλοι δε στην Καινή, και σε άλλο χρόνο οι μεν σε άλλο χρόνο οι δε, και δόθηκαν σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση οι μεν από τους δε, τότε για ποιο λόγο από την διαφορά των νόμων είναι ανάγκη να συμπεράνουμε δύο νομοθέτες; Εγώ δεν βλέπω κανένα λόγο. Εάν όμως αυτοί που λέγουν αυτά έχουν να μας πουν κανένα λόγο, ας τον πουν. Αλλά δεν έχουν! Και μάλιστα και ο γιατρός πολλές φορές κάνει πολλά αντίθετα πράγματα. Δεν τα κάνει όμως αυτά κινούμενος από αντίθετη γνώμη, αλλά από μία και σύμφωνη. Γιατί πολλές φορές ο γιατρός άλλοτε καυτηριάζει την πληγή και άλλοτε όχι• άλλοτε εγχειρίζει και άλλοτε δεν εγχειρίζει. Και μάλιστα αυτό το κάνει πολλές φορές στο ίδιο σώμα. Άλλοτε προσφέρει πικρά φάρμακα και άλλοτε γλυκά. Αυτά δε που κάνει φαίνονται αντίθετα. Η επιθυμία του όμως, για την οποία τα κάνει αυτά, είναι μία και η αυτή, γιατί αποβλέπει στον ίδιο σκοπό: Στην υγεία του αρρώστου».
Και συμπεραίνει ο άγιος Πατέρας: «Πως δεν είναι περίεργο τον μεν ιατρό που κάνει πολλά αντίθετα και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο να μην τον κατηγορούμε, τον δε Θεό να κατηγορούμε, επειδή σε διαφορετικούς καιρούς και σε διαφορετικούς ανθρώπους έδωσε διαφορετικές εντολές;» (MPG 51,283). Και μάλιστα να συμπεραίνουμε από αυτό όχι απλώς την αίρεση, αλλά την ανοησία, ότι έχουμε δυο Θεούς, έναν της Παλαιάς και έναν της Καινής;
5. Και ενάντιοι λοιπόν να είναι οι νόμοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, κατά τα παραπάνω που μας είπε ο άγιος Χρυσόστομος, δεν έπρεπε να μιλάμε περί διαφόρων Θεών των δύο Διαθηκών. Δεν είναι όμως ενάντιοι, αλλά είναι απλώς διάφοροι. Και θα το αποδείξει τώρα αυτό ο σοφός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, ο ιερός Χρυσόστομος. Ως παράδειγμα παίρνει τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης «ου φονεύσεις». Αυτός είναι παλαιός νόμος. «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις», είπε ο Κύριος (Ματθ. 5,21). Ας δούμε όμως τώρα και τον νόμο της Καινής. Ο Κύριος είπε: «Εγώ δε λέγω υμίν, πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται εν τη κρίσει» (Ματθ. 5,22). Είναι πραγματικά αντίθετα αυτά τα δύο προστάγματα; Ποιος άνθρωπος λογικός μπορεί να πει τέτοιο πράγμα; Αν ο παλαιός νόμος έλεγε «να μην φονεύουμε», ο δε νέος νόμος, η Καινή Διαθήκη, έλεγε «να φονεύουμε», πραγματικά αυτό θα ήταν διαφωνία και αντινομία. Αν όμως η Παλαιά Διαθήκη λέει να μη φονεύουμε, η δε Καινή Διαθήκη λέει όχι να μην φονεύουμε απλά, αλλά να μην οργιζόμαστε, αυτό δεν είναι εναντίωση, αλλά επίταση του προηγούμενου νόμου. Γιατί ο προηγούμενος νόμος θέλει να κόψει τον καρπό της κακίας, δηλαδή τον φόνο• ο δε νόμος του Χριστού, η Καινή Διαθήκη, θέλει να κόψει και την ρίζα του φόνου, δηλαδή την οργή. Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να ανακόψει το ρεύμα της πονηρίας, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να ξηράνει και την πηγή της. Πραγματικά, πηγή και ρίζα του φόνου είναι ο θυμός και η οργή.
Ποια λοιπόν αντίθεση υπάρχει μεταξύ του ότι η μεν Παλαιά Διαθήκη να θέλει να ανακόψει το αποτέλεσμα της αμαρτίας, η δε Καινή Διαθήκη να θέλει να αποκόψει και την αρχή της αμαρτίας; Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να καθαρίσει τα χέρια από το αίμα, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να απαλλάξει και την διάνοια και την καρδιά από τις εχθρικές διαθέσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δύο Διαθήκες συμφωνούν και δεν μάχονται η μία με την άλλη, όπως θέλουν να μας το παρουσιάσουν οι εχθροί της αληθείας.
Όποιος ομιλεί για διαφορετικό Θεό της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αυτός κατηγορεί τον Θεό της Καινής Διαθήκης, ενώ θέλει να τον εξυψώσει. Και να πως τον κατηγορεί: Η τροφή της Παλαιάς Διαθήκης είναι γάλα, γιατί παιδαγωγεί προς την μεγάλη αλήθεια της Καινής Διαθήκης. Η τροφή δε της Καινής Διαθήκης είναι στερεά. Αν όμως πούμε ότι άλλος είναι ο Θεός της Καινής Διαθήκης από τον Θεό της Παλαιάς, τότε σημαίνει ότι ο Θεός αυτός της Καινής έδωσε κατ ευθείαν την «στερεά» τροφή, έδωσε δηλαδή κατ ευθείαν την πλήρη Αποκάλυψη, χωρίς να προετοιμάσει τον λαό Του, για να δεχθεί την Αποκάλυψη αυτή. Δηλαδή, όπως το λέγει ακριβώς ο Χρυσόστομος, ο Θεός «προ του θρέψαι γάλακτι και την δια του νόμου παιδαγωγίαν επί την στερεάν ημάς ήγαγε τροφήν». Αλλά κανένας λογικός άνθρωπος «πριν η θρέψαι γάλακτι, προς την στερεάν άγει τροφήν» (MPG 51,284). Αυτό το άλογο κατηγορούν στον Θεό, κατά τον Χρυσόστομο, όσοι δέχονται διαφορά Θεών στις δύο Διαθήκες. Αλλά και το άλλο: Ο νόμος του Χριστού στην Καινή Διαθήκη δόθηκε προς τα τελευταία έτη. Και βέβαια εμείς πιστεύουμε ότι για την Αποκάλυψη αυτή της Καινής Διαθήκης ο Θεός προετοίμασε την ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη. Αν όμως πούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δόθηκε από τον Θεό, αλλά από κάποιο άλλο θεό, τότε κατηγορούμε τον αληθινό Θεό με την μεγάλη πραγματικά κατηγορία ότι άφησε για τόσα χρόνια, για πέντε χιλιάδες χρόνια, άφησε χωρίς καμμιά φροντίδα την ανθρωπότητα, όντας αδιάφορος γι αυτήν. Και τρόπον τινά ο Θεός... (!) μετενόησε από την αδιαφορία του αυτή και άρχισε μετά από πέντε χιλιάδες χρόνια να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους και τότε έδωσε τον νόμο Του με την Καινή Διαθήκη. Πραγματικά αυτήν την κατηγορία δίνουμε στον Θεό, αν πούμε ότι δεν είναι Αυτός που μίλησε στην ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη πρώτα. Αλλά μια τέτοια κατηγορία δεν αρμόζει ούτε και σε ένα ανάξιο άνθρωπο (βλ. Χρυσοστόμου, MPG 51,284).
6. Ας σκεφθούμε λοιπόν, μας λέγει ο Χρυσόστομος, σε πόσες κατηγορίες και βλασφημίες υποβάλλουν τον Θεό εκείνοι που μιλάνε για άλλο Θεό της Παλαιάς και άλλο Θεό της Καινής Διαθήκης. Όλες αυτές οι κατηγορίες διαλύονται αν δεχθούμε και πιστέψουμε ότι ένας είναι ο νομοθέτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ένας είναι ο Θεός και των δύο Διαθηκών. Και για να αποδείξει ο Χρυσόστομος την αλήθεια αυτή περισσότερο και για να «απορράψει», όπως λέγει, τα στόματα των βλασφήμων και των αιρετικών, φέρει μαρτυρία από αυτήν την Παλαιά Διαθήκη, από τον προφήτη Ιερεμία, τον από την κοιλιά της μάνας του αγιασμένο. Ο προφήτης Ιερεμίας παρουσιάζει τον Θεό να λέγει: «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών» (38,31). Από τον λόγο δε αυτόν φαίνεται καθαρά ότι Αυτός που σύναψε την Παλαιά Διαθήκη, ο Ίδιος πάλι σύναψε και την Νέα Διαθήκη. Ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών, και της Παλαιάς και της Καινής. Γνωρίζουμε δε ότι την Καινή Διαθήκη την σύναψε ο Χριστός με το Αίμα Του. Αυτός είναι ο νομοθέτης της Καινής, γι αυτό και λέγει στην επί του Όρους Ομιλία Του «εγώ δε λέγω υμίν» (Ματθ. 5,22.28.32). Άρα, Αυτός πάλι σύναψε και την Παλαιά Διαθήκη.
Ο παραπάνω αυτός λόγος του Θεού στον προφήτη Ιερεμία «διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών», αυτός ο λόγος αποδεικνύει πάλι και την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού, γιατί «ει προ του τόκου της Μαρίας ουκ ην, ουδέ υπήρχε πριν η φανήναι εν σαρκί, πως ενομοθέτει ο μη ων; Πως δε έλεγε, “διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών”; Πως διέθετο τοις πατράσιν αυτών μη υπάρχων, μηδέ ων, κατά τον εκείνων λόγον;» (MPG 51,284). Ναι, ο λόγος αυτός του προφήτου Ιερεμίου αποδεικνύει, ξαναλέγουμε, την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού. Γι αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος τον χρησιμοποιεί στον πόλεμό του εναντίον του Παύλου του Σαμοσατέως, που ηρνείτο την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού.
Με την ευκαιρία του λόγου ελέγχει ο ιερός Πατέρας και τους Μανιχαίους, οι οποίοι απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη. Τους ελέγχει δε από την Καινή Διαθήκη, αφού αυτοί δεν παραδέχονται την Παλαιά. Και τους ελέγχει με το εξής επιχείρημα: Είναι γνωστόν ότι η Καινή Διαθήκη έχει χωρία και περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι οι μαρτυρίες των Προφητών περί του Μεσσίου και στις οποίες ανταποκρίνεται πλήρως η ζωή του Ιησού Χριστού. Αν όμως αφαιρέσουμε τις περικοπές και τα χωρία αυτά των Προφητών από την Καινή Διαθήκη, αυτά που απομένουν σ αυτή δεν μπορούν να σταθούν και να αποτελέσουν αρμονία• «τα γαρ αποκοπέντα μέλη κράζει και βοά, την προς τα οικεία μέλη συμφωνίαν επιζητούντα» (MPG 51,285).
7. Με καθηγητή λοιπόν τον μεγάλο ερμηνευτή της Εκκλησίας μας, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, θα αποδείξουμε, αγαπητοί μου ακροατές, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό θα το αποδείξει από τον απόστολο Παύλο, από μία του περικοπή της προς Γαλάτας επιστολής του. Στην περικοπή αυτή, λέγει ο άγιος Πατέρας, σαν να φαίνεται ότι κατηγορείται η Παλαιά Διαθήκη. Και αυτό βέβαια είναι ενθαρρυντικό στους αιρετικούς, τους κατηγορούντες και διαγράφοντες την Παλαιά Διαθήκη. Και πραγματικά η διατύπωση της περικοπής του Αποστόλου είναι τέτοια, ώστε εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η περικοπή αυτή είναι εναντίον της Παλαιάς. Αν όμως εμβαθύνει κανείς ορθά στην περικοπή, θα διαπιστώσει το αντίθετο, ότι αυτή είναι υπέρ της Παλαιάς Διαθήκης. Σ’ αυτό ο Χρυσόστομος βλέπει ένα τέχνασμα της σοφίας του Θεού, ώστε από την ασαφή έκφραση να την «πάθουν» οι κατήγοροι της Παλαιάς Διαθήκης και να την «πατήσουν», όπως λέμε. Γιατί, αρπάζοντες οι αιρετικοί αυτήν την περικοπή, που φαίνεται τάχα ως περικοπή αντίθετη της Παλαιάς Διαθήκης, την δέχονται με χαρά, την εκλαμβάνουν ότι συνηγορεί μ αυτούς και την «παθαίνουν», γιατί το νόημα της περικοπής είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι αυτοί νομίζουν. Και από την περικοπή λοιπόν του αποστόλου Παύλου, που προτίμησαν αυτοί να έχουν υπέρ αυτών, έχουν, από αυτήν ακριβώς την περικοπή, την καταδίκη της πλάνης τους.2
Σε πολλά σημεία της η Καινή Διαθήκη μιλάει για ένα νομοθέτη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αλλά ο απόστολος Παύλος θα βγάλει την αλήθεια αυτή από αυτήν ακριβώς την περικοπή την οποία επικαλούνται οι Μανιχαίοι και την διασώζουν μάλιστα στην δική τους Γραφή που χρησιμοποιούν. Και αυτή η περικοπή είναι από την προς Γαλάτας επιστολή (4,21-22): «Λέγετέ μοι οι υπό νόμον θέλοντες είναι• τον νόμον ουκ ακούετε; Γέγραπται γαρ ότι Αβραάμ δύο υιούς έσχεν. Ένα εκ της παιδίσκης και ένα εκ της ελευθέρας». Οι αιρετικοί Μανιχαίοι, όταν διάβασαν στο χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου για «υιόν της παιδίσκης», πήδησαν από χαρά («απεπήδησαν»)• γιατί νόμισαν ότι το «παιδίσκης» είναι κατηγορία του νόμου. Αλλά θα αποδείξουμε τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Για τα αναφερόμενα στην περικοπή λέγει ο απόστολος ότι είναι «αλληγορούμενα» (Γαλ. 4,24). Και ερωτά ο Χρυσόστομος: Τι σημαίνει το «αλληγορούμενα»; Σημαίνει ότι, όσα συμβαίνουν στην Παλαιά Διαθήκη είναι «τύποι» «των εν τη Χάριτι γενομένων», αυτών δηλαδή που έγιναν στην Καινή Διαθήκη. Και το εξηγεί: Οι δύο γυναίκες είναι τύποι των δύο Διαθηκών. Και αυτό βέβαια δεικνύει την συγγένεια της Καινής με την Παλαιά Διαθήκη. Γιατί ο τύπος δεν είναι ενάντιος με την αλήθεια, αλλά συγγενής. Έτσι λοιπόν, εάν ήταν ενάντιος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης προς τον Θεό της Καινής Διαθήκης, δεν θα ήταν δυνατόν, δια των δύο γυναικών του Αβραάμ, να προδιατυπώσει την υπεροχή της Καινής Διαθήκης. Αλλά πιθανόν να πουν οι αντίθετοι ότι ο Παύλος έκανε κατάχρηση του τύπου από συγκατάβαση στην ασθένεια των Ιουδαίων. Αν όμως γινόταν αυτό, θα έπρεπε ο Απόστολος να κάνει συγκατάβαση και στην ασθένεια των εθνικών (των εξ εθνών χριστιανών) και να ευρίσκει τύπους και από την ελληνική μυθολογία («εχρήν και Έλλησι κηρύττοντα τύπους Ελληνικούς εισάγειν, και ιστορίας μεμνήσθαι των παρ Έλλησι γεγενημένων πραγμάτων»). Αυτό όμως δεν το έκανε, γιατί τα ελληνικά μυθολογήματα δεν έχουν κανένα κοινό προς την αλήθεια. Τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης τα αλληγορεί μόνο με τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, ακριβώς γιατί «πολλήν συγγένειαν έχει τα παλαιά προς την Καινήν Διαθήκην» (MPG 51,285.286).
8. Από την παραπάνω περικοπή του αποστόλου Παύλου περί του Αβραάμ και των δύο υιών του, έναν εκ της παιδίσκης και έναν εκ της ελευθέρας, ο ιερός Χρυσόστομος συμπέρανε την συμφωνία των δύο Διαθηκών. Τώρα όμως ο ερμηνευτής Πατήρ από την ίδια περικοπή θα αποδείξει και το επίμαχο θέμα, ότι δηλαδή ένας είναι ο νομοθέτης των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και η απόδειξη αυτή είναι πολύ απλή. Και οι δύο γυναίκες του Αβραάμ είχαν έναν άνδρα. Και αφού αυτό είναι τύπος των γενομένων στην Καινή Διαθήκη, λέγουμε ότι και οι δύο Διαθήκες, η Παλαιά και η Καινή, έχουν ένα νομοθέτη. Γιατί, αν άλλος ήταν ο νομοθέτης της Καινής και άλλος ο νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης, «περιττώς την ιστορίαν εισήγαγεν» ο απόστολος Παύλος, λέγει ο Χρυσόστομος. Δεν ήταν άλλος ο άνδρας της Σάρρας και άλλος ο άνδρας της Άγαρ, αλλά ο ένας και ο αυτός.
Ώστε, συμπεραίνει ο Χρυσόστομος λέγοντας: «Όταν λέγει ο απόστολος Παύλος, “αύται γαρ εισι δύο διαθήκαι”, δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά ότι αυτές οι δύο Διαθήκες έχουν ένα νομοθέτη, όπως ακριβώς εκείνες οι γυναίκες (η παιδίσκη και η Σάρρα) είχαν έναν άνδρα, τον Αβραάμ. Θα πει όμως κάποιος, ότι η μία ήταν “δούλη”, η δε άλλη ήταν “ελεύθερη”. Αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία. Το ζητούμενο είναι εάν είναι ένας ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Ας παραδεχθούν λοιπόν αυτό πρώτον οι αιρετικοί και τότε εμείς θα τους απαντήσουμε σ αυτό. Γιατί, αν οι αντιφρονούντες παραδεχθούν αυτό το βασικό, όλα έπειτα τα άλλα τακτοποιούνται. Όταν δηλαδή αυτοί παραδεχθούν ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τον ίδιο νομοθέτη με τον νομοθέτη της Καινής – όπως και τον έχει – τότε διαλύεται όλη η διαφορά μας με εκείνους. Όμως, για να μην δημιουργηθεί και σε σάς – λέγει ο Χρυσόστομος στους ακροατές του – καμμία απορία από την αποστολική περικοπή, ας προσέξουμε ακριβώς την έκφραση του Αποστόλου. Γιατί δεν είπε “μία μεν δούλη, μία δε ελευθέρα”, αλλά είπε, “Μία μεν εις δουλείαν γεννώσα”. Αλλά δεν σημαίνει βέβαια ότι η “γεννώσα εις δουλείαν” είναι δούλη. Το να γεννηθούν δε τέκνα “εις δουλείαν” δεν φταίει η μητέρα, αλλά τα τεχθέντα παιδία. Γιατί αυτά (δηλαδή οι Ιουδαίοι), επειδή για την κακία τους αποστέρησαν τους εαυτούς τους από την ελευθερία και εξέπεσαν από την ευγένειά τους, ο Θεός τους επαίδευσε ως αγνώμονες με συνεχή φόβο, κολάζοντάς τους με τιμωρίες και με απειλές. Και αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς των πατέρων μπορούμε να το δούμε και σήμερα. Γιατί και σήμερα πολλοί πατέρες τα άτακτα παιδιά τους τα συνηθίζουν σε πρέποντα φόβο, σαν αυτά να είναι ικέτες και όχι παιδιά. Και αυτό δεν είναι έγκλημα των πατέρων, αλλά των ατάκτων παιδιών, γι’ αυτό και οι πατέρες τους δεν συμπεριφέρονται σαν σε ελεύθερα παιδιά.
Έτσι και ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη. Φερόταν με πνεύμα δουλείας και φόβου και τιμωρίας σε εκείνον τον αγνώμονα ιουδαϊκό λαό. Αλλά αυτό δεν είναι κατηγορία του Θεού, ούτε είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά των Ιουδαίων που είχαν αποχαλινωθεί και γι αυτό είχαν ανάγκη από δυνατώτερο χαλινό. Γιατί στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε και δικαίους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν την φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης, και δεν είχαν λοιπόν ανάγκη αυτοί από τέτοιο χαλινό. Τέτοιοι ήταν ο Άβελ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Ελισσαίος και πολλοί - πολλοί άλλοι. Αυτοί δόθηκαν στον Θεό όχι από φόβο και από απειλή και από τιμωρία, αλλά από αγάπη και “φίλτρω ζέοντι”. Αυτοί λοιπόν – όπως λέει ακριβώς ο Χρυσόστομος – “ου γαρ εδεήθησαν προσταγμάτων, ουδέ εντολών και νόμων, ώστε αρετήν ελέσθαι και φεύγειν κακίαν, αλλ ώσπερ ευγενείς παίδες και ελεύθεροι, την οικείαν επιγνόντες αξίαν, χωρίς φόβου τινός και κολάσεως ηυτομόλησαν προς την αρετήν”. Οι άλλοι όμως Ιουδαίοι, επειδή έκλιναν στην κακία, είχαν ανάγκη από νόμο (“επειδή προς κακίαν απέκλιναν, του κατά τον νόμον εδεήθησαν χαλινού” ). Έτσι, όταν οι Ιουδαίοι λάτρευσαν ως θεό τον μόσχο και προσκύνησαν τα γλυπτά, τότε άκουσαν την εντολή “Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστιν”. Όταν φόνευσαν και διέφθειραν τις γυναίκες των πλησίον τους, τότε άκουσαν το “ου φονεύσεις”, “ου μοιχεύσεις” και όλες τις άλλες εντολές.
Ώστε: Δεν είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης να ομιλεί για κόλαση και για τιμωρία και να παιδεύει και να σωφρονίζει τους ανθρώπους σαν να είναι αγνώμονες δούλοι, αλλά αντίθετα είναι μεγάλο εγκώμιο και έπαινός του. Γιατί τους ανθρώπους που έπεσαν σε τόση κακία μπόρεσε με την αυστηρότητά του να τους απαλλάξει από την κακία τους και να τους κάνει να υπακούσουν στην Χάρη και να τους οδηγήσει στην φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης. Έτσι λοιπόν και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη οικονομούσε το ένα και το αυτό Πνεύμα, αν και με διάφορο τρόπο. Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος έλεγε: “Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον• Επίστευσα, διο ελάλησα”» (MPG 51,286.287).
Σάς ευχαριστώ που με ακούσατε,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
 
1. Τον λόγο «επίστευσα διο ελάλησα» «άνωθεν και προ πολλών χρόνων ο Δαυίδ ην ειρηκώς, όπερ ο Παύλος παρήγαγε νυν, δηλών ότι του Πνεύματος η χάρις η αυτή και εν εκείνω τότε, και νυν εν ημίν την της πίστεως ερρίζωσε δύναμιν• ωσεί έλεγε, “το αυτό Πνεύμα της πίστεως, το και εν εκείνω λαλήσαν, και εν ημίν ενήργησε”» (MPG 51,282).
2. Λέει επί λέξει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για το πάθημα των αιρετικών αυτών: «Και τούτο δε (το ότι δηλαδή η περικοπή του Αποστόλου φαίνεται ως κατήγορη της Παλαιάς Διαθήκης) της του Πνεύματος εγένετο σοφίας, ώστε τη προχείρω ρήσει δελεασθέντας τους του νόμου κατηγορούντας άκοντας και αγνοούντας δέξασθαι την υπέρ αυτού γεγραμμένην απολογίαν• ίνα αν μεν θελήσωσι προς την αλήθειαν ιδείν, έχωσι την ρήσιν την χειραγωγούσαν αυτούς• αν δε επιμένωσι τη απιστία μηδεμιάς συγγνώμης λοιπόν τύχωσι, και αυτοίς, οίς δοκούσι πιστεύειν, απιστούντες κατά της εαυτών σωτηρίας» (MPG 51,285).
 
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ι.Μ.Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ     www.egolpion.com
4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



  Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
 ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  [1]
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 
   Θεωρώ σημαντική την σημερινή εκδήλωση γιατί θα παρουσιασθή η έκδοση της μετάφρασης των πρώτων πέν­τε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και είναι σημαν­τικό αυτό το γεγονός, αφ’ ενός μεν γιατί είναι μια έκ­δοση που δεν είναι εμπορική και, ενδεχομένως, δεν θα ευρισκόταν άλλος εκδοτικός οίκος που θα έκανε αυτό το έργο, αφ’ ετέρου δε γιατί έτσι μας δίνεται η δυνατό­τητα να δούμε την αξία της Παλαιάς Διαθήκης και την θεολογία της. Αυτό δείχνει και την εκκλησιολογία που διακρίνει την Αποστολική Διακονία, αφού ενδιαφέρεται για την έκδοση τέτοιων σημαντικών, μη εμπορικών εκ­κλησιαστικών κειμένων.
Θα περιορίσω το θέμα μου σε δύο σημεία. Το πρώτον η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης και το δεύτερον η έκ­δοση των πρώτων πέντε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία.
        Η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης έχουν σημαντική θέ­ση μέσα στην Εκκλησία και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία που κάνουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και από την ένταξή τους στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει ιερή ακολουθία στην οποία να μην αναγιγνώσκωνται κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, κυρίως στην ακολουθία τού Εσπερινού και τού Όρθρου. Έπειτα, οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πολλά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από τα γεγονότα που συνέβησαν στην Καινή Διαθήκη. Με άλλα λόγια δεν μελετάμε την Παλαιά Διαθήκη για να κατανοήσουμε στην συνέχεια την Καινή Διαθήκη, αλλά μέσα από την αποκάλυψη του Θεού, που έγινε εν Χριστώ στην Καινή Διαθήκη, μπορούν να ερμηνευθούν πολλά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικά σημεία που δεί­χνουν την θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης.
α) Η ιερά Ιστορία
Όταν ομιλούμε γενικά για ιστορία, εννοούμε τα διά­φορα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στον χρόνο και τον χώρο, και τα οποία καθορίζουν το μέλλον των λαών, των Εθνών και των ανθρώπων στο Ιστορικό επίπεδο και γί­γνεσθαι.
Όμως, πέρα από αυτήν την ιστορία, την οποία καθο­ρίζουν τα διάφορα γεγονότα η οι χαρισματικές προσωπι­κότητες, υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που την καθορίζουν οι Προφήτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που δέχθηκαν την αποκάλυψη τού Θεού και την μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό βίο τού ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για πα­ράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο Λόγο, έλα­βε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του Ιστορικού βίου -κοινή ιστορία- υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον όποιο ο Θεός προετοίμασε τους ανθρώπους για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση τού Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.
Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την ποικιλότροπη αποκάλυψη τού Θεού στους ανθρώπους. «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ, ον έθηκε κληρονόμον πάντων» (Εβρ. α', 1-2). Σε άλλη περίπτωση κάνει λόγο για το ότι ο νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν: «ο νόμος παιδα­γωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ', 24). Η ιερά ιστορία περιλαμβάνει το πως ο Θεός προετοίμαζε τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη να φθάσουν στην μέ­θεξη του ασάρκου Λόγου, και πως προετοίμαζε γενικά τον Ισραηλιτικό λαό, δια των Προφητών, να φθάσουν στην μέθεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου.
Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία της λεγομένης Ιεράς Παραδόσεως, όπως έλεγε στις προφορικές του παραδό­σεις ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η μέθοδος εκείνη δια της όποιας ο άν­θρωπος περνά από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτι­σμό τού νού, δια της νοεράς προσευχής, και στην συνέ­χεια στην θεωρία τού Θεού, που είναι και η θεολογία Όλα τα άλλα είναι η περιφέρεια της παραδόσεως. Οπότε, η μετάδοση της Παραδόσεως από γενιά σε γενιά είναι μετάδοση της μεθόδου, δια της όποιας ο άνθρωπος οδη­γείται στην θέωση, την θεοπτία. Αυτή η μετάδοση της Παραδόσεως γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, στους μεν Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως, στους δε Προ­φήτες της Καινής Διαθήκης εν σαρκί. Αυτό σημαίνει ότι κάθαρση, φωτισμός και θέωση υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.
Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην Παλαιά Δια­θήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να φθάση στην θεωρία τού Λόγου, στην μέ­θεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο νόμος για να γίνη μια νομοθεσία σε ένα έθνος, όπως υπάρχουν νό­μοι και σε όλα τα έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχη ομοιότητες με άλλους νόμους, αλλά όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήση τον λαό από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθή στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθή και η Σκηνή τού Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή πα­ραλλαγή τού άκτιστου Ναού, που είναι ο Ίδιος ο Λόγος.
Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και άκτιστος Νόμος τον όποιον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον με­τέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτι­στος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Άκτιστος Ναός είναι ο Λόγος, γιατί ο Λόγος είναι εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Λόγω. Η Σκηνή τού Μαρτυρίου, που αργότερα περιελήφθηκε στον Ναό τού Σολομώντος, είναι ο κτιστός σχεδιασμός τού άκτιστου Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση τού Χρι­στού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση τού Χρίστου. Έτσι πρέ­πει να ερμηνευθή ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθε- ασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α', 14). Η κτι­στή Σκηνή τού Μαρτυρίου αντικαταστάθηκε από την κτι­στή σκηνή της σαρκός τού Χριστού, την οποία προσέλαβε από την Παναγία, και την ένωσε με την άκτιστη φύση ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως και ασυγχύτως.
Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον λόγο των Προφη­τών, τον νόμο τού Μωϋσέως, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ. δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η Ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον όποιο προετοίμασε ο Θεός την αθρωπότητα να φθάση στην θεωρία της δόξης Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, δηλαδή να περάση από την πνευματική Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, στην εν σαρκί τού Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.
β) Η Παλαιά Διαθήκη έργο της Εκκλησίας
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι έργο της Εκκλησίας και μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται.
Λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, εν Χριστώ Ιησού. Με αυτήν την έν­νοια η Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο άγιος Κλήμης, Επίσκοπος Ρώμης, θα πη ότι η Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν πνευματική, ενώ στην Καινή Διαθήκη εκφράζεται εν τη σαρκί τού Χριστού. Η Εκκλη­σία είναι «άνωθεν πρώτη, προ ηλίου και σελήνης εκτισμένη, πνευματική· πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί τού Χριστού»[2]. Έτσι εξηγείται και ο λόγος του αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου ότι ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε»[3] και τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης ότι ο Χριστός ενώθηκε μαζί της, όπως η κεφαλή με το σώμα της, «σωματοποιήσας την Εκκλησίαν ο Λόγος»[4].
Γίνεται αντιληπτό ότι η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται οι εμφανίσεις τού ασάρκου Λό­γου, ενώ στην Καινή Δαθήκη καταγράφονται οι αποκαλύψεις τού Λόγου εν σαρκί. Είναι χαρακτηριστικό το τρο­πάριο που αναφέρεται στον Χριστό και στις αποκαλύψεις Του: «πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον».
Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις, προ της ενσαρκώσεως, μετά την ενσάρκωση, προ της Αναστάσεως τού Χριστού, μετά την Ανάστασή Του, προ της Αναλήψεως και μετά την Ανάληψή Του. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση τού ανθρώπου και την θεοπνευστία, αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται σε εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και, επομένως, έχει υποστή την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος εί­ναι θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί τού αποκαλυφθέντος Θεού. Δεν στοχάζεται, δεν ομιλεί φανταστικώς, αλλά αποκαλυπτικώς, θεοπνεύστως. Ο Προφήτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρω- μανίδης, κοινωνεί με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοή­ματα και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αποκάλυψη, δηλαδή την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.
Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας την αυγουστίνεια παρά­δοση, ισχυριζόταν ότι τα οράματα των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη ήταν σύμβολα, έξωθεν πραγματικότη­τες, κάτι που γίνονταν και απογίνονταν, και γι’ αυτό οι Προφήτες ήταν κατώτεροι των φιλοσόφων και οι αποκαλύψεις τους «χείρω της ημετέρας νοήσεως». Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο περιφρονούσε και περιφρονεί η δυτική θεολογία την Παλαιά Διαθήκη. Όμως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανήρεσε αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι τα οράματα των Προφητών δεν ήταν σύμβολα και φαντάσματα, κάτι που γίνεται και απογίνεται, αλλά αποκαλύψεις τού ασάρκου Λόγου και ταύτισε τις αποκαλύψεις των Προφητών με τις αποκαλύψεις των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, γι’ αυτό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «τούτο τελειότης εστί σωτή­ριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταύτα φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι’ ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτοϋ»[5].
Έτσι, αποκάλυψη του Θεού υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η διαφορά, όμως, μεταξύ των αποκαλύψεων στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία, σύμφωνα με την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Το πρώτο στην ενσάρκωση, αφού η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον αποκαλυπτόμενο στους Προφήτες Λόγο, ενώ η Καινή Διαθήκη κάνει λόγο για τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Λόγο. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη υπάρ­χει θέωση, που συνδέεται με την αποκάλυψη, αλλά χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που σημαίνει ότι ο Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης έφθανε στην θέωση, ήταν φίλος του Λόγου, χωρίς, όμως, να βλέπη την αν­θρώπινη φύση του Χριστού, την οποία ακόμη ο Χριστός δεν είχε προσλάβει. Άλλωστε, το όνομα Χριστός, δηλώ­νει την χρίση της ανθρωπίνης φύσεως από την Θεότητα, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος δεν ήταν κεχρισμένος. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός ήταν άγγελος Κυρίου, Κύριος της δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Είναι σημαντικό ότι στην Πεντάτευχο γίνεται αναφορά στον Κύριο της δόξης, τον άγγελο Κυ­ρίου, και στην ερμηνεία της που γίνεται από την Σοφία Σολομώντος, αυτός ο άγγελος της δόξης χαρακτηρίζεται ως «Σοφία του Θεού». Πρόκειται περί του Λόγου του Θεού, τον όποιο αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και περί της Σοφίας τού Θεού για την οποία κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος.
Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη η μέθεξη της δόξης τού Θεού είναι προσωρινή και γι’ αυτό οι θεούμενοι πέθαιναν σωματικά και κατέ­βαιναν στον Άδη, ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν κατά μόνιμο τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριά- δος, διότι μετέχουν της θεωθείσης σάρκας του Χριστού, και διότι καταργήθηκε ο θάνατος. Ο Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη μετέχει του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Και­νή Διαθήκη μετέχει τού σεσαρκωμένου Λόγου, μέσω της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού.
Πέρα από αυτά πρέπει να κατανοηθή ο λόγος τού Χριστού στους Αποστόλους ότι θα τους αποστείλη το Άγιον Πνεύμα που θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ', 13). Πρέπει να αναλυθή αυτή η υπόσχεση τού Χριστού, διότι μπορεί να εκληφθή ότι στην Παλαιά Δια­θήκη δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δήθεν οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι φάσματα της αληθείας, και ότι δήθεν ο άνθρωπος ανεβαίνει προοδευτικά στην αλήθεια, περνώντας από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μέθεξη τού ασάρκου Λόγου δια της θεώσεως του Προφήτου, έστω και κατά προσωρινό τρόπο. Και αυτό φαίνεται από το ότι οι Πα­τέρες της Εκκλησίας, για να ομιλήσουν για τον Τρια­δικό Θεό και την Θεοφάνειά Του, ανέφεραν χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και τα ερμήνευσαν ως πραγματικές Θεοφάνειες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα ο Μ. Αθανάσιος, στα έργα τους, αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς που ισχυρίζονταν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει θεοπτία, αλλά οσάκις οι Προφήτες έβλεπαν τον Θεό, έβλεπαν τον κτιστό Λόγο, Τον έβλεπαν δια τού κτίσματος που ήταν ένα σύμβολο και δεν ήταν άκτιστο, αντέδρασαν λέγοντες ότι ο Λόγος που αποκαλυπτόταν στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μεγάλης Βου­λής Άγγελος ήταν ο άκτιστος Λόγος. Οπότε, η συζήτηση μεταξύ αρειανών και Πατέρων της Εκκλησίας ήταν, εάν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη στους Προφήτες, ήταν κτιστός ή άκτιστος. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ήταν κτιστός και αυτός ο κτιστός λόγος σαρκώθηκε, ενώ οι Πατέρες της Εκκλη­σίας υποστήριζαν ότι ο Λόγος που εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν άκτιστος Λόγος. Οπότε, στην πραγματι­κότητα η διαμάχη ήταν για την θεοπτία, αν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ο Λόγος, είναι ομοούσιος με τον Πα­τέρα ή ανόμοιος με Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες έφθασαν στην θεωρία τού Θεού Λόγου και γνώρισαν ότι ο Κύριος της δόξης έχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα και γι’ αυτό είναι ομοούσιος με Αυτόν, ενώ οι αρειανοί δεν είχαν αυτήν την θεοπτική εμπειρία και κατέληξαν στην αίρεση. Επομένως, προηγείται η θεωρία και ακολουθεί η έκφρασή της με τον όρο ομοούσιος, που είναι το ρητό. Αυτό σημαίνει ότι, το ομοούσιος είναι το νέο που εμφα­νίζεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας όρος που εκφράζει την εμπειρία της άκτιστου δόξης, που έβλεπαν και βλέπουν οι θεόπτες, και βεβαίως κατ’ επέ­κταση σημαίνει ότι το ομοούσιος δεν κατανοείται φιλοσοφικώς, αλλά εμπειρικώς. Όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, σημαίνει ότι είναι άκτιστος και αυτό βεβαιώνεται από την εμπειρία της άκτιστου δό­ξης του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Αθανάσιος προκειμένου να αντιμετωπίση τα επιχειρήματα τού Αρείου αντλούσε επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες, ήτοι από την Παλαιά και την Καινή.
Έτσι, όταν ο Χριστός υποσχόταν στους Αποστόλους ότι το Άγιον Πνεύμα θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» δεν εννοούσε ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ψεύδος ή μερική αλήθεια, αλλά αναφερόταν στην διαφοροποίηση της Εκκλησίας, αφού στην Παλαιά Δια­θήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, υπήρχε μέθεξη με τον άσαρκο Λόγο, χωρίς ανθρώπινη σάρκα, ενώ στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μέθεξη με τον Χριστό στην τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης που είδε τον Θεό έγινε ναός του, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι κατοικητήριο της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς» σε κάθε Προφήτη, χωρίς να τεμαχίζεται, και στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή, όπως ομολογείται στην θεία Λει­τουργία «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής έχουμε την άλλη διάσταση της Εκκλη­σίας, την σωματική -είναι Σώμα του Χριστού- και αυτό δηλώνει ο λόγος τού Χριστού ότι το Άγιον Πνεύμα θα αποκαλύψη την πάσαν αλήθειαν την ημέρα της Πεντη­κοστής. Αυτή είναι η υπερτάτη αλήθεια και πέρα από αυτήν την αλήθεια της Εκκλησίας, ως Σώματος τού Χρι­στού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης σαρκός τού Χριστού και υπερβαίνει τον θάνατο, δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.
γ) Η ερμηνεία υπό των θεουμένων
Γίνεται φανερό από όσα μέχρι τώρα ελέχθησαν ότι η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να ερμηνευθή με τα κριτήρια της εθνικής Ιστορίας ενός λαού, αλλά παράλληλα μπορεί να ερμηνευθή και με τα κριτήρια της ιεράς ιστορίας, ότι, δηλαδή, περιγράφει την προετοιμασία της ανθρωπότητας από τον άσαρκο Λόγο για να ενανθρωπήση για την σω­τηρία τού ανθρώπου και την δημιουργία της Εκκλησίας ως τού ενδόξου Σώματός Του. Αυτήν την δεύτερη ερμηνεία συναντάμε στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκ­κλησίας, των Προφητών της Καινής Διαθήκης.
Οι Πατέρες είναι θεούμενοι, έφθασαν στην μέθεξη της άκτιστου δόξης τού Θεού εν τη σαρκί τού Χριστού και απέκτησαν την ίδια εμπειρία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να την ερμηνεύσουν με κτιστά ρήματα και νοήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται μέσα από την θεωρία των αγίων της Και­νής Διαθήκης. Οι άγιοι αποκρυπτογραφούν την προνοη­τική ενέργεια τού Θεού μέσα στην κτίση και την ιστορία. Άλλωστε, μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν μερικοί φυσικοί νόμοι που την διευθύνουν απρόσωπα και μηχανικά, αλλά ενεργεί σε αυτήν η άκτιστη συντηρητική και προνοητική ενέργεια τού Θεού. Όσοι βρίσκονται σε κατάσταση φω­τισμού και θεώσεως, είναι σε θέση να βλέπουν αυτούς τους πνευματικούς λόγους, τους λόγους των όντων, να τους κατανοούν και να τους ερμηνεύουν.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα από την ερμηνευτική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας που πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Θα καταγραφούν, όμως, μερικά ενδει­κτικά.
Η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου φανερώνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ότι όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν την ιερά ιστορία, που δεί­χνει το πως ο Θεός προετοίμασε τον λαό για την έλευση τού Χριστού. Στην Επιστολή αυτή φαίνεται η δόξα τού άκτιστου, ασάρκου και σεσαρκωμένου Λόγου, η ανωτερότητά Του από τους κτιστούς αγγέλους, από τον Μωϋσή και τον Ααρών, η ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού από την Ιουδαϊκή ιερωσύνη, η σχέση και η δια­φορά μεταξύ της σκηνής και της λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης με τον λαό και την λατρεία της Καινής Διαθή­κης, η πίστη των δικαίων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που είναι πίστη εκ θεωρίας, η είσοδός μας στην κατάπαυση τού Θεού, που είναι ο Ιερός ησυχασμός, η πα­ρότρυνση να προχωρήσουμε στην θεωρία του Θεού, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, και η προτροπή να υπακούσουμε στους ηγουμένους που αποστέλλει ο Θεός, όπως απέστειλε τους ηγουμένους - Προφήτες στον ιου­δαϊκό λαό. Είναι φανερό ότι η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου δείχνει πως ερμηνεύεται Χριστο- λογικά και αγιοπνευματικά η Παλαιά Διαθήκη και πως υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Και­νής Διαθήκης, με την ουσιαστική διαφορά ότι στην Και­νή Διαθήκη υπάρχει η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση τού Λόγου, ως η πραγματική σκηνή τού Θεού στην ιστορία.
Ο αγνός Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πέρα από τις ερμη­νευτικές αναλύσεις σε διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, έχει ασχοληθή σε δύο ομιλίες του με την ασάφεια των προφητειών στην εποχή που ελέχθησαν, καθώς επίσης και με την σύνοψη της Παλαιάς και Καινής Δια­θήκης «ως εν τάξει υπομνηστικού», όπου ανευρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από το «πνεύμα» της Καινής Δια­θήκης.
Κάπου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τρία μέ­ρη: «το ιστορικόν», «το συμβουλευτικόν» και «το προφη­τικόν». Όμως, στην πραγματικότητα, όπως γράφει, ο χωρισμός αυτός είναι εξωτερικός, γιατί υπάρχει μια σχέ­ση μεταξύ τους, αφού «εν ταίς ιστορίαις εύροι τις αν προφητείαν και των προφητών ακούσειεν αν πολλά ιστο­ρικά διαλεγομένων. Και το της συμβουλής δε είδος και το της παραινέσεως, εν εκατέρω τούτων, εν τε τη προφη­τεία, εν τε τη ιστορία». Και τα τρία αυτά είδη -η ιστορία, η συμβολή και η προφητεία- αποβλέπουν σε ένα, «την των ακουόντων διόρθωσιν»[6]. Αλλού γράφει ότι η Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή - Νέα, από τον χρόνο και την φύση των γεγονότων που συνέβησαν, γιατί όλα ανακαινίσθηκαν και έτσι είναι «καινά τα μυστήρια». Όμως, ο «σκοπός εκατέρωθεν των διαθηκών εις, των ανθρώπων η διόρθωσις»[7].
Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ομοιάζουν με αινίγματα, γι’ αυτό και τα βιβλία είναι δυσνόητα, ενώ η Καινή Διαθήκη ομιλεί «σαφέστερα και ευκολότερα». Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο ένας στο ότι έπρεπε να πραγμα­τοποιηθούν τα γεγονότα και να ενανθρωπήση ο Χριστός για να γίνουν σαφέστερα, και ο δεύτερος γιατί τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εγράφησαν σε άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και εμείς την διαβάζουμε στην δική μας γλώσ­σα, και είναι γνωστόν ότι «όταν γλώττα ερμηνευθή εις ετέραν γλώτταν, πολλήν έχει την δυσκολίαν»[8].
Ερμηνεύοντας, όμως, σε άλλα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την Παλαιά Διαθήκη βλέπει αυτήν την ιερά ιστορία και παρατηρεί ότι στους δικαίους και τους προπάτορες, που είναι πατέρες μας, ήτοι προ­πάτορες των Πατέρων μας, ενεργεί η καθαρτική, φωτι­στική και θεοποιός ενέργεια τού Θεού. Για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τους πρωτοπλάστους, πριν την πτώση, περιγράφει την αγγελική ζωή που ζούσαν, και το προφη­τικό χάρισμα που είχε ο Αδάμ, αφού είδε, μετά που ξύ­πνησε από την έκσταση και την ύπνωση, το πως δημιουργήθηκε η Εύα, αλλά και τα άλλα που θα ακολουθούσαν μετά την πτώση. Επίσης, αναλύοντας την ζωή της προφήτιδος Άννης, της μητρός τού Προφήτου Σαμουήλ, γρά­φει ότι είχε νοερά προσευχή, που φανερώνει ότι είχε φθάσει στον φωτισμό τού νού.
Ακόμη, πρέπει να αναφερθή ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, αναφέρει ως πρότυπο τελειότητος τον Προφήτη Μωϋσή, που έφθασε στην θεωρία του Θεού και είδε τον άκτιστο Λόγο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναλύη τους ψαλμούς τού Δαυίδ, ερμηνεύει διάφορα γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τους Μακκαβαίους, και τα θέτει υποδείγματα στους Χριστιανούς της εποχής του. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες πράγμα που δείχνει ότι έβλεπαν την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ότι και στις δύο Διαθήκες διασώζεται η ίδια παράδοση που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και τον αγιασμό.
 
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ 
Από το βιβλίο:
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
«Θεολογία γεγονότων», Ήγουν η σχέση μεταξύ θεολογίας και ιστορίας, αποκαλύψεως και εμπειρίας
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ.73-88
Η παρούσα έκδοση προσφέρεται από τον συγγραφέα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)
Συγγραφέας και ©: Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Έκδοση Α' 2013 Εκδόσεις: Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου 321 00 ΛΕΒΑΔΕΙΑ, Τ.Θ. 107 Τηλ.: 22610 35135, 6944 504297 πρωινές ώρες Fax: 22610 39201 http://www.pelagia.org.gr e-mail: pelagia@pelagia.org.gr ISBN 978-960-7070-82-1
 
[1] Ομιλία πού έγινε κατά την παρουσίαση τής εκδόσεως τής ερμηνείας τής Πεντατεύχου του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίου, την οποία διοργάνωσε η Αποστολική Διακονία, στην Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα, στις 14-1-2008
[2]  Ιωάννου Καρμίρη, Δογματική, τμήμα Ε', Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 31
[3] PG, 52, 429. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. άνωτ. σελ. 75
[4] PG, 44, 929. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. ανωτ.
[5] Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 342
[6] Ιω. Χρυσοστόμου, Έργα, τόμ. 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 394
[7] Ενθ. άνωτ. σελ. 388
[8] Ένθ. άνωτ. σελ. 316 καί 342
 

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com 

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΕΣΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΕΣΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ



Η  ΠΑΛΑΙΑ  ΔΙΑΘΗΚΗ 
 ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΕΙ
ΠΡΟΣ  ΤΟΝ  ΜΕΣΣΙΑ  ΧΡΙΣΤΟ
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
  
Η αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους τελειούται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, γεγονός για το οποίο μίλησε και ο απόστολος Παύλος (Γαλ. 4,4-5). Οι προφήτες της Π.Δ. επισημαίνουν και οραματίζονται μια μεσσιανική εποχή στην οποία ο άρχοντας της ειρήνης, ο Ιησούς Χριστός, θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια χρυσή εποχή δικαιοσύνης και αγάπης. Είναι η εποχή της Εκκλησίας. Μέσω της Εκκλησίας οι ενέργειες του Παρακλήτου-Πνεύματος, του τρίτου προσώπου τού ενός ως προς την ουσία Θεού, εισήλθαν στην πλάση και αφθαρτίζουν συνεχώς τη φύση, καθιστώντας όποιους το θελήσουν υιοθετημένα παιδιά του Θεού (Γαλ. 3,23-29). Στο εξής ο Θεός είναι πατέρας στοργικός και όχι απρόσωπη δύναμη ή λογική αναγκαιότητα στο σύμπαν.
Η Παλαιά Διαθήκη προσανατολίζει προς το Χριστό. Ο ίδιος ο Χριστός απέδιδε την εκπλήρωση των προφητειών στον εαυτόν του: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, κηρύττει, Το να γνωρίζουν εσένα τον μόνο αληθινό Θεό (τον Πατέρα) και τον Ιησού Χριστό τον οποίον έστειλες» (Ιω. 17,3). Στην Επί Του Όρους Ομιλία  διαβεβαιώνει ότι δεν ήλθε να καταλύσει αλλά να πραγματοποιήσει (να συμ-πληρώσει) το Νόμο και τους προφήτες (Ματθ. 5,17). «Εγώ και ο Πατέρας, κάνει γνωστό στους ακροατές του, είμαστε Ένα» (Ιω. 10,30). Και ο απόστολος Θωμάς, μετά την ανάστασή Του, βλέποντάς Tον αναφωνεί: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιω. 20,28). Μετά την ανάστασή Του, επίσης, παρατηρεί καθ’ οδόν τους μαθητές Λουκά και Κλεόπα που δεν διέγνωσαν το πρόσωπό Του μέσα στις Γραφές (Λουκ. 24,25-27), και εξήγησε στους μαθητές Του πριν αναληφθεί την μαρτυρία της Π.Δ. για το πρόσωπο και τη θεότητά Του, καθώς και για την σταύρωση και ανάστασή Του. Τους είπε δε ότι η δύναμη του Θεού θα τους καταστήσει μάρτυρες όλων αυτών για τη σωτηρία του κόσμου (Λουκ. 24,44-49).
Η κυρίως αξία επομένως της Παλαιάς Διαθήκης και το μεγαλείο της βρίσκεται στις ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΣΙΑ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ, που δεν είναι μια και δύο, αλλά πάμπολλες. Με τις οποίες αναδεικνύεται ο Χριστός ως το μόνο ιστορικό πρόσωπο, του οποίου προφητεύθηκε η έλευση αιώνες πριν γεννηθεί, σε αντίθεση με τους φανταστικούς ψευτο-θεανθρώπους του εθνικού κόσμου, που δεν υπήρξαν πραγματικά, αλλά επρόκειτο για προσωποποιήσεις των εποχών και λειτουργιών της φύσεως. Ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, είναι το κλειδί ερμηνείας της Π.Δ. υπό το φως αποκλειστικά της Κ.Δ. Και όταν πραγματοποιήθηκαν όλες κατά γράμμα οι προφητείες, ο τρόπος γέννησής του, ο τόπος, η καταγωγή, τα πάθη του, ο σταυρός του, η ανάσταση και ανάληψή Του, τότε μόνο φάνηκε και η ουσιαστική αξία της Π.Δ. ως προπαίδειας στο μυστήριο του Ιησού. Διότι πριν τον Χριστό παρέμενε εσφραγισμένη και ακατανόητη συλλογή βιβλίων. Οι καταπληκτικές προφητείες της Βίβλου, που ειπώθηκαν 10, 8, 7 και 6 αιώνες π.Χ., είναι ένα πραγματικό διαχρονικό θαύμα, αψευδής μαρτυρία περί της θεότητος και Μεσσιακής ιδιότητος του Ιησού Χριστού μέχρι συντελείας των αιώνων. Ας θαυμάσουμε μερικές από αυτές τις προφητείες, που ολοκληρώνουν το μήνυμα της Βίβλου και την διαχρονική αξία της, προσανατολίζοντας προς το Χριστό, που έφερε στον κόσμο την αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό και τη Χάρη Του, προς κάθαρση, φωτισμό και θέωση του ανθρώπου. 
ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Γεν. 3,15)
Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων και πριν την ‘τιμωρία’ τους από τον Θεό (στην ουσία αυτοτιμωρία τους), είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι: «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. ΕΚΕΙΝΟΣ θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα» (Γεν. 3,15).
Οι Ο΄ (Εβδομήκοντα) με τη λέξη ‘σπέρμα’ αποδίδουν την εβραϊκή λέξη ‘ζερά’, η οποία είναι συλλογική με γραμματική μορφή ενικού αριθμού. Ήδη η αρχαία Εκκλησία (π.χ. Ειρηναίου Λυώνος «Κατά Αιρέσεων» 3,22, PG 7,957 εξ.) είδε στην πρώτη αναφορά (‘στο σπέρμα σου’) το διάβολο. Και στη δεύτερη (‘στο σπέρμα της’ = στον απόγονό της) την προτύπωση της γέννησης του Χριστού από την Παρθένο Μαρία (βλ. ‘Η Αγία Γραφή’, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας). Την ίδια έννοια αποδίδει και ο Παύλος στο χωρίο, όταν λέει: «Οι επαγγελίες δόθηκαν στον Αβραάμ και στον απόγονό του. Η Γραφή δεν λέει: ‘και στους απογόνους’, όπως θα έκανε αν εννοούσε πολλούς, αλλά μιλάει για έναν: ‘και στον απόγονό σου’. Αυτός ο απόγονος είναι ο Χριστός» (Γαλ. 3,16). Και πάλι λέγει: «Ο Θεός της ειρήνης ταχέως θέλει συντρίψει τον Σατανά υπό τους πόδας σας» (Ρωμ. 16,20). Η θεολογική σημασία του στίχου έγκειται στο γεγονός ότι, όπως δια μέσου της γυναίκας (Εύας) η πανουργία του διαβόλου έφερε την αμαρτία και τον θάνατο στον κόσμο, έτσι πάλι δια μέσου της γυναίκας (Παναγίας) η χάρις του Χριστού θ’ απαλλάξει την πεπτωκυία ανθρωπότητα από την αμαρτία και το θάνατο  (βλ. Στ. Καλαντζάκη, ‘Εν αρχή εποίησεν ο Θεός’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ.).
Είναι αλήθεια, ακόμη, ότι όλοι οι λαοί στη φιλολογική τους γραμματεία είχαν παραδόσεις περί ελεύσεως χρυσής εποχής κατά την οποία θα τερματιστεί η δύναμη του κακού και της αμαρτίας και θα λάμψει περίοδος μεσσιανικής εποχής, όπου μέγας βασιλέας και σπουδαίος ήρωας με θείες ιδιότητες θα φανεί για να οδηγήσει σε εποχή ειρήνης, καταλλαγής και ευτυχίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Τέτοιου είδους έμμεσες προφητείες ανευρίσκουμε στους Πέρσες, στους Ινδούς, στους Κινέζους, στους Αιγύπτιους, στους Έλληνες, στους Γερμανούς, στους Μεξικάνους και Περουβιανούς (βλ. Παν. Τρεμπέλα, ‘Απολογητικαί Μελέται Δ’, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1973). «Ιδού, έρχονται μέρες, λέει ο Κύριος, που θα σηκώσω στον Δαυίδ Βλαστό Δίκαιο, και θα βασιλεύσει ως Βασιλιάς, και θα ευημερήσει και θα κάνει Κρίση και Δικαιοσύνη πάνω στη γη» (Ιερεμίας, 23,5).
Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ (Γεν. 49,10).
«Ο Ιούδας την εξουσία δεν θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσα από τα πόδια του, ΩΣΟΤΟΥ ΕΡΘΕΙ (ΘΕΙΟΣ) ΑΡΧΟΝΤΑΣ (ο Σηλώ), σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν (προσδοκία εθνών)» (Γεν. 49,10).
Ο πατριάρχης Ιακώβ, λίγο πριν πεθάνει, καλεί τα παιδιά του και τους αναγγέλλει την προηγηθείσα προφητεία. Ενδιαφέρον είναι ότι επιμένει στο ρόλο της φυλής του Ιούδα και όχι στους αγαπημένους του, Ιωσήφ και Βενιαμίν, ούτε και στη φυλή του Λευΐ από την οποία θα προερχόταν η Ιουδαϊκή ιεροσύνη. Το εβραϊκό κείμενο επικεντρώνεται στη φράση ‘Σηλώ’, την οποία η Ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση ερμηνεύουν ως «Ειρηνοποιός» και «Μεσσίας». Ο χρησμός επίσης μπορεί να αναφερόταν στον Δαυίδ, αλλά ως τύπο του Μεσσία. Έτσι τουλάχιστον το εξέλαβαν και οι Ιουδαίοι. Το σημαντικότερο σημείο και η επαλήθευση της προφητείας βρίσκεται στο εξής: “Oπως δείχνει η ιστορία, ‘το σκήπτρο και η ράβδος της εξουσίας’ αφαιρέθηκαν από τον Ιούδα ΟΤΑΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ πάνω στη γη. Η έλευσή Του συνέπεσε με τις ‘τελευταίες ημέρες’, τότε δηλαδή που συμπληρώθηκε ο χρόνος τον οποίο είχαν προαναγγείλει οι προφήτες. Ο Ηρώδης, δηλ. ο αυτουργός της σφαγής των αθώων παιδιών, είναι ο τελευταίος βασιλιάς των Εβραίων”. Όχι πολλά χρόνια μετά απ’ αυτόν, η Ιουδαία μαζί με την Ιερουσαλήμ υπήχθησαν υπό την διοίκηση Ρωμαίου Ηγεμόνος, ο οποίος και επικύρωσε την καταδίκη του Κυρίου Ιησού. Και ο Ισραήλ έχασε την ανεξαρτησία του (βλ. ‘Υπόθεση Ιησούς’, Vittorio Messori, Πορεία Πνευματική, Αθ. 1980 και ‘Απολογητικαί Μελέται Δ΄’, όπου ανωτέρω).
Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΛΑΑΜ (Αριθμ. 24,16-17)
Ο Βαλαάμ υπήρξε προφήτης (Β’ Πέτρ. 2,16) και λάτρευε τον Θεό (Αριθμ. 22,5-24,20) στη Μεσοποταμία, όπου και η πατρίδα του Αβραάμ. Προσκληθείς υπό του Βαλάκ, βασιλέα των Μωαβιτών, να καταρασθεί τους Ισραηλίτες επειδή φοβήθηκε τη δύναμή τους (Αρ. 22,6), ο άνδρας αυτός προέβη αντίθετα σε ευλογία του Ισραήλ και προφήτευσε το μέλλον του, λέγοντας: «Λόγος του Βαλαάμ, γιού του Βεώρ, Λόγος εκείνου …που βλέπει οράματα του Παντοδύναμου και που, όταν πέφτει σε έκσταση, τα μάτια του ανοίγονται. Τον βλέπω, αλλά όχι τώρα. Τον ατενίζω, μα όχι από κοντά. ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΘΑ ΑΝΑΤΕΙΛΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΑΚΩΒ, ραβδί ηγεμονικό θα υψωθεί απ’ τον Ισραήλ, που θα χτυπήσει τα μηλίγγια της Μωάβ και την κορφή του κεφαλιού όλων του Σηθ των απογόνων…» (Αρ. 24,16-17). 
Το άστρο κατά την παλαιά Ανατολή σήμαινε κάποιον Θεό ή βασιλέα θεοποιηθέντα. Θυμίζει δαυιδική μοναρχία αλλά και την έλευση του Μεσσία από τη γενιά του Δαυίδ. Ως Μεσσιακή προφητεία την εξέλαβαν και οι τρείς Χαλδαϊκές παραφράσεις, αλλά και όλοι οι Ιουδαίοι νομοδιδάσκαλοι. Άλλωστε και η προσωρινή επιτυχία του ψευτομεσσία Βαρκοχεβά προέκυψε από την ετυμολογία του ονόματός του, που σήμαινε «υιός αστέρος», και επειδή εφάρμοζε την προφητεία στον εαυτόν του. Η προφητεία προαναγγέλλει παγκόσμια κυριαρχία και νίκη πάνω καί στους εχθρούς του Ισραήλ (Μωάβ και Ησαύ) καί στους εναπομείναντες απογόνους του Αδάμ (υιοί Σηθ) μετά τον Κατακλυσμό.
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΩΫΣΗ (Δευτερ. 18,17-19)
          Τότε ο Κύριος μού είπε: «Εγώ, θα αναδείξω μέσα από τον ίδιο τους το λαό ΕΝΑΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ, ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ. Θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του και θα τους λέει όλα όσα εγώ θα τον διατάζω. Αν κάποιος δεν δώσει προσοχή στα λόγια μου, δηλαδή σ’ αυτά που θα λέει ο προφήτης εξ ονόματός μου, εγώ ο ίδιος θα τον τιμωρήσω» (Δευτ. 18,17-19). 
          Μόνο ο Μεσσίας μπορούσε όμως να είναι όμοιος με το Μωυσή, ο οποίος και σύμφωνα με την Συναγωγή υπήρξε ο μέγιστος προφήτης (Δευτ. 34,10). Ο Μεσσίας δηλαδή αναμενόταν καί από τους Ιουδαίους ως νέος Μωυσής. Στα χρόνια ήδη του Ιωάννη του Προδρόμου οι Ιουδαίοι βεβαιώνουν ότι δεν έχει γεννηθεί ακόμη ο προφήτης της συγκεκριμένης προφητείας: «Μήπως είσαι ο προφήτης που περιμένουμε;», ρώτησαν τον Πρόδρομο Ιωάννη, «κι εκείνος απάντησε: ‘Όχι’» (Ιω. 1,21). Ο απ. Πέτρος και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος εφάρμοσαν τα λόγια της προφητείας στο πρόσωπο του Ιησού (Πρ. 3,22-23 & 7,37). Διότι πράγματι ο Ιησούς, φώναξε δυνατά και είπε: «Όποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα δεχθεί, αυτόν δεν θα τον κρίνω εγώ, γιατί δεν ήρθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω … Ο λόγος που κήρυξα, αυτός θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα. Γιατί εγώ δεν δίδαξα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που μ’ έστειλε εκείνος μου όρισε τι να πω και τι να κηρύξω» (Ιω. 12,47-49).
ΨΑΛΜΟΣ  2  (στίχ. 2 & 7)
«Της γης οι βασιλιάδες συσπειρώθηκαν κι οι άρχοντες μαζεύτηκαν ενάντια στον Κύριο, στον εκλεκτό του ενάντια….. Διακηρύττω εκείνο που ο Κύριος αποφάσισε. Μου είπε: ΓΥΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ. ΕΓΩ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΓΕΝΝΗΣΑ» (2,2 & 7).   
Ο Ψαλμός είναι βασιλικός και μεσσιανικός. Εικονίζει: α) την ενθρόνιση του βασιλιά, όπου και διαβαζόταν ο σχετικός ψαλμός, β) την προς τιμήν του βασιλέα απαγγελία του σε γιορτές στη Σιών, γ) κυρίως δηλώνει για την Εκκλησία και τους Πατέρες την αΐδια και υπεράνω λόγου γέννηση του Υιού του Θεού από τον Πατέρα του. Το γεγονός ενισχύει η θεολογική γραμμή του Παύλου, που αναφέρεται στον ψαλμό για να δηλώσει ότι ο Υιός δεν είναι άγγελος Θεού, αλλά Θεός ο ίδιος. Διότι λέγει: «Σε κανέναν από τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός: ‘Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα’. Ούτε πάλι είπε για κανέναν: ‘Εγώ θα είμαι πατέρας του και αυτός θα είναι Υιός μου’» (Εβρ. 1,4-5). Οι πρώτοι χριστιανοί ανέφεραν στον Ιησού τον Ψαλμό αυτόν και έλεγαν προσευχόμενοι «Γιατί φρύαξαν τα έθνη …εναντίον του Κυρίου και του Μεσσία του; Πραγματικά εναντίον του αγίου δούλου σου Ιησού, που εσύ τον έχρισες Μεσσία, συγκεντρώθηκαν ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος μαζί με πλήθος εθνικών και Ιουδαίων για να κάνουν όσα είχε ορίσει προηγουμένως η δύναμή σου και η σοφία σου να γίνουν» (Πρ. 4,25-28).
ΨΑΛΜΟΣ  15
Ο Ψαλμός περιγράφει την ανάσταση του Ιησού, με τα λόγια: «Δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα αφήσεις τον άγιόν σου να γνωρίσει τη ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ (διαφθορά)».
Ο απ. Πέτρος εφαρμόζει τον συγκεκριμένο Ψλμ. στον Χριστό, όταν λέγει: «Εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε… Ο Θεός όμως τον ανέστησε, ελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά του θανάτου, γιατί ήταν αδύνατο να τον κρατήσει ο θάνατος πια. Πραγματικά ο Δαυίδ λέγει γι’ αυτόν: ‘Δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχήν μου στον άδη, ούτε θ’ αφήσεις τον άγιόν σου να γνωρίσει τη φθορά’» (Πρ. 2,23-27). Και ο απ. Παύλος συμπληρώνει: «Το ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς και δεν πρόκειται πια να επιστρέψει στη φθορά του θανάτου, το έχει πει …κι αλλού ο Δαυίδ: ‘Δε θ’ αφήσεις να δει φθορά ο αφιερωμένος σ’ εσένα δούλος σου’. Κι όσο για το Δαυίδ, αυτός υπηρέτησε το θέλημα του Θεού στη γενιά του κι ύστερα πέθανε, θάφτηκε δίπλα στους προγόνους του και γνώρισε τη φθορά του θανάτου. Αυτός όμως που ο Θεός τον ανέστησε, δεν γνώρισε τη φθορά του θανάτου» (Πράξ. 13,34-37).
ΨΑΛΜΟΣ  21 (στίχ. 2,17,19)
 Στον Ψαλμό ο προφήτης και βασιλιάς Δαυίδ λέγει: «Θεέ μου Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες…. Σκύλοι με κύκλωσαν, κακοποιών φατρία μ’ έβαλε στη μέση. ΤΡΥΠΗΣΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ. Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκκαλά μου ….Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους και ΡΙΧΝΟΥΝ ΚΛΗΡΟ για τη φορεσιά μου» (2,17,19).
Οι προφητείες αυτές καθαρότατα αναφέρονται στον καθηλωμένο επί του σταυρού Ιησού, ο οποίος αναφώνησε προς τον Πατέρα του με τα ίδια λόγια του Ψαλμού (Ματθ. 27,46), τού τρύπησαν τα χέρια και τα πόδια για να σταυρωθεί (Ιω. 19,18) και μοίρασαν οι στρατιώτες κάτω από τον σταυρό τα ρούχα Του μεταξύ τους, ενώ για τον χιτώνα του έριξαν κλήρο, επειδή ήταν ακριβός και άραφος (Ιω. 19,24).
ΨΑΛΜΟΣ 39 (στίχ. 7-9)
Στον συγκεκριμένο Ψαλμό, ο προφητάναξ Δαυΐδ αναφέρει: «Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, ΑΛΛΑ ΜΟΥ ΕΤΟΙΜΑΣΕΣ ΣΩΜΑ. Ολοκαύτωμα και θυσίας δι’ αμαρτίαν δεν εζήτησες. Τότε είπον, ΙΔΟΥ ΗΛΘΟΝ, όπως είναι γραμμένον δι’ εμέ εις τον κύλινδρον του βιβλίου, δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου».
Αποδίδοντας στον Ιησού ο απ. Παύλος την προηγούμενη προφητεία, επεξηγεί το εδάφιο ως εξής:  “Αφού είπε ανωτέρω «ότι θυσία και προσφορά και ολοκαυτώματα και προσφορές περί αμαρτίας δεν ηθέλησες, ούτε ευαρεστήθηκες σ’ αυτές» (οι οποίες προσφέρονται κατά τον νόμο), τότε είπε: «Ιδού, έρχομαι, για να κάνω, ω Θεέ, το θέλημά σου». Αναιρεί το πρώτο, για να συστήσει το δεύτερο. Με το οποίο είμαστε αγιασμένοι μέσω της προσφοράς του σώματος του  Ιησού Χριστού, που μια για πάντα πραγματοποιήθηκε. Διότι κάθε ιερέας στέκεται λειτουργώντας κάθε ημέρα και πολλές φορές τις ίδιες προσφέρει θυσίες, οι οποίες ποτέ δεν μπορούν να αφαιρέσουν αμαρτίες. Αλλά ΑΥΤΟΣ αφού πρόσφερε μια θυσία για τη συγχώρεση των αμαρτιών, εκάθησε για πάντα στα δεξιά του Θεού, προσμένοντας στο εξής μέχρις ότου οι έχθροί Του τεθούν ως χαλί κάτω από τα πόδια του. Διότι με μια προσφορά τελειοποίησε για πάντα αυτούς που αγιάζονται’’ (Προς Εβραίους 10,8-14).
ΨΑΛΜΟΣ  40,10
Στον Ψαλμό 40,10 διαβάζουμε: «Αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος, μαζί με τον οποίο ζούσα ειρηνικά, στον οποίο ήλπισα, ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΨΩΜΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ, σήκωσε την φτέρνα του εναντίον μου».
Όπως και πολλές άλλες προφητείες έχουν διπλή μορφή, ήτοι αναφέρονται και σε ιστορικά γεγονότα αλλά και ερμηνεύονται εσχατολογικά (για τα χρόνια της Π.Δ. τα έσχατα είναι τα χρόνια της έλευσης του Μεσσία), έτσι και ο συγκεκριμένος Ψαλμός αναφέρεται στην προδοσία του Δαυίδ από τον έμπιστό του Αχιτόφελ, ο οποίος απαγχονίσθηκε όπως και ο Ιούδας (Β’ Βας. 17,23). Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί τον Ψλμ. απευθείας για τον εαυτόν Του διότι, υπονοώντας τον Ιούδα, λέγει: «Πρέπει να εκπληρωθεί όμως αυτό που είπε η Γραφή: “Εκείνος που μοιράζεται μαζί μου το ψωμί, στράφηκε εναντίον μου”» (Ιω. 13,18). 
ΨΑΛΜΟΣ  67,19
«ΣΤΑ ΨΗΛΩΜΑΤΑ ΑΝΕΒΗΚΕΣ, ΕΠΙΑΣΕΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ. Απ’ τους ανθρώπους δώρα έλαβες και από τους αποστάτες. Ώστε να κατοικήσουνε κι αυτοί στο Θεό κοντά, στον Κύριο».
Ο απ. Παύλος, αναφερόμενος στον Ψαλμό, τον εξηγεί ως εξής: «Στον καθένα όμως έχει δοθεί κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα με το μέτρο που δωρίζει ο Χριστός. Γι’ αυτό λέει η Γραφή: ‘Ανέβηκε ψηλά, πήρε μαζί του αιχμαλώτους, έδωσε δώρα στους ανθρώπους’. Το ανέβηκε όμως, τι άλλο σημαίνει παρά πως προηγουμένως είχε κατέβει εδώ κάτω στη γη; Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία του το σύμπαν» (Εφ. 4,7-10).
ΨΑΛΜΟΣ  68,22
          «Και μου ’δωσαν χολή στο φαγητό μου κι ΟΤΑΝ ΔΙΨΟΥΣΑ ΜΕ ΠΟΤΙΖΑΝ ΞΥΔΙ».
Θυμίζουμε την εκπλήρωση της προφητείας στον Θεάνθρωπο, ο οποίος πάνω στο σταυρό «και για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: ‘Διψώ’. Εκεί κοντά βρισκόταν ένα σκεύος γεμάτο ξύδι. Οι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι στο ξύδι, το στήριξαν στην άκρη ενός κλαδιού από ύσσωπο και το ’φεραν στο στόμα του Ιησού. Εκείνος όταν γεύτηκε το ξύδι, είπε: ‘Τετέλεσται’ (Δηλαδή όλα τώρα εκπληρώθηκαν). Έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε (ο ίδιος με τη θέλησή του) το πνεύμα» (Ιω. 19,28-30).
ΨΑΛΜΟΣ  109
Στο βασιλικό και Χριστολογικό Ψαλμό 109 αναγράφεται: «ΕΙΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΟΥ: Κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να κάνω τους εχθρούς σου χαλάκι για τα πόδια σου».
Η προφητεία εμφανίζει στο προσκήνιο τα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, εκ των οποίων ο Πατέρας απευθυνόμενος προς τον Υιόν Του, του ζητά να καθήσει στα δεξιά του, μέχρι να υποτάξει τις εχθρικές ορατές και αόρατες δυνάμεις, στη δύναμή του. Οι Πατέρες, ο χριστιανικός κόσμος και οι ραβίνοι συμφωνούν περί της μεσσιανικότητας του Ψαλμού αυτού. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα εβραϊκά καί ο πρώτος Κύριος καί ο δεύτερος αναφέρονται ως ΓΙΑΧΒΕ. «Στο Μιδράς Τιλλείμ σημειώνεται ότι θα καλέσει ο Πανάγιος τον Μεσσία να καθίσει στα δεξιά του κατά το γεγραμμένο: ‘Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω, κάθου εκ δεξιών μου’». Ιστορικά ο Ψαλμός έχει αναφορά στον βασιλέα του Ισραήλ, ο οποίος και ‘υιοθετείται’ από τον Γιαχβέ, στα δεξιά του έχει πάντα τη δύναμη του Θεού και νικά τους εχθρούς του με τη βοήθειά Του, όσο βέβαια εκτελεί τις εντολές Του.  
ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ
Ο Μεσσίας, σύμφωνα και με την προφητεία του Ιακώβ, θα προερχόταν από τη φυλή του Ιούδα. Ρίχνοντας περισσότερο φως ο Ησαΐας εντοπίζει τον ερχομό του Μεσσία από την οικογένεια του Ιεσσαί, πατέρα του Δαυίδ: «Ένα κλωνάρι θα φυτρώσει απ’ τον κορμό του Ιεσσαί κι ένα κλαδί θα καρποφορήσει από τις ρίζες του» (11,1-5). Και παρακάτω λέγει: «Πάνω του θ’ αναπαύεται το Πνεύμα του Κυρίου, το πνεύμα αυτό που θα του δίνει σοφία και σύνεση». Περιγράφει μάλιστα τη μεσιακή εποχή στη συνέχεια, οπότε «ο λύκος θα κάθεται παρέα με το αρνί και θα κοιμάται ο πάνθηρας με το κατσίκι αντάμα. Το μοσχαράκι και το λιονταρόπουλο θα βόσκουνε μαζί κι ένα μικρό παιδί θα τα οδηγάει…. το λιοντάρι θα τρέφεται καθώς το βόδι με άχυρο. Το βρέφος άφοβα θα παίζει στη φωλιά της έχιδνας, το νήπιο… θ’ απλώνει το χεράκι του στης κόμπρας τη σπηλιά… Σαν έρθει εκείνη η μέρα, το βλαστάρι απ’ τη ρίζα του Ιεσσαί εκεί θα στέκεται για τους λαούς σημαία» (Ησ. 11,2-10). Πρόκειται επομένως για τον Μεσσία, ο οποίος θα εγκαινιάσει το νέο βασίλειο της χάριτος του Θεού, δια της Εκκλησίας. 
Οι θεϊκές ιδιότητες του Παιδίου Ιησού παρουσιάζονται από τον Ησαΐα με τα εξής καταπληκτικά λόγια: «Γεννήθηκε για μας ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιός. Του οποίου η εξουσία υπάρχει ΑΠ’ ΑΡΧΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥ, και τ’ όνομά του θα’ ναι: ‘Σύμβουλος θαυμαστός, ΘΕΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ, αιώνιος Πατέρας και της ειρήνης Άρχοντας’. Μεγάλη θα’ ναι η εξουσία του, και η ειρήνη ατέλειωτη» (9,5-6).
Στα κεφ. 52 και 53 του Ησαΐα βρίσκουμε μια πολύ εντυπωσιακή προφητεία για το Μεσσία, στην οποία οι πιστοί αναγνωρίζουν τα πάθη του Ιησού: «Δεν είχε ωραία και ελκυστική εμφάνιση. Δεν είχε λαμπρότητα προσώπου, ούτε κάλλος. Το πρόσωπό του ήταν καταφρονημένο, χωρίς τιμή και δόξα. Δέχτηκε εξευτελισμούς και ταπεινώσεις εκ μέρους των ανθρώπων. Αυτός όμως φέρει πάνω του το βαρύ φορτίο των αμαρτιών μας. ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ, ΥΠΕΦΕΡΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΟΜΙΕΣ ΜΑΣ. ΧΑΡΗ ΔΕ ΣΤΗΝ ΠΛΗΓΗ ΕΚΕΙΝΟΥ, ΕΜΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑΜΕ. Και αυτός παρ’ όλες τις κακώσεις που υπέστη, δεν άνοιξε το στόμα του. ΣΑΝ ΑΦΩΝΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΟΔΗΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΣΦΑΓΗ. Σαν αμνός μπροστά σ’ αυτόν που τον κουρεύει, έτσι βαδίζει, χωρίς να ανοίγει το στόμα του. Αφαιρέθηκε βίαια και άδικα από τη γη η ζωή του. Το παιδί μου αυτό, λέγει ο Θεός, δεν έπραξε καμία παρανομία, ούτε βρέθηκε ποτέ ψεύδος στο στόμα του. Αν προσφέρετε αυτόν ως εξιλαστήριο θύμα για τις αμαρτίες σας, η ψυχή σας θα λυτρωθεί. Αυτός θα πάρει ως δική του πνευματική κληρονομιά πολλούς, γιατί με τη θέλησή του παραδόθηκε στο λυτρωτικό για μας θάνατο. Και δια της θυσίας του ΠΗΡΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΠΟΛΛΩΝ».
Ξαφνικά, όμως, ο θεόπνευστος συγγραφέας αλλάζει το συναισθηματικό τόνο του ψαλμού. Από τη σκηνή της ταπείνωσης, περνά στη δόξα: «Θα θυμηθούν και θα ξαναγυρίσουν στον Κύριο όλα τα έθνη της γης. Θα γονατίσουν μπροστά του όλες οι φυλές του κόσμου, γιατί σ’ Αυτόν ανήκει το Βασίλειο και Αυτός εξουσιάζει τα έθνη. Μπροστά του θα γονατίσουν όλοι οι μεγάλοι της γης». Διαβάζοντας κάποιος σήμερα την περικοπή αυτή και αγνοώντας ότι ανήκει στον Ησαΐα, δεν θα ήταν δύσκολο να νομίσει ότι την έγραψε κάποιος Χριστιανός. Είτε τη συγκρίνουμε με το πάθος, που ιστορείται στα Ευαγγέλια, είτε προς τη διδασκαλία των αποστόλων για τη θυσία του Χριστού, είμαστε αναγκασμένοι να ομολογήσουμε ότι αναφέρεται στον Ιησού Χριστό και το έργο του (Υπόθεση Ιησούς…). 
Ο Ησαΐας σε άλλο προφητικό σημείο αναγγέλλει: «Ο Κύριος και Θεός λέει: ‘Εγώ θα βάλω στη Σιών ένα λιθάρι, λιθάρι στέρεο, πολύτιμο, ακρογωνιαίο λιθάρι, θεμέλιο γερό. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα δεν θ’ απογοητευτεί’» (28,16) και σε άλλο σημείο προσθέτει για το Θεό το εξής: «ΕΓΩ ΘΑ ΓΙΝΩ Ο ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΘΑ ΑΓΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΚΟΝΤΑΨΟΥΝ, κι ο βράχος πάνω στον οποίον θα πέσουν…. Πολλοί θα σκοντάψουν, θα πέσουν και θα συντριφθούν, θα παγιδευτούν και θα συλληφθούν» (8,14-15). Ο γέροντας και προφήτης Συμεών, κρατώντας στα χέρια του το βρέφος Ιησούς, ταυτίζει τον επαγγελλόμενο από τον Ησαΐα με τον Ιησού Χριστό, όταν λέγει: «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟ, για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών» (Λουκ. 2,34-35). Και ο απ. των Εθνών συμπληρώνει: «Κανένας δεν μπορεί να βάλει άλλο θεμέλιο εκτός από αυτό που υπάρχει και που είναι ο Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3,11). Και πάλι λέγει για τους απίστους συμπατριώτες του ότι «σκόνταψαν στο λίθο του προσκόμματος, όπως το είχε πει η Γραφή: ‘Κοιτάξτε, τοποθετώ στη Σιών ένα λίθο για πρόσκομμα, μια πέτρα για πτώση. Όποιος όμως πιστεύει σ’ Αυτόν δε θα ντροπιαστεί’» (Ρωμ. 9,32-33). Το ίδιο και ο απ. Πέτρος ονομάζει τον Χριστό λίθο εκλεκτό και έντιμο, αλλά και λίθο προσκόμματος στον οποίον σκοντάφτουν ‘οι απειθούντες στον λόγο’ (Α’ Πετρ. 2,4-8). Επιπλέον ο Πέτρος θίγοντας και το γεγονός ότι ο Κύριος υπήρξε ‘αποδεδοκιμασμένος από τους ανθρώπους’ χρησιμοποιεί και την άλλη προφητεία των Ψαλμών (117,22), σύμφωνα με την οποία «Η πέτρα που οι οικοδόμοι παραπέταξαν, έγινε το σημαντικότερο αγκωνάρι», που ο ίδιος ο Θεάνθρωπος εφαρμόζει στον εαυτόν Του, επισημαίνοντας πως «Ο Κύριος το έκανε αυτό και είναι αξιοθαύμαστο στα μάτια μας» (Ματθ. 21,42).
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΜΙΧΑΙΑ
Ο Μιχαίας ακολούθως (8ο αιώνας π.Χ.)  επισημαίνει τη γενέτειρα του Μεσσία, που θα είναι η Βηθλεέμ, διότι λέγει: «Και συ Βηθλεέμ, που αλλιώς λέγεσαι και οίκος άρτου, μικρή είσαι μεταξύ των πόλεων του Ιούδα. Δεν έχεις ούτε χίλιους κατοίκους. Αλλά από σένα θα προέλθει για τη δική μου δόξα ένας άντρας, για να γίνει άρχοντας του ισραηλιτικού λαού. Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΥΤΟΥ ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ» (5,4).
Πέρα από την επισήμανση του τόπου γεννήσεως του Μεσσία, η προφητεία αναφέρεται και σε κάτι πιο μεγάλο και πιο σπουδαίο. Το προφητευόμενο πρόσωπο, θα ήταν όχι μόνο άνθρωπος, αλλά θα προϋπήρχε και αιώνια, σε αντίθεση με όλους τους άλλους ανθρώπους.  Αυτό σημαίνει η πρόταση της προφητείας: «Η έξοδός του είναι απ’ αρχής αιώνος». Η έξοδος του παιδιού της Βηθλεέμ, δηλ. η ανατολή του, η εμφάνισή του, χάνεται στην αιωνιότητα. Το χωρίο αυτό αναφέρεται στην προαιώνια ύπαρξη του Μεσσία ως  Θεού-Θεανθρώπου (“Υπόμνημα εις το βιβλίο του Μιχαίου”, Νικ. Παπαδόπουλου).
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΧΙΑ
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Θεός φανέρωνε με τους προφήτες του όλο και πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά εκείνου, που επρόκειτο να έρθει για να τους λυτρώσει. Πριν απ’ το Μεσσία, προαναγγέλλει ο προφήτης Μαλαχίας, θα εμφανιστεί ο αγγελιοφόρος του, σκοπός του οποίου θα είναι να προετοιμάσει το δρόμο για τη θεία εξ ουρανού κατάβαση του Χριστού του Θεού: «Ιδού, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου, λέει ο Θεός, για να προετοιμάσει το δρόμο ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. Θα είναι μια φωνή, που θα ακουστεί στην έρημο: Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου, κάνετε ίσιους τους δρόμους του Θεού μας» (Μαλ. 3,1 και Ησαΐας 40,3-5). 
Το περιεχόμενο της προφητείας αυτής είναι θαυμαστό, διότι ο ίδιος ο Θεός αναφέρει ότι θα κατέβει στη γη για να λυτρώσει την ανθρωπότητα, και ότι θα τον προαναγγείλει, σύμφωνα με τη συνείδηση της Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο και Πρόδρομος του Μεσσία ονομαζόμενος. Επομένως, αφού ο Ιωάννης ανήγγειλε και έδειχνε τον Χριστό ως Μεσσία και Κύριο, εξισώνεται ο Χριστός με τον Θεό.
ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ
Ο προφήτης Ζαχαρίας αναφέρεται στη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, με τα λόγια: «Να χαίρεσαι, θυγατέρα Σιών, να διαλαλείς, θυγατέρα Ιερουσαλήμ: Νά, έρχεται σε σένα ο βασιλιάς σου, δίκαιος και ΣΩΤΗΡΑΣ, πράος, και καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι» (Ζαχ. 9,9).
Ο ίδιος προφήτης προλέγει και την αμοιβή του Ιούδα για την προδοσία του: «ΟΡΙΣΑΝ ΤΟΝ ΜΙΣΘΟ ΜΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ ΑΡΓΥΡΙΑ», λέει η προφητεία. Και το λέει ο ίδιος ο Θεός για τον εαυτόν του  (Ζαχ. 11).
Ακόμα ο Ζαχαρίας μάς λέγει: «Όταν κάποιος τον ρωτήσει: Τι είναι οι πληγές αυτές μέσα στα χέρια σου; Εκείνος θα απαντήσει: ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ, ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΘΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥ» (13,6). Είναι τόσο καθαρές οι προφητείες, και επαληθεύτηκαν στη ζωή του Χριστού με τόση ακρίβεια, που νομίζει κανείς ότι διαβάζει τα Ευαγγέλια, στα χρόνια της Καινής Διαθήκης και όχι την Παλαιά Διαθήκη. Έτσι, και οι πληγές μέσα στα χέρια. Προήλθαν από τα καρφιά και προξενήθηκαν από τους φίλους του Χριστού, δηλ. τους συμπατριώτες του Ιουδαίους, που τον παρέδωσαν για να σταυρωθεί.
Μια άλλη προφητεία, εξάλλου, του προφήτη Ζαχαρία αφορά το σταυρικό θάνατο του Εκλεκτού: «ΘΑ ΕΠΙΒΛΕΨΟΥΝ, λέγει, ΣΕ ΜΕΝΑ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΕΚΕΝΤΗΣΑΝ». Θα ατενίσουν, δηλαδή, εμένα, που λόγχισαν πάνω στο Σταυρό. Ας θυμηθούμε το Ρωμαίο στρατιώτη, που λόγχισε την πλευρά του Ιησού, απ’ την οποία έτρεξε αίμα και νερό.
Και τέλος συναφής με τα θεία πάθη είναι και η προφητεία της Εξόδου, που λέγει: «ΚΟΚΚΑΛΟ ΤΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΣΠΑΣΕΤΕ» (κεφ. 12,46). Πράγματι, ενώ οι στρατιώτες έσπασαν τα οστά των μηρών των δύο άλλων κακούργων (12,10 και Ψλμ. 33,21) πάνω στο Σταυρό, για να επιφέρουν γρηγορότερο θάνατο, τον Ιησού δεν τον άγγιξαν, γιατί είχε ήδη εκπνεύσει. 
 ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ
Πρόκειται για την προφητεία των «εβδομήντα εβδομάδων», που τη βρίσκουμε στο 9ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δανιήλ. Είναι η εξής: «ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ορίστηκαν για το λαό σου και την άγια πόλη, για να παύσει η αδικία, για να σφραγιστεί η αμαρτία, για να ξεπλυθεί το κακό, για να επικρατήσει αιώνια δικαιοσύνη, για να επικυρωθεί το όραμα και ο προφήτης και ΝΑ ΧΡΙΣΤΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. Γνώρισε, λοιπόν, και κατάλαβε, ότι από την έκδοση του προστάγματος για να ανοικοδομηθεί η Ιερουσαλήμ, μέχρι του Χριστού του Ηγήτορα  θα είναι επτά εβδομάδες, και εξήντα δύο εβδομάδες. Η πλατεία και το τείχος θα οικοδομηθεί ξανά, μάλιστα σε καιρούς στενοχώριας. Και μετά τις εξήντα δύο εβδομάδες, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΕΚΚΟΠΕΙ, όμως όχι για τον εαυτό του. Και ο λαός του ηγήτορα, ο οποίος θα έρθει, ΘΑ ΑΦΑΝΙΣΕΙ την πόλη και το αγιαστήριο».
Στην Παλαιά Διαθήκη, όταν αναγράφονται ‘69 εβδομάδες’ υπολογίζονται όχι σε ημέρες, αλλά σε περιόδους επτά ετών η κάθε μία. Συνεπώς μέχρι την ΕΜΦΑΝΙΣΗ στο προσκήνιο του Χριστού του Ηγήτορα, του Μεσσία, πρόκειται γράφει να περάσουν: 69 Χ 7 = 483 χρόνια. Ποια είναι όμως η έναρξη υπολογισμού της μεσιακής χρονολογίας; Το ίδιο το κείμενο παραθέτει ως έναρξη την έκδοση ενός προστάγματος για την ανοικοδόμηση, εκ νέου, της Ιερουσαλήμ, μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από την εξορία (Βαβυλώνιος αιχμαλωσία). Το ότι η ανοικοδόμηση ολόκληρης της Ιερουσαλήμ, μαζί με τα τείχη της, επετράπη μόνο δια του διατάγματος επί βασιλείας Αρταξέρξη του Μακρόχειρα (στο εικοστό έτος της βασιλείας του), μας πείθει ότι η χρονολογία αυτή και μόνη, δηλ. το έτος 455 π.Χ., πρέπει να τεθεί ως βάση των εβδομήντα εβδομάδων (βλ. ‘Απολογητικαί  Μελέται Ε’, Παν. Τρεμπέλα, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθ. Απρίλιος 1994). Συνεπώς οι 69 εβδομάδες, αρχόμενες από το έτος 455 π.Χ. λήγουν στο έτος 28 μ.Χ., χρονολογία κατά την οποία ο Χριστός άρχισε, περίπου, τη δημόσια ζωή και δράση του, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Μετά τις 62 εβδομάδες, συνεχίζει όμως η προφητεία, και πριν από την 70η εβδομάδα, ο «Χριστός θα εκκοπεί», ΘΑ ΘΑΝΑΤΩΘΕΙ, και μάλιστα όχι για τον εαυτόν Του αλλά για χάρη των άλλων. Ακόμη, προαναγγέλλει και άλλον αμέσως μετά ηγεμόνα, ο οποίος θα καταστρέψει τα πάντα. Το τελευταίο εμφανώς επισημαίνει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο -σύμφωνα και με την προφητεία του ιδίου του Χριστού (Λουκ. 13,35)- που το 70 μ.Χ. κατέστρεψε πλήρως τα Ιεροσόλυμα και αυτόν ακόμη το Ναό.  
Οι προηγουμένως εκτεθείσες λαμπρές προφητείες (και πολλές άλλες) διατυπώθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και από διαφορετικούς ανθρώπους. Και όμως συγκλίνουν στον ιστορικά κατεξοχήν πνευματικό ηγέτη της σωσμένης ανθρωπότητας, δηλ. της Εκκλησίας, στον Ιησού Χριστό και Υιό του Θεού, στον οποίον και δια του οποίου πραγματοποιήθηκαν με μαθηματική ακρίβεια, σύμφωνα με το καθορισμένο σχέδιο της πάνσοφης Πρόνοιας του Θεού Πατέρα, δια της συνεργίας του Αγίου Πνεύματος, πριν να υπάρξει ακόμη ο κόσμος (βλ. ‘Περιπατούντες εν αληθεία’, Μιχαήλ. Γ. Χούλη, Σύρος 1997).
Εικόνα, από: panagiaalexiotissa.blogspot.com


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com