Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Eρμηνεία Παλαιάς Διαθήκης Μητρ. Γόρτυνος ( Μέρος Κ)


          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

Δημητσάνα, Παρασκευή 15 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ ἀναχωροῦν μέ τόν Βενιαμίν (43,1-14)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὅταν τό σιτάρι τελείωσε καί ὁ Ἰακώβ ζήτησε πάλι ἀπό τούς υἱούς του νά κατέβουν στήν Αἴγυπτο, αὐτοί τοῦ ὑπενθύμισαν ὅτι πρέπει νά πάρουν μαζί τους τόν Βενιαμίν (στίχ. 1-4). Στίς ἔντονες ἀντιρρήσεις τοῦ Ἰακώβ ὁ Ἰούδας ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τήν ἀσφαλῆ ἐπιστροφή τοῦ Βενιαμίν (στίχ. 5-9). Τότε ὁ Ἰακώβ ὑποχώρησε καί οἱ υἱοί του, ἀφοῦ πῆραν μαζί τους πλούσια δῶρα καί τόν Βενιαμίν, ἀνεχώρησαν ἐκ νέου γιά τήν Αἴγυπτο (στίχ. 10-14).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
43,1Ὅταν τελείωσαν τρώγοντας τό σιτάρι πού ἔφεραν ἀπό τήν Αἴγυπτο, εἶπε σ’ αὐτούς ὁ πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι καί ἀγοράστε μας λίγες τροφές».α 2Ἀλλά ὁ Ἰούδας τοῦ εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς προειδοποίησε αὐστηρά· Δέν θά δεῖτε τό πρόσωπό μου, ἄν μαζί σας δέν εἶναι ὁ νεώτεροςβ ἀδελφός σας. 3Ἄν, λοιπόν, ἀφήσεις νά ἔλθει μαζί μας ὁ ἀδελφός μας, θά κατεβοῦμε (στήν Αἴγυπτο) νά σοῦ ἀγοράσουμε τροφές· 4ἄν ὅμως δέν ἀφήσεις νά ἔλθει μαζί μας ὁ ἀδελφός μας, δέν θά πᾶμε (στήν Αἴγυπτο). Γιατί ὁ ἄνθρωπος μᾶς εἶπε· Δέν θά δεῖτε τό πρόσωπό μου ἄν δέν εἶναι μαζί σας ὁ νεώτερος ἀδελφός σας». 5Εἶπε δέ ὁ Ἰσραήλ: «Γιατί μοῦ κάνατε κακό μέ τό νά φανερώσετε στόν ἄνθρωπο ὅτι ἔχετε καί ἄλλον ἀδελφό;» 6Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Ὁ ἄνθρωπος μᾶς ρώτησε ἐπίμονα γιά τήν συγγένειά μας· “Ζεῖ ἀκόμα ὁ πατέρας σας; Ἔχετε ἄλλον ἀδελφό;” Καί τοῦ ἀπαντήσαμε σύμφωνα μέ τίς ἐρωτήσεις αὐτές. Μπορούσαμε νά ξέρουμε ὅτι θά μᾶς ἔλεγε, “φέρτε τόν ἀδελφό σας”;». 7Τότε εἶπε ὁ Ἰούδας πρός τόν Ἰσραήλ τόν πατέρα του: «Ἄφησε τό παιδί νά ἔρθει μαζί μου καί ἄς σηκωθοῦμε νά φύγουμε, γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε καί ἐμεῖς καί ἐσύ καί οἱ οἰκογένειές μας. 8Ἐγώ ἐγγυῶμαι γι’ αὐτόν· κάνε με ὑπεύθυνο γι’ αὐτόν. Ἄν δέν σοῦ τόν φέρω πάλι κοντά σου καί δέ σοῦ τόν παρουσιάσω μπροστά σου, τότε ἄς εἶμαι γιά πάντα ἔνοχος ἀπέναντί σου· 9(Ἄς μήν ἀργοποροῦμε) γιατί, ἄν δέν εἴ­χαμε χρονοτριβήσει, τώρα θά εἴχαμε ἐπιστρέψει ἀπό τό δεύτερο ταξίδι».
10Καί εἶπε πρός αὐτούς ὁ πατέρας τους Ἰσραήλ: «Ἄν, λοιπόν, πρέπει νά γίνει ἔτσι, κάνετε αὐτό· πάρετε στά ἀγγεῖα σας ἀπό τούς (καλύτερους) καρπούς τῆς γῆς καί δώσετε δῶρα στόν ἄνθρωπο· ρητίνη, μέλι, θυμίαμα, στακτή, τερέβινθο καί καρύδια.γ 11Καί πάρετε διπλάσια χρήματα μαζί σας· πάρετε μαζί σας καί τά χρήματα πού σᾶς ἐπιστράφηκαν στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου σας· ἴσως αὐτό νά ἔγινε ἀπό λάθος. 12Πάρετε καί τόν ἀδελφό σας καί σηκωθεῖτε νά κατεβεῖτε (στήν Αἴγυπτο) πρός τόν ἄνθρωπο. 13Εἴθε ὁ Θεός μουδ νά σᾶς δώσει χάρη ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά στείλει μαζί σας τόν ἄλλο ἀδελφό σας (πού ἔμεινε μόνος) καί τόν Βενιαμίν. Ἐγώ δέ, ἄς μείνω στερημένος ἀπό τά παιδιά μου, ὅπως εἶμαι ἤδη.
14Ἀφοῦ δέ ἔλαβαν οἱ ἄνθρωποι τά δῶρα αὐτά καί διπλάσια χρήματα καί τόν Βενιαμίν, ξεκίνησαν καί κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο καί παρουσιάστηκαν μπροστά στόν Ἰωσήφ.
α. Στό Ἑβρ. ὁ στίχος αὐτός φέρεται ὡς στίχ. 2.
β. Τό «ὁ νεώτερος» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «… Καί φέρετε δῶρα πρός τόν ἄνθρωπο, λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, ἀρώματα καί μύρο, πιστάκια καί ἀμύγδαλα».
δ. «Ὁ Θεός ὁ Παντοδύναμος», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
Κεφ. 43-44. Ἐκτός μερικῶν συντόμων παρεμβολῶν, τά κεφ. αὐτά προέρχονται ἐντελῶς ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση. 43,1-34. Τό δεύτερο ταξίδι στήν  Αἴγυπτο. 43,1-2. Ὁ Συμεών, πού ἔμεινε στήν Αἴγυπτο ὡς ὅμηρος (βλ. 14,23),  ὅπως φαίνεται ξεχάστηκε, γιατί οἱ ἀδελφοί ἐπέστρεψαν στήν Αἴγυπτο μόνο ὅταν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό σιτάρι. 43,3-7. Βλ. 42,29-34. Τά προτεινόμενα δῶρα εἶναι εἰδικῆς παραγωγῆς τῆς Χαναάν καί ἦταν πολύτιμα στήν Αἴγυπτο· βλ. 37,25. 43,13. Ὁ δέ Θεός μου… Στό Ἑβρ. τό ὄνομα «Ἔλ σαντάγι». Βλ. 17,1 σχόλ. – Τόν ἕνα. Τόν Συμεών, βλ. 42,24.
 Ἡ συνάντηση μέ τόν Ἰωσήφ (43,15-33)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ, ὅταν εἶδε τούς ἀδελφούς του καί τόν Βενιαμίν, διέταξε νά παρατεθεῖ σ᾽ αὐτούς πλούσιο δεῖπνο στήν οἰκία του (στίχ. 15-16). Οἱ ἀδελφοί πῆγαν πράγματι στήν οἰκία καί ἐκεῖ ἐξήγησαν στόν ὑπεύθυνο ὅτι τήν προηγούμενη φορά εἶχαν βρεῖ τά χρήματά τους πάλι στούς σάκκους τους (στίχ. 17-21), ἀλλά αὐτός τούς καθησύχασε καί τούς παρουσίασε τόν Συμεών (στίχ. 22-24). Ὅταν ἦλθε ὁ Ἱωσήφ τοῦ προσέφεραν τά δῶρα τους καί τόν προσκύνησαν (στίχ. 25-27), αὐτός δέ συγκινήθηκε βλέποντας τόν Βενιαμίν καί, ἀφοῦ ἔκλαψε στό δωμάτιό του (στίχ. 28-29), ἔφαγε μαζί τους (στίχ. 30-31), βάζοντάς τους νά καθίσουν κατά ἡλικία (στίχ. 32) καί δίνοντας στόν Βεμιαμίν πενταπλάσια μερίδα ἀπό ὅ,τι στούς ἄλλους (στίχ. 33).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
43,15Ὅταν ὁ Ἰωσήφ εἶδε αὐτούς καί (μαζί τους) τόν Βενιαμίν, τόν ὁμομήτριο ἀδελφό του,ε εἶπε στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του: «Ὁδήγησε τούς ἀνθρώπους στήν οἰκία μου καί σφάξε σφαχτά καί ἑτοίμασε· γιατί οἱ ἄνθρωποι θά φᾶνε φαγητό μαζί μου τό μεσημέρι». 16Καί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος ὅπως εἶπε ὁ Ἰωσήφ καί ἔφερε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ.
17Ὅταν δέ εἶδαν οἱ ἄνδρες ὅτι ὁδηγοῦντο στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ (φοβήθηκαν) καί εἶπαν: «Γιά τά χρήματα, πού βρέθηκαν στούς σάκκους μας κατά τήν πρώτη φορά ὁδηγούμαστε (ἐδῶ), ὥστε νά βρεῖ ἐναντίον μας πρόφαση καί νά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον μας, γιά νά μᾶς πάρει δούλους καί (νά μᾶς ἁρπάσει) τούς ὄνους μας». 18Καί ἀφοῦ πλησίασαν πρός τόν ἄνθρωπο, τόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας τοῦ Ἰωσήφ, μίλησαν σ’ αὐτόν στήν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ: 19«Παρακαλοῦμε, κύριε», εἶπαν, «τήν πρώτη φορά κατεβήκαμε γιά νά ἀγοράσουμε τροφές· 20καί ὅταν φτάσαμε στό κατάλυμα (γιά τήν νύχτα) ἀνοίξαμε τούς σάκκους μας καί εἴδαμε ὅτι τά χρήματα καθενός ἦταν μέσα σ’ αὐτούς. (Γι’ αὐτό) τά χρήματα αὐτά ἀκέραια τά φέραμε πάλι μαζί μας. 21Φέραμε καί ἄλλα χρήματα μαζί μας, γιά ν’ ἀγοράσουμε τροφές· δέν γνωρίζουμε ποιός ἔβαλε τά χρήματα στούς σάκκους μας». 22Καί αὐτός εἶπε σ’ αὐτούς: «Ἡσυχάστε, μή φοβᾶστε! Ὁ Θεός σας καί Θεός τῶν πατέρων σαςζ σᾶς ἔδωσε θησαυρούς στούς σάκκους σας. Ἐγώ πῆρα πράγματι τό ἀργύριό σας». Καί ἔφερε τόν Συμεών ἔξω σ’ αὐτούς.
23ηἜφερε δέ νερό, γιά νά πλύνουν τά πόδια τους, καί ἀκόμη ἔδωσε τροφή γιά τούς ὄνους τους. 24Καί (οἱ ἀδελφοί) ἑτοίμασαν τά δῶρα τους μέχρις ὅτου νά ἔλθει ὁ Ἰωσήφ τό μεσημέρι· γιατί ἄκουσαν ὅτι ἐπρόκειτο νά γευματίσει ἐκεῖ (ὁ Ἰωσήφ).
25Ὅταν ὁ Ἰωσήφ ἦλθε στήν οἰκία, τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα, πού εἶχαν μαζί τους, στήν οἰκία, καί τόν προσκύνησαν μέχρι τό ἔδαφος. 26Καί τούς ρώτησε γιά τήν ὑγεία τους καί τούς εἶπε· «Εἶναι καλά ὁ γέροντας πατέρας σας, γιά τόν ὁποῖο μοῦ μιλήσατε; Ζεῖ ἀκόμη;». 27Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Ὑγιής εἶναι ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας· βρίσκεται ἀκόμη στήν ζωή». Καί αὐτός εἶπε: «Ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀπό τόν Θεό». Τότε αὐτοί ἔσκυψαν καί τόν προσκύνησαν. 28Ὕψωσε δέ τά μάτια του ὁ Ἰωσήφ καί εἶδε τόν Βενιαμίν τόν ὁμομήτριο ἀδελφό του καί εἶπε: «Αὐτός εἶναι ὁ νεώτερος ἀδελφός σας, πού μοῦ εἴπατε ὅτι θά μοῦ φέρνατε;» Καί εἶπε: «Εἴθε ὁ Θεός νά σέ ἐλεεῖ, τέκνον»! 29Τότε ὁ Ἰωσήφ ταράχτηκε, γιατί ἡ καρδιά του φλεγόταν γιά τόν ἀδελφό του καί ζητοῦσε τόπο γιά νά κλάψει· μπῆκε δέ στό ἰδιαίτερο δωμάτιό του καί ἔκλαψε ἐκεῖ. 30Ἔπειτα ἔνιψε τό πρόσωπό του καί βγῆκε συγκρατούμενος καί εἶπε: «Προσφέρετε φαγητό»! 31Καί ἔβαλαν χωριστά γι’ αὐτόν, χωριστά γιά ’κείνους καί χωριστά γιά τούς Αἰγυπτίους, πού συνέτρωγαν μαζί του· γιατί οἱ Αἰγύπτιοι δέν μποροῦσαν νά συντρώγουν μέ τούς Ἑβραίους, ἐπειδή αὐτό εἶναι βδέλυγμα γιά τούς Αἰγυπτίους. 32Κάθισαν δέ ἐνώπιόν του κατά σειρά ἡλικίας, ἀπό τόν μεγαλύτερο μέχρι τόν μικρότερο, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦσαν μεταξύ τους. 33Καί ἀπό τό δικό του τραπέζι ἔπαιρναν (μέ τήν ἐντολή του) μερίδες και ἔφερναν σ’ αὐτούς· ἀλλά ἡ μερίδα τοῦ Βενιαμίν ἦταν πενταπλάσια ὅλων τῶν ἄλλων. Καί αὐτοί ἤπιαν καί εὐθύμησαν μαζί του.
 ε. Ἡ φράση τῶν Ο´ «τόν ἀδελφόν αὐτοῦ τόν ὁμομήτριον» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
ζ. «Καί ὁ Θεός τοῦ πατρός σας», λέει τό Ἑβρ.
η. Τό Ἑβρ. προσθέτει: «Καί ὁ ἄνθρωπος εἰσήγαγε τούς ἀνθρώπους στήν οἰκία τοῦ Ἰωσήφ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
43,22. Ὁ οἰκονόμος φαίνεται ὅτι γνωρίζει τίς προθέσεις τοῦ Ἰωσήφ, ἀφοῦ αὐτός ἔλαβε τήν ἐντολή του, βλ. 42,25. Ἀπό τά λόγια του πραγματικά φαίνεται νά γνωρίζει ὅτι δηλαδή τά πάντα γίνονται κατά θεία πρόνοια. 43,28. Οὗτος ὁ ἀδελφός… Ὑπάρχει μία μεγάλη διαφορά ἡλικίας μεταξύ τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Βενιαμίν (βλ. 30,22 ἑξ. καί 35,16). Μία παράδοση μάλιστα φέρει τόν Βενιαμίν γεννηθέντα μετά τήν ἀπαγωγή τοῦ Ἰωσήφ, βλ. σχόλιο εἰς 37,10. 43,31. Νόμοι τυπικῆς καθαρότητας ἀπαιτοῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι νά τρώγουν χωριστά ἀπό τούς ξένους.
Τό κύπελλο τοῦ Ἰωσήφ στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν (44,1-17)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε ἐντολή στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του νά βάλει πάλι τά χρήματα στόν σάκκο τῶν ἀδελφῶν, στόν δέ σάκκο τοῦ Βενιαμίν νά βάλει ἐπίσης καί τό ἀργυρό ποτήρι του (στίχ. 1-2). Προτοῦ ὅμως ἀπομακρυνθοῦν οἱ ἀδελφοί, ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε νέα ἐντολή στόν ὑπηρέτη του νά τούς καταδιώξει γιά τό ὅτι αὐτοί δῆθεν ἔκλεψαν τό ἀργυρό ποτήρι του (στίχ. 3-5). Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ, ὅπως ἦταν φυσικό, αἰφνιδιάστηκαν γιά ἄλλη μιά φορά καί δέχτηκαν νά γίνει ἔρευνα στούς σάκκους τους καί νά τιμωρηθοῦν, ἐάν ὄντως αὐτοί εἶναι οἱ ἔνοχοι (στίχ. 6-10). Βρέθηκε ὅμως τό ποτήρι στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν καί οἱ ἀδελφοί ἀλλόφρονες ἐπέστρεψαν στόν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος τούς ἤλεγξε γιά τήν πράξη τους αὐτή (στίχ. 11-15). Τότε ὁ Ἰούδας, ὁμιλώντας πρός αὐτόν ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ἀναγνώρισε ὅτι δέν μποροῦν νά δικαιωθοῦν μέ κάποιο τρόπο καί ὅτι δέχονται νά γίνουν ὅλοι δοῦλοι του (στίχ. 14-16). Ὁ Ἰωσήφ ὅμως εἶπε ὅτι θά γίνει δοῦλος του μόνο ὁ Βεμιαμίν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι εἶναι ἐλεύθεροι νά φύγουν (στίχ. 17).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
44,1Ὕστερα ἀπό αὐτά ὁ Ἰωσήφ διέταξε τόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του καί τοῦ εἶπε: «Γεμίστε τούς σάκκους τῶν ἀνθρώπων μέ τροφές, ὅσες μποροῦν νά μεταφέρουν, καί βάλετε τά χρήματα καθενός στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου. 2Καί βάλετε τό ποτήρι μου τό ἀργυρό στόν σάκκο τοῦ νεώτερου μαζί μέ τά χρήματα γιά τό σιτάρι του. Καί ἔγινε κατά τόν λόγο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπως (ἀκριβῶς) εἶπε.
3Τό πρωί, ὅταν φάνηκε ἡ αὐγή, ἀπεστάλησαν γιά νά φύγουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτοί μέ τούς ὄνους τους. 4Ἀφοῦ δέ αὐτοί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη, προτοῦ νά ἀπομακρυνθοῦν πολύ, εἶπε ὁ Ἰωσήφ στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του: «Τρέξε ἀμέσως πίσω ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μόλις τούς προφθάσεις νά τούς πεῖς· “Γιατί ἀνταποδώσατε κακό ἀντί γιά καλό; Γιατί μοῦ κλέψατε τό ἀργυρό ποτήρι;”α 5Δέν εἶναι αὐτό τό ποτήρι ἀπό τό ὁποῖο πίνει ὁ κύριός μου; Καί μάλιστα μαντεύει μέ αὐτό; Πράξατε πολύ ἄσχημα μέ αὐτό πού κάνατε».
6Ὅταν τούς πρόφτασε τούς ἀπηύθυνε αὐτά τά λόγια. 7Ἐκεῖνοι δέ ἀπάντησαν σ’ αὐτόν: «Γιατί ὁ κύριος μιλάει κατ’ αὐτόν τόν τρόπο; Μή γένοιτο οἱ δοῦλοι σου νά κάνουν ποτέ τέτοιο πράγμα. 8Ἀφοῦ ἐμεῖς σοῦ ἐπιστρέψαμε ἀπό τήν Χαναάν τά χρήματα πού βρήκαμε στούς σάκκους μας, πῶς θά κλέβαμε ἀπό τήν οἰκία τοῦ κυρίου σου ἄργυρο ἤ χρυσό; 9Ἐκεῖνος ἀπό τούς δούλους σου στόν ὁποῖο θά βρεῖς τό (ἀργυρό) ποτήρι νά πεθάνει· καί ἀκόμη οἱ ἄλλοι νά γίνουμε δοῦλοι στόν κύριό μας». 10Καί αὐτός εἶπε: «Νά γίνει, λοιπόν, ὅπως λέγετε· ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά βρεθεῖ τό (ἀργυρό) ποτήρι νά γίνει δοῦλος μου, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως θά εἶστε ἐλεύθεροι». 11Τότε γρήγορα ὅλοι τους κατέβασαν τούς σάκκους τους στήν γῆ καί τούς ἄνοιξαν. 12Καί (ὁ ὑπεύθυνος) ἐρεύνησε ἀπό τόν μεγαλύτερο μέχρι τόν μικρότερο καί βρῆκε τό (ἀργυρό) ποτήρι στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν. 13Τότε αὐτοί ἔσχισαν τά ἱμάτιά τους καί, ἀφοῦ φόρτωσαν τούς σάκκους τους στούς ὄνους τους, ἐπέστρεψαν στήν πόλη.
14Μπῆκε δέ ὁ Ἰούδας καί οἱ ἀδελφοί του στόν οἶκο τοῦ Ἰωσήφ, ἐνῶ αὐτός βρισκόταν ἀκόμη ἐκεῖ· καί ἔπεσαν μπροστά του στήν γῆ. 15Καί εἶπε σ’ αὐτούς ὁ Ἰωσήφ: «Γιατί κάνατε αὐτό τό πράγμα; Δέν ξέρετε, ὅτι ἄνθρωπος, ὅπως ἐγώ, μαντεύει ἀληθινά;». 16Εἶπε δέ ὁ Ἰούδας: «Τί μποροῦμε νά ποῦμε στόν κύριό (μας), τί νά μιλήσουμε ἤ πῶς νά ἀποδείξουμε τήν ἀθωότητά μας; Ὁ Θεός τιμώρησε τήν ἁμαρτία τῶν δούλων σου. Νά, εἴμαστε δοῦλοι στόν κύριό μας και ἐμεῖς καί ἐκεῖνος στόν ὁποῖο βρέθηκε τό ποτήρι». 17Εἶπε δέ ὁ Ἰωσήφ: «Δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο βρέθηκε τό ποτήρι, αὐτός θά γίνει δοῦλος μου· οἱ ἄλλοι δέ ἀναχωρῆστε μέ εἰρήνη γιά τόν πατέρα σας».

α. Ἡ φράση «ἱνατί ἐκλέψατέ μου τό κόνδυ τό ἀργυροῦν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
44,1-34. Ὁ Ἰωσήφ θέτει τούς ἀδελφούς του σέ μία τελευταία δοκιμασία. 44,1-2. Ἡ ἀναφορά στά χρήματα γυρίζει πίσω στήν περικοπή 42,25-28. Ἐδῶ τό ἐνδιαφέρον θέμα εἶναι τό ποτήρι τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 5). 44,5. Τό «κόνδυ» ἦταν ἕνα ἱερό ἀργυρό ποτήρι, πού ἐχρησιμοποιεῖτο γιά μαντεία, δηλαδή, γιά μία μαγική  προφητεία, μέ τήν παρατήρηση τῶν ἀποτελεσμάτων πού ἐδημιουργοῦντο ὅταν ἔπεφταν ἀντικείμενα στό νερό τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ. Ἡ κίνηση ἤ ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ πού ἔπεφτε στό ποτῆρι ἤ ἡ μορφή πού ἐλάμβαναν μερικές σταγόνες ἐλαίου ἑρμηνεύονταν ὡς σημεῖα. Αὐτό τό εἶδος τῆς μαντείας ἦταν γνωστό στήν παλαιά Ἀνατολή καί οἱ Αἰγύπτιοι παρέλαβαν γιά τούς ἄρχοντές τους αὐτές τίς μαγικές τέχνες. 44,15. Ὄντας μεμυημένος στήν σοφία τῶν Αἰγυπτίων ὁ Ἰωσήφ (βλ.  Πράξ. 7,22) ἐννοεῖται ὅτι μποροῦσε νά ἐξασκήσει τήν μαντεία, μέ τήν ὁποία ἐπιστεύετο ὅτι ἀνακαλύπτοντο οἱ κλέπτες. Δέν τό ἔκανε ὅμως αὐτός, διότι εἶχε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά γνωρίζει τά ἀπόκρυφα. 44,16. Ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί ἀναγνώρισαν τήν ὁμαδική ἐνοχή τους, οἱ λόγοι τοῦ Ἰούδα ἀναφέρονται ὄχι στήν κλοπή, τήν ὁποία δέν ἔχουν πράξει, ἀλλά στήν συμπεριφορά τους ὡς πρός τόν Ἰωσήφ. Δέχονται ὅτι τό κτύπημά τους αὐτό προέρχεται ἀπό τόν Θεό γιά τήν διαπραχθεῖσα ἁμαρτία τους, γιά τήν ὁποία βέβαια φαίνεται ἀπό τόν στίχο μας ὅτι μετανοοῦν. 44,17. Ὁ Ἰωσήφ δοκιμάζει τούς ἀδελφούς του γιά νά δεῖ ἄν – ὅπως στήν περίπτωσή του – αὐτοί θά ἄφηναν τόν ἀδελφό τους δοῦλο καί αὐτοί θά ἐπέστρεφαν στόν πατέρα τους γιά νά δικαιολογήσουν τήν ἀπώλεια καί τοῦ ἄλλου υἱοῦ.
Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Ἰούδα (44,18-34)
 (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε ἐγγυηθεῖ στόν Ἰακώβ γιά τήν ζωή τοῦ Βενιαμίν (βλ. 43,8), ἀνέλαβε τώρα νά ἐπέμβει χάριν τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του. Ζήτησε ἀπό τόν Αἰγύπτιο ἄρχοντα – ἀφοῦ τοῦ ἐξέθεσε ὅτι μέ δυσκολία δέχτηκε ὁ πατέρας του Ἰακώβ νά ταξιδέψει μαζί τους ὁ Βενιαμίν (στίχ. 24-32) –  νά μείνει αὐτός ὡς δοῦλος στήν θέση του (στίχ. 33), γιά νά μήν πεθάνει ἀπό τήν λύπη του ὁ πατέρας τους (στίχ. 31.34).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 44,18Τότε τόν πλησίασε ὁ Ἰούδας καί εἶπε: «Παρακαλῶ, κύριε· ἄς ἐπιτραπεῖ νά πεῖ ὁ δοῦλος σου ἕνα λόγο ἐνώπιόν σου, καί ἄς μή θυμώσεις μέ τόν παίδα σου, γιατί ἐσύ εἶσαι (πρῶτος) μετά τόν Φαραώ.β 19Κύριε· ἐσύ ρώτησες τούς δούλους σου καί μᾶς εἶπες: “Ἔχετε πατέρα ἤ ἀδελφό;” 20Καί ἐμεῖς ἀπαντήσαμε στόν κύριο, “(Ναί) ἔχουμε ἡλικιωμένο πατέρα καί ἕνα μικρό ἀδελφό, τέκνο τοῦ γήρατός του· ὁ ἀδελφός του πέθανε καί αὐτός μόνος ἀπόμεινε ἀπό τήν μητέρα του καί ὁ πατέρας του τόν ἀγαπάει”. 21Τότε εἶπες στούς δούλους σου· “Φέρτε αὐτόν σέ μένα καί θά τοῦ δείξω ἀγάπη”.γ 22Ἀλλά εἴπαμε στόν κύριό (μας), “Τό παιδί δέν μπορεῖ ν’ ἀφήσει τόν πατέρα του, γιατί, ἄν τόν ἀφήσει, αὐτός θά πεθάνει”. 23Ἐσύ δέ εἶπες στούς δούλους σου· “Ἄν ὁ νεώτερος ἀδελφός σας δέν κατεβεῖ μαζί σας, δέν θά μπορέσετε πιά νά δεῖτε τό πρόσωπό μου.” 24Ὅταν ἐπιστρέψαμε στόν δοῦλο σου, τόν πατέρα μας, τοῦ εἴπαμε τά λόγια τοῦ κυρίου μας. 25Εἶπε δέ ὁ πατέρας μας· “Πηγαίνετε πάλι καί ἀγοράστε λίγη τροφή γιά μᾶς”. 26Καί εἴπαμε· “Δέν μποροῦμε νά κατεβοῦμε (στήν Αἴγυπτο)· ἀλλά ἄν ὁ νεώτερος ἀδελφός μας ἔρθει μαζί μας, τότε θά κατεβοῦμε· γιατί δέν μποροῦμε νά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ἄν δέν εἶναι μαζί μας ὁ νεώτερος ἀδελφός μας”. 27Καί ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, εἶπε σέ μᾶς· “Γνωρίζετε ὅτι δυό παιδιά μοῦ γέννησε ἡ γυναίκα μου. 28Ὁ ἕνας ἔφυγε μακρυά μου καί εἴπατε ὅτι κατασπαράχτηκε ἀπό θηρίο· καί δέν τόν ξαναεῖδα μέχρι τώρα· 29ἄν, λοιπόν, πάρετε καί αὐτόν μακρυά μου καί τοῦ συμβεῖ κακό στόν δρόμο, τότε θά κατεβάσετε τό γῆρας μου μέ λύπη στόν ἅδη”. 30Τώρα, λοιπόν, ἄν ἐπιστρέψω στόν δοῦλο σου, τόν πατέρα μας, χωρίς νά εἶναι μαζί μας τό παιδί, ἐπειδή ἡ ζωή του (τοῦ πατέρα) ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ζωή του (τοῦ παιδιοῦ), 31θά πεθάνει, ὅταν δεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει τό παιδί· καί οἱ δοῦλοι σου θά κατεβάσουν τό γῆρας τοῦ δούλου σου, τοῦ πατέρα μας, μέ λύπη στόν ἅδη· 32γιατί ὁ δοῦλος σου ἐγγυήθηκε γιά τό παιδί πρός τόν πατέρα λέγοντας· Ἄν δέν τόν ἐπιστρέψω σέ σένα καί νά τόν παρουσιάσω μπροστά σου, τότε νά εἶμαι γιά πάντα ὑπεύθυνος στόν πατέρα. 33Τώρα, λοιπόν, παρακαλῶ, ἄς παραμείνω δοῦλος στήν θέση τοῦ παιδιοῦ, δοῦλος στόν κύριό (μου)· τό δέ παιδί ἄς ἀνεβεῖ μέ τούς ἀδελφούς του· 34γιατί, πῶς νά ἀνεβῶ στόν πατέρα, ἄν τό παιδί δέν εἶναι μαζί μας; (Ὄχι). Ἄς μή δῶ τό κακό πού θά βρεῖ τόν πατέρα μου.
 β. Τό Ἑβρ. λέει: «Γιατί ἐσύ εἶσαι ὅπως ὁ Φαραώ».
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «Φέρτε αὐτόν σέ μένα γιά νά δῶ αὐτόν ἰδίοις ὀφθαλμοῖς».
 (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
44,18-34. Ἡ ὁμιλία τοῦ Ἰούδα, ἕνα ἀπό τά πιό ὡραῖα πεζά κομμάτια τῆς πρώτης ἰσραηλιτικῆς παραδόσεως, συνοψίζει τήν ὅλη πορεία τῶν γεγονότων. 44,21. Καί ἐπιμελοῦμαι αὐτοῦ. Στό Ἑβρ. ἡ πρόταση ἔχει: «Διά νά τόν ἴδω μέ τά ἴδια μου τά μάτια». Αὐτό λεγόμενο ἀπό ἕναν μεγάλο ἤ ἀπό τόν Θεό εἶναι σημεῖο εὐνοίας. Βλ. Ἰερ. 39,12. 40,4. Ψαλμ. 33,18. 34,17. 44,28. Βλ. 37,33. 44,32. Βλ. 43,8. 44,20. Ἡ τραγωδία τοῦ ὑποτιθεμένου θανάτου τοῦ Ἰωσήφ ἐντείνει τό πάθος· γιατί ἀπό τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰακώβ ἀπό τήν Ραχήλ ἔμεινε μόνο ὁ Βενιαμίν καί ἡ ζωή τοῦ Ἰακώβ «ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς» (στίχ. 30).

Eρμηνεία Παλαιάς Διαθήκης Μητρ. Γόρτυνος (Μέρος 11)


           IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

Δημητσάνα, Δευτέρα 18 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Ὁ Ἰωσήφ ἀποκαλύπτεται στούς ἀδελφούς του (45,1-15)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ Ἰωσήφ, μή μπορώντας πλέον νά συγκρατήσει τά δάκρυα, ἔδωσε ἐντολή νά φύγουν ἀπό μπροστά του ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι καί φανέρωσε ποιός εἶναι στούς ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι ἐξεπλάγησαν (στίχ. 1-4). Εἶπε δέ σ᾽ αὐτούς νά μή λυποῦνται γιά τήν πράξη τους νά τόν πωλήσουν ὡς δοῦλο, ἐπειδή ἡ περιπέτειά του ἦταν μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ λαοῦ τους ἀπό τόν λιμό. Γιατί θά ἀκολουθοῦσαν ἀκόμη ἄλλα πέντε ἔτη λιμοῦ καί δέν θά ὑπῆρχε τροφή γιά νά ζήσουν (στίχ. 5-8). Τούς κάλεσε δέ νά σπεύσουν νά ἐπιστρέψουν στόν πατέρα τους καί νά κατέβουν ὅλοι μαζί στήν Αἴγυπτο γιά νά ζήσουν ἐκεῖ (στίχ. 9-13).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
45,1Τότε ὁ Ἰωσήφ δέν μποροῦσε πιά νά κρατήσει τόν ἑαυτό του μπροστά σ’ ὅλους τούς ἀκολούθους του καί εἶπε: «Διῶξτε ὅλους ἀπό μπροστά μου». Ἔτσι δέν ἔμεινε κανένας μαζί μέ τόν Ἰωσήφ, ὅταν αὐτός ἀποκαλυπτόταν στούς ἀδελφούς του. 2Τότε αὐτός ἔκλαψε μέ δυνατό κλάμα· καί τόν ἄκουσαν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι, τό πληροφορήθηκε δέ καί ὁ οἶκος τοῦ Φαραώ.
3Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ στά ἀδέλφια του: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ. Ζεῖ ἀκόμα ὁ πατέρας μου;». Ἀλλά οἱ ἀδελφοί δέν μποροῦσαν νά τοῦ ἀπαντήσουν· γιατί ταράχθηκαν.δ 4Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς ἀδελφούς του: «Πλησιάστε με». Καί αὐτοί πλησίασαν. Καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀδελφός σας, πού πουλήσατε στήν Αἴγυπτο. 5Ἀλλά τώρα μή λυπεῖστε καί μήν κακίζετε τούς ἑαυτούς σας, γιατί μέ πουλήσατε ἐδῶ· διότι γιά διατήρηση τῆς ζωῆς (σας) μέ ἔστειλε ὁ Θεός ἔμπροσθέν σας· 6γιατί τοῦτο εἶναι τό δεύτερο ἔτος κατά τό ὁποῖο ἡ πείνα κυριαρχεῖ στήν γῆ· ἀλλά εἶναι ἀκόμα ἄλλα πέντε χρόνια, στά ὁποῖα δέν θά ὑπάρχει οὔτε σπορά οὔτε συγκομιδή. 7Ὁ Θεός, λοιπόν, μέ ἔστειλε ἔμπροσθέν σας, γιά νά ἐξασφαλίσω γιά σᾶς διαδοχή στήν γῆ καί νά θρέψω μεγάλο ἀριθμό ἀπογόνων σας.
8Ἑπομένως δέν μέ στείλατε σεῖς ἐδῶ, ἀλλά ὁ Θεός· καί μέ ἔκανε ὡς πατέρα τοῦ Φαραώ καί κύριο ὁλόκληρου τοῦ οἴκου του καί ἄρχοντα ὅλης τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου.
    9Σπεύσετε, λοιπόν, ἀνεβεῖτε στόν πατέρα μου καί νά τοῦ πεῖτε: “Τά ἑξῆς λέγει ὁ υἱός σου Ἰωσήφ· Ὁ Θεός μέ ἔκανε κύριο ὁλόκληρης τῆς Αἰγύπτου· ἔλα, λοιπόν, κάτω σέ μένα καί μή μείνεις (ἐκεῖ). 10Θά κατοικήσεις στήν γῆ Γεσέμ τῆς Ἀραβίαςε καί θά εἶσαι κοντά μου ἐσύ, τά παιδιά σου, τά ἐγγόνια σου, τά ποίμνιά σου, οἱ ἀγέλες σου καί ὅλα ὅσα ἔχεις. 11Καί θά φροντίσω γιά τήν ἐκεῖ συντήρησή σου· ὥστε ἐσύ καί τά παιδιά σου καί ὅλα ὅσα ἔχεις νά μή χαθοῦν, γιατί ἀπομένουν ἀκόμα πέντε χρόνια πείνας. 12Νά, βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί σας καί οἱ ὀφθαλμοί τοῦ ἀδελφοῦ μου τοῦ Βενιαμίν ὅτι σᾶς μιλάω μέ τό ἴδιο μου τό στόμα (δηλ. σᾶς μιλάω μέ οἰκειότητα). 13Ἀναφέρετε, λοιπόν, στόν πατέρα μου ὅλη τήν δόξα μου στήν Αἴγυπτο καί ὅλα ὅσα εἴδατε καί σπεύσετε νά φέρετε τόν πατέρα μου ἐδῶ».
14Καί ἀφοῦ ἔπεσε στόν τράχηλο τοῦ ἀδελφοῦ του Βενιαμίν ἔκλαψε πάνω του· καί ὁ Βενιαμίν ἔκλαψε στόν τράχηλό του. 15Φίλησε δέ ὅλους τούς ἀδελφούς του καί ἔκλαψε ἀγκαλιάζοντάς τους. Ἔπειτα δέ ἀπό αὐτά οἱ ἀδελφοί του μίλησαν μαζί του.


δ. «Πρό αὐτοῦ», προσθέτει τό Ἑβρ.
ε. Τό «Ἀραβίας» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
45,1-28. Ὁ Ἰωσήφ γνωρίζεται στά ἀδέλφια του. 45,1-15. Οἱ δύο παραδόσεις, ἐλωχιμική καί γιαχβική, συνδυάζονται σ᾽ αὐτή τήν περικοπή. 45,3. Ἐταράχθησαν γάρ. Φόβος τῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι φοβήθηκαν μία ἐκδίκηση, βλ. 50,15 ἑξ. 45,5 ἑξ. Οἱ στίχ. 5-8  δίνουν μέ τόν στίχ. 50,20 τό κλειδί τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ, βλ. σχόλ. εἰς 37,2. 45,7-8. Οἱ στίχ. αὐτοί παρουσιάζουν τό κεντρικό θέμα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ: Τά γεγονότα κατευθύνονται ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀπό ἀνθρώπινες προθέσεις καί σκοπούς. Ὁ Θεός κατά τήν ἀγάπη Του βγάζει καλό ἀπό τό κακό. Γιατί τά ἀδέλφια τοῦ Ἰωσήφ, χωρίς νά τό γνωρίζουν, ἐξεπλήρωσαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. 45,7. Διά τοῦ Ἰωσήφ ὁ Θεός διετήρησε τήν ζωή («εἰς γάρ ζωήν ἀπέστειλέ με ὁ Θεός», στίχ. 5. 50,20), ὄχι μόνο τήν ζωή τῶν βασανιζομένων  ἀπο τήν πεῖνα Αἰγυπτίων, ἀλλά ἐπίσης καί τοῦ «καταλείμματος» («ὑπολείπεσθαι ὑμῖν κατάλειμμα»), δηλαδή, τῆς οἰκογένειας πού θά φέρει εἰς πέρας τήν ὑπόσχεση πού δόθηκε στόν Ἀβραάμ (12,2-3. 50,24). 45,8. Ὡς πατέρα Φαραώ. «Πατήρ» εἶναι ἕνας τίτλος τοῦ ἄρχοντος, Ἡσ. 9,6. 22,21 (σύγκρ. μέ Α´ Μακ. 11,32). Ἐσθ. 3,13ζ. 8,12λ. 45,10. Ἐν γῇ Γεσέμ. Περιοχή ἀνατολικά τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου. Ἡ περιοχή αὐτή εἶναι ἡ σημερινή Wadi Tumil, μία στενή μερίδα βοσκότοπου στό Δέλτα. Ἀφοῦ οἱ μετανάστες θά ἦταν πλησίον τοῦ Ἰωσήφ («ἔσῃ ἐγγύς μου»), ὑποτίθεται ὅτι ἡ ἕδρα τοῦ Φαραώ θά ἦταν στήν περιοχή τοῦ Δέλτα. Ἔτσι πραγματικά μαρτυρεῖται κατά τήν περίοδο τῶν Ὑκσώς (βλ. σχόλ. εἰς 41,39-41).
Πρόσκληση τοῦ Φαραώ (45,16-20)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ Φαραώ, μόλις ἔμαθε περί τοῦ ἐρχομοῦ τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰωσήφ, εἶπε σ᾽ αὐτόν νά τούς καλέσει νά ἔλθουν καί νά ἐγκατασταθοῦν μόνιμα στήν Αἴγυπτο.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
45,16Ἔφτασε ἡ φήμη στόν οἶκο τοῦ Φαραώ, ὅτι ἦλθαν οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ. Τότε χάρηκε ὁ Φαραώ καί οἱ αὐλικοί του. 17Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Πές στούς ἀδελφούς σου: Κάνετε ὡς ἑξῆς· Φορτῶστε τά ζῶα σας καί ἐπιστρέψτε στήν γῆ Χαναάν, 18καί ἀφοῦ πάρετε τόν πατέρα σας καί τίς οἰκογένειές σας ἐλᾶτε σέ μένα· καί θά σᾶς δώσω ὅλα τά ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου καί θά τρῶτε ὅ,τι καλύτερο ἔχει ἡ χώρα. 19Καί ἐσύ δῶσε (σ’ αὐτούς) τήν ἑξῆς ἐντολή: Πάρετε ἅμαξες ἀπό τήν γῆ τῆς Αἰγύπτου γιά τά παιδιά σας καί τίς γυναῖκες σας· πάρετε τόν πατέρα σας καί ἐλᾶτε. 20Καί μή λυπηθεῖτε γιά τά ἀντικείμενά σας (πού θά ἀφήσετε ἐκεῖ), γιατί ὅλα τά ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου θά εἶναι δικά σας».


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
45,16-20. Κατά τίς αἰγυπτιακές πηγές δέν ἦταν σύνηθες γιά τόν Φαραώ νά ἐπιτρέπει στούς Ἀσιάτες νά ἐγκαθίστανται στή Αἴγυπτο σέ περίοδο πείνας. Ἄρα τώρα ἔχουμε στήν Αἴγυπτο τήν ἐποχή τῶν Ὑκσώς.

Ἡ ἐπιστροφή στήν Χαναάν (45,21-28)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ ἀπέστειλε τούς ἀδελφούς του πίσω στόν πατέρα τους Ἰακώβ μέ πλούσια δῶρα, συμβουλεύοντάς τους νά μήν διαπληκτίζονται στήν ὁδό γιά τό παλαιό τους ἁμάρτημα ἐναντίον του (στίχ. 21-24). Ὁ δέ Ἰακώβ, ἄν καί στήν ἀρχή δέν πίστεψε στόν λόγο τῶν παιδιῶν του, μόλις εἶδε τά πλούσια δῶρα τοῦ Ἰωσήφ, βεβαιώθηκε γιά τό γεγονός καί μέ ἀνανεωμένο τό φρόνημά του ἀποφάσισε νά ταξιδέψει στήν Αἴγυπτο (στίχ. 25-28).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
45,21Ἔτσι καί ἔκαναν οἱ υἱοί Ἰσραήλ. Ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε σ’ αὐτούς ἅμαξες σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ βασιλέως Φαραώ·ζ ἀκόμα τούς ἔδωσε ἐφόδια γιά τό ταξίδι τους. 22Στόν καθένα ἔδωσε διπλῆ στολή· στόν Βενιαμίν δέ ἔδωσε τριακόσια χρυσά νομίσματαη καί πέντε στολές γιά νά ἀλλάζει. 23Καί στόν πατέρα του ἐπίσης ἔστειλε τά ἴδια (στολές καί χρήματα) καί δέκα ὄνους φορτωμένους ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου καί δέκα ἡμιόνους φορτωμένες μέ τρόφιμα γιά τό ταξίδι. 24Ὕστερα ἀπέστειλε τούς ἀδελφούς του καί ἀναχώρησαν· καί εἶπε σ’ αὐτούς: «Μή διαπληκτίζεσθε καθ’ ὁδόν».
25Ἀνέβηκαν, λοιπόν, αὐτοί ἀπό τήν Αἴ­γυπτο καί ἔφτασαν στήν γῆ Χαναάν, στόν πατέρα τους Ἰακώβ· 26καί τοῦ εἶπαν: «Ὁ υἱός σου ὁ Ἰωσήφ ζεῖ καί αὐτός εἶναι ὁ ἄρχοντας σ’ ὁλόκληρη τήν χώρα τῆς Αἰγύπτου». Ὁ Ἰακώβ ἐξεπλάγη καί δέν τούς πίστεψε.
27Ὅταν ὅμως εἶπαν σ’ αὐτόν ὅλα ὅσα τούς εἶπε ὁ Ἰωσήφ καί εἶδε τίς ἅμαξες, πού ἔστειλε ὁ Ἰωσήφ γιά νά τόν μεταφέρουν, ἀναζωογονήθηκε ὁ Ἰακώβ ὁ πατέρας τους. 28Καί εἶπε ὁ Ἰσραήλ: «Θαυμαστό πράγμα (συμβαίνει) σέ μένα,θ ἄν ζεῖ ἀκόμα ὁ Ἰω­σήφ ὁ υἱός μου. Θά μεταβῶ νά τόν δῶ προτοῦ νά πεθάνω».


ζ. Τό «τοῦ βασιλέως» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
η. «Ἀργύρια», λέει τό Ἑβρ.
θ. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί εἶπεν ὁ Ἰσραήλ: “Ἀρκεῖ”!».

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
45,24. Μή ὀργίζεσθε ἐν τῇ ὁδῷ. Τό κείμενο δέν λέγει περισσότερα, γι᾽ αὐτό ἡ ἔννοια τῆς ἔκφρασης εἶναι ἀβέβαιη. Σημαίνει μήν ἀνησυχεῖτε; Μή φοβεῖσθε; Μή διαπληκτίζεσθε;


Ἀναχώρηση τοῦ Ἰακώβ γιά τήν Αἴγυπτο (46,1-7)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Στόν δρόμο γιά τήν Αἴγυπτο ὁ Ἰακώβ προσέφερε θυσία στήν Βηρσαβεέ (στίχ. 1), ὅπου ὁ Θεός μέ ὅραμα νυχτερινό τόν ἐνίσχυσε, βεβαιώνοντάς τον γιά τήν θεία βοήθεια στήν Αἴγυπτο καί γιά τό εἰρηνικό του τέλος κοντά στόν Ἰωσήφ (στίχ. 2-4). Ἔτσι ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰακώβ, μέ τά ὑπάρχοντά τους, κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο (στίχ. 5-7).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

46,1Ἀφοῦ ὁ Ἰσραήλ ἀναχώρησε μέ ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἔφτασε στό Φρέαρ τοῦ Ὅρκου (τήν Βηρσαβεέ) καί πρόσφερε θυσία στόν Θεό τοῦ πατέρα του Ἰσαάκ. 2Μίλησε δέ ὁ Θεός στόν Ἰσραήλ μέ ὅραμα τήν νύχτα καί εἶπε: «Ἰακώβ, Ἰακώβ». Καί αὐτός εἶπε: «Ὁρίστε»! 3Καί εἶπε (ὁ Θεός) σ’ αὐτόν: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τῶν πατέρων σου·α μή φοβηθεῖς νά κατεβεῖς στήν Αἴγυπτο· γιατί θά σέ καταστήσω ἐκεῖ μέγα ἔθνος. 4Ἐγώ ὁ ἴδιος θά κατεβῶ μαζί σου στήν Αἴγυπτο καί Ἐγώ βεβαίως θά σέ ἐπαναφέρω· ὁ Ἰωσήφ μέ τά χέρια του θά σοῦ κλείσει τά μάτια». 5Καί ἀναχώρησε ὁ Ἰακώβ ἀπό τό Φρέαρ τοῦ Ὅρκου (τήν Βηρσαβεέ)· μετέφεραν δέ οἱ υἱοί τοῦ Ἰσραήλ τόν πατέρα τους καί τά παιδιά τους καί τίς γυναῖκες τους στίς ἅμαξες, πού ἔστειλε ὁ Ἰωσήφβ γιά νά τόν μεταφέρουν.
6Ἀφοῦ δέ ἔλαβαν τά ὑπάρχοντά τους, ὅλα ὅσα ἀπέκτησαν στήν χώρα Χαναάν, ἦλθαν στήν Αἴγυπτο ὁ Ἰακώβ καί μαζί του ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του. 7Μαζί του ἦταν οἱ υἱοί του καί οἱ ἔγγονοί του· οἱ θυγατέρες του καί οἱ ἔγγονές του. Ὅλους τούς ἀπογόνους του τούς ἔφερε στήν Αἴγυπτο.

α. Κατά λέξη ἀπό τό Ἑβρ.: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου».
β. «Ὁ Φαραώ», λέει τό Ἑβρ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
46,1-27. Μετοίκηση τοῦ Ἰακώβ στήν Αἴγυπτο. 46,1-7. Δύο παραδόσεις ἔχουν ἐναρμονισθεῖ σ᾽ αὐτή τήν περικοπή: Κατά τήν Γιαχβική παράδοση φεύγει ὁ Ἰακώβ ἀπό τήν Χεβρών, ὅπου τόν εἶχει ἀφήσει ἡ παράδοση αὐτή (37,14) καί κατά τήν Ἐλωχιμική παράδοση φεύγει ἀπό τήν Βηρσαβεέ. 46,1. Ἀπό τήν Χεβρών (37,14) ὁ Ἰακώβ πῆγε πρῶτον στήν Βηρσαβεέ, ἡ ὁποία συνεδέετο μέ τόν Ἰσαάκ (26,23-25). – Τῷ Θεῷ τοῦ πατρός αὐτοῦ Ἰσαάκ. Βλ. στίχ. 3 καί σχόλ. εἰς 26,24. 46,2-4. Ἡ κατάβαση στήν Αἴγυπτο, ἡ ὁποία ἦταν μεγάλης σημασίας γιά τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ὑποκινήθηκε ὄχι μόνο ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ Ἰακώβ νά δεῖ τόν ἀγαπητό του υἱό, τόν Ἰωσήφ (45,28), ἀλλά καί ἀπό τήν θεία ἀποκάλυψη τῆς νυκτός (στίχ. 2). 46,2. Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία θεοφάνεια τῆς πατριαρχικῆς ἐποχῆς. Ὁ Θεός διατάσσει τόν Ἰακώβ νά κατέλθει στήν Αἴγυπτο (ἤδη στήν προοπτική τῆς Ἐξόδου, στίχ. 4), ὅπως εἶχε διατάξει τόν Ἀβραάμ νά πορευθεῖ πρός τήν Χαναάν, 12,1. 46,3. Ὅπως σέ προηγούμενη εὐκαιρία (28,13-15), πρίν ὁ Ἰακώβ ἀφήσει τήν χώρα τῆς ὑπόσχεσης γιά νά πάει σέ ξένη χώρα, ὁ Θεός ἀνανέωσε τήν ὑπόσχεσή Του ὅτι θά τόν κάνει ἕνα μεγάλο ἔθνος (12,2. 18,18) στήν Αἴγυπτο (Ἐξ. 1,7· βλ. στίχ. 4). 46,4. Μόνο τό σῶμα τοῦ Ἰακώβ ἐπέστρεψε ἀπό τήν Αἴγυπτο (50,4-14). Ἐν τούτοις, κατά τήν Ἑβραϊκή συλλογική σκέψη, οἱ λόγοι ἐδῶ τοῦ Θεοῦ στόν Ἰακώβ «ἀναβιβάσω σε εἰς τέλος» ἐκπληρώθηκαν, γιατί ὁ πατέρας ἔζησε στά πρόσωπα τῶν υἱῶν του.

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰακώβ (46,8-27)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Οἱ στίχ. αὐτοί περιέχουν τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἀρρένων μελῶν τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰακώβ (υἱῶν καί ἐγγονῶν), πού κατέβηκαν μαζί του στήν Αἴγυπτο.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
46,8Αὐτά εἶναι τά ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι εἰσῆλθαν στήν Αἴγυπτο μαζί μέ τόν πατέρα τους Ἰακώβ.γ Ὁ Ἰακώβ καί οἱ υἱοί του· ὁ πρωτότοκος τοῦ Ἰακώβ ἦταν ὁ Ρουβήν. 9Οἱ υἱοί τοῦ Ρουβήν ἦταν: Ὁ Ἐνώχ, ὁ Φαλλούς, ὁ Ἀσρών καί ὁ Χαρμί. 10Οἱ υἱοί τοῦ Συμεών ἦταν: Ὁ Ἰεμουήλ, ὁ Ἰαμείν, ὁ Ἀώδ, ὁ Ἰαχείν, ὁ Σαάρ καί ὁ Σαούλ, ὁ υἱός τῆς Χαναανίτιδας. 11Οἱ υἱοί τοῦ Λευΐ ἦταν: Ὁ Γηρσών, ὁ Καάθ καί ὁ Μεραρί. 12Οἱ υἱοί τοῦ Ἰούδα ἦταν: Ὁ Ἤρ, ὁ Αὐ­νάν, ὁ Σηλώμ, ὁ Φαρές καί ὁ Ζαρά. Ὁ Ἤρ ὅμως καί ὁ Αὐνάν πέθαναν στήν γῆ Χαναάν. Καί οἱ υἱοί τοῦ Φαρές ἦταν ὁ Ἐσρών καί ὁ Ἰεμουήλ. 13Οἱ υἱοί τοῦ Ἰσσάχαρ ἦταν: Ὁ Θωλά, ὁ Φουά, ὁ Ἰασούβδ καί ὁ Ζαμβράμ. 14Οἱ υἱοί τοῦ Ζαβουλών ἦταν: Ὁ Σερέδ, ὁ Ἀλλών καί ὁ Ἀχοήλ.ε 15Αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί πού γέννησε ἡ Λεία στόν Ἰακώβ στήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας,ζ ὅπως καί τήν θυγατέρα του Δείνα. Ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν υἱῶν του καί τῶν θυγατέρων του ἦταν τριάντα τρεῖς.
16Οἱ υἱοί τοῦ Γάδ ἦταν: Ὁ Σαφών, ὁ Ἀγγίς, ὁ Σαυνίς, ὁ Θασοβάν, ὁ Ἀηδείς, ὁ Ἀροηδείς καί ὁ Ἀρεηλείς.η 17Οἱ υἱοί τοῦ Ἀσήρ ἦταν: Ὁ Ἰεμνά, ὁ Ἰεσσουά, ὁ Ἰεούλ,θ ὁ Βαριά καί ἡ Σάρα ἡ ἀδελφή τους. Οἱ υἱοί δέ τοῦ Βαριά ἦταν ὁ Χοβόρ καί ὁ Μελχιήλ. 18Αὐτοί εἶναι οἱ υἱοί τῆς Ζελφᾶς, τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Λάβαν στήν Λεία τήν θυγατέρα του. Αὐτούς γέννησε στόν Ἰακώβ, δεκαέξι ψυχές.
19Οἱ υἱοί τῆς Ραχήλ, τῆς γυναίκας τοῦ Ἰακώβ, ἦταν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Βενιαμίν. 20Γεννήθηκαν δέ στόν Ἰωσήφ στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου ὁ Μανασσῆς καί ὁ Ἐφραίμ, τούς ὁποίους γέννησε σ’ αὐτόν ἡ Ἀσεννέθ, ἡ θυγατέρα τοῦ Πετεφρῆ, τοῦ ἱερέα τῆς Ἡλιουπόλεως.ι Υἱός τοῦ Μανασσῆ ἦταν ὁ Μαχίρ, πού γέννησε σ’ αὐτόν ἡ παλλακή (του) Σύρα· υἱός δέ τοῦ Μαχίρ ἦταν ὁ Γαλαάδ. Οἱ υἱοί τοῦ Ἐφραίμ, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Μανασσῆ ἦταν: Ὁ Σουταλαάμ καί ὁ Ταάμ. Υἱός τοῦ Σουταλαάμ ἦταν ὁ Ἐδέμ.κ 21Υἱοί τοῦ Βενιαμίν ἦταν ὁ Βαλά, ὁ Χοβώρ καί ὁ Ἀσβήλ. Υἱοί δέ τοῦ Βαλά ἦταν ὁ Γηρά, ὁ Νοεμάν, ὁ Ἀγχίς, ὁ Ρώς, ὁ Μαμφίμ καί ὁ Ὀφιμίν. Υἱός τοῦ Γηρά ἦταν ὁ Ἀράδ.λ 22Αὐτοί εἶναι οἱ υἱοί τῆς Ραχήλ, πού γέννησε στόν Ἰακώβ. Συνολικά δέκα ὀκτώ ψυχές.μ
23Υἱός τοῦ Δάν ἦταν ὁ Ἀσόμ. 24Υἱοί τοῦ Νεφθαλείμ ἦταν ὁ Ἀσιήλ, ὁ Γωυνί, ὁ Ἰσσάαρ καί ὁ Συλλήμ. 25Αὐτοί ἦταν οἱ υἱοί τῆς Βαλᾶς, τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Λάβαν στήν Ραχήλ τήν θυγατέρα του. Αὐτούς γέννησε αὐτή στόν Ἰακώβ. Συνολικά ἑπτά ἄτομα.
26Συνολικά τά ἄτομα πού προῆλθαν ἀπό τόν Ἰακώβ καί πῆγαν μαζί του στήν Αἴγυπτο, χωρίς τίς γυναῖκες τῶν υἱῶν του, ἦταν ἑξήντα ἕξι. 27Καί οἱ υἱοί (μέ τά ἐγγόνια) τοῦ Ἰωσήφ, πού γεννήθηκαν σ’ αὐτόν στήν Αἴγυπτο ἦταν ἐννέα.ν Συνολικά ὅλα τά πρόσωπα τοῦ οἴκου τοῦ Ἰακώβ, πού εἰσῆλθαν μαζί του στήν Αἴγυπτο, ἦταν ἑβδομήντα πέντε.ξ


γ. Ἡ φράση «ἅμα Ἰακώβ τῷ πατρί αὐτῶν», λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
δ. «Ἰώβ», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Ἰαχλεήλ», κατά τό Ἑβρ.
ζ. «Στήν Παδάν-Ἀράμ», λέει τό Ἑβρ.
η. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί οἱ υἱοί τοῦ Γάδ· Σιφών καί Ἁγγί, Σουνί καί Ἐσβών, Ἠρί καί Ἀροδί καί Ἀριηλί».
θ. «Ἰεσουΐ», κατά τό Ἑβρ.
ι. «Τῆς Ὤν», κατά τό Ἑβρ.
κ. Τό β´ μισό τοῦ στίχ. («ἐγένοντο δέ οἱ υἱοί Μανασσῆ… Ἐδέμ») λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
λ. Ὁ στίχ. 21 κατά τό Ἑβρ.: «Καί οἱ υἱοί τοῦ Βενιαμίν ἦταν ὁ Βελά καί ὁ Βεχέρ, καί ὁ Ἀσβήλ, ὁ Γηρά καί ὁ Νααμάν, ὁ Ἠχί καί ὁ Ρώς, ὁ Μουπίμ καί ὁ Οὑπίμ, καί ὁ Ἀρέδ».
μ. Στό Ἑβρ. τά ὀνόματα ἀριθμοῦνται εἰς 14.
ν. «Δύο», λέει τό Ἑβρ.
ξ. Κατά τό Ἑβρ. «ἑβδομήκοντα».


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
46,8-27. Ὁ Ἱερατικός συγγραφεύς παρεμβάλλει ἐδῶ ἕνα πίνακα τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος δέν ἀφοροῦσε ἀρχικά στήν κατάβαση στήν Αἴγυπτο. Ἡ περικοπή αὐτή προερχόμενη ἀπό μία χωριστή Ἱερατική παράδοση, περιέχει ἕνα κατάλογο τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ, βασιζόμενο στόν παραδοσιακό ἀριθμό 70 κατά τό Ἑβραϊκό. Πολλά ἀπό τά ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν τῆς προγονικῆς φυλῆς βρίσκονται εἰς Ἀριθμ. κεφ. 26. 46,27. Στόν ἀριθμό 70 τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου περιλαμβάνεται ὁ Ἰωσήφ καί τά δυό του παιδιά τά γεννηθέντα στήν Αἴγυπτο, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ. Αὐτό συμφωνεῖ μέ τά χωρία Ἐξ. 1,5 (κατά τό Ἑβρ.) καί Δευτ. 10,22. Οἱ Ο´ ὅμως ὁμιλοῦν περί 75 ἀπογόνων, τό ὁποῖο συμφωνεῖ μέ τό Πράξ. 7,14 καί ὑποστηρίζεται ἀπό τά χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης. Ὁ ἀριθμός αὐτός περιλαμβάνει πιθανόν καί τούς μετέπειτα 5 ἀπογόνους τοῦ Ἰωσήφ, τά τέκνα τοῦ Ἐφραίμ καί τοῦ Μανασσῆ.


Ἡ ὑποδοχή τοῦ Ἰακώβ ἀπό τόν Ἰωσήφ (46,28-34)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ὁ Ἰακώβ συναντᾶ ἐπιτέλους, βαθύτατα συγκινημένος, τόν ἀγαπημένο του υἱό Ἰωσήφ (στίχ. 28-30), ὁ δέ Ἰωσήφ συμβουλεύει τούς ἀδελφούς του τί νά ποῦν στόν Φαραώ ὅταν τούς καλέσει νά παρουσιαστοῦν μπροστά του (στίχ. 31-34).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
46,28Ἀπέστειλε δέ (ὁ Ἰακώβ) τόν Ἰούδα πρό αὐτοῦ πρός τόν Ἰωσήφ, γιά νά τόν συναντήσει στήν πόλη τῶν Ἡρώων, στήν γῆ Ραμεσσῆ.ο 29Ὁ Ἰωσήφ δέ ἀφοῦ ἔζευξε τά ἅρματά του ἀνέβηκε σέ συνάντηση τοῦ πατέρα του Ἰσραήλ στήν πόλη τῶν Ἡρώων·π καί ὅταν συναντήθηκε μέ αὐτόν ἔπεσε στόν τράχηλό του καί ἔκλαψε μέ πολύ κλαυθμό. 30Καί εἶπε ὁ Ἰσραήλ πρός τόν Ἰωσήφ: «Τώρα ἄς πεθάνω, ἀφοῦ εἶδα τό πρόσωπό σου! Πραγματικά ζεῖς ἀκόμα».
31Εἶπε δέ ὁ Ἰωσήφ πρός τούς ἀδελφούς τουρ: «Ἐγώ θά ἀνεβῶ νά εἰδοποιήσω τόν Φαραώ καί νά τοῦ πῶ· “οἱ ἀδελφοί μου καί ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα μου, πού κατοικοῦσαν στήν γῆ Χαναάν, ἦλθαν πρός ἐμένα. 32Οἱ δέ ἄνθρωποι εἶναι ποιμένες, ἀσχολοῦνται μέ τά κτήνη· καί ἔφεραν τά ποίμνιά τους καί τίς ἀγέλες τους καί ὅλα ὅσα ἔχουν”. 33Ὅταν, λοιπόν, σᾶς καλέσει ὁ Φαραώ καί σᾶς πεῖ, “Ποιά εἶναι ἡ ἀσχολία σας;” 34νά τοῦ ἀπαντήσετε: “Εἴμαστε ἄνθρωποι κτηνοτρόφοι οἱ δοῦλοι σου καί ἐμεῖς καί οἱ πατέρες μας ἀπό τήν μικρή μας ἡλικία μέχρι τώρα”. Ἔτσι θά κατοικήσετε στήν γῆ Γεσέμ τῆς Ἀραβίας·σ γιατί στούς Αἰγυπτίους εἶναι μισητοί οἱ ποιμένες.
ο. Τό Ἑβρ. λέγει στόν στίχ. 28: «Ἀπέστειλε δέ τόν Ἰούδα μπροστά ἀπό αὐτόν πρός τόν Ἰωσήφ, γιά νά κατεβεῖ πρό αὐτοῦ στήν Γεσέν· καί ἦλθαν στήν γῆ Γεσέν».
π. «Στήν Γεσέν», λέει τό Ἑβρ.
ρ. «Καί πρός τόν οἶκο τοῦ πατρός του», προσθέτει τό Ἑβρ.
σ. Τό «Ἀραβίας» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.




(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
46,28-47,12. Ὁ Ἰακώβ καί οἱ υἱοί του ἐγκαθίστανται στήν Αἴγυπτο. 46,28. Τόν Ἰούδα ὁ Ἰακώβ «ἐπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ», γιατί αὐτός ἦταν ὁ ἀρχηγός στήν ὁμιλία  (37,26. 43,3-10. 44,18-34). – Εἰς γῆν Ραμεσσῆ. Βλ. σχόλ. εἰς 45,10. 46,31-34.  Ἐπιθυμώντας νά ἔχει τούς συγγενεῖς του πλησίον του στό Δέλτα ὁ Ἰωσήφ, τούς συμβούλευσε νά ποῦν ὅτι εἶναι βοσκοί. Ἀφοῦ δέ ἡ ἀσχολία αὐτή ἦταν βδελυκτή στούς Αἰγυπτίους (στίχ. 34), ὁ Φαραώ θά ἔβλεπε τόν σοφό Ἰωσήφ κάπου ἰδιαίτερα στήν Γεσέμ. 46,34. Βδέλυγμα γάρ ἐστιν Αἰγυπτίοις πᾶς ποιμήν… Τήν φράση αὐτή, ἡ ὁποία φαίνεται ὡς παράξενη μέ τά προηγούμενα (βλ. στίχ. 1. 3), θέλησαν νά τήν ἑρμηνεύσουν ἀπό τό μῖσος τῶν Αἰγυπτίων πρός τούς Ὑκσώς, τούς «βασιλεῖς ποιμένες». Αὐτή ὅμως ἡ ἐξήγηση τῆς λ. «Ὑκσώς», δέν προηγεῖται τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς.

Eρμηνεία Παλαιάς Διαθήκης Μητρ. Γόρτυνος (Μέρος 12)


          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
 Δημητσάνα, Παρασκευή 22 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
 Ἐγκατάσταση τοῦ Ἰακώβ στήν γῆ Γεσέμ (47,1-12)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ἔχοντας πληροφορήσει ὁ Ἰωσήφ τόν Φαραώ γιά τόν ἐρχομό τῶν συγγενῶν του στήν γῆ Γεσέμ (στίχ. 1), παρουσίασε ἔπειτα, ὡς ἀντιπροσωπεία, πέντε ἀπό τούς ἀδελφούς του σ’ αὐτόν (στίχ. 2), ἐπειδή ὁ ἀριθμός πέντε θεωρεῖτο ὡς ἱερός στούς Αἰγυπτίους. Οἱ ἀδελφοί πληροφόρησαν τόν Φαραώ ὅτι εἶναι ποιμένες προβάτων καί γι᾽ αὐτό ἐζήτησαν νά παροικήσουν στήν γῆ Γεσέμ τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία εἶχε πλούσια βοσκή γιά τά ποίμνια (στίχ. 3-4). Ὁ Φαραώ ἔκανε δεκτό τό αἴτημά τους καί κατέστησε μάλιστα αὐτούς ὑπεύθυνους καί στά δικά του ζῶα (στίχ. 5-6). Ὁ γέροντας Ἰακώβ παρουσιάστηκε καί αὐτός μπροστά στόν Φαραώ καί τόν εὐλόγησε (στίχ. 7), τόν χαιρέτησε δηλαδή καί εὐχήθηκε σ᾽ αὐτόν μέ εὐγνωμοσύνη ἤ τόν εὐλόγησε ὡς προφήτης τοῦ Θεοῦ πού ἦταν. Ἡ μεγάλη του ἡλικία (130 ἔτη) θά ἔκανε ἐντύπωση στόν Φαραώ, ἀλλά ὁ Ἰακώβ ἀπάντησε ὅτι ἡ ζωή του ἦταν μικρή καί γεμάτη θλίψεις σέ σχέση μέ τήν ζωή τῶν πατέρων του καί ἀφοῦ εὐλόγησε τόν Φαραώ ἀποχώρησε (στίχ. 8-10). Ἔτσι ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωσήφ ἐγκαταστάθηκε στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου καί διατρεφόταν ἐκεῖ κατά τήν διάρκεια τοῦ λιμοῦ ἀπό τόν Ἰωσήφ (στίχ. 11-12).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 47,1Ἦλθε, λοιπόν, ὁ Ἰωσήφ καί εἰδοποίησε τόν Φαραώ καί (τοῦ) εἶπε: «Ὁ πατέρας μου, οἱ ἀδελφοί μου μέ τά ποίμνιά τους καί τίς ἀγέλες τους καί ὅλα ὅσα ἔχουν ἦλθαν ἀπό τήν γῆ Χαναάν καί εὑρίσκονται πλέον στήν γῆ Γεσέμ». 2Εἶχε δέ λάβει πέντε ἀπό τούς ἀδελφούς του καί τούς παρουσίασε ἐνώπιον τοῦ Φαραώ. 3Τότε εἶπε ὁ Φαραώ στούς ἀδελφούς τοῦ Ἰωσήφ: «Ποιά εἶναι ἡ ἀσχολία σας;». Καί αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: «Ποιμένες προβάτων εἴμαστε οἱ δοῦλοι σου καί ἐμεῖς καί οἱ πατέρες μας». 4Καί πρόσθεσαν στόν Φαραώ: «Ἤρθαμε νά κατοικήσουμε προσωρινά στήν χώρα αὐτή· γιατί δέν ὑπάρχει βοσκή γιά τά ποίμνια τῶν δούλων σου, ἀφοῦ ἡ πείνα εἶναι πολύ βαρειά στήν γῆ Χαναάν. Τώρα, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά κατοικήσουμε οἱ δοῦλοι σου τήν περιοχή Γεσέμ». 5α Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Νά κατοικήσουν στήν περιοχή Γεσέμ. Ἄν μάλιστα γνωρίζεις ὅτι μεταξύ τους ὑπάρχουν δυνατοί ἄνδρες, διόρισέ τους ἀρχιποιμένες τῶν δικῶν μου ποιμνίων».
(ἄλλη διήγηση)
5β Ἔφτασαν, λοιπόν, στήν Αἴγυπτο, πρός τόν Ἰωσήφ, ὁ Ἰακώβ καί οἱ υἱοί του· καί πληροφορήθηκε αὐτό ὁ Φαραώ, ὁ βασιλέας τῆς Αἰγύπτου. 6Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἦλθαν πρός ἐσένα· ἡ γῆ τῆς Αἰγύπτου εἶναι στήν διάθεσή σου. Ἐγκατάστησε τόν πατέρα σου καί τούς ἀδελφούς σου στό καλύτερο μέρος τῆς χώρας».α  7Ἔφερε δέ ὁ Ἰωσήφ τόν πατέρα του Ἰακώβ καί τόν παρουσίασε στόν Φαραώ. Καί ὁ Ἰακώβ εὐλόγησε τόν Φαραώ. 8Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰακώβ: «Πόσων χρόνων εἶσαι;». 9Ἀποκρίθηκε δέ ὁ Ἰακώβ στόν Φαραώ: «Ἡ διαβατάρικη ζωή μου εἶναι ἑκατόν τριάντα χρόνων· λίγα καί σκληρά ἦταν τά χρόνια τῆς ζωῆς μου καί δέν ἔφτασαν τά χρόνια τῆς ζωῆς τῶν πατέρων μου, τῆς προσωρινῆς ζωῆς τους». 10Καί ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ εὐλόγησε τόν Φαραώ, ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ αὐτόν. 11Ἔτσι ὁ Ἰωσήφ ἐγκατέστησε τόν πατέρα του καί τούς ἀδελφούς του καί τούς ἔδωσε ἰδιοκτησία στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου, στό καλύτερο μέρος τῆς χώρας, στήν γῆ Ραμεσσῆ, καθώς διέταξε ὁ Φαραώ.
12Καί ἔτρεφε ὁ Ἰωσήφ τόν πατέρα του καί τούς ἀδελφούς του καί ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα του μέ τροφές ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός.
 α. Οἱ στίχ. 5-6 στό Ἑβρ. ἐμφανίζονται κατ᾽ ἀντίστροφη σειρά: «5Καί εἶπε ὁ Φαραώ πρός τόν Ἰωσήφ: “Ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἦλθαν πρός ἐσένα· 6ἡ γῆ τῆς Αἰγύπτου εἶναι ἐνώπιόν σου· στό καλύτερο μέρος τῆς γῆς βάλε νά κατοικήσει ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου· ἄς κατοικήσουν στήν γῆ Γεσέν, καί ἄν γνωρίζεις ὅτι βρίσκονται μεταξύ τους ἄνδρες ἄξιοι, κατάστησε αὐτούς ἐπιστάτες στά ποίμνιά μου».
 (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
 47,1-6. Αἰγυπτιακές πηγές μαρτυροῦν ὅτι οἱ Φαραώ εἶχαν μεγάλα κοπάδια καί φρόντιζαν πολύ γιά τήν ἀνατροφή τους. 47,5β-12. Ἱερατική παράδοση τῆς ἐγκατάστασης στήν Αἴγυπτο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Κατά τήν παράδοση αὐτή ὁ Ἰακώβ εὐλόγησε τόν Φαραώ πιθανόν μέ εὐλογία γιά εὐημερία καί μακρά ζωή. 47,9. Αἱ ἡμέραι… ἅς παροικῶ. Βλ. 17,8 σχόλ. Ἡ ἔκθεση τοῦ Ἰακώβ περί τῆς ζωῆς του ὅτι «αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν… μικραί καί πονηραί» ἀντανακλᾶ τήν γνώμη ὅτι ἡ ζωή ὅλο καί συντομεύεται καί γίνεται πιό ταραχώδης (βλ. σχόλ. εἰς 5,4-32). 47,11. Ἐν γῇ Ραμεσσῇ. Εἶναι ἡ περιοχή Γεσέμ (ταυτίζεται μέ τήν Τάνις ἤ τήν Καντίρ), ἡ ὁποία μετενομάστηκε «γῆ Ραμεσσῆ» μετά τόν Ραμεσσῆ Β´ (βλ. σχόλ. εἰς Ἐξ. 1,8.11). Τό ὄνομα λοιπόν εἶναι ἐδῶ ἀναχρονιστικό.
 Ἡ διοίκηση τοῦ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο κατά τό ὑπόλοιπο διάστημα τοῦ λιμοῦ (47,13-28)
 (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ λιμός δυνάμωσε στήν Αἴγυπτο καί στήν γῆ Χαναάν καί ὁ Ἰωσήφ, πωλώντας σιτάρι, συγκέντρωσε ὅλο τό ἀργύριο τῶν Αἰγυπτίων καί Χαναναίων (στίχ. 13-14). Ἀλλά ὁ λιμός συνεχιζόταν καί οἱ Αἰγύπτιοι, κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ Ἰωσήφ, ἀναγκάστηκαν, γιά νά πάρουν σιτάρι, νά πωλήσουν στόν Φαραώ τά ζῶα τους κατ᾽ ἀρχάς (στίχ. 15-17), ἀλλά στήν συνέχεια καί τά κτήματά τους, ἀκόμη καί αὐτούς τούς ἑαυτούς τους ὡς δούλους στόν Φαραώ (στίχ. 18-21). Ἔτσι ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε σ᾽ αὐτούς σπόρο γιά νά σπείρουν τά χωράφια τους, μέ τήν ὑποχρέωση νά ἐπιστρέψουν τό ἕνα πέμπτο τῆς σοδειᾶς τους στόν Φαραώ (στίχ. 23-26). Ὁ νέος αὐτός κανονισμός τῆς φορολογίας ὄχι μόνο δέν κρίθηκε σκληρός, ἀλλ᾽ ἀντίθετα ὁ λαός εἶπε στόν Ἰωσήφ μέ ἐνθουσιασμό: «Μᾶς ἔσωσες»! (στίχ. 25). Μόνο τά κτήματα τῶν ἱερέων δέν πῆρε ὁ Ἰωσήφ (στίχ. 22.26β), γιατί αὐτοί εἶχαν μεγάλη δύναμη στήν ἀρχαία Αἴγυπτο καί ὁ Ἰωσήφ φαίνεται ὅτι δέν ἤθελε νά συγκρουστεῖ μαζί τους.
Οἱ Ἰσραηλῖτες ἐγκαταστάθηκαν στήν εὔφορη Γεσέμ, ὅπου ἐπληθύνθηκαν. Ὁ Ἰακώβ ἔζησε στήν Αἴγυπτο συνολικά δεκαεπτά ἔτη (στίχ. 27-28).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 47,13Τροφή ὅμως δέν ὑπῆρχε σ’ ὁλόκληρη τήν γῆ· γιατί ἡ πείνα ἦταν τόσο βαρειά, ὥστε ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου καί ἡ χώρα τῆς Χαναάν ἔφθιναν ἀπό τήν πείνα. 14Τότε ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωσε ὅλα τά χρήματα τά εὑρισκόμενα στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου καί στήν γῆ Χαναάν ὡς ἀντίτιμο γιά τό σιτάρι πού (αὐτοί) ἀγόραζαν καί (αὐτός) τούς πουλοῦσε·β καί ἔφερε ὁ Ἰωσήφ ὅλα τά χρήματα στό ἀνάκτορο τοῦ Φαραώ.
15Ὅταν δέ ἐξαντλήθηκαν ὅλα τά χρήματα στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου καί στήν χώρα τῆς Χαναάν, ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι ἦρθαν στόν Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπαν: «Δῶσε μας τροφή· γιατί νά ἀποθάνουμε ἐνώπιόν σου, ἐπειδή δέν ἔχουμε χρήματα;» 16Καί ὁ Ἰωσήφ τούς εἶπε: «Φέρετε τά κτήνη σας καί θά σᾶς δώσω γιά ἀντάλλαγμα τῶν κτηνῶν σας τροφή, ἄν ἐξαντλήθηκαν τά χρήματά σας». 17Καί ἔφεραν τά κτήνη τους στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ τούς ἔδωσε τροφή σέ ἀντάλλαγμα τῶν ἵππων, τῶν προβάτων, τῶν βοῶν καί τῶν ὄνων. Ἔτσι τούς ἔθρεψε μέ τροφή κατά τό ἔτος ἐκεῖνο σέ ἀντάλλαγμα τῶν κτηνῶν τους.
18Ὅταν δέ τελείωσε τό ἔτος ἐκεῖνο, ἦρθαν σ’ αὐτόν τό ἑπόμενο ἔτος καί τοῦ εἶπαν: «Πρέπει, λοιπόν, νά καταστραφοῦμε ἐνώπιον τοῦ κυρίου μας;γ Γιατί τά χρήματά μας ἐξαντλήθηκαν, τά ὑπάρχοντά μας καί τά κτήνη μας περιῆλθαν στήν κατοχή τήν δική σου, τοῦ κυρίου μας· ἄλλο τίποτα δέν ἀπόμεινε γιά τόν κύριό μας ἀπό τά σώματά μας καί τήν γῆ μας. 19Γιά νά μήν πεθάνουμε, λοιπόν, ἐνώπιόν σου καί ἐρημωθεῖ ἡ γῆ μας, ἀγόρασε ἐμᾶς καί τήν γῆ μας γιά τροφή καί ἄς γίνουμε ἐμεῖς καί ἡ γῆ μας δοῦλοι στόν Φαραώ· δός μας σπόρο γιά νά σπείρουμε, ὥστε νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε καί νά μήν ἐρημωθεῖ ἡ χώρα».
20Καί ἀγόρασε ὁ Ἰωσήφ ὅλη τήν γῆ τῶν Αἰγυπτίων γιά τόν Φαραώ· γιατί κάθε Αἰγύπτιος πούλησε τόν ἀγρό του στόν Φαραώ, ἐπειδή τούς βάρυνε ἡ πείνα· ἔτσι ἡ γῆ περιῆλθε στόν Φαραώ. 21Τόν δέ λαό (ὁ Ἰωσήφ) ὑποδούλωσε στόν Φαραώ ἀπό τό ἕνα ἄκρο τῆς Αἰγύπτου μέχρι τό ἄλλο.δ 22Μόνο τήν γῆ τῶν ἱερέων δέν ἀγόρασε· δέν ἀγόρασε τήν γῆ αὐτή ὁ Ἰωσήφ, γιατί ὁ Φαραώ εἶχε δώσει γιά τούς ἱερεῖς συγκεκριμένο μερίδιο· καί ἔτρωγαν τό μερίδιο πού ἔδωσε σ’ αὐτούς ὁ Φαραώ· γι’ αὐτό δέν πούλησαν τήν γῆ τους.
23Τότε εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς Αἰγυπτίους: «Προσέξτε, σήμερα ἀγόρασα ἐσᾶς καί τήν γῆ σας γιά τόν Φαραώ· πάρετε σπόρο καί σπείρετε τήν γῆ. 24Καί τό μέν ἕνα πέμπτο τῆς ἐσοδείας θά δώσετε στόν Φαραώ· τά δέ τέσσερα πέμπτα θά εἶναι δικά σας ὡς σπόρος γιά τούς ἀγρούς σας καί ὡς τροφή γιά σᾶς καί τήν οἰκογένειά σας». 25Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Μᾶς ἔσωσες! Βρήκαμε χάρη ἐνώπιον τοῦ κυρίου μας καί ἄς γίνουμε, λοιπόν, δοῦλοι στόν Φαραώ». 26Θέσπισε δέ ὁ Ἰωσήφ γιά τήν χώρα τῆς Αἰγύπτου νόμο, ὁ ὁποῖος ὑφίσταται μέχρι σήμερα, νά περιέρχεται τό ἕνα πέμπτο τῆς ἐσοδείας στόν Φαραώ. Μόνον ἡ γῆ τῶν ἱερέων δέν ἀνῆκε στόν Φαραώ.
27Ἐγκαταστάθηκαν, λοιπόν, οἱ Ἰσ­ραηλῖτες στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου, στήν γῆ Γεσέμ. Καί σ’ αὐτήν ἀπέκτησαν κτήματα, αὐξήθηκαν καί ἔγιναν πολυάριθμοι. 28Ἔζησε δέ ὁ Ἰακώβ στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου δέκα ἑπτά χρόνια. Ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἰακώβ ἀνῆλθαν σέ ἑκατόν σαράντα ἑπτά.
 β. Τό «καί ἐσιτομέτρει αὐτοῖς» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «Δέν θά κρύψουμε ἀπό τόν κύριό μας».
δ. Τό Ἑβρ. λέει: «Τόν δέ λαό τόν μετατόπισε στίς πόλεις, ἀπό τό ἕνα ἄκρο τῶν ὁρίων τῆς Αἰγύπτου μέχρι τό ἄλλο».
 (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
 47,13-26. Τό ἀγροτικό πρόγραμμα τοῦ Ἰωσήφ περιεῖχε μία ἀλλαγή στό ὑπάρχον αἰγυπτιακό σύστημα. Αὐτή ἡ παράγραφος συνδέεται μέ τό κεφ. 41. Οἱ Ἰσραηλῖτες στούς ὁποίους ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία ἐθεωρεῖτο ὡς ἱερή καί ἀποτελοῦσε κανόνα ὅτι ἀνῆκε σ᾽ αὐτούς, ἐκπλήσσονταν ἀπό τό καθορισθέν αἰγυπτιακό σύστημα, κατά τό ὁποῖο ὅλη σχεδόν ἡ γῆ ἀνῆκε στόν Φαραώ. Εἶναι πιθανόν νά ποῦμε ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Σολομῶντος, κατά τήν ὁποία εὐρύνονταν οἱ ἐκτάσεις τοῦ στέμματος καί ἐπιβάλλονταν διάφορα εἴδη φόρων  και θεσπίζονταν οἱ ἀγγαρεῖες, οἱ σοφοί τῆς αὐλῆς ἐμπνεύστηκαν ἀπό τό αἰγυπτιακό πολίτευμα, τό ὁποῖο θεώρησαν ὡς ἰδανικό, καί ἔδωσαν στόν Ἰωσήφ τήν δόξα ὅτι τό ἐγκαινίασε αὐτός. 47,14. Κατά πρῶτον ὁ λαός δαπάνησε ὅλα τά χρήματά του γιά τό σιτάρι (σύγκρ. 41,56). 47,15-17. Στήν συνέχεια, στήν ἀπελπισία του ὁ λαός, ἀντήλλαξε ὅλα του τά ζῶα γιά τήν τροφή του. 47,18-19. Τελικά ὁ λαός πρόσφερε τούς ἑαυτούς τους καί τήν χώρα τους στόν Φαραώ. 47,20-26. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι οἱ προηγούμενοι κάτοχοι τῆς γῆς ἔγιναν ἐνοικιαστές τοῦ Φαραώ, καλλιεργοῦντες τήν χώρα γι᾽ αὐτόν καί πληρώνοντες σ᾽ αὐτόν ὡς φόρο τό ἕνα πέμπτο τῆς ἐσοδείας τους. 47,25. Ὁ ἀφηγητής δέν σκοπεύει νά ἐπικυρώσει τήν ἀπολυταρχία, ἀλλά ἐπιδιώκει μόνο νά δοξάσει τόν Ἰωσήφ γιά τήν σοφία του στήν σωστική βοήθεια τοῦ λαοῦ («σέσωκας ἡμᾶς»). – Ἐνῶ ἡ ἑνότητα 47,27-31 ἀνήκει στήν Γιαχβική παράδοση, οἱ στίχ. 27β-28 ἀποτελοῦν ἕνα ἱερατικό σχόλιο.
 Ἐπιθυμία τοῦ Ἰακώβ περί τοῦ ἐνταφιασμοῦ του (47,29-31)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰακώβ, ὅταν πλησίαζε ὁ θάνατός του, ζήτησε ἀπό τόν Ἰωσήφ νά τοῦ ὑποσχεθεῖ μέ ὅρκο ὅτι θά τόν θάψει ὄχι στήν Αἴγυπτο, ἡ ὁποία ἦταν γι᾽ αὐτόν μία ξένη χώρα, ἀλλά στήν Χαναάν, στόν τάφο τῶν πατέρων του.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 47,29Καί πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰσραήλ. Τότε κάλεσε τόν υἱό του Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπε: «Ἄν βρῆκα χάρη ἀπό σένα, βάλε τό χέρι σου κάτω ἀπό τόν μηρό μου (δηλ. ὁρκίσου) ὅτι θά δείξεις σέ μένα ἔλεος καί πιστότητα: Νά μή μέ θάψεις στήν Αἴγυπτο.
30Θέλω νά κοιμηθῶ μέ τούς πατέρες μου· (γι’ αὐτό) νά μέ μετακομίσεις ἀπό τήν Αἴγυπτο καί νά μέ θάψεις στόν τάφο τους». Καί αὐτός (ὁ Ἰωσήφ) εἶπε: «Θά κάνω ὅπως λέγεις».
31Ἀλλά (ὁ Ἰακώβ) ἐπέμεινε: «Δῶσε μου ὅρκο». Καί τοῦ ἔδωσε ὅρκο. Τότε ὁ Ἰσραήλ προσκύνησε στό ἄκρο τῆς ράβδου του.
 (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
 47,29. Ὑπόθες τήν χεῖρά σου… Βλ. σχόλ. εἰς 24,2. 47,31. Ὁ Ἰωσήφ δένει τόν ἑαυτό του μέ ὅρκο νά θάψει τόν πατέρα του Ἰακώβ στόν τάφο τῶν πατέρων του, δηλαδή, στό σπήλαιο Μαχπελᾶ (βλ. κεφ. 23. 49,29-30. 50,12-13). – Καί προσεκύνησεν Ἰσραήλ ἐπί τό ἄκρον… (σύγκρ. μέ Ἑβρ. 11,21), μία χειρονομία σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης (Γ´ Βασ. 1,47 «ἐπί τήν κοίτην» ὅμως). Ἐξ αἰτίας μιᾶς σύγχυσης ἀπό τούς Ο´ τοῦ «μιττά», «κρεββάτι», καί τοῦ «ματτέ», «ράβδος», τό κείμενό τους παρουσιάζει τόν Ἰακώβ νά προσκυνεῖ τήν ράβδο του.

Eρμηνεία Παλαιάς Διαθήκης Μητρ. Γόρτυνος (Μέρος 13)


          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

Δημητσάνα, Δευτέρα 25 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Ὁ Ἰακώβ υἱοθετεῖ τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰωσήφ (48,1-7)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ, λίγο πρίν πεθάνει ὁ πατέρας του Ἰακώβ, πῆρε τούς δύο υἱούς του, Ἐφραΐμ καί Μανασσῆ, καί τούς ἔφερε σ᾽ αὐτόν (στίχ. 1-2). Ὁ Ἰακώβ τότε τούς υἱοθέτησε, δίνοντάς τους θέση ἴση πρός τήν θέση τῶν ἄλλων του παιδιῶν (στίχ. 3-7). Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο σέ μετέπειτα χρόνια στό Ἰσραηλιτικό ἔθνος δέν γίνεται λόγος γιά «φυλή Ἰωσήφ», ἀλλά ξεχωριστά γιά φυλές Ἐφραίμ καί Μανασσῆ, ὡς νά ἦταν οἱ Ἐφραίμ καί Μανασσῆς παιδιά τοῦ Ἰακώβ.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 48,1Λίγο καιρό ὕστερα ἀπό αὐτά εἶπαν στόν Ἰωσήφ· «ὁ πατέρας σου δέν εἶναι καλά». Καί (ὁ Ἰωσήφ) πῆρε τούς δύο υἱούς του, τόν Μανασσῆ καί τόν Ἐφραίμ, καί ἦρθε στόν Ἰακώβ. 2Καί ἀνήγγειλαν στόν Ἰακώβ: «Νά, ἔρχεται σέ σένα ὁ υἱός σου Ἰωσήφ». Καί ὁ Ἰσραήλ συγκέντρωσε τίς δυνάμεις του καί κάθησε στήν κλίνη του. 3Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Ἰωσήφ: «Ὁ Θεός μουα ἐμφανίστηκε σέ μένα στήν Λούζ, στήν γῆ Χαναάν καί μέ εὐλόγησε, 4καί μοῦ εἶπε: «Ἰδού θά σέ αὐξήσω καί θά σέ πληθύνω καί θά σέ κάνω γενάρχη πολλῶν λαῶν καί θά δώσω αὐτήν τήν γῆ σέ σένα καί τούς μετά ἀπό σένα ἀπογόνους ὡς παντοτεινή ἰδιοκτησία». 5Τώρα, λοιπόν, υἱοθετῶ τούς δύο υἱούς σου, οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν σέ σένα στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου, προτοῦ ἐγώ νά ἔρθω (ἐδῶ) κοντά σου στήν Αἴγυπτο· ὁ Ἐφραίμ καί ὁ Μανασσῆς θά εἶναι δικοί μου (υἱοί), θά εἶναι γιά μένα ὅπως ὁ Ρουβήν καί ὁ Συμεών. 6Ἀλλά τά τέκνα, ὅσα θά γεννήσεις μετά ἀπό αὐτούς, θά φέρουν τό ὄνομα τῶν ἀδελφῶν τους· θά ὀνομάζονται ἀπό τήν κληρονομιά ἐκείνων. 7Ὅταν ἐγώ ἐρχόμουν ἀπό τήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας, πέθανε ἡ μητέρα σου Ραχήλ στόν δρόμο πρός τήν γῆ Χαναάν, ὅταν πλησίαζα στόν ἱππόδρομο τῆς περιοχῆς Χαβραθά, πηγαίνοντας πρός τήν Ἐφραθά· ἔθαψα δέ αὐτήν στόν δρόμο τοῦ ἱπποδρόμου· αὐτή εἶναι ἡ Βηθλεέμ.β

α. «Ὁ Θεός ὁ Παντοδύναμος (ὁ Ἔλ Σαντάγι)», λέει τό Ἑβρ.
β. Ὁ στίχ. στό Ἑβρ. λέει: «Ὅταν ἐγώ ἐρχόμουν ἀπό τήν Παδάν, ἀπέθανε σέ μένα ἡ Ραχήλ καθ᾽ ὁδόν στήν γῆ Χαναάν, ἐνῶ δέν ἦταν παρά μικρό διάστημα γιά νά φτάσουμε στήν Ἐφραθά· καί ἔθαψα αὐτήν ἐκεῖ στήν ὁδό τῆς Ἐφραθά· αὐτή εἶναι ἡ Βηθλεέμ».

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
48,1-22. Υἱοθεσία καί εὐλογία τῶν δύο υἱῶν τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Εφραίμ καί τοῦ Μανασσῆ, ἀπό τόν Ἰακώβ. Αὐτό τό κεφ. συνδυάζει πολλές παραδόσεις: Τήν Γιαχβική, τήν Ἐλωχιμική, στίχ. 1-2. 8-22 καί τήν Ἱερατική, στίχ. 3-7. Οἱ παραδόσεις αὐτές θέλουν νά ἐξηγήσουν, μέ τίς τελευταῖες διαθέσεις τοῦ Ἰακώβ, γιατί ὁ Μανασσῆς καί ὁ Ἐφραίμ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ, ἔγιναν πατέρες φυλῶν μέ τήν ἴδια ἰσχύ ὅπως καί τά ἄλλα παιδιά τοῦ Ἰακώβ, γιατί οἱ δύο αὐτές φυλές εὐημέρησαν καί γιατί ἡ φυλή τοῦ Ἐφραίμ ὑπερέβη τήν φυλή τοῦ Μανασσῆ. 48,3-4. Ἡ υἱοθεσία καί εὐλογία τῶν δύο παιδιῶν τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τόν Ἰακώβ βασίζεται στήν θεία ὑπόσχεση πού τοῦ δόθηκε στήν Λουζά ἤ τήν Βαιθήλ (35,9-13). 48,5-6. Υἱοθετώντας τά ἐγγόνια του ὁ Ἰακώβ ἔδωσε σ᾽ αὐτά νομική θέση ἴση πρός τά μεγαλύτερα παιδιά του, τόν Ρουβήμ καί τόν Συμεών. Ἡ διήγηση θέλει νά πεῖ γιά τό περιστατικό πού ὁ «οἶκος τοῦ Ἰωσήφ» (Ἰησ. Ν. 17,17. 18,5. Κριτ. 1,23.35) διηρέθηκε σέ δύο φυλές, τοῦ Μανασσῆ καί τοῦ Ἐφραίμ, καί κάθε μία ἀπό αὐτές ἀπαιτοῦσε ἴδια δικαιώματα μέ τίς ἄλλες φυλές (49,22-26). 48,7. Βλ. 35,16-20. – Ἐκ Μεσοποταμίας τῆς Συρίας. Ἑβρ. «μι-Παντάν», «ἀπό τήν Παδάν». Βλ. σχόλ. εἰς 11,31. – Ἡ μήτηρ σου. Παραλείπεται στό Ἑβρ.
Ὁ Ἰακώβ εὐλογεῖ τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰωσήφ (48,8-22)
 (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰακώβ εὐλογώντας τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 8-9), τοποθέτησε τά χέρια του σταυροειδῶς καί ἔδωσε τήν μεγαλύτερη εὐλογία στόν μικρότερο υἱό, τόν Ἐφραίμ (στίχ. 10-16). Ὅταν ὁ Ἰωσήφ προσπάθησε νά διορθώσει τό «λάθος» τοῦ πατέρα του, ὁ Ἰακώβ βεβαίωσε τόν υἱό του ὅτι γνωρίζει τί κάνει, γιατί ὁ μικρότερος Ἐφραίμ θά δοξασθεῖ περισσότερο (στίχ. 17-20). Ὅταν στό μέλλον οἱ Ἰσραηλῖτες θά ἐπέστρεφαν πίσω στήν Χαναάν, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωσήφ θά ἔπαιρναν ὡς κληρονομία τους τήν περιοχή τῆς Συχέμ (στίχ. 21-22).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
48,8Μόλις ὁ Ἰσραήλ εἶδε τούς υἱούς τοῦ Ἰωσήφ εἶπε: «Ποιοί εἶναι αὐτοί;». 9Καί ἀπάντησε ὁ Ἰωσήφ στόν πατέρα του: «Εἶναι οἱ υἱοί μου, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἐδῶ». Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ: «Πλησίασέ τους σέ μένα, γιά νά τούς εὐλογήσω». 10Τά μάτια ὅμως τοῦ Ἰσραήλ ἦταν θολά ἀπό τά γεράματα καί δέν μποροῦσε νά βλέπει. Ἔφερε, λοιπόν, ὁ Ἰωσήφ αὐτούς πρός αὐτόν καί αὐτός τούς φίλησε καί τούς ἀγκάλιασε. 11Εἶπε δέ ὁ Ἰσραήλ πρός τόν Ἰωσήφ: «Νά, ἀξιώθηκα νά σέ δῶ καί ἀκόμα ὁ Θεός μοῦ ἔδειξε καί τά παιδιά σου». 12Τότε ὁ Ἰωσήφ ἔβγαλε τούς υἱούς του ἀπό τά γόνατα τοῦ Ἰακώβ (ὅπου τούς ἔβαλε γιά υἱοθεσία) καί τόν προσκύνησαν μέ τό πρόσωπο μέχρι τό ἔδαφος.
13Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ἔλαβε τούς δύο υἱούς του, τόν Ἐφραίμ μέ τό δεξί του χέρι (γιά νά ειναι) πρός ἀριστερά τοῦ Ἰσραήλ καί τόν Μανασσῆ μέ τό ἀριστερό του (γιά νά εἶναι) πρός τά δεξιά τοῦ Ἰσραήλ καί τούς ἔφερε κοντά σ’ αὐτόν. 14Καί ὁ Ἰσραήλ ἅπλωσε τό δεξί του χέρι καί τό ἔβαλε στό κεφάλι τοῦ Ἐφραίμ, παρά τό ὅτι αὐτός ἦταν ὁ νεώτερος· τό δέ ἀριστερό του χέρι ἔβαλε στό κεφάλι τοῦ Μανασσῆ, σταυρωτά τά χέρια του.γ 15Καί εὐλόγησε αὐτούςδ καί εἶπε:
«Εἴθε ὁ Θεός, μπροστά στόν Ὁποῖο εὐαρέστη­σανε οἱ πατέρες μου Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ, ὁ Θεός ὁ Ὁποῖος μέ τρέφει ἀπό τήν νεότητά μου μέχρι αὐτή τήν ἡμέρα,
16ὁ Ἄγγελος πού μέ λυτρώνει ἀπό κάθε κακό, νά εὐλογήσει τά παιδιά αὐτά·
καί νά διαιωνισθεῖ ἀπ’ αὐτά τό ὄνομά μου καί τό ὄνομα τῶν πατέρων μου Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ·
εἴθε νά αὐξηθοῦν σέ πολύ πλῆθος στήν γῆ»!
17Βλέποντας ὅμως ὁ Ἰωσήφ ὅτι ἔβαλε ὁ πατέρας του τό δεξί του χέρι στό κεφάλι τοῦ Ἐφραίμ δυσαρεστήθηκε· καί ἔλαβε τό χέρι τοῦ πατέρα του, γιά νά τό μεταθέσει ἀπό τό κεφάλι τοῦ Ἐφραίμ στό κεφάλι τοῦ Μανασσῆ. 18Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ στόν πατέρα του: «Ὄχι ἔτσι, πατέρα· γιατί αὐτός (ἐδῶ) εἶναι ὁ πρωτότοκος· βάλε τό δεξί σου χέρι στό κεφάλι του». 9Ἀλλά (ὁ πατέρας του Ἰακώβ) ἀρνήθηκε λέγοντας: «Γνωρίζω, παιδί μου, γνωρίζω· καί αὐτός ἐπίσης θά καταστεῖ λαός καί αὐτός ἐπίσης θά γίνει μεγάλος· ἀλλά ὁ νεώτερός του ἀδελφός θά γίνει μεγαλύτερός του, οἱ δέ ἀπόγονοί του θά γίνουν πλῆθος ἐθνῶν».
20Καί τούς εὐλόγησε ἐκείνη τήν ἡμέρα λέγοντας: Οἱ Ἰσραηλῖτες θά ἐπικαλοῦνται διά μέσου σας εὐλογίες λέγοντες: «Ὁ Θεός νά σέ καταστήσει σάν τόν Ἐφραίμ, καί τόν Μανασσῆ»! Καί τοποθέτησε τόν Ἐφραίμ μπροστά ἀπό τόν Μανασσῆ.
21Ἔπειτα ὁ Ἰσραήλ εἶπε στόν Ἰωσήφ: «Ἰδού, ἐγώ πεθαίνω· ἀλλά ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σας καί θά σᾶς ἐπαναφέρει στήν γῆ τῶν πατέρων σας. 22Δίνω σέ σένα τό πιό ἐκλεκτό μερίδιο ἀπ’ ὅλους τούς ἀδελφούς σου, τήν (πόλη) Συχέμ,ζ πού ἔλαβα ἀπό τούς Ἀμορραίους μέ τήν μάχαιρά μου καί τό τόξο μου».
γ. Τό Ἑβρ. προσθέτει ἐδῶ: «Διότι ὁ Μανασσῆς ἦταν ὁ πρωτότοκος».
δ. Τό Ἑβρ. λέει: «Καί εὐλόγησε τόν Ἰωσήφ».
ε. Τό Ἑβρ. λέει: «Περιεπάτησαν».
ζ. Ἡ λέξη «σεχέμ» στήν Ἑβρ. σημαίνει καί τήν πόλη Συχέμ καί μία ἔκταση γῆς. Ἔτσι τό Ἑβρ. λέει: «Καί ἐγώ δίνω σέ σένα κομμάτι γῆς (σεχέμ) ἕνα ὑπέρ τούς ἀδελφούς σου».
  (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
 8,12. Τά παιδιά ἐτέθησαν μεταξύ τῶν γονάτων τοῦ Ἰακώβ, πράγμα τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε μέρος τῆς τελετῆς τῆς υἱοθεσίας, βλ. 16,2 καί 30,3. Ὁ Ἰωσήφ ἀπέσυρε τούς υἱούς του ἀπό τά γόνατα τοῦ πάππου τους καί γονάτισε γιά νά λάβει καί αὐτός μέρος στήν εὐλογία τοῦ πατέρα του. 48,13-14. Ὁ Ἰωσήφ φέρει τόν Μανασσῆ, τόν πρωτότοκό του, γιά εὐλογία πρός τό δεξί χέρι τοῦ Ἰακώβ, ἀλλά ὁ Ἰακώβ διασταυρώνει τά χέρια του καί θέτει τό δεξί χέρι στήν κεφαλή τοῦ Ἐφραίμ καί ἔτσι δίνει σ᾽ αὐτόν τήν προτεραιότητα. Ὁ ἀφηγητής ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του τήν παλαιά πίστη γιά τήν δύναμη τῆς εὐλογίας στήν ἐπιθανάτια κλίνη (βλ. σχόλ. εἰς 27,4) θέλοντας νά μιλήσει γιά δύο γεγονότα: (1) Ὁ Μανασσῆς καί ὁ Ἐφραίμ, πού κατοίκησαν στήν κεντρική ὀρεινή περιοχή, ἦσαν οἱ ἰσχυρές φυλές στήν πρώτη ἰσραηλιτική ἱστορία. (2) Ἡ φυλή τοῦ Ἐφραίμ, τοῦ μικροτέρου υἱοῦ, κατά τήν περίοδο τῶν Κριτῶν καί τῆς πρώτης μοναρχίας, πέτυχε ὑπεροχή στήν φυλή τοῦ πρωτοτόκου υἱοῦ, τοῦ Μανασσῆ, πού ἄλλοτε εἶχε καταταχθεῖ πρώτη στήν ἡγεσία. 48,15-16. Ὁ Ἰακώβ ἐπικαλεῖται τόν Θεό μέ μία τριπλῆ περιγραφή: (1) Ὁ Θεός πρό τοῦ ὁποίου οἱ πατέρες του «εὐηρέστησαν» (στίχ. 15· βλ. καί 17,1. 24,40). (2) Ὁ Θεός, ὁ «τρέφων» (στίχ. 15·κατά λέξη, ὁ «ποιμαίνων», βλ. Ψαλμ. 22,1) αὐτόν σέ ὅλη του τήν ζωή. (3) «Ὁ ἄγγελος ὁ ρυόμενός με» (στίχ. 16. Βλ. σχόλ. εἰς 16,7). Κατά τήν παλαιά πίστη τό «ὄνομα», δηλαδή, ἡ παράδοση τῶν πατέρων, ἔπρεπε νά διαιωνισθεῖ στούς δύο υἱούς («ἐν αὐτοῖς τό ὄνομά μου καί τό ὄνομα τῶν πατέρων μου Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ…», στίχ. 16). 48,18. Οἱ κινήσεις τῆς εὐλογίας εἶναι ἀποτελεσματικές ἀπό μόνες τους καί τό δεξί χέρι  φέρει περισσότερη εὐλογία ἀπό τό ἀριστερό. 48,19. Ὁ Ἐφραίμ θά γίνει πράγματι ἡ πιό σημαντική φυλή τῆς ὁμάδος τοῦ Βορρᾶ, ὁ πυρήνας τοῦ μελλοντικοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. 48,20. Μία ἄλλη ἔκδοση τῆς εὐλογίας (σύγκρ. μέ στίχ. 15-16). – Ἰσραήλ. Ἡ ὀνομασία αὐτή ἐδῶ δέν ἀναφέρεται στόν Ἰακώβ, ἀλλά στόν λαό (34,7). – Ὡς Ἐφραίμ καί ὡς Μανασσῆ, δηλαδή, ὡς γόνιμος μέ ἀπογόνους ὅπως ἐκεῖνες οἱ φυλές. 48,21. Ὁ Ἰωσήφ ἀπέθανε στήν Αἴγυπτο, ἀλλά τά ὀστᾶ του μεταφέρθηκαν στήν Χαναάν (βλ. σχόλ. εἰς 46,4). 48,22. Τό Ἑβρ. παίζει μέ τήν λ. «σεχέμ», πού σημαίνει «ὦμος» καί δηλώνει ἐπίσης τήν πόλη καί τήν περιοχή τῆς Συχέμ, ἡ ὁποία θά δοθεῖ στούς υἱούς τοῦ Ἰωσήφ καί ὅπου θά ταφεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσήφ, Ἰησ. 24,32. Ἡ Συχέμ εἶναι ἡ σπουδαιότερη πόλη πού κεῖται στήν περιοχή τοῦ Ἰωσήφ (βλ. σχόλ. εἰς 12,6). Ὁ Ἰακώβ μοιράζει τήν ἁγία Γῆ ὅπως ὁ πατέρας μιᾶς οἰκογένειας ἤ ὅπως μοιράζει ὁ ἱερεύς τά τεμάχια τοῦ σφαγίου τῆς θυσίας, Α´ Βασ. 1,4 ἑξ. Ὁ «ὦμος» («Συχέμ») πάντως εἶναι ἕνα ἐκλεκτό κομμάτι τοῦ σφαγίου, Α´ Βασ. 9,23-24. Ἐδῶ ἔχουμε μία μεμονωμένη παράδοση τῆς διανομῆς τῆς Χαναάν ἀπό τόν Ἰακώβ καί τῆς κατάκτησης τῆς Συχέμ διά τῶν ἁρμάτων («ἐν μαχαίρᾳ μου καί τόξῳ…»), στήν ὁποία Συχέμ ὁ Ἰακώβ εἶχε ἀγοράσει παλαιά μόνο ἕναν ἀγρό. Ἡ ἔκφραση πράγματι «ἐν μαχαίρᾳ μου καί τόξῳ…» ἀντανακλᾶ μία διαφορετική παράδοση ἀπό τήν εἰς 33,19-20, ἡ ὁποία ἀναφέρει εἰρηνική συμπεριφορά τοῦ Ἰακώβ στήν Συχέμ, καί ἀπό τήν παράδοση εἰς κεφ. 34, ἡ ὁποία περιγράφει τήν διαμαρτυρία τοῦ Ἰακώβ γιά τήν ἐπίθεση τῶν υἱῶν του κατά τῆς πόλεως αὐτῆς (34,25-30). – Ἀμορραίων. Βλ. περί αὐτῶν σχόλ. εἰς 10,15-20.

Eρμηνεία Παλαιάς Διαθήκης Μητρ. Γόρτυνος (Μέρος 14)


          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

Δημητσάνα, Παρασκευή 29 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.

Εὐλογίες τοῦ Ἰακώβ (49,1-28)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰακώβ, πριν πεθάνει, φώναξε τούς δώδεκα υἱούς του (στίχ. 1) καί εὐλογώντας τους ἕναν-ἕναν προφήτευσε σ᾽ αὐτούς τό μέλλον τῶν φυλῶν, οἱ ὁποῖες θά προήρχοντο ἀπό αὐτούς: Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ρουβήν, λόγω τῆς ἁμαρτίας τοῦ γενάρχη τους νά μολύνει τήν γυναίκα τοῦ πατέρα του, δέν θά πάρουν τήν εὐλογία τοῦ πρωτοτόκου καί δέν θά διαδραματίσουν λοιπόν σημαντικό ρόλο στό Ἰσραήλ (στίχ. 3-4)· ὁ Συμεών καί ὁ Λευί, ἐξ αἰτίας τῆς σφαγῆς τῶν Συχεμιτῶν, ἀποδοκιμάζονται ἀπό τόν Ἰακώβ καί οἱ ἀπόγονοί τους θά διασκορπιστοῦν στό Ἰσραήλ (στίχ. 5-7)· ὁ Ἰούδας ἀντίθετα θά δοξασθεῖ, θά τόν προσκυνήσουν οἱ ἀδελφοί τοῦ πατέρα του καί θά ἡγηθεῖ μέσα στό Ἰσραήλ, θά προέλθει δέ ἀπό αὐτόν ὁ Μεσσίας, πού θά εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν (στίχ. 8-12)· ὁ Ζαβουλών θά κατοικήσει στά παράλια, νότια τῆς Σιδῶνος (στίχ. 13)· ὁ Ἰσσάχαρ θά κατοικήσει σέ καλή γῆ καί θά γίνει γεωργός (στίχ. 14-15)· ὁ Δάν θά κρίνει τόν λαό του, θά εἶναι σάν ἕνα φίδι στήν ὁδό (στίχ. 16-18)· ὁ Γάδ θά ἀπαντᾶ μέ ἐπιτυχία στίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 19)· ὁ Ἀσήρ θά κατοικήσει σέ πλούσια γῆ καί θά προμηθεύει μέ τροφή τούς ἄρχοντες (στίχ. 20)· ὁ Νεφθαλείμ θά περιπλανᾶται ἐλεύθερος στά ὄρη τῆς Γαλιλαίας (στίχ. 21)· ὁ Ἰωσήφ, τόν ὁποῖο ἐπιβουλεύονταν, ἀλλά αὐτός μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ συνέτριψε τίς κατά αὐτοῦ ἐνέργειες, θά ἔχει τήν εὐλογία τῆς γῆς, τήν εὐλογία τοῦ πατέρα του καί τῆς μητέρας του (στί. 22-26)· καί ὁ Βενιαμίν θά εἶναι δυνατός πολεμιστής, σάν ἕνας ἁρπακτικός λύκος (στίχ. 27). Μέ αὐτά τά λόγια εὐλόγησε ὁ Ἰακώβ τούς δώδεκα υἱούς του (στίχ. 28).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
49,1Κάλεσε, λοιπόν, ὁ Ἰακώβ τούς υἱούς του καί τούς εἶπε: «Συναχθεῖτε, γιά νά σᾶς ἀναγγείλω τί πρόκειται νά σᾶς συμβεῖ στίς ἔσχατες ἡμέρες (δηλαδή στό μέλλον).
2Συναθροισθεῖτε καί ἀκοῦστε με,
υἱοί τοῦ Ἰακώβ,
ἀκοῦστε τόν πατέρα σας Ἰσραήλ:
3Ρουβήν, σύ εἶσαι ὁ πρωτότοκός μου,
ἡ δύναμή μου, ἡ ἀρχή τῶν παιδιῶν μου·
σκληρός φάνηκες στήν συμπεριφορά σου
καί πολύ αὐθάδης.α
4Ἐξύβρισες σάν τό νερό·β
ἄς μή σοῦ συμβεῖ χειρότερο·γ
γιατί ἀνέβηκες στήν κλίνη τοῦ πατέρα σου
καί μόλυνες τότε τό κρεβάτι πού ἀνέβηκες.
5Ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ εἶναι ἀδέλφια·
ἔπραξαν ἀδικία μέ τήν πρόθεσή τους.δ
6Ἡ ψυχή μου ἄς μή συμμετέχει
στήν θέλησή τους·
ἡ καρδιά μου ἄς μήν παρευρεθεῖ
στίς συνελεύσεις τους·
γιατί στόν θυμό τους
φόνευσαν ἀνθρώπους
καί στό πεῖσμα τους
ἔκοψαν τά νεῦρα ταύρου.ε
7Καταραμένος νά εἶναι ὁ θυμός τους,
γιατί ἦταν αὐθάδης·
καί καταραμένη ἡ ὀργή τους,
γιατί ἦταν σκληρή·
θά τούς διαμοιράσω
στήν χώρα τοῦ Ἰακώβ
καί θά τούς διασκορπίσω
μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ.
8Ἰούδα, θά σέ ὑμνήσουν οἱ ἀδελφοί σου·
τά χέρια σου θά τρέπουν σέ φυγή
τούς ἐχθρούς σου·
θά σέ προσκυνήσουν
οἱ υἱοί τοῦ πατέρα σου.
9Μικρό λιονταράκι εἶσαι Ἰούδα·
ἀνέβηκες, παιδί μου, ἀπό βλαστό·ζ
ἀνέπεσες καί κοιμήθηκες
σάν λιοντάρι καί σάν λιονταράκι·
ποιός τολμάει νά τό ξυπνήσει;
10Ποτέ δέν θά ἐκλείψει
ἄρχοντας ἀπό τόν Ἰούδα,
οὔτε ἀρχηγός ἀπό τούς ἀπογόνους του,
μέχρις ὅτου ἔρθουν
ἐκεῖνα πού εἶναι ἑτοιμασμένα γιά Ἐκεῖνον·
καί Αὐτόν θά ἀναμένουν ὅλα τά ἔθνη.η
11Στήν ἄμπελο δένει τό πουλάρι του
καί στόν ἕλικα τοῦ κλήματος
τό πουλάρι τῆς ὄνου του·
θά πλύνει τά ροῦχα του στόν οἶνο
καί στό αἷμα τοῦ σταφυλιοῦ
τήν ἐνδυμασία του.
12Τά μάτια του θά ἀκτινοβολοῦν χαρά
ἀπό τό κρασί
καί τά δόντια του θά εἶναι πιό λευκά
ἀπό τό γάλα.θ
13Ὁ Ζαβουλών θά κατοικήσει
στά παράλια καί σέ λιμάνι πλοίων,
τό δέ ὅριό του θά φθάνει
μέχρι τήν Σιδώνα.
14Ὁ Ἰσσάχαρ ἐπεθύμησε τήν ἄνεση
ἀναπαυόμενος μεταξύ τῶν κλήρων
(τῶν ἀδελφῶν του)·ι
15καί βλέποντας ὅτι
ἡ ἀναπαυτική ζωή εἶναι καλή
καί ὅτι ἡ γῆ (του) εἶναι εὔφορη
ἔκλινε τόν ὦμο του στήν ἐργασία
καί ἔγινε γεωργός.κ
16Ὁ Δάν θά κρίνει τόν λαό του,
ὡς μία ἀπό τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ.
17Ὁ Δάν θά εἶναι φίδι
πού εἶναι κρυμμένο στόν δρόμο,
πού παραμονεύει στό μονοπάτι,
πού δαγκώνει τήν πτέρνα τοῦ ἵππου,
ὥστε νά πέσει ὁ ἱππέας του πρός τά πίσω,
18περιμένοντας τήν σωτηρία του
ἀπό τόν Κύριο.λ
19Πειρατές θά λεηλατήσουν τόν Γάδ
ἀλλά καί αὐτός τελικά
θά τούς πειρατεύσει.
20Τοῦ Ἀσήρ ἡ τροφή θά εἶναι πλούσια·
καί αὐτός θά δώσει ἀπολαύσεις
στούς ἄρχοντες.
21Ὁ Νεφθαλείμ θά εἶναι βλαστάρι ὑψωμένο
πού θά γεννάει ὡραίους καρπούς.μ
22Ἰωσήφ, παιδί μου ἔνδοξο,
παιδί μου ἔνδοξο καί ζηλευτό,
παιδί τῶν γηρατειῶν μου.
Γύρισε νά σέ δῶ (καλύτερα).
23Συνωμοτοῦσαν ἐναντίον του
καί τόν ἔβριζαν
καί τόν σημάδευαν δυνατοί τοξότες.
24Ἀλλά ἔσπασαν ἐντελῶς τά τόξα τους
καί παρέλυσαν τά νεῦρα
τῶν δυνατῶν χεριῶν τους
ἀπό τό Χέρι τοῦ παντοδύναμου
Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ.
Ἀπό ἐκεῖ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Ἰσραήλ·
ἀπό τόν Θεό τοῦ πατέρα σου.
25Σέ βοήθησε, λοιπόν, ὁ Θεός μου
καί σέ εὐλόγησε μέ εὐλογία
ἀπό τόν οὐρανό πάνω
καί μέ εὐλογίες ἀπό τήν γῆ (κάτω),
(τήν γῆ) πού ἔχει ὅλα τά ἀγαθά·
μέ εὐλογίες μαστῶν καί μήτρας.
26Οἱ εὐλογίες τοῦ πατέρα σου
καί τῆς μητέρας σου
ἄς ξεπεράσουν (ἄλλες) εὐλογίες·
ἄς φτάσουν μέχρι τά ἀσάλευτα βουνά
καί τούς αἰώνιους λόφους.
Ἄς εἶναι αὐτές στήν κεφαλή τοῦ Ἰωσήφ
καί στήν κορυφή τοῦ ἐκλεκτοῦ
μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του.ν
27Ὁ Βενιαμίν θά εἶναι λύκος ἁρπακτικός·
τό πρωί θά κατατρώγει ἀκόμα (θηράματα)
καί τήν ἑσπέρα θά μοιράζει τροφή».ξ
 28Ὅλοι αὐτοί εἶναι οἱ δώδεκα υἱοί τοῦ Ἰακώβ· αὐτά εἶπε σ’ αὐτούς ὁ πατέρας τους καί τούς εὐλόγησε. Στόν καθένα ἔ­δωσε τήν ἁρμόζουσα εὐλογία.
 α. Κατά τό Ἑβρ. τό τέλος τοῦ στίχου: «Ἔξοχος κατά τήν ἀξία καί ἔξοχος κατά τήν δύναμη».
β. «Ἄστατος σάν τό νερό», λέει τό Ἑβρ.
γ. Κατά τό Ἑβρ.: «Δέν θά ἔχεις πιά τήν ὑπεροχή».
δ. Κατά τό Ἑβρ. ὁ στίχος: «Συμεών καί Λευΐ οἱ ἀδελφοί, ὄργανα ἀδικίας εἶναι οἱ μάχαιρές τους».
ε. Τό Ἑβρ. στόν στίχ. 6 λέει: «Στήν βουλή τους μή εἰσέλθεις, ψυχή μου· στήν συνέλευσή τους μήν ἑνωθεῖς, τιμή μου· διότι στόν θυμό τους φόνευσαν ἀνθρώπους καί στό πεῖσμα τους κατεδάφισαν τεῖχος».
ζ. Τό Ἑβρ. λέει: «Ἐκ τοῦ θηρεύματος, υἱέ μου, ἀνέβης».
η. Ὁ στίχ. 10 στό Ἑβρ. λέει: «Δέν θά λείψει τό σκῆπτρο ἀπό τόν Ἰούδα, οὔτε νομοθέτης ἐκ μέσου τῶν ποδῶν του, ἕως ὅτου ἔλθει ὁ Σιλώ καί σ᾽ αὐτόν θά εἶναι ἡ ὑπακοή τῶν λαῶν».
θ. Κατά τό Ἑβρ.: «Τά μάτια του θά εἶναι κόκκινα ἀπό τόν οἶνο καί τά δόντια του λευκά ἀπό τό γάλα».
ι. Κατά τό Ἑβρ. ὁ στίχ. λέει: «Ὁ Ἰσσάχαρ εἶναι ἕνας δυνατός ὄνος, ἀναπαυόμενος μεταξύ τῶν ἐπαύλεων».
κ. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί βλέποντας ὅτι ἡ ἀνάπαυση εἶναι καλή καί ὁ τόπος εὐχάριστος, ἔκλινε τόν ὦμο του σέ φορτίο καί ἔγινε δοῦλος ὑποτελής».
λ. Στό Ἑβρ. ὁ στίχος εἶναι προσευχή: «Ἀναμένω ἀπό Σένα τήν σωτηρία, Κύριε».
μ. Κατά τό Ἑβρ.: «Ὁ Νεφθαλί θά εἶναι ἔλαφος ἐλεύθερη, πού δίνει λόγους ἀρεστούς».
ν. Οἱ στίχ. 22-26, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στόν Ἰωσήφ στό Ἑβρ. ἔχουν ἀρκετές διαφοροποιήσεις: «22Ὁ Ἰωσήφ, κλάδος καρποφόρος, κλάδος καρποφόρος κοντά σέ πηγή, οἱ βλαστοί ἐκτείνονται ἐπί τοῦ τοίχου· 23οἱ τοξότες ἐπίκραναν αὐτόν καί τόξευσαν (κατ᾽ αὐτοῦ) καί ἐχθρεύθησαν αὐτόν· 24ἀλλά τό τόξο του ἔμεινε δυνατό καί οἱ βραχίονες τῶν χειρῶν του ἐνδυναμώθηκαν, διά τῶν χειρῶν τοῦ Δυνατοῦ (Θεοῦ) τοῦ Ἰακώβ· ἀπό ἐκεῖ ὁ ποιμήν, ἡ πέτρα τοῦ Ἰσραήλ· 25(καί αὐτό) διά τοῦ Θεοῦ τοῦ πατρός σου, ὁ Ὁποῖος θά σέ βοηθάει καί διά τοῦ Παντοδυνάμου, ὁ Ὁποῖος θά σέ εὐλογεῖ, εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν, εὐλογίες τῆς ἀβύσσου κάτωθεν, εὐλογίες τῶν μαστῶν καί τῆς μήτρας· 26οἱ εὐλογίες τοῦ πατρός σου ὑπερίσχυσαν ὑπέρ τίς εὐλογίες τῶν προγόνων μου, ἕως τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῶν αἰωνίων ὀρέων· θά εἶναι ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰωσήφ καί ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ἐκλεκτοῦ μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του».
ξ. «Λάφυρα», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
49,1-28. Ἡ εὐλογία τοῦ Ἰακώβ στούς δώδεκα υἱούς του. Τό παρόν ποίημα φαίνεται ὡς εὐλογία, ἀλλά εἶναι μᾶλλον προφητεῖες, βλ. στίχ. 1. Ὁ Πατριάρχης ἀποκαλύπτει – καί καθορίζει μέ τούς λόγους του – τό μέλλον τῶν υἱῶν του, δηλαδή, τῶν φυλῶν πού φέρουν τά ὀνόματά τους. Τό τεμάχιό μας εἰκονίζει τόν χαρακτῆρα τῶν φυλῶν στά πρόσωπα τῶν προγόνων τους (βλ. Δευτ. κεφ. 33). Οἱ προφητεῖες ὑπαινίσσονται γεγονότα τῆς πατριαρχικῆς ἐποχῆς (Ρουβήν, Συμεών καί Λευί), ἀλλά περιγράφουν μία κατάσταση μετέπειτα. Ἡ προτεραιότητα πού δίδεται στόν Ἰούδα καί ἡ τιμή πού γίνεται στόν Ἰωσήφ (τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ) δεικνύουν μία ἐποχή ὅπου αὐτές οἱ φυλές ἔπαιζαν μαζί ἕνα σημαντικό ρόλο στήν ἐθνική ζωή: Τό ποίημα ὑπό τήν τελευταία του μορφή δέν μπορεῖ νά εἶναι μεταγενέστερο ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Δαυίδ (βλ. στίχ. 8-12), ἀλλά πολλά ἀπό τά στοιχεῖα εἶναι προγενέστερα ἀπό τήν μοναρχία. Τό ποίημα δέν μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μέ βεβαιότητα σέ καμμία ἀπό τίς τρεῖς μεγάλες πηγές τῆς Γένεσης, στήν ὁποία καταχωρήθηκε ἀργότερα. – Βλ. τόν πίνακα τῶν φυλῶν στό ἆσμα τῆς Δεβώρας (Κριτ. κεφ. 5), πολύ παλαιό, καί στίς εὐλογίες τοῦ Μωυσῆ (Δευτ. κεφ. 33), πολύ πρόσφατες ὡς σύνολο. – Τό κείμενο εἶναι γενικά σέ ταραγμένη κατάσταση. Ἄν καί τό ποίημα θεωρεῖται ὡς μία ἐπιθανάτια εὐλογία τοῦ Ἰακώβ (στίχ. 28.29), ὅμως δέν φαίνεται αὐτό ἐπακριβῶς, γιατί τό κείμενο περιέχει καί ἐλέγχους, ἀκόμη δέ καί κατάρες (στίχ. 7). Γιά τήν ἐπιθανάτια εὐλογία βλ. σχόλ. εἰς 27,4. 49,1-2. Ἡ μελλοντική γλώσσα «ἵνα ἀναγγείλλω ὑμῖν, τί ἀπαντήσει ὑμῖν ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν» σχετίζεται περισσότερο μέ τήν προφητεία τοῦ Ἰούδα (στίχ. 8-12)· οἱ ἄλλες προφητεῖες περιγράφουν κυρίως παρελθόντα γεγονότα ἤ σύγχρονα περιστατικά. 49,3-4. Ὁ Ρουβήν ὁ πρωτότοκος, τοῦ ὁποίου ἡ περιοχή κεῖται ἀνατολικά τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, ἦταν κάποτε μία ἡγετική φυλή, ἀλλά ἐνωρίς καταβλήθηκε ἀπό τούς Μωαβῖτες (Κριτ. 5,15-16. Δευτ. 33,6). 49,4. Ἀνέβης ἐπί τήν κοίτην τοῦ πατρός σου. Ἀναφορά στήν αἱμομιξία (35,22), ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἠθική ἀδυναμία καί ἀστάθεια τῆς φυλῆς. Ὁ Ρουβήν, ὁ πρωτότοκος, χάνει τήν πρωταρχικότητά του ὡς τιμωρία γιά τήν ἁμαρτία τῆς αἱμομιξίας. Ἡ φυλή εἶναι ἀκόμη σπουδαὶα κατά τό ἆσμα τῆς Δεβώρας, ἀλλά στίς εὐλογίες τοῦ Μωυσέως αὐτή δέν ἔχει παρά ἕνα μικρό ἀριθμό πολεμιστῶν (Δευτ. 33,6). 49,5-7. Ἡ Συμεών καί ὁ Λευί μνημονεύονται μαζί ὡς καταραμένοι (στίχ. 7), γιά τήν προδοτική ἐπίθεση κατά τῆς Συχέμ· αὐτοί ὁδήγησαν τήν ἐπίθεση κατά τῆς πόλεως αὐτῆς μέ ὁπλισμό (34,25-30). Ἡ φυλή τοῦ Συμεών ἔσβησε πολύ ἐνώρίς ἀπορροφηθεῖσα ὑπό τοῦ Ἰούδα. Ἡ φυλή τοῦ Λευί ἐξαφανίσθηκε σάν μία βέβηλη φυλή, ἀλλά ἡ θρησκευτική της ὑπηρεσία, πού ἀποσιωπᾶται ἐδῶ, τονίζεται, βλ. Δευτ. 33,8-11. Δηλαδή, ὁ Λευί, μία πλήρης φυλή κάποτε, ἔγινε μία ἱερατική τάξη (Ἐξ. 32,26.-29. Δευτ. 10,8-9). 49,8-12. Αὐτή ἡ προφητεία ἀπεικονίζει μία κατάσταση, σάν αὐτή τῶν χρόνων τοῦ Δαυίδ, ὅταν ὁ Ἰούδας εἶχε τήν ὑπεροχή ἐπί τῶν φυλῶν. Στήν ἀγγελία τῆς προτεραιότητος καί τῆς δυνάμεως τοῦ Ἰούδα (στίχ. 8-9), προστίθεται μία μεσσιανική προφητεία (στίχ. 10-12). Στό Δευτ. 33,7 ὁ Ἰούδας ζεῖ χωριστά ἀπό τόν λαό του: Τό σχίσμα τότε εἶχε ὁλοκληρωθεῖ. 49,8. Αἰνέσαισαν. Ἑβρ. «γιωδούχα», τό ὁποῖο εἶναι λογοπαίγνιο στό ὄνομα τοῦ Ἰούδα, βλ. 29,35. 49,10. Κατά τούς ἑρμηνευτές καί τό κείμενο καί ἡ ἔννοια εἶναι πολύ ἀμφισβητούμενα. Ἡ μετάφραση «ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ» κρατεῖ τά σύμφωνα τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου, πού μέ ἀνάλογο φωνηεντισμό δίνουν τήν ἀνάγνωση «μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ», ἀλλά ἀλλάζει τά φωνήεντα. Εἶναι μία ἀναφορά στόν Δαυίδ, τόν θεμελιωτή τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλά στόν Δαυίδ ὡς τύπον τοῦ Μεσσίου. Τό πρῶτο μέρος τοῦ στίχ. παρουσιάζει τόν Ἰούδα ὡς ἡγεμονία· τό δεύτερο ὅμως μέρος εἶναι σκοτεινό. Στό Ἑβρ. ὁ στίχ. λέγει: «Δέν θά ἐκλείψει τό σκῆπτρο ἀπό τόν Ἰούδα, οὔτε ράβδος μεταξύ τῶν ποδῶν του, μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ» (ἤ «μέχρις ὅτου αὐτός ἔλθει στήν Σηλώ») καί σ᾽ αὐτόν θά εἶναι ἡ ὑπακοή τῶν λαῶν». Τό «μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ», ἄλλη μετάφραση τό ἔχει «μέχρις ὅτου ἔλθει σ᾽ αὐτόν πού αὐτό ἀνήκει». Βλ. τήν μετάφραση τῶν Ο´ «ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ». Ἡ ἔκφραση «σ᾽ αὐτόν πού αὐτό ἀνήκει» ἀναφέρεται στό «σκῆπτρο», τήν ράβδο τοῦ ἡγεμόνος (Ἀριθμ. 24,17). Ἡ φράση «ἕως ἐάν ἔλθῃ» δηλώνει ὅτι μετά τήν βασιλεία τοῦ Ἰούδα, πού θά διαρκέσει ἕνα ἀκαθόριστο χρόνο, θά ἔλθει ὁ Ἡγεμών Μεσσίας, ὁ Ὁποῖος θά ἀπαιτήσει τήν «ὑπακοή τῶν λαῶν» (Ἡσ. 11,1-9). 49,11-12. Οἱ στίχ. ἐκφράζουν εἰκονικά τήν θαυμαστή γονιμότητα πού θά ἔλθει μετά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου. 49,13. Ὁ Ζαβουλών θά ἔχει μία εὐνοϊκή θέση, ὄχι πιά κλεισμένος στό ἐσωτερικό (Ἰησ. 19,10-16), ἀλλά ἔχοντας πρόσβαση στήν Μεσόγειο Θάλασσα. Θά ἐγκατασταθεῖ στά παράλια κοντά στήν Φοινίκη (Σιδών). Ὑποτίθεται ἡ ἐπέκταση στήν περιοχή τοῦ Ἀσήρ. 49,14-15. Ὁ Ἰσσάχαρ συγκρίνεται μέ ἕνα οἰκιακό ζῶο, κατάλληλο νά μεταφέρει φορτία, εὐχαριστημένος σέ μία ἄνετη γῆ καί θέλοντας νά εἶναι ἀνεξάρτητος πολιτικά. Θά ἐγκατασταθεῖ στήν πλούσια πεδιάδα τοῦ Ἐσδραλών, θά γίνει μαλθακός καί θά δεχθεῖ τόν ζυγό τῶν Χαναναίων. 49,16-18. Ὁ Δάν θά ὑψώσει κατά πολύ τό γόητρο τῆς φυλῆς του κρίνοντας τόν λαό του (στίχ. 16. «Δάν κρινεῖ τόν λαόν αὐτοῦ»· δηλαδή, θά πετύχει δικαιοσύνη γιά τόν λαό του). Τό ἑβραϊκό ρῆμα «κρίνω», «γιαδίν», περιέχει ἕνα λογοπαίγνιο στήν λέξη Δάν (βλ. καί 30,6). («Ντάν γιαδίν ἁμμώ»). Ἡ σύγκριση μέ «ὄφιν ἐφ᾽ ὁδοῦ» (δηλητηριώδη ἐπικίνδυνη ὀχιά, στίχ. 16) ἐκφράζει εἰκονικά τήν ὑπουλότητα στήν μάχη τῆς μικρῆς φυλῆς γιά νά ὑψωθεῖ. 49,18. Ψαλμικό ἐπιφώνημα τό ὁποῖο δηλώνει τό μέσον περίπου τοῦ ποιήματος. 49,19. Ὁ Γάδ, ἐγκαταστάθηκε ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τόν Ρουβήν, καί μνημονεύεται ἡ φυλή του γιά τήν γενναιότητά της στήν ἀπόκρουση τῶν Ἀμμωνιτῶν καί τῶν ἐκ τῆς ἐρήμου λεηλατούντων (Κριτ. κεφ. 11). Ὁ στίχ. εἶναι συνέχεια παρηχήσεων: «Γκάδ γκεδούδ γιεγουδένου βεχού γιαγούδ ἁκέβ». 49,20. Ἡ χώρα τῆς φυλῆς τοῦ Ἀσήρ, τοποθετημένη στήν παράλια λωρίδα μεταξύ τοῦ Καρμήλου ὄρους καί τῆς Φοινίκης, ἦταν τόσο πλούσια, ὥστε ἔδιδε στίς βασιλικές αὐλές πλούσια φαγητά (Δευτ. 33,24). 49,21. Ἡ σύγκριση τῆς φυλῆς τοῦ Νεφθαλί πρός μία ἔλαφο ἐλεύθερη ὑπαινίσσεται τήν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, τῆς εὐκινησίας καί τῆς ζωηρότητος αὐτῆς (σύγκρ. μέ Δευτ. 33,23). Τό κείμενο πάντως εἶναι ἀβέβαιο. 49,22-26. Μία εἰκόνα τῆς εὐημερίας καί δυνάμεως τῆς πολυαρίθμου φυλῆς τοῦ Ἰωσήφ, ὅπως φαίνεται, μᾶς γυρίζει πίσω σέ χρόνο προτοῦ ὁ οἶκος του διαιρεθεῖ στίς φυλές τοῦ Μανασσῆ καί τοῦ Ἐφραίμ ὅπως εἰς Δευτ. 33,13-17 (βλ. Γεν. κεφ. 48). 49,22. Κατ᾽ εἰκασίαν μετάφραση. Τό Ἑβραϊκό κείμενο εἶναι ἐφθαρμένο. 49,24. «Ὁ ἰσχυρός Θεός τοῦ Ἰακώβ» (κατά τό Ἑβρ. «Δυνάστου Ἰακώβ», λέγουν οἱ Ο´) εἶναι ἕνας τίτλος τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων («παρά Θεοῦ τοῦ πατρός σου»). Βλ. στίχ. 25α (κατά τό Ἑβρ.) Ἡσ. 1,24. 49,26. Στόν στίχ. προτιμᾶται ἡ μετάφραση τῶν Ο´. Τό Ἑβραϊκό εἶναι ἀκατανόητο. Ἡ φράση τοῦ Ἑβρ. στό δεύτερο ἡμιστίχ. «ἡ πέτρα τοῦ Ἰσραήλ» εἶναι ἰσοδύναμος τοῦ «βράχου», ὁ ὁποῖος δηλώνει συχνά στούς Ψαλμούς τόν Γιαχβέ. 49,25. «Θεός παντοδύναμος» (κατά τό Ἑβρ.), βλ.σχόλ. εἰς 17,1. – Εὐλογίαν οὐρανοῦ. Δηλαδή, βροχή, δρόσος καί ἥλιος. – Εὐλογίαν γῆς ἐχούσης πάντα. Τό Ἑβρ. λέγει «εὐλογίας τῆς ἀβύσσου κάτωθεν» (βλ. Δευτ. 33,13), ἕνας ὑπαινιγμός στόν ὑπόγειο ὠκεανό (βλ. 1,2.6), ὁ ὁποῖος ἐπιστεύετο ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῆς εὐφορίας (βλ. 2,6 σχόλ. Δευτ. 8,7). 49,26. Ἡ προγονική εὐλογία ὑπερβαίνει ἀκόμη καί τό μεγαλεῖο καί τήν εὐφορία τῶν λόφων τοῦ Ἐφραίμ. – Ὀρέων μονίμων. Βλ. Δευτ. 33,15. – Κατά τό Ἑβρ. στό δεύτερο ἡμιστίχ. ὁ Ἰωσήφ καλεῖται «ναζίρ», βλ. Ἀριθμ. κεφ. 6. 49,27. Αὐτή ἡ πολεμική καί ἄγρια ὄψη τοῦ Βενιαμίν, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ στίχ. μας, ἀντιστοιχεῖ μέ τήν μετέπειτα ἱστορία τῆς φυλῆς, βλ. Κριτ. 3,15 ἑξ. 5,14. 19-20 καί τήν ζωή τοῦ Σαούλ, Α´ Βασ.
Ὁ θάνατος τοῦ Ἰακώβ (49,29-33)
(Προλογικό  σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἀφοῦ εὐλόγησε τούς δώδεκα υἱούς του ὁ Ἰακώβ ζήτησε νά τόν θάψουν στήν Χαναάν, στό σπήλαιο τοῦ Ἐφρών τοῦ Χετταίου (στίχ. 29), πού εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἀβραάμ καί στό ὁποῖο εἶχε ταφεῖ αὐτός, ἡ Σάρρα (στίχ. 31), ὁ Ἰσαάκ, ἡ Ρεβέκκα καί ἡ Λεία (στίχ. 31). Ἔπειτα ὁ Ἰακώβ ξάπλωσε στήν κλίνη του καί ἀπέθανε (στίχ. 33).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 49,29Εἶπε δέ (ὁ Ἰακώβ) σ’ αὐτούς (τούς δέκα ἀδελφούς): «Ἐγώ πιά (πεθαίνω καί) προστίθεμαι στόν λαό μου· θάψτε με μέ τούς πατέρες μου στό σπήλαιο, πού βρίσκεται στόν ἀγρό τοῦ Ἐφρών τοῦ Χετταίου, 30στό διπλό σπήλαιοο πού εἶναι ἀπέναντι ἀπό τήν Μαμβρῆ, στήν γῆ Χαναάν· τό σπήλαιο πού ἀγόρασε ὁ Ἀβραάμ ἀπό τόν Ἐφρών τόν Χετταῖο, γιά τόπο ταφῆς. 31Ἐκεῖ ἔθαψαν τόν Ἀβραάμ καί τήν Σάρρα τήν γυναίκα του· ἐκεῖ ἔθαψαν τόν Ἰσαάκ καί τήν Ρεβέκκα τήν γυναίκα του· ἐκεῖ ἔθαψα (καί ἐγώ) τήν Λεία, 32στό χωράφι καί στό σπήλαιο πού εἶναι σ’ αὐτό, πού ἀγοράστηκαν ἀπό τούς Χετταίους».
33Καί ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ τελείωσε τίς ἐντολές του πρός τούς υἱούς του, ἔσυρε τά πόδια του πάνω στήν κλίνη καί πέθανε καί προσετέθη στόν λαό του.
 ο. «Στό σπήλαιο στόν ἀγρό Μαχπελάχ», κατά τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
49,29-33. Τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἰακώβ κατά τήν Ἱερατική παράδοση. 49,29.30. Ἐν τῷ σπηλαίῳ. «Στόν ἀγρό Μαχπελάχ», λέγει τό Ἑβρ. Βλ. κεφ. 23.
Ἐνταφιασμός τοῦ Ἰακώβ (50,1-14)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ ἔκλαυσε γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (στίχ. 1), φρόντισε γιά νά γίνουν σ᾽ αὐτόν ὅλα τά καθορισμένα ταφικά ἔθιμα (ταρίχευση) καί ἐπένθησε αὐτόν κατά τόν ἀριθμό τῶν καθορισμένων ἡμερῶν (στίχ. 2-3). Ἔπειτα ζήτησε ἀπό τόν Φαραώ νά θάψει τόν πατέρα του στήν Χαναάν, κατά τόν ὅρκο πού εἶχε δώσει (στίχ. 4-5). Ὁ Φαραώ ἔδωσε τήν ἄδεια στόν Ἰωσήφ (στίχ. 6) καί τότε αὐτός ἀνέβηκε στήν Χαναάν μέ μεγάλη συνοδία (στίχ. 7-9), ἡ ὁποία ἐντυπωσίασε πολύ τούς ἐντοπίους κατοίκους (στίχ. 10-11). Οἱ δώδεκα ἀδελφοί, ἀφοῦ ἔθαψαν τόν πατέρα τους στό σπήλαιο τοῦ Ἐφρών (στίχ. 12-13), ἐπέστρεψαν πάλι στήν Αἴγυπτο (στίχ. 14).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 50,1Ὁ Ἰωσήφ τότε ἔπεσε στό πρόσωπο τοῦ πατέρα του, τόν ἔκλαψε καί τόν φίλησε. 2Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ διέταξε τούς ταριχευτές, πού ἦταν στήν ὑπηρεσία του, νά βαλσαμώσουν τόν πατέρα του· καί βαλσάμωσαν οἱ ταριχευτές τόν Ἰσραήλ. 3Καί χρειάστηκαν γι’ αὐτό σαράντα ἡμέρες· γιατί τόσος χρόνος χρειάζονταν γιά τήν βαλσάμωση· καί θρήνησαν αὐτόν οἱ Αἰγύπτιοι ἑβδομήντα ἡμέρες.
4Καί ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἡμέρες τοῦ πένθους, εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς παραστάτες τοῦ Φαραώ: «Ἄν βρῆκα χάρη σέ σᾶς, ἀναφέρετε γιά μένα στόν Φαραώ τά ἑξῆς: 5“Ὁ πατέρας μου μέ ἔβαλε νά ὁρκισθῶ λέγοντας: “αΠρέπει νά μέ θάψεις στό μνῆ­μα, τό ὁποῖο ἔσκαψα γιά τόν ἑαυτό μου στήν γῆ Χαναάν”. Τώρα, λοιπόν, ἄς ἀνεβῶ νά θάψω τόν πατέρα μου καί θά ἐπιστρέψω”».
6Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Ἀνέβαινε καί θάψε τόν πατέρα σου, καθώς σέ ὅρκισε».
7Καί ἀνέβηκε ὁ Ἰωσήφ νά θάψει τόν πατέρα του· καί μαζί του πῆγαν ὅλοι οἱ αὐλικοί Φαραώ, οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου του καί ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι τῆς γῆς Αἰγύπτου. 8Καί ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωσήφ, οἱ ἀδελφοί του καί ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του· ἀλλά τίς οἰκογένειές τους καί τά πρόβατα καί τά βόδια ἄφησαν πίσω στήν περιοχή τῆς Γεσέμ. 9Ἀνέβηκαν δέ μαζί του καί ἅρματα καί ἱππεῖς, ὥστε ἡ συνοδεία ἔγινε πολύ ἐπιβλητική. 10Καί ἀφοῦ ἦρθαν στό ἀλώνι Ἀτάδ, τό ὁποῖο ἦταν πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἔκαναν ἐκεῖ μεγάλο καί βαρύ κλαυθμό· ἐτήρησε δέ (ὁ Ἰωσήφ) πένθος ἑπτά ἡμερῶν γιά τόν πατέρα του.
11Ὅταν οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου, οἱ Χαναναῖοι, εἶδαν τό πένθος στό ἁλώνι Ἀτάδ, εἶπαν: «Μέγα πένθος εἶναι αὐτό γιά τούς Αἰγυπτίους». Γι’ αὐτό δόθηκε σ’ αὐτόν τό ὄνομα «Πένθος Αἰγύπτου»,β πού ἔγινε πέραν τοῦ Ἰορδάνου. 12Καί ἔκαναν σ’ αὐτόν οἱ υἱοί του ἔτσι (ὅπως τούς εἶχε παραγγείλει). 13Ἀφοῦ τόν μετέφεραν οἱ υἱοί του στήν γῆ Χαναάν, τόν ἔθαψαν στό σπήλαιο τό διπλό· τό σπήλαιο, πού ἀγόρασε ὁ Ἀβραάμ ἀπό τόν Ἐφρών τόν Χεττίτη, ἀπέναντι ἀπό τήν Μαμβρῆ, γιά νά ἔχει ὡς δικό του μνημεῖο.
14Καί ἐπέστρεψε ὁ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο μέ τούς ἀδελφούς του καί ὅλους ὅσοι ἀνέβηκαν μαζί του, γιά νά θάψουν τόν πατέρα του.
α. Τό Ἑβρ. προσθέτει: «Ἰδού ἐγώ ἀποθνήσκω».
β. Κατά τό Ἑβρ.: «Ἀβέλ-Μισραΐμ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
50,1-14. Τό κεφ. ἀναμειγνύει τήν Γιαχβική (στίχ. 1-11 καί 14) καί τήν Ἐλωχιμική (στίχ. 15-26) παράδοση, μέ μία ἱερατική χροιά στούς στίχ. 12-13. 50,2-3. Τό βαλσάμωμα, ἕνα παλαιό αἰγυπτιακό ἔθιμο, ἦταν ἀναγκαῖο, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ Ἰακώβ ἔπρεπε νά μεταφερθεῖ πίσω στήν Χαναάν. Περί τῶν Αἰγυπτίων λέγεται ὅτι θρηνοῦσαν γιά τόν θάνατο ἑνός βασιλέως ἑβδομήντα δύο ἡμέρες. Ἔτσι, ἀπό σεβασμό πρός τόν Ἰωσήφ, οἱ Αἰγύπτιοι πρόσφεραν στόν Ἰακώβ βασιλική νεκρική τιμή (στίχ. 3). 50,5. Κατ᾽ αὐτόν τόν στίχ. ἔχουμε τήν παράδοση ὅτι ὁ Ἰακώβ λάξευσε ἕνα τάφο γιά τόν ἑαυτό του ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου (στίχ. 10) καί ἐκεῖ μᾶλλον ἐτάφη καί  ὄχι στόν τάφο Μαχπελάχ (στίχ. 12-13). Αὐτό ἐξηγεῖ τό γιατί ἡ νεκρική πομπή ἔστρεψε πρός πέραν τοῦ Ἰορδάνου (στίχ. 10-11), ἄν καί ἡ κυρία ὁδός ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Αἴγυπτο κατά μῆκος τῆς ἀκτῆς πρός τήν Βηρ-σαβεέ. 50,11. Ἐπί ἅλωνι Ἀτάδ. – Πένθος Αἰγύπτου. Τό Ἑβρ. ἔχει ὁμοίως: «Γκωρέν χα-ἀτάδ» (ἅλων Ἀτάδ) καί «Ἀβέλ Μιτσράγιμ» (πένθος Αἰγύπτου). Εἶναι ἄγνωστες τοποθεσίες. Τό «Ἀβέλ Μιτσράγιμ» εἶναι ἀπό τήν ἑβραϊκή λ. «ἔβελ», πού σημαίνει «πένθος». Ἔχουμε ἐδῶ σημεῖα μιᾶς διαφορετικῆς παραδόσεως ἀπό τήν Μαχπελάχ. Ἡ πομπή εἶχε εἰσέλθει στήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή.
Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἰακώβ στόν θάνατο τοῦ Ἰωσήφ (50,15-26)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰακώβ οἱ δώδεκα ἀδελφοί φοβήθηκαν μήπως ὁ Ἰωσήφ ἐκδικηθεῖ γιά ὅσα τοῦ ἔκαναν (στίχ. 15) καί εἶπαν σ᾽ αὐτόν ὅτι ὁ πατέρας τους ζήτησε ἀπό αὐτόν νά ὁρκιστεῖ ὅτι θά τούς συγχωρήσει (στίχ. 16-18). Ἀλλά ὁ Ἰωσήφ τούς καθησύχασε, λέγοντας ὅτι ὅσα ἔγιναν ἦταν ἀπό τόν Θεό, γιά νά σωθεῖ ὁ λαός τους (στίχ. 19-21). Κατοίκησαν λοιπόν ὅλοι στήν Αἴγυπτο (στίχ. 22). Ἐκεῖ ὁ Ἰωσήφ ἔζησε καί εἶδε μέχρι καί τά δισέγγονά του (στίχ. 23) καί προφήτευσε στούς ἀδελφούς του ὅτι ὁ Θεός κάποτε θά τούς ἔπαιρνε πάλι καί θά τούς πήγαινε στήν Χαναάν (στίχ. 24). Ὅρκισε δέ αὐτούς, ὅταν θά ἔλθει αὐτός ὁ καιρός τῆς ἐπιστροφῆς, νά μήν ἀφήσουν τά ὀστᾶ του στήν Αἴγυπτο, ἀλλά νά τά πάρουν μαζί τους (στίχ. 25). Ἔτσι ἀπέθανε καί ὁ Ἰωσήφ, ἐτῶν ἑκατόν δέκα, καί ἔθαψαν αὐτόν στήν Αἴγυπτο (στίχ. 26). Ἐδῶ τελειώνει τό βιβλίο τῆς Γενέσεως.

(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 50,15Ὅταν εἶδαν οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ ὅτι πέθανε ὁ πατέρας τους, εἶπαν: «Ἴσως ὁ Ἰωσήφ μνησικακήσει ἐναντίον μας καί μᾶς ἀνταποδώσει μέ αὐστηρότητα ὅλα τά κακά, πού πράξαμε σ’ αὐτόν». 16Ἦρθαν, λοιπόν, πρός τόν Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπαν: «Προτοῦ νά ἀποθάνει ὁ πατέρας σου μᾶς ἔδωσε τήν ἑξῆς ἐντολή: 17Νά πεῖτε στόν Ἰωσήφ· Συχώρεσε τό ἔγκλημα καί τό ἁμάρτημα τῶν ἀδελφῶν σου· γιατί σοῦ ἔκαναν κακό. Τώρα συχώρεσε τό ἔγκλημα τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ τοῦ πατέρα σου». Καί ἔκλαψε ὁ Ἰωσήφ ὅταν αὐτοί μιλοῦσαν πρός αὐτόν. 18Πῆγαν, λοιπόν, (οἱ ἀδελφοί του) σ’ αὐτόν καί εἶπαν: «Νά, ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι σου».
19Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ σ’ αὐτούς: «Μή φοβεῖσθε· γιατί εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.γ 20Σεῖς θελήσατε νά μοῦ κάνετε κακό· ὁ Θεός ὅμως προνόησε νά γίνει σέ μένα καλό, γιά νά κάνει ὅ,τι γίνεται στίς ἡμέρες μας καί νά τραφεῖ πολύς λαός». 21«Μή φοβεῖσθε», τούς εἶπε· «ἐγώ θά φροντίσω γιά σᾶς καί τίς οἰκογένειές σας». Ἔτσι τούς παρηγόρησε καί μίλησε στήν καρδιά τους.
22Καί ἔμεινε ὁ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο, αὐτός καί οἱ ἀδελφοί του καί ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του. Ἔζησε δέ ὁ Ἰωσήφ ἑκατόν δέκα ἔτη. 23Καί εἶδε ὁ Ἰωσήφ τά παιδιά τοῦ Ἐφραίμ μέχρι τήν τρίτη γενεά· καί ἐπίσης οἱ υἱοί τοῦ Μαχείρ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, γεννήθηκαν στά γόνατα τοῦ Ἰωσήφ.
24Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς ἀδελφούς του: «Ἐγώ πεθαίνω! Ἀλλ’ ὁ Θεός ὁπωσδήποτε θά σᾶς ἐπισκεφθεῖ καί θά σᾶς ἀνεβάσει ἀπό τήν γῆ αὐτή στήν γῆ τήν ὁποία μέ ὅρκο ὑποσχέθηκε στόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ». 25Καί ὅρκισε ὁ Ἰωσήφ τούς υἱούς Ἰσραήλ λέγοντας: «Ὅταν ὁ Θεός θά σᾶς ἐπισκεφθεῖ, πρέπει νά λάβετε μαζί σας ἀπό ἐδῶ καί τά ὀστᾶ μου».
26Καί πέθανε ὁ Ἰωσήφ σέ ἡλικία ἑκατόν δέκα ἐτῶν· καί τόν βαλσάμωσαν καί τόν ἔβαλαν σέ φέρετρο στήν Αἴγυπτο.

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
50,18. Μία ἐπανάληψη τοῦ κεντρικοῦ θέματος μᾶς ἐπαναφέρει τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ (βλ. 37,5-11 σχόλ.). 50,19-20. Ἡ καρδιά καί τό κορύφωμα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ: Ὁ Ἰωσήφ διακηρύσσει στούς ἀδελφούς του ὅτι μόνο ὁ Θεός συγχωρεῖ καί θαραπεύει τήν ἐνοχή τοῦ ἀνθρώπου καί τούς μαρτυρεῖ γιά τήν θαυμαστή πρόνοια τοῦ Θεοῦ,  πού ἔστρεψε τό κακό σέ καλό (45,4-7). 50,23. Τά παιδιά τοῦ Μαχείρ, τοῦ ἐγγόνου τοῦ Ἰωσήφ, «ἐτέθησαν ἐπί μηρῶν Ἰωσήφ», δηλαδή, υἱοθετήθηκαν ἀπ᾽ αὐτόν ὡς ἀπόγονοί του. Ὁ Μαχείρ ἦταν ὁ ἀπόγονος μιᾶς πολεμικῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ, ἡ ὁποία κατοίκησε εἰς Γαλαάδ (Ἀριθμ. 32,39-40). Δευτ. 3,15. Κριτ. 5,14). 50,24. Μία πρόβλεψη τῆς Ἐξόδου, βασιζόμενη στήν ὑπόσχεση στούς πατέρες. 50,25-26. Βλ. Ἐξ. 13,19. Κατά τήν παράδοση ὁ Ἰωσήφ ἐτάφη στήν Συχέμ (Ἰησ. Ν. 24,32. Σύγκρ. Γεν. 33,19. Πράξ. 7,16).