Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΒΑΘΥΤΕΡΟΙ ΛΟΓΟΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΒΑΘΥΤΕΡΟΙ ΛΟΓΟΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ



 
ΒΑΘΥΤΕΡΟΙ  ΛΟΓΟΙ  ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ
ΤΗΣ  ΠΑΛΑΙΑΣ  ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ:
ΠΑΛΑΙΑ  ΔΙΑΘΗΚΗ  ΚΑΙ  ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΣ
του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου
Ιεροκήρυκα Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης
Εντεταλμένου επί θεμάτων αιρέσεων
 
Επεξεργασμένο κείμενο ομιλίας σε δύο μέρη που δόθηκαν στις Ιερατικές συνάξεις
 της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης κατά την περίοδο Μαρτίου - Μαΐου 2004.
 

Η Παλαιά Διαθήκη υποτιμάται και από χριστιανούς και από μη χριστιανούς. Το λάθος βρίσκεται στο ότι την ερμηνεύουμε ιστορικά και ηθικά και όχι θεολογικά με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση και σκανδαλισμός. Την υποτιμούμε λοιπόν διότι:
Δεν βλέπουμε σ' αυτήν τον άσαρκο -ακόμη- Ιησού Χριστό.
Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ένα βιβλίο πού λέει την Ιστορία των Εβραίων, αλλά ένα Ιερότατο βιβλίο πού μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Παρουσιάζει τον Χριστό, έχει θεοφάνειές Του, μιλάει για δικαίους, πατριάρχες, προφήτες, πού είχαν θεοπτίες του Ιησού Χριστού, του δευτέρου εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και αναφέρει τις θεοπτίες τους αυτές. Το να την παρουσιάζουμε να μας μιλάει για ένα Θεό οργισμένο και κεραυνοβολούντα είναι αιρετική απόκλιση μάλιστα γνωστική, μαρκιωνιστική ακριβέστερα, διότι κυρίως οι γνωστικοί μιλούσαν για καλό και κακό Θεό.
Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι βιβλίο δράσεως του Ιησού Χριστού πριν ακόμη σαρκωθεί, ο Όποιος εμφανιζόταν μεταξύ των ανθρώπων ως άσαρκος Υιός του Θεού, σαν να βιαζόταν να λάβει σάρκα και να μας συναντήσει. Καταχρηστικώς βέβαια μιλάμε για Ιησού Χριστό πριν τη σάρκωση Του γιατί «ότε γέγονεν σαρξ ο Λόγος, τότε και ωνομάσθαι λέγομεν αυτόν Χριστόν Ιησούν»10. Στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται με την έκφραση «ο άγγελος του Κυρίου» (MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ στο εβραϊκό) ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται ως Θεός και ονομάζεται ενίοτε ρητώς «Γιαχβέ».
Στην παλαιά μελέτη του με τίτλο «MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ», ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας έχοντας υπόψη βασικά πατερικά κείμενα, αποδεικνύει ότι ο εμφανιζόμενος ως άγγελος Κυρίου είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Πατρός11. Αυτός στο (Ήσ. 9,6) ονομάζεται «μεγάλης βουλής άγγελος», στο δε (Μαλ. 3,1) χαρακτηρίζεται ως ο «άγγελος της διαθήκης». «Άγγελος» επειδή μας ανήγγειλε την «πατρικήν βουλήν κατά την αυτού φωνήν» λέει ο Θεοδώρητος12.
Πρόκειται περί προσώπου της Θεότητας αφού το πρόσωπο αυτό ονομάζεται «Γιαχβέ». Ας δούμε το (Γεν. 22,11-12). Ο άγγελος του Κυρίου λέει στον Αβραάμ: «Αβραάμ, ... νυν έγνων ότι φόβη συ τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι' εμέ». Δηλαδή εδώ ο άγγελος και διακρίνεται από το Θεό αλλά και ταυτίζεται. Μία η ουσία, διαφορετικές οι υποστάσεις. Ο Αβραάμ εδώ λοιπόν είχε θεοπτία! Είδε τον άσαρκο -ακόμη- Υιό του Θεού! Γι' αυτό και ο Κύριος είπε σχετικά μ' αυτό το γεγονός: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και εΐδε και εχάρη»! (Ιωάν. 8,56).
Ο Ιακώβ όταν ετοιμάζεται να φύγει από τη Μεσοποταμία είπε: «είπε μοι ο άγγελος του Θεού καθ' ύπνον, εγώ ειμί ο Θεός, ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού». (Γεν.31,11).
Άλλη θεοφάνεια του αγγέλου του Κυρίου έχουμε στο (Εξ. 3,2-21) οπού ο Μωυσής βρίσκεται ενώπιον της φλεγόμενης και μη καιομένης βάτου: «Ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός και είπεν: εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου...». Άλλες θεοφάνειες βλ. Ίησ. Ν. 5,13-15, Κριτ. 2,1-5.
Άλλα ενώ οι άγιοι Πατέρες μας ομόφωνα συμφωνούν ότι ο άγγελος του Κυρίου πού εμφανίζεται είναι ο άκτιστος Λόγος του Θεού -άσαρκος- ο Ιερός Αυγουστίνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται για κτιστό άγγελο. Το λάθος του είναι ότι δεν έκανε διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό κι επομένως αν ο άγγελος ήταν άκτιστος, αυτό θα σήμαινε για τον Ι. Αυγουστίνο φανέρωση της θείας ουσίας, όπερ άτοπον. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί τη βάση της θεολογίας των φραγκολατίνων με συνακόλουθη υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αυτή πια ερμηνεύεται ηθικολογικά.
Εμείς οι Ορθόδοξοι την ερμηνεύουμε θεολογικά - χριστολογικά. Λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «Α περί του Πατρός Μωυσής λέγει, Παύλος εις τον Υιόν εκλαμβάνει, πολλήν την ισότητα δεικνύς»13.
Η Παλαιά Διαθήκη στα α' και β' κεφάλαια της Γένεσης μιλάει για το Χριστό ως Δημιουργό του κόσμου, γιατί «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». (Ίωάν. 1,3) και «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». (Κολ. 1,16). Ο προφήτης Βαρούχ πάλι, παρουσιάζοντας το Θεό ως νομοθέτη στο Σινά, λέει: «εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ» και στον επόμενο στίχο: «μετά ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (3, 37-38), δηλαδή ο Θεός είναι ο Χριστός μας!
Σχολιάζοντας ο απ. Παύλος το (Εξ. 17,5-6) και (Αριθμ. 20,7-11) οπού ο Μωυσής χτυπάει με τη ράβδο του την πέτρα, τον βράχο και πίνει νερό ο λαός, κάμει χριστολογική ερμηνεία: «έπινον εκ της πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, ή δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α' Κορ. 10,1-4).
Ενώ η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι οι Ισραηλίτες στην έρημο επείρασαν τον Γιαχβέ και περιέπεσαν σε ποικίλους πειρασμούς (Ταλ. 77,18-20), ο απ. Παύλος λέει ότι έπείρασαν τον Χριστό και «υπό των όφεων απώλοντο» (Α' Κορ. 10,1-4). Άρα ο Γιαχβέ είναι ο Χριστός.
Ο Χριστός μας λοιπόν ασάρκως φανερούται στην Παλαιά Διαθήκη και ενσάρκως στην Καινή. Όπως λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «και προ της παρουσίας της ενσάρκου πάντα αυτός (ο Χριστός) ωκονόμει και πάντα αυτός έπραττε, νομοθετών, προνόων, κηδόμενος, ευεργετών»14. Και άλλου: «δυο διαθήκαι και δυο παιδίσκαι και δυο άδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσιν. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται... ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή»15. Και άλλου πιο όμορφα: «...και εν τη Παλαιά προηγείται νόμος και ακολουθούσιν προφήται, και εν τη Καινή... προηγείται το Ευαγγέλιο και ακολουθούσιν απόστολοι»16.
Υποτιμούμε λοιπόν εν πρώτοις και οι εντός της Εκκλησίας την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την ερμηνεύουμε χριστολογικά, κατ επίδραση αυγουστίνεια φραγκολατινική, εκτός πού ερμηνεύουμε νομικά το προπατορικό αμάρτημα όπως οι λατίνοι, σαν ένοχη δηλαδή του Αδάμ η οποία κληρονομείται στους απογόνους του. Συνακόλουθα υποτιμούμε και το λαό της Παλαιάς Διαθήκης.
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας όμως, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της σταυρικής θυσίας του Χριστού στο Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο και σ' αυτούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει στην ΙΑ' ομιλία του «Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν»17, ότι φίλοι του Θεού υπήρχαν και πριν το Σταυρό, την καταλλαγή επί του Γολγοθά δηλαδή. Αναφέρει για παράδειγμα ο Δαυίδ: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός». Πώς οι προ του Σταυρού είναι φίλοι του Θεού; Με τον ίδιο τρόπο πού ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ομιλεί περί του Αντίχριστου σαν να έχει ήδη έρθει: «και νυν αγαπητοί ο αντίχριστος εν τω κοσμώ εστίν ήδη» (Ιωάν. α' 4,3). Έτσι και ο Σταυρός υπήρχε προγενέστερα (πριν το Γολγοθά).
Η πατερική άποψη λοιπόν λέει ότι υπήρχε σωτηρία και στην Παλαιά Διαθήκη δια του αγγέλου του Θεού. Οι σύγχρονοι του αγίου Χρυσοστόμου πολεμώντας την Παλαιά Διαθήκη έλεγαν γι' αυτήν ότι «ουκ εισάγει εις την βασιλείαν». Ο άγιος ο όποιος δεχόταν τη σωτηρία του προ Χριστού κόσμου δια της Παλαιάς Διαθήκης τους άπαντα: «και ο Λάζαρος δε των μεγάλων επάθλων απολαύων, εν τοις εκείνου (Αβραάμ) κόλποις φαίνεται ενδιαιτώμενος. Και πάντες, όσοι μεθ' υπερβολής έλαμψαν εν τη Παλαιά, δια ταύτης έλαμψαν άπαντες»18. Η εις Άδου Κάθοδος βέβαια του Κυρίου μας, τακτοποίησε τα πάντα.
Άλλα και όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, για χάρη του Χριστού έγιναν σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά19: «όταν λοιπόν ο Πατήρ είπε από πάνω για τον κατά σάρκα βαπτιζόμενο -ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα (Ματθ. 3,17)- έδειξε ότι όλα εκείνα πού είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες, ήταν ατελή και δεν ειπώθηκαν και δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το κυρίως θέλημα του Θεού, αλλά απέβλεπαν στον παρόντα σκοπό, στον ίδιο τον Χριστό και με αυτά πού τώρα γίνονται τελειοπούνται και τα παλαιά εκείνα. Μα γιατί περιορίζομαι μόνο στις προφητείες, νομοθεσίες, επαγγελίες, υιοθεσίες; Και η ίδια η δημιουργία του κόσμου, στο Χριστό απέβλεπε, ο οποίος τώρα κάτω βαπτίζεται ως υιός ανθρώπου, από πάνω όμως μαρτυρείται ως μόνος αγαπητός Υιός Θεού από τον οποίο έγιναν τα πάντα και για τον οποίο έγιναν τα πάντα, όπως λέγει και ο Απόστολος (Εβρ. 2,10). Συνεπώς και η εξαρχής δημιουργία του ανθρώπου γι' Αυτόν έγινε, για το Χριστό, και γι' αυτό ο Αδάμ πλάστηκε κατ' εικόνα του Θεού, για να μπορέσει κάποτε να χωρέσει το αρχέτυπο. Άλλα και ο νόμος της υπακοής (με τον καρπό στον Παράδεισο), γι' Αυτόν δόθηκε, πού έκανε τέλεια υπακοή. Αλλιώς δε θα χρειαζόταν ο νόμος της υπακοής στον Παράδεισο, αν δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί ποτέ. Και όλα αυτά πού μετέπειτα ειπώθηκαν από το Θεό κι εκπληρώθηκαν όλα σχεδόν, γι' Αυτόν έγιναν, θα τολμήσω να πω και όλα τα υπερκόσμια, οι άγγελοι και τα αγγελικά τάγματα και οι ουράνιες θεσμοθεσίες έγιναν γι' αυτό το σκοπό, για την κατά σάρκα οικονομία του Θεού Λόγου την οποία υπηρέτησαν από την αρχή ως το τέλος». Δηλαδή με άλλα λόγια, ο άγιος μας λέγει ότι ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, είναι η αιτία και ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου.
Ο Θεός λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας Θεός αγάπης. [Ως Κύριος Παντοκράτωρ δεν ανέχεται προσκύνηση άλλου Θεού καθώς ρητά τονίζει στις πρώτες εντολές, εκλαμβάνει δε την απιστία και την ειδωλολατρία ως πορνεία: «αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων» (Σοφ. Σολ. 14,12) και «επόρνευσαν οπίσω θεών» (Α' Παραλ. 5,25). Παραπονείται, παραπικραίνεται, θέλει μπροστά στην υπέρμετρη αγάπη Του προς τον λαό Του ν' ανταποκρίνονται και οι πιστοί με την ανάλογη προς Αυτόν αγάπη. Αυτό είναι το θέλημα Του, η αποκάλυψη του εαυτού Του και η αντίστοιχη ανταπόκριση του ανθρώπου με την τήρηση των εντολών Του, πράγμα πού μέχρι σήμερα ισχύει. Συνεπώς ο Νόμος Του, η Τορά, δεν είναι μία νομικίστικη δικανική αντίληψη οπού ο άνθρωπος υποχρεώνεται να πειθαρχήσει άβουλα και άνευ ορών, αλλά είναι σχέση αγάπης, ελευθερίας και κοινωνίας μαζί Του αφού ο Θεός είναι φύσει καλός. Ο Νόμος έστω και ατελής καθίσταται «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24) και δεν παρερμηνεύεται. Ούτε απορρίπτεται όπως νομίζουν οι Προτεστάντες, ούτε τυποποιείται όπως νομίζουν οι Εβραίοι και οι Παπικοί. Εφαρμογή του Νόμου σημαίνει θεία ζωή και θεοκοινωνία]20.
Είναι γεμάτη σκάνδαλα.
Μερικά απ' αυτά είναι: η διήγηση του Αβραάμ και της Σάρας στην Αίγυπτο (Γεν. 12, 10-20), του Ισαάκ και της Ρεβέκκας στα Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26,1-14), η αιμομιξία του Λωτ με τις θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38), η συνεύρεση του Ρουβήμ με τις παλλακίδες του πατέρα του Ιακώβ (Γεν. 35-21), το αίσχος των Σοδομιτών (Γεν. 19,1 κ.έξ.), η σκανδαλώδης συνεύρεση Ιούδα-Θάμαρ (Γεν. 38,1-30). Αναφέρονται επίσης πόλεμοι και φόνοι, η λατρεία δε συνήθως γίνεται με κνίσσα θυσιών.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο ρεαλιστικό. Ο Θεός μιλάει στον πεσμένο άνθρωπο με τη γλώσσα του: είναι τραχιά λόγια πού απευθύνονται σε ασθενείς και βαρέως αμαρτάνοντας. Οι τότε άνθρωποι είναι ατελείς πνευματικώς σε σχέση με μας. Ο Θεός δέχεται και τη λατρεία τους (με κνίσσες), πράγμα ανάξιο γι' Αυτόν, αλλά «συγκαταβαίνει στην ατέλεια των ανθρώπων των χρόνων εκείνων»21.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όταν ερευνούμε τα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, το περιβάλλον και τα δεδομένα της εποχής τους, όχι αυτά της εποχής μας. Η πολυγαμία και η αιμομιξία ήταν νόμιμα και αναπόφευκτα κάποια εποχή. Ισχύει το ανδρικό πολυγαμικό σύστημα και δεν υπάρχει απαγορευτικός νόμος γι' αυτό22. Την πολυγαμία συναντούμε στο γενεαλογικό δένδρο του Κάϊν, αν και συνήθως αποφεύγεται. Την εποχή των Κριτών, αλλάζει η παλιά νομοθεσία. Η διγαμία αναγνωρίζεται ως νομικά σωστό γεγονός, οι βασιλείς διαθέτουν χαρέμι, ενώ οι κοινοί θνητοί έπρεπε να αρκεστούν σε μία ή δυο γυναίκες23. Σε μεταγενέστερη εποχή έχουμε τη μονογαμία, υστέρα την εγκράτεια στο γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6) έπειτα δε, κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, γίνεται λόγος για παρθενία, ως μία «υπέρ φύση κατάσταση»24.
Η σαρκολατρεία και η ειδωλολατρία όμως, ήταν παράνομες και τότε και σήμερα. Και οι Σοδομίτες καταδικάζονται λόγω παρά φύσιν σχέσεων, και οι άνθρωποι της εποχής του Νώε (προ του κατακλυσμού) «δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. 6,3). Επομένως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν θα κριθούν από το Θεό με τα σημερινά δεδομένα.
Ο Αβραάμ αποκρύπτει ότι η όμορφη Σάρα (πού είναι και ετεροθαλής αδελφή του) είναι σύζυγος του, στο Φαραώ και τον Αβιμέλεχ, όχι -φυσικά- για να γίνει... προαγωγός της(!), αλλά από φόβο μήπως τον σκοτώσουν για να του την αρπάξουν, όπως συχνά τότε συνηθιζόταν. Αίτιο λοιπόν είναι ο φόβος του θανάτου, αναφέρει και η Γραφή (Γεν. 20,11-12). Ασχέτως με τη δειλία του θανάτου πού δεν αρέσει στο Θεό, ο Αβραάμ εμφανίζει στον υπέρτατο βαθμό τις αρετές της ξενιτείας και της αμεριμνίας, υπακούοντας δίχως εσωτερικό αντίλογο στην εντολή του Θεού «έξελθε εκ της γης σου... και δεύρο εις γην ην αν σοί δείξω» (Γεν. 12,1). Φεύγει από τη Χαρράν με κατεύθυνση προς το άγνωστο, μαζί με την οικογένεια του (σύζυγο, περιουσία), περιμένοντας με υπομονή την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού περί πλήθους απογόνων -άτεκνος αυτός- προτιμώντας στο τέλος, βυθισμένος σε θεοπτία, να θυσιάσει το γιο του Ισαάκ, χάριν του Θεού.
Η Παλαιά Διαθήκη τα σκάνδαλα τα κατηγορεί, δεν τα επαινεί (Γέν. 19,11 εξ. 34,30), ούτε αποδίδει στο Θεό ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, όπως οι αρχαίοι "Έλληνες στους Ολύμπιους θεούς, κάνοντας τους κατόπιν δασκάλους στη μοιχεία, την πορνεία και την παιδεραστία.25 Ας μη όμως σχολιάσουμε τα τεκταινόμενα στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ονομαστά και ακατονόμαστα.


10.Ιω. Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής περί της Ορθοδόξου Πίστεως» εκδ. ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
11.Άρχιμ. Ιερεμίου Φούντα «Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και απολογουμένη» περιοδ. ΘΥΜΙΑΜΑ, τεύχ. 34, Αθήνα 2003, σελ. 8 κ.ε.
12.Θεοδώρητος Κύρρου «Ερμηνεία κατ' εκλογήν εις τον Ησαΐαν» ΡG 81, 296.
13.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία εις τον Η' Ψαλμόν» ΡG 55, 120.
14.Ιω. Χρυσοστόμου « Προς τέ Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι...» ΡG 48, 815.
15.Βλ. παραπ. 8.
16.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία Γ περί δημιουργίας του κόσμου» ΡG 56, 433.
17.Γρηγορίου του Παλαμά «ΙΑ' Ομιλία εις τον   Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν» ΕΠΕ 9,281 κ.ε.
18.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία XVI   δ'   εις   το κατά Ματθαίον». ΡG 57, 244.
19.Γρηγορίου του Παλαμά «Λόγος εις την εορτήν των Φώτων.» ΕΠΕ, 11,532-537.
20.Βλ. παραπ. 4.
21.Ιω. Χρυσοστόμου, «Ομιλία XVII εις το κατά Ματθαίον» ΡΟ 57,261.
22.Θεοδωρήτου Κύρρου, «Απορία εις την Α' Βασιλειών» έρωτ. β', ΡG 80, 532 ΑΒ.
23.Ι.Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου «Η εν Χριστώ τελείωση της γυναίκας» σελ. 16.
24.Μεθοδίου Ολύμπου «Συμπόσιον ή περί αγνείας» Λόγος α Π, ΒΕΠ   18, 19.5 εξ.
25.Μέγ. Αθανασίου «Λόγος κατά Ελλήνων» ΒΕΠ 30,40 42.53- Γρηγορίου του θεολόγου «Λόγος προς τον Ιουλιανό περί του αίσχους των Ολυμπίων θεών» ΡG 35, 705.
26.Ιω· Χρυσοστόμου «Ομιλία εις την αποστολικήν ρήσιν» ΡG 51, 286.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΦΟΡΟ

H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ



 
H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ιερεμίας Φούντας
Μητροπολίτης Ι. Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Ομιλία στον Ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας την Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Αγαπητοί μου ακροατές,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Επειδή οι εκπομπές μου αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη, γι αυτό και στην σημερινή μου εκπομπή θα παρουσιάσω μία σχετική ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
1. Ο ιερός πατέρας άρχισε σε προηγούμενη ομιλία του να ερμηνεύει τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» (Β/ Κορ. 4,13). Στην ομιλία του εκείνη ο Χρυσόστομος ομίλησε για την πίστη και είπε ότι υπάρχουν δύο είδη πίστεως. Είναι πρώτον η «ποιητική των σημείων», η θαυματουργική. Είνια αυτή για την οποία είπε ο Χριστός «εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι και μεταβήσεται» (Ματθ. 17,20). Και είναι έπειτα η πίστη «η την γνώσιν εμποιούσα ημίν, καθήν πάντες εσμέν πιστοί». Είναι δηλαδή η αποδοχή των δογμάτων της Εκκλησίας μας και η συνεχής μαθητεία μας σ αυτά, βάσει των οποίων πρέπει να ρυθμίζουμε την ζωή μας. Η πίστη για την οποία ομιλεί ο Παύλος στο μνημονευθέν χωρίο, λέγει ο Χρυσόστομος, είναι του δευτέρου είδους, αυτή η της «γνώσεως», η «την γνώσιν εμποιούσα», όπως το είπε προηγουμένως. Είναι η ίδια για την οποία λέγει στους Ρωμαίους ότι «ευχαριστώ τω Θεώ μου... ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τω κόσμω» (1,8). Είναι η ίδια πάλι πίστη για την οποία ο ίδιος Απόστολος γράφει προς τους Θεσσαλονικείς χριστιανούς λέγοντας: «Εν παντί τόπω η πίστις υμών η προς τον Θεόν εξελήλυθε» (Α/ Θεσ. 1,8).
2. Αλλά ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο απόστολος Παύλος στον λόγο του «έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» θέλει να επιδείξει πολλή την συγγένεια της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Γι αυτό και λέγει «έχοντες το αυτό πνεύμα της πίστεως». Το ίδιο πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Τον λόγο που μνημονεύει ο απόστολος Παύλος «επίστευσα διο ελάλησα», τον είπε παλαιά ο Δαυίδ, στην Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμ. 115,1). Αλλά τον ίδιο λόγο τον λέγει τώρα και ο Απόστολος στην Καινή Διαθήκη• λέγει: «Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν». Άρα το αυτό πνεύμα της πίστεως και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.1 Υπάρχει λοιπόν πολλή συγγένεια και πολλή ενότητα των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
3. Που είναι λοιπόν τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, εκείνοι που κατηγορούν την Παλαιά Διαθήκη και διασπούν το σώμα της Αγίας Γραφής, αυτοί που λένε άλλον Θεόν της Παλαιάς και άλλον της Καινής; Ας ακούσουν τον παραπάνω λόγο του αποστόλου Παύλου που λέγει καθαρά ότι είναι το ίδιο Πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Αλλά και τα ονόματα των Διαθηκών, Παλαιά και Καινή, δείχνουν και αυτά πολλή την συγγένεια μεταξύ τους. Γιατί η Καινή λέγεται έτσι, επειδή προϋποθέτει την Παλαιά. Και η Παλαιά πάλι ονομάζεται έτσι, επειδή εδόθη η Καινή. «Η γαρ Καινή δια την Παλαιάν είρηται και η Παλαιά δια την Καινήν» (MPG 51,282). Και αν οι Διαθήκες δεν είναι του ίδιου Δεσπότου, του Χριστού, ούτε η Καινή μπορεί να λέγεται Καινή, αλλά ούτε και η Παλαιά μπορεί να λέγεται έτσι. Ώστε, καταλήγει συμπεραίνοντας ο Χρυσόστομος: «Η διαφορά των ονομάτων Παλαιά και Καινή δείχνει την μεταξύ τους συγγένεια. Η δε κατά το όνομα αυτή διαφορά (Παλαιά και Καινή) δεν είναι διαφορά στην ουσία, αλλά είναι διαφορά των εποχών που δόθηκαν αυτές. Γιατί το καινό με το παλαιό σ αυτό μόνο διαφέρει (στον χρόνο που δόθηκε το καθένα). Η εναλλαγή δε των χρόνων ούτε διαφορά του Δεσπότου που τις έδωσε δηλώνει ούτε υποτίμηση σημαίνει. Και ότι αυτό είναι αλήθεια φαίνεται από αυτό που είπε ο Χριστός: “Κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε την βασιλεία του Θεού είναι όμοιος με έναν οικοδεσπότη που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούργιους και παλαιούς θησαυρούς” (Ματθ.13,52). Βλέπεις – λέγει ο Χρυσόστομος – ότι διάφορα είναι τα κτήματα (αυτά που λέει “θησαυρούς” εδώ), αλλά ένας είναι ο οικοδεσπότης; Όπως λοιπόν αυτός ο ένας οικοδεσπότης μπορεί να βγάζει καινά και παλαιά, αυτό μπορεί να λεχθεί για τον Ένα Θεό της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και μάλιστα, αυτό προπαντός αποδεικνύει τον πλούτο και την περιουσία του Θεού: Το ότι δεν έχει μόνο “καινή”, αλλά έχει και “παλαιά” περιουσία» (MPG 51,282).
4. Ώστε η διαφορά των δύο Διαθηκών είναι στο όνομα μόνο και όχι στο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει «μάχη» και «εναντίωσις» των δύο Διαθηκών. Γιατί το «παλαιόν» γίνεται «παλαιόν» από το υπάρχον «καινόν». Αλλά αυτό δεν είναι ούτε μάχη ούτε εναντίωση, αλλά διαφορά στο όνομα μόνο. Αλλά προχωρεί την σκέψη του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και λέγει τα εξής ωραία παρακάτω: «Εγώ – λέγει – θα πω και αυτό το υπερβολικό: Και αν ακόμη ήταν ενάντιοι οι νόμοι της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη, και τότε ακόμη θα υπεστήριζα ότι δεν έπρεπε από αυτό να συμπεράνουμε ότι είναι άλλος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και άλλος ο Θεός της Καινής. Γιατί: Αν κατά τον ίδιο καιρό και στους ίδιους ανθρώπους, που καταγίνονται με τα ίδια πράγματα, διέταζε ο Θεός ενάντιους νόμους, θα είχε κάποιο επιχείρημα αυτό το “σόφισμα” (το ότι δηλαδή πρόκειται περί διαφορετικού Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη). Αφού όμως άλλοι μεν νόμοι εγράφησαν στην Παλαιά Διαθήκη, άλλοι δε στην Καινή, και σε άλλο χρόνο οι μεν σε άλλο χρόνο οι δε, και δόθηκαν σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση οι μεν από τους δε, τότε για ποιο λόγο από την διαφορά των νόμων είναι ανάγκη να συμπεράνουμε δύο νομοθέτες; Εγώ δεν βλέπω κανένα λόγο. Εάν όμως αυτοί που λέγουν αυτά έχουν να μας πουν κανένα λόγο, ας τον πουν. Αλλά δεν έχουν! Και μάλιστα και ο γιατρός πολλές φορές κάνει πολλά αντίθετα πράγματα. Δεν τα κάνει όμως αυτά κινούμενος από αντίθετη γνώμη, αλλά από μία και σύμφωνη. Γιατί πολλές φορές ο γιατρός άλλοτε καυτηριάζει την πληγή και άλλοτε όχι• άλλοτε εγχειρίζει και άλλοτε δεν εγχειρίζει. Και μάλιστα αυτό το κάνει πολλές φορές στο ίδιο σώμα. Άλλοτε προσφέρει πικρά φάρμακα και άλλοτε γλυκά. Αυτά δε που κάνει φαίνονται αντίθετα. Η επιθυμία του όμως, για την οποία τα κάνει αυτά, είναι μία και η αυτή, γιατί αποβλέπει στον ίδιο σκοπό: Στην υγεία του αρρώστου».
Και συμπεραίνει ο άγιος Πατέρας: «Πως δεν είναι περίεργο τον μεν ιατρό που κάνει πολλά αντίθετα και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο να μην τον κατηγορούμε, τον δε Θεό να κατηγορούμε, επειδή σε διαφορετικούς καιρούς και σε διαφορετικούς ανθρώπους έδωσε διαφορετικές εντολές;» (MPG 51,283). Και μάλιστα να συμπεραίνουμε από αυτό όχι απλώς την αίρεση, αλλά την ανοησία, ότι έχουμε δυο Θεούς, έναν της Παλαιάς και έναν της Καινής;
5. Και ενάντιοι λοιπόν να είναι οι νόμοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, κατά τα παραπάνω που μας είπε ο άγιος Χρυσόστομος, δεν έπρεπε να μιλάμε περί διαφόρων Θεών των δύο Διαθηκών. Δεν είναι όμως ενάντιοι, αλλά είναι απλώς διάφοροι. Και θα το αποδείξει τώρα αυτό ο σοφός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, ο ιερός Χρυσόστομος. Ως παράδειγμα παίρνει τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης «ου φονεύσεις». Αυτός είναι παλαιός νόμος. «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις», είπε ο Κύριος (Ματθ. 5,21). Ας δούμε όμως τώρα και τον νόμο της Καινής. Ο Κύριος είπε: «Εγώ δε λέγω υμίν, πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται εν τη κρίσει» (Ματθ. 5,22). Είναι πραγματικά αντίθετα αυτά τα δύο προστάγματα; Ποιος άνθρωπος λογικός μπορεί να πει τέτοιο πράγμα; Αν ο παλαιός νόμος έλεγε «να μην φονεύουμε», ο δε νέος νόμος, η Καινή Διαθήκη, έλεγε «να φονεύουμε», πραγματικά αυτό θα ήταν διαφωνία και αντινομία. Αν όμως η Παλαιά Διαθήκη λέει να μη φονεύουμε, η δε Καινή Διαθήκη λέει όχι να μην φονεύουμε απλά, αλλά να μην οργιζόμαστε, αυτό δεν είναι εναντίωση, αλλά επίταση του προηγούμενου νόμου. Γιατί ο προηγούμενος νόμος θέλει να κόψει τον καρπό της κακίας, δηλαδή τον φόνο• ο δε νόμος του Χριστού, η Καινή Διαθήκη, θέλει να κόψει και την ρίζα του φόνου, δηλαδή την οργή. Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να ανακόψει το ρεύμα της πονηρίας, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να ξηράνει και την πηγή της. Πραγματικά, πηγή και ρίζα του φόνου είναι ο θυμός και η οργή.
Ποια λοιπόν αντίθεση υπάρχει μεταξύ του ότι η μεν Παλαιά Διαθήκη να θέλει να ανακόψει το αποτέλεσμα της αμαρτίας, η δε Καινή Διαθήκη να θέλει να αποκόψει και την αρχή της αμαρτίας; Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να καθαρίσει τα χέρια από το αίμα, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να απαλλάξει και την διάνοια και την καρδιά από τις εχθρικές διαθέσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δύο Διαθήκες συμφωνούν και δεν μάχονται η μία με την άλλη, όπως θέλουν να μας το παρουσιάσουν οι εχθροί της αληθείας.
Όποιος ομιλεί για διαφορετικό Θεό της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αυτός κατηγορεί τον Θεό της Καινής Διαθήκης, ενώ θέλει να τον εξυψώσει. Και να πως τον κατηγορεί: Η τροφή της Παλαιάς Διαθήκης είναι γάλα, γιατί παιδαγωγεί προς την μεγάλη αλήθεια της Καινής Διαθήκης. Η τροφή δε της Καινής Διαθήκης είναι στερεά. Αν όμως πούμε ότι άλλος είναι ο Θεός της Καινής Διαθήκης από τον Θεό της Παλαιάς, τότε σημαίνει ότι ο Θεός αυτός της Καινής έδωσε κατ ευθείαν την «στερεά» τροφή, έδωσε δηλαδή κατ ευθείαν την πλήρη Αποκάλυψη, χωρίς να προετοιμάσει τον λαό Του, για να δεχθεί την Αποκάλυψη αυτή. Δηλαδή, όπως το λέγει ακριβώς ο Χρυσόστομος, ο Θεός «προ του θρέψαι γάλακτι και την δια του νόμου παιδαγωγίαν επί την στερεάν ημάς ήγαγε τροφήν». Αλλά κανένας λογικός άνθρωπος «πριν η θρέψαι γάλακτι, προς την στερεάν άγει τροφήν» (MPG 51,284). Αυτό το άλογο κατηγορούν στον Θεό, κατά τον Χρυσόστομο, όσοι δέχονται διαφορά Θεών στις δύο Διαθήκες. Αλλά και το άλλο: Ο νόμος του Χριστού στην Καινή Διαθήκη δόθηκε προς τα τελευταία έτη. Και βέβαια εμείς πιστεύουμε ότι για την Αποκάλυψη αυτή της Καινής Διαθήκης ο Θεός προετοίμασε την ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη. Αν όμως πούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δόθηκε από τον Θεό, αλλά από κάποιο άλλο θεό, τότε κατηγορούμε τον αληθινό Θεό με την μεγάλη πραγματικά κατηγορία ότι άφησε για τόσα χρόνια, για πέντε χιλιάδες χρόνια, άφησε χωρίς καμμιά φροντίδα την ανθρωπότητα, όντας αδιάφορος γι αυτήν. Και τρόπον τινά ο Θεός... (!) μετενόησε από την αδιαφορία του αυτή και άρχισε μετά από πέντε χιλιάδες χρόνια να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους και τότε έδωσε τον νόμο Του με την Καινή Διαθήκη. Πραγματικά αυτήν την κατηγορία δίνουμε στον Θεό, αν πούμε ότι δεν είναι Αυτός που μίλησε στην ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη πρώτα. Αλλά μια τέτοια κατηγορία δεν αρμόζει ούτε και σε ένα ανάξιο άνθρωπο (βλ. Χρυσοστόμου, MPG 51,284).
6. Ας σκεφθούμε λοιπόν, μας λέγει ο Χρυσόστομος, σε πόσες κατηγορίες και βλασφημίες υποβάλλουν τον Θεό εκείνοι που μιλάνε για άλλο Θεό της Παλαιάς και άλλο Θεό της Καινής Διαθήκης. Όλες αυτές οι κατηγορίες διαλύονται αν δεχθούμε και πιστέψουμε ότι ένας είναι ο νομοθέτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ένας είναι ο Θεός και των δύο Διαθηκών. Και για να αποδείξει ο Χρυσόστομος την αλήθεια αυτή περισσότερο και για να «απορράψει», όπως λέγει, τα στόματα των βλασφήμων και των αιρετικών, φέρει μαρτυρία από αυτήν την Παλαιά Διαθήκη, από τον προφήτη Ιερεμία, τον από την κοιλιά της μάνας του αγιασμένο. Ο προφήτης Ιερεμίας παρουσιάζει τον Θεό να λέγει: «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών» (38,31). Από τον λόγο δε αυτόν φαίνεται καθαρά ότι Αυτός που σύναψε την Παλαιά Διαθήκη, ο Ίδιος πάλι σύναψε και την Νέα Διαθήκη. Ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών, και της Παλαιάς και της Καινής. Γνωρίζουμε δε ότι την Καινή Διαθήκη την σύναψε ο Χριστός με το Αίμα Του. Αυτός είναι ο νομοθέτης της Καινής, γι αυτό και λέγει στην επί του Όρους Ομιλία Του «εγώ δε λέγω υμίν» (Ματθ. 5,22.28.32). Άρα, Αυτός πάλι σύναψε και την Παλαιά Διαθήκη.
Ο παραπάνω αυτός λόγος του Θεού στον προφήτη Ιερεμία «διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών», αυτός ο λόγος αποδεικνύει πάλι και την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού, γιατί «ει προ του τόκου της Μαρίας ουκ ην, ουδέ υπήρχε πριν η φανήναι εν σαρκί, πως ενομοθέτει ο μη ων; Πως δε έλεγε, “διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών”; Πως διέθετο τοις πατράσιν αυτών μη υπάρχων, μηδέ ων, κατά τον εκείνων λόγον;» (MPG 51,284). Ναι, ο λόγος αυτός του προφήτου Ιερεμίου αποδεικνύει, ξαναλέγουμε, την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού. Γι αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος τον χρησιμοποιεί στον πόλεμό του εναντίον του Παύλου του Σαμοσατέως, που ηρνείτο την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού.
Με την ευκαιρία του λόγου ελέγχει ο ιερός Πατέρας και τους Μανιχαίους, οι οποίοι απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη. Τους ελέγχει δε από την Καινή Διαθήκη, αφού αυτοί δεν παραδέχονται την Παλαιά. Και τους ελέγχει με το εξής επιχείρημα: Είναι γνωστόν ότι η Καινή Διαθήκη έχει χωρία και περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι οι μαρτυρίες των Προφητών περί του Μεσσίου και στις οποίες ανταποκρίνεται πλήρως η ζωή του Ιησού Χριστού. Αν όμως αφαιρέσουμε τις περικοπές και τα χωρία αυτά των Προφητών από την Καινή Διαθήκη, αυτά που απομένουν σ αυτή δεν μπορούν να σταθούν και να αποτελέσουν αρμονία• «τα γαρ αποκοπέντα μέλη κράζει και βοά, την προς τα οικεία μέλη συμφωνίαν επιζητούντα» (MPG 51,285).
7. Με καθηγητή λοιπόν τον μεγάλο ερμηνευτή της Εκκλησίας μας, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, θα αποδείξουμε, αγαπητοί μου ακροατές, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό θα το αποδείξει από τον απόστολο Παύλο, από μία του περικοπή της προς Γαλάτας επιστολής του. Στην περικοπή αυτή, λέγει ο άγιος Πατέρας, σαν να φαίνεται ότι κατηγορείται η Παλαιά Διαθήκη. Και αυτό βέβαια είναι ενθαρρυντικό στους αιρετικούς, τους κατηγορούντες και διαγράφοντες την Παλαιά Διαθήκη. Και πραγματικά η διατύπωση της περικοπής του Αποστόλου είναι τέτοια, ώστε εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η περικοπή αυτή είναι εναντίον της Παλαιάς. Αν όμως εμβαθύνει κανείς ορθά στην περικοπή, θα διαπιστώσει το αντίθετο, ότι αυτή είναι υπέρ της Παλαιάς Διαθήκης. Σ’ αυτό ο Χρυσόστομος βλέπει ένα τέχνασμα της σοφίας του Θεού, ώστε από την ασαφή έκφραση να την «πάθουν» οι κατήγοροι της Παλαιάς Διαθήκης και να την «πατήσουν», όπως λέμε. Γιατί, αρπάζοντες οι αιρετικοί αυτήν την περικοπή, που φαίνεται τάχα ως περικοπή αντίθετη της Παλαιάς Διαθήκης, την δέχονται με χαρά, την εκλαμβάνουν ότι συνηγορεί μ αυτούς και την «παθαίνουν», γιατί το νόημα της περικοπής είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι αυτοί νομίζουν. Και από την περικοπή λοιπόν του αποστόλου Παύλου, που προτίμησαν αυτοί να έχουν υπέρ αυτών, έχουν, από αυτήν ακριβώς την περικοπή, την καταδίκη της πλάνης τους.2
Σε πολλά σημεία της η Καινή Διαθήκη μιλάει για ένα νομοθέτη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αλλά ο απόστολος Παύλος θα βγάλει την αλήθεια αυτή από αυτήν ακριβώς την περικοπή την οποία επικαλούνται οι Μανιχαίοι και την διασώζουν μάλιστα στην δική τους Γραφή που χρησιμοποιούν. Και αυτή η περικοπή είναι από την προς Γαλάτας επιστολή (4,21-22): «Λέγετέ μοι οι υπό νόμον θέλοντες είναι• τον νόμον ουκ ακούετε; Γέγραπται γαρ ότι Αβραάμ δύο υιούς έσχεν. Ένα εκ της παιδίσκης και ένα εκ της ελευθέρας». Οι αιρετικοί Μανιχαίοι, όταν διάβασαν στο χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου για «υιόν της παιδίσκης», πήδησαν από χαρά («απεπήδησαν»)• γιατί νόμισαν ότι το «παιδίσκης» είναι κατηγορία του νόμου. Αλλά θα αποδείξουμε τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Για τα αναφερόμενα στην περικοπή λέγει ο απόστολος ότι είναι «αλληγορούμενα» (Γαλ. 4,24). Και ερωτά ο Χρυσόστομος: Τι σημαίνει το «αλληγορούμενα»; Σημαίνει ότι, όσα συμβαίνουν στην Παλαιά Διαθήκη είναι «τύποι» «των εν τη Χάριτι γενομένων», αυτών δηλαδή που έγιναν στην Καινή Διαθήκη. Και το εξηγεί: Οι δύο γυναίκες είναι τύποι των δύο Διαθηκών. Και αυτό βέβαια δεικνύει την συγγένεια της Καινής με την Παλαιά Διαθήκη. Γιατί ο τύπος δεν είναι ενάντιος με την αλήθεια, αλλά συγγενής. Έτσι λοιπόν, εάν ήταν ενάντιος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης προς τον Θεό της Καινής Διαθήκης, δεν θα ήταν δυνατόν, δια των δύο γυναικών του Αβραάμ, να προδιατυπώσει την υπεροχή της Καινής Διαθήκης. Αλλά πιθανόν να πουν οι αντίθετοι ότι ο Παύλος έκανε κατάχρηση του τύπου από συγκατάβαση στην ασθένεια των Ιουδαίων. Αν όμως γινόταν αυτό, θα έπρεπε ο Απόστολος να κάνει συγκατάβαση και στην ασθένεια των εθνικών (των εξ εθνών χριστιανών) και να ευρίσκει τύπους και από την ελληνική μυθολογία («εχρήν και Έλλησι κηρύττοντα τύπους Ελληνικούς εισάγειν, και ιστορίας μεμνήσθαι των παρ Έλλησι γεγενημένων πραγμάτων»). Αυτό όμως δεν το έκανε, γιατί τα ελληνικά μυθολογήματα δεν έχουν κανένα κοινό προς την αλήθεια. Τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης τα αλληγορεί μόνο με τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, ακριβώς γιατί «πολλήν συγγένειαν έχει τα παλαιά προς την Καινήν Διαθήκην» (MPG 51,285.286).
8. Από την παραπάνω περικοπή του αποστόλου Παύλου περί του Αβραάμ και των δύο υιών του, έναν εκ της παιδίσκης και έναν εκ της ελευθέρας, ο ιερός Χρυσόστομος συμπέρανε την συμφωνία των δύο Διαθηκών. Τώρα όμως ο ερμηνευτής Πατήρ από την ίδια περικοπή θα αποδείξει και το επίμαχο θέμα, ότι δηλαδή ένας είναι ο νομοθέτης των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και η απόδειξη αυτή είναι πολύ απλή. Και οι δύο γυναίκες του Αβραάμ είχαν έναν άνδρα. Και αφού αυτό είναι τύπος των γενομένων στην Καινή Διαθήκη, λέγουμε ότι και οι δύο Διαθήκες, η Παλαιά και η Καινή, έχουν ένα νομοθέτη. Γιατί, αν άλλος ήταν ο νομοθέτης της Καινής και άλλος ο νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης, «περιττώς την ιστορίαν εισήγαγεν» ο απόστολος Παύλος, λέγει ο Χρυσόστομος. Δεν ήταν άλλος ο άνδρας της Σάρρας και άλλος ο άνδρας της Άγαρ, αλλά ο ένας και ο αυτός.
Ώστε, συμπεραίνει ο Χρυσόστομος λέγοντας: «Όταν λέγει ο απόστολος Παύλος, “αύται γαρ εισι δύο διαθήκαι”, δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά ότι αυτές οι δύο Διαθήκες έχουν ένα νομοθέτη, όπως ακριβώς εκείνες οι γυναίκες (η παιδίσκη και η Σάρρα) είχαν έναν άνδρα, τον Αβραάμ. Θα πει όμως κάποιος, ότι η μία ήταν “δούλη”, η δε άλλη ήταν “ελεύθερη”. Αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία. Το ζητούμενο είναι εάν είναι ένας ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Ας παραδεχθούν λοιπόν αυτό πρώτον οι αιρετικοί και τότε εμείς θα τους απαντήσουμε σ αυτό. Γιατί, αν οι αντιφρονούντες παραδεχθούν αυτό το βασικό, όλα έπειτα τα άλλα τακτοποιούνται. Όταν δηλαδή αυτοί παραδεχθούν ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τον ίδιο νομοθέτη με τον νομοθέτη της Καινής – όπως και τον έχει – τότε διαλύεται όλη η διαφορά μας με εκείνους. Όμως, για να μην δημιουργηθεί και σε σάς – λέγει ο Χρυσόστομος στους ακροατές του – καμμία απορία από την αποστολική περικοπή, ας προσέξουμε ακριβώς την έκφραση του Αποστόλου. Γιατί δεν είπε “μία μεν δούλη, μία δε ελευθέρα”, αλλά είπε, “Μία μεν εις δουλείαν γεννώσα”. Αλλά δεν σημαίνει βέβαια ότι η “γεννώσα εις δουλείαν” είναι δούλη. Το να γεννηθούν δε τέκνα “εις δουλείαν” δεν φταίει η μητέρα, αλλά τα τεχθέντα παιδία. Γιατί αυτά (δηλαδή οι Ιουδαίοι), επειδή για την κακία τους αποστέρησαν τους εαυτούς τους από την ελευθερία και εξέπεσαν από την ευγένειά τους, ο Θεός τους επαίδευσε ως αγνώμονες με συνεχή φόβο, κολάζοντάς τους με τιμωρίες και με απειλές. Και αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς των πατέρων μπορούμε να το δούμε και σήμερα. Γιατί και σήμερα πολλοί πατέρες τα άτακτα παιδιά τους τα συνηθίζουν σε πρέποντα φόβο, σαν αυτά να είναι ικέτες και όχι παιδιά. Και αυτό δεν είναι έγκλημα των πατέρων, αλλά των ατάκτων παιδιών, γι’ αυτό και οι πατέρες τους δεν συμπεριφέρονται σαν σε ελεύθερα παιδιά.
Έτσι και ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη. Φερόταν με πνεύμα δουλείας και φόβου και τιμωρίας σε εκείνον τον αγνώμονα ιουδαϊκό λαό. Αλλά αυτό δεν είναι κατηγορία του Θεού, ούτε είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά των Ιουδαίων που είχαν αποχαλινωθεί και γι αυτό είχαν ανάγκη από δυνατώτερο χαλινό. Γιατί στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε και δικαίους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν την φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης, και δεν είχαν λοιπόν ανάγκη αυτοί από τέτοιο χαλινό. Τέτοιοι ήταν ο Άβελ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Ελισσαίος και πολλοί - πολλοί άλλοι. Αυτοί δόθηκαν στον Θεό όχι από φόβο και από απειλή και από τιμωρία, αλλά από αγάπη και “φίλτρω ζέοντι”. Αυτοί λοιπόν – όπως λέει ακριβώς ο Χρυσόστομος – “ου γαρ εδεήθησαν προσταγμάτων, ουδέ εντολών και νόμων, ώστε αρετήν ελέσθαι και φεύγειν κακίαν, αλλ ώσπερ ευγενείς παίδες και ελεύθεροι, την οικείαν επιγνόντες αξίαν, χωρίς φόβου τινός και κολάσεως ηυτομόλησαν προς την αρετήν”. Οι άλλοι όμως Ιουδαίοι, επειδή έκλιναν στην κακία, είχαν ανάγκη από νόμο (“επειδή προς κακίαν απέκλιναν, του κατά τον νόμον εδεήθησαν χαλινού” ). Έτσι, όταν οι Ιουδαίοι λάτρευσαν ως θεό τον μόσχο και προσκύνησαν τα γλυπτά, τότε άκουσαν την εντολή “Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστιν”. Όταν φόνευσαν και διέφθειραν τις γυναίκες των πλησίον τους, τότε άκουσαν το “ου φονεύσεις”, “ου μοιχεύσεις” και όλες τις άλλες εντολές.
Ώστε: Δεν είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης να ομιλεί για κόλαση και για τιμωρία και να παιδεύει και να σωφρονίζει τους ανθρώπους σαν να είναι αγνώμονες δούλοι, αλλά αντίθετα είναι μεγάλο εγκώμιο και έπαινός του. Γιατί τους ανθρώπους που έπεσαν σε τόση κακία μπόρεσε με την αυστηρότητά του να τους απαλλάξει από την κακία τους και να τους κάνει να υπακούσουν στην Χάρη και να τους οδηγήσει στην φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης. Έτσι λοιπόν και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη οικονομούσε το ένα και το αυτό Πνεύμα, αν και με διάφορο τρόπο. Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος έλεγε: “Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον• Επίστευσα, διο ελάλησα”» (MPG 51,286.287).
Σάς ευχαριστώ που με ακούσατε,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
 
1. Τον λόγο «επίστευσα διο ελάλησα» «άνωθεν και προ πολλών χρόνων ο Δαυίδ ην ειρηκώς, όπερ ο Παύλος παρήγαγε νυν, δηλών ότι του Πνεύματος η χάρις η αυτή και εν εκείνω τότε, και νυν εν ημίν την της πίστεως ερρίζωσε δύναμιν• ωσεί έλεγε, “το αυτό Πνεύμα της πίστεως, το και εν εκείνω λαλήσαν, και εν ημίν ενήργησε”» (MPG 51,282).
2. Λέει επί λέξει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για το πάθημα των αιρετικών αυτών: «Και τούτο δε (το ότι δηλαδή η περικοπή του Αποστόλου φαίνεται ως κατήγορη της Παλαιάς Διαθήκης) της του Πνεύματος εγένετο σοφίας, ώστε τη προχείρω ρήσει δελεασθέντας τους του νόμου κατηγορούντας άκοντας και αγνοούντας δέξασθαι την υπέρ αυτού γεγραμμένην απολογίαν• ίνα αν μεν θελήσωσι προς την αλήθειαν ιδείν, έχωσι την ρήσιν την χειραγωγούσαν αυτούς• αν δε επιμένωσι τη απιστία μηδεμιάς συγγνώμης λοιπόν τύχωσι, και αυτοίς, οίς δοκούσι πιστεύειν, απιστούντες κατά της εαυτών σωτηρίας» (MPG 51,285).
 
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ι.Μ.Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ     www.egolpion.com

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ



 
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού π.Δανιήλ Γούβαλη
 
    Τις τελευταίες δεκαετίες ακούγονται πολλές κατηγορίες κατά του Θεού της παλαιάς Διαθήκης. Οι κατήγοροι τον εμφανίζουν σκληρό γι’ αυτό αναγκαζόμαστε να ασχοληθούμε με αυτό το θέμα.
Ξεκινούμε με ένα παράδειγμα. Υπάρχει ένας δάσκαλος δημοτικού Σχολείου, καλός, ευγενικός, με παιδαγωγικό ταλέντο, σοφός, είναι διορισμένος σε ένα σχολείο μιας πόλεως, τα παιδιά έχουν καλή ανατροφή από το σπίτι τους, είναι προσεκτικά, ευγενικά, υπάκουα, ο δάσκαλος με ηρεμία και με χαρούμενο πρόσωπο κάνει το μάθημα του, όλοι έχουν να πουν τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν.
κάτι συμβαίνει και ο δάσκαλος αυτός πρέπει να υπηρετήσει για κάποιο χρονικό διάστημα σε ένα ορεινό χωριό απομακρυσμένο από πόλεις. Οι κάτοικοι εκεί είναι τραχείς και άξεστοι, και τα παιδιά στο σχολείο είναι σκληρά, απρόσεκτα, ανυπάκουα και αγενή.
Οι ψυχές του μοιάζουν με χέρσα, με ακαλλιέργητα χωράφια.
Ο δάσκαλος χωρίς να μεταβληθεί καθόλου εσωτερικά, χωρίς να πάψει να αγαπά τους μαθητές και να θέλει να τους μορφώσει, φαίνεται εξωτερικά αλλαγμένος. Δεν μοιάζει με τον εαυτό του όπως ήταν στο προηγούμενο σχολείο, φαίνεται σκληρός, αυστηρός, σχεδόν άγριος, χρησιμοποιεί συχνά τις απειλές και τις τιμωρίες.
Γατί αυτή τη αλλαγή στον δάσκαλο; Ο κάθε ένας το αντιλαμβάνεται. Σε αυτό το σχολείο, με αυτά τα παιδιά χρειαζόταν άλλη τακτική. Εδώ ο δάσκαλος έπρεπε να μιλήσει άλλη γλώσσα γιατί την προηγούμενη γλώσσα εδώ δεν την καταλάβαιναν.
 Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τον Θεό, δεν είναι καλός ο Θεός της Καινής Διαθήκης και σκληρός εκείνος της Παλαιάς Διαθήκης, ο ίδιος Θεός είναι, αλλά στα παλαιά χρόνια που ο Ιουδαϊκός λαός δεν είχε καλλιεργηθεί με τους προφήτες, που ο λαός επηρεαζόταν από γειτονικούς λαούς όπου κυριαρχούσαν η ειδωλολατρία, η ζωολατρία, οι ανθρωποθυσίες, οι οργιαστικές τελετές, σκληρότατα πολεμικά ήθη, απάνθρωπο ποινικό δίκαιο και λοιπά, στα παλιά χρόνια που το μυαλό των Ιουδαίων δεν μπορούσε να κατανοήσει εύκολα τις αλήθειες του Θεού, ήταν αναγκαίο ο Θεός να δείχνει ένα διαφορετικό πρόσωπο.
Το πρόβλημα δεν ήταν στον Θεό αλλά στους ανθρώπους.
Ο Θεός έπρεπε να τους μιλήσει στη γλώσσα τους και τότε η γλυκιά και ήπια γλώσσα δεν γινόταν κατανοητή. Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις που γινόταν αντιληπτό ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης όσο και εάν φαινόταν σκληρός ήταν φιλάνθρωπος.
 Σήμερα θα παρουσιάσουμε κάποιες σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης οπού γίνεται εμφανής η Θεϊκή φιλανθρωπία. Αυτές τις σελίδες οι πάσης φύσεως εχθροί της Παλαιάς Διαθήκης τις αποκρύπτουν συστηματικά.
 Το 3ο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης ονομάζεται Λευιτικό. Σε αυτό αναγράφονται ελάχιστα ιστορικά γεγονότα, περιέχει κυρίως νόμους που αφορούν την θρησκευτική και πνευματική ζωή του Ισραηλιτικού έθνους Μια ομάδα διατάξεως αφορά την οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Στην αρχή του 25ου κεφαλαίου γίνεται αναφορά στον Σαββατισμό, στην αγρανάπαυση.
Ο Κύριος μίλησε στον Μωυσή στο Όρος Σινά και είπε, να μιλήσεις στους Ισραηλίτες και να τους πεις, όταν θα εισέλθετε στην γη που εγώ θα σας δώσω θα αναπαύεται η γη που θα σας δώσω, θα έχει Σαββατισμό, δηλαδή ανάπαυση προς τιμήν του Κυρίου. Έξι έτη θα σπείρεις τον αγρό σου και έξι έτη θα κλαδεύεις το αμπέλι σου και θα συνάγεις τους καρπούς του το έβδομο όμως έτος θα γίνεται Σαββατισμός. Δηλαδή ανάπαυση προς τιμήν του Κυρίου τον αγρό σου δεν θα τον σπείρεις και το αμπέλι σου δεν θα το κλαδεύεις αυτό το έτος, όσα θα δώσει από μόνος του ο αγρός σου δεν θα τα θερίσεις και τα σταφύλια του αμπελιού σου που θα θεωρούνται αφιερωμένα δεν θα τα τρυγήσεις. Αυτό το έτος θα είναι έτος αγραναπαύσεως. Τροφή κατά το έτος του Σαββατισμού θα είναι όσα θα γίνονται από μόνα τους στους αγρούς και στα αμπέλια για σένα για το δούλο σου για τη δούλη σου για τον ημερομίσθιο εργάτη σου για τον ξένο που βρίσκεται κοντά σου και για τα ζώα σου και για τα άγρια ζώα της χώρας σου ότι θα γίνονται από μόνα τους αυτό το έτος θα αποτελούν γενική τροφή.
 Με την αγρανάπαυση ανανεώνονται τα εξαντληθέντα στοιχεία του αγρού, αυξάνεται και ανακτάται η γονιμότητα του, διατηρείτε η υγρασία του και προλαμβάνεται η συναφής ανάπτυξης ζιζανίων και παρασίτων.
Εδώ η αγρανάπαυσις αποτελεί Θεϊκή επιταγή, τα οφέλη της δεν αφορούν μόνο τον αγρό, ευεργετούν και τους ανθρώπους και μάλιστα τους εργάτες τους ξένους και τους δούλους, θα πάρουν μια ανάσα θα ανανεωθούν οι δυνάμεις τους.
Κατά το Σαββατικό έτος δεν θα μοχθούσαν με το όργωμα, με το κλάδεμα, με τη σπορά, με το θερισμό.
Μάλιστα οι δούλοι που έτυχε να έχουν δύσκολα αφεντικά και πολύ δουλειά σε πολλά χωράφια και αμπέλια, ένιωθαν ιδιαίτερη ανακούφιση και οπωσδήποτε δοξολογούσαν τον Κύριο τον Θεό του Αβραάμ του Ισαάκ και του Ιακώβ για την φιλάνθρωποι αυτή νομοθεσία.
Ένας ξένος, ένας φτωχός, ένας ορφανός, ένας ταλαίπωρος άνθρωπος που βρισκόταν στην χώρα του Ισραήλ κατά το Σαββατικό έτος μπορούσε άνετος και ανενόχλητος να πάει στα αμπέλια και να γευτεί σταφύλια να πάει στα χωράφια που υπήρχαν συκιές και να απολαυσει σύκα και ούτω κάθε εξής.
Ο σοφός Φίλων ο Αλεξανδρεύς σχολιάζοντας το κείμενο σημειώνει: κακεινο ενι τες θεμι δοκεί το μηδενι προσηκειν το παραπαν ανθρωπους αχθει βαρυνειν και πιεζειν η γαρ μερεσι της γης α μηχ ηδονης μητ αλγηδονος πέφυκε κοινωνείν μεταδοτέων αναπαύλεις πως ουχι μαλλον ανθρωποις ης  ου μονον αισθησις προσεσθιν η κοινη και των αλογων ζωων αλλα και λογισμος εξαιρετος οτα εκ πονων και καματων οδυνηρα τρανωτερες φαντασιες εντυπουται.
Δηλαδή, με την διάταξη του Σαββατικού έτους ο Θεός περνά στον λαό του την εξής σκέψη, εάν τμήματα της γης, αγροί, που δεν αισθάνονται πόνο ή χαρά πρέπει να γνωρίσουν μια ανάπαυση, πόσο μάλλον θα πρέπει να μη καταπιέζονται υπερβολικά οι άνθρωποι, οι οποίοι, όχι μόνο έχουν την αίσθηση των ζώων αλλά και την λογική σκέψη και έτσι νιώθουν ποιο έντονα το κακό από τον κόπο και τον μόχθο. 
Ωραία διατύπωσις, μη το παραπαναν ανθρώπους άχθι βαρύνειν και πιέζειν.
Αλλά θα πει κανείς, αν ένα έτος δεν δούλευαν οι Ισραηλίτες πως θα ζούσαν; Θα είχαν επάρκεια τροφών; 
Φρόντιζε γι’αυτο ο Θεός, αυτή η φροντίδα έχει σχέση με ένα θαύμα. 

Κάθε έκτο έτος παρουσιαζόταν μέγιστη παραγωγή καρπών που επαρκούσε για τρία έτη. Παράβαλε Λευιτικό κε΄20-22.
Το 5ο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης ονομάζεται Δευτερονόμιο σε αυτό γίνεται μια ανακεφαλαίωσις νομοθεσίας και πεπραγμένων παρουσιάζονται 3 λόγοι του Μωυσή όταν συμπληρώθηκαν 40 έτη από την έξοδο από την Αίγυπτο, επίσης προς το τέλος υπάρχει ένας ιστορικός επίλογος και τελευταίες πράξεις και λόγια του Μωυσή πριν από το θάνατο του. 
Το Δευτερονόμιο μοιάζει κάπως με την επί Όρους ομιλία του Χριστού, έχει φράσεις και έννοιες πολύ συγκινητικές. Στο 15ο κεφάλαιο, συνολικά έχει 34 κεφαλαια, στο 15ο αναγράφονται κάποιες διατάξεις που αφορούν το Σαββατικό έτος.
 Κάθε επτά έτη θα κάνεις άφεση χρεών. 
Η διάταξις αυτή της αφέσεως έχει ως εξής, κάθε χρέος που οφείλει σε εσένα ο πλησίον σου κατά το έβδομο έτος θα του το χαρίσεις, δεν θα το ζητήσεις από τον αδελφό σου διότι διατάσσετε από τον Κύριο τον Θεό σου άφεση χρεών. 
Στον αδελφό σου θα χαρίσεις το χρέος γιατί δεν πρέπει να υπάρχει μεταξύ σας φτωχός κάνοντας έτσι, θα σε ευλογήσει πλούσια ο Κύριος ο Θεός σου στην χώρα που σου έδωσε να κληρονομήσεις.
Αυτή η διάταξις δεν δείχνει την καλοσύνη και την φιλανθρωπία του Θεού;
Αλλά έπεται και συνέχεια, εκεί θα φανεί ακόμη ποιο μεγάλη η φιλανθρωπία Του.
Επανερχόμαστε στο 25ο κεφάλαιο του Λευιτικού στίχους 8 έως 14. 
Θα μετρήσεις επτά αγραναπαύσεις, επτά έτη επί επτά, όποτε θα έχει επτά εβδομάδες ετών, δηλαδή 49 έτη, την δεκάτη του έβδομου μηνός θα ηχήσουν σάλπιγγες σε όλη την χώρα, την ημέρα της εορτής του εξιλασμού θα κάνετε αναγγελία με την σάλπιγγα σε όλη την χώρα, θα αγιάσετε ολόκληρο το 50ο έτος και θα το διαγγείλετε ως έτος αφέσεως για όλους τους κατοίκους της χώρας.
 
Έτος αφέσεως θα σημάνει αυτό το σάλπισμα και ο κάθε ένας θα επανέλθει στα κτήματά του και κάθε δούλος θα επιστρέψει στην πατρίδα του και στην φυλή του. Σάλπισμα αφέσεως για το 50ο έτος θα είναι για εσάς αυτό το σάλπισμα. 
Δεν θα σπείρετε, ούτε θα θερίσετε, όσα βγουν μόνα τους στους αγρούς και δεν θα τρυγήσετε στα αμπέλια αυτά που είναι αφιερωμένα, διότι θα είναι σάλπισμα αφέσεως γι’ αυτό το έτος, θα είναι άγιο, αφιερωμένο στον Κύριο, κατά αυτό θα τρώτε όσα βγαίνουν μόνα τους στις πεδιάδες, κατά το έτος του Σαλπίσματος της Αφέσεως ο κάθε ένας θα επανέλθει στα κτήματα του, δηλαδή θα αποκτήσει την κυριότητα τους.
Το σάλπισμα γινόταν από τους ιερείς. Η σάλπιγγα ήταν κερατίνη, το κέρας στα Εβραϊκά ονομάζεται γιομπέλ, γι’ αυτό το 50ο έτος ονομαζόταν Ιωβηλαίο.
Κατά το έτος αυτό κάθε χρεωμένος ελευθερωνόταν από τα χρέη του, κάθε δούλος Ισραηλίτης ανακτούσε την ελευθερία του, όσοι είχαν χάσει τα κτήματα τους τις γαίες τους τις επανακτούσαν, όποια ανωμαλία και αναταραχή είχε λάβει χώρα σε θέματα ιδιοκτησίας, σε θέματα κοινωνικά κατά τα προηγούμενα 49 έτη, με το ερχομό του Ιωβηλαίου έτους σταματούσε, επερχόταν πλήρης κοινωνική ηρεμία, γενική άφεσις χρεών, επιστροφή πωληθέντων γαιών, απελευθέρωσις δούλων. 
Απελευθέρωσις δούλων! Τι ποιο φιλάνθρωπο…
Αλλά και οι λεπτομέρειες αυτής της διατάξεως είναι αξιοπρόσεκτες, αφήνουν και αυτές ένα παράθυρο για να νιώσουμε την φιλανθρωπία του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. 
Δευτ. ιε΄12-15. Εάν ο αδελφός σου ο Εβραίος ή Εβραία πωληθεί σε εσένα ως δούλος λόγο χρέους θα σε υπηρετήσει 6 έτη, το έβδομο έτος θα τον αφήσεις ελεύθερο. 
Όταν όμως τον αφήσεις ελεύθερο δεν θα τον στείλεις με άδεια χέρια, θα τον εφοδιάσεις ικανοποιητικά με αυτά που έχεις, με πρόβατα και με σιτάρι και με κρασί. Θα του δώσεις ανάλογα με τα αγαθά που σου χάρισε η ευλογία του Κυρίου και να θυμηθείς ότι και εσύ ήσουν δούλος στην Αίγυπτο και σε απελευθέρωσε απ’ εκεί ο Κύριος ο Θεός σου, γι’ αυτό εγώ σου δίνω εντολή να τα εφαρμόσεις αυτά.
 Οι διάφοροι κοινωνιολόγοι που οραματίζονται μια κοινωνία ωραία και ζηλευτή τις έχουν μελετήσει αυτές τις γραμμές της Παλαιάς Διαθήκης;
Τι είδαμε εδώ; Βρήκε ο δούλος την ποθητή του ελευθερία, χρειάζεται όμως μέχρι να βρει κάποια δουλειά να ζήσει, ο Θεϊκός νόμος φροντίζει γι’ αυτο, το πρώην αφεντικό του θα τον εφοδιάσει με τα απαραίτητα.
Αυτές εδώ οι διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου έχουν κοινωνικό περιεχόμενο υψίστης σημασίας.
Θυμήθηκα αυτή την στιγμή κάποια παιδιά που μεγάλωσαν και κάθε τόσο διαμαρτύρονταν στον πάτερα τους που πούλησε ένα ωραίο περιβόλι και άλλα κτήματα. Εάν αυτά τα παιδιά ανήκαν στον περιούσιο λαό του Θεού παλαιά στην γη του Ισραήλ, δεν θα ζούσαν μέσα στην πίκρα, θα περίμεναν με χαρούμενη ελπίδα τον ερχομό του Ιωβηλαίου έτους, οπότε το περιβόλι και τα άλλα κτήματα θα επέστρεφαν στην αρχική οικογένεια.
Τυχαίνει να έρχονται πολλοί άνθρωποι να μου εξομολογούνται διάφορα προβλήματά τους, μερικές εξομολογήσεις με γεμίζουν θλίψη, χρέη στον ένα, χρέη στον άλλο, χρέη σε μια τράπεζα, χρέη σε άλλη τράπεζα, αγωνία για το υποθηκευμένο σπίτι.
Μάλιστα μερικές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα δραματικές.
Τα τηλέφωνα κλείνουν μην τυχών κάνει τηλεφώνημα αυτός στον οποίο οφείλονται τα χρέη, οι κινήσεις έξω από το σπίτι είναι περιορισμένες και πώς να βοηθήσεις; που να βρεις τόσα ποσά; Αφήστε δε που μερικές φορές σου δίνεται η εντύπωσις ότι μπορεί να συντελεστεί και κάποια αυτοκτονία.
Αυτά τα δράματα δεν τα γνώριζαν οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, διότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν μόνο αυστηρός προς τον λαό του, ήταν και φιλάνθρωπος και η φιλανθρωπία του δεν άφηνε περιθώριο για κοινωνικά δράματα σαν αυτά που προαναφέραμε.
Οι διάφοροι αρχαιολάτρες και οι νεοπαγανιστές ας μας βρουν σε αρχαίες νομοθεσίες παρόμοιες φιλάνθρωπες διατάξεις. 
Πόσα δράματα θα αποφεύγονταν….   (και τότε και τώρα και πάντα)
Θυμήθηκα τώρα κάποιες σελίδες από την ιστορία της αρχαίας Σπάρτης όλος ο πλούτος και όλες οι γαίες, αντί να ανήκουν σε 4500 οικογένειες, βρίσκονται σε 100. Προσπάθησαν κάποιοι βασιλείς να διορθώσουν το κακό, να ταχτοποιήσουν το θέμα των χρεών, να κάνουν ανακατανομή των αγρών της Λακωνικής, πολύ αίμα χύθηκε και τίποτα δεν έγινε. Για φανταστείτε όλοι να χρωστάνε σε 100 οικογένειες και όλα τα κτήματα να περιέλθουν σε αυτές;  
 Ένα από τα βιβλία του Δωδεκαπροφήτου της Παλαιάς Διαθήκης ονομάζεται Ιωνάς.
Μελετώντας αυτό το βιβλίο θα διαπιστώσουμε ότι η φιλανθρωπία  του Θεού δεν ήταν μόνο για τους Εβραίους, τους απογόνους του Αβραάμ, αλλά και για τους εθνικούς.
Τότε είχαμε σαν υπερδύναμη του πλανήτη την Ασσυριακή αυτοκρατορία, πρωτεύουσα είχε την Νινευή. Σε αυτήν, η αμαρτία και η ανομία ξεπέρασε κάθε όριο. Για να την επαναφέρει ο Θεός στον ορθό δρόμο στέλει εκεί τον προφήτη Ιωνά ο οποίος έπρεπε με σκληρό προφητικό λόγο να αναγγείλει ότι σε τρεις ημέρες η Νινευή θα καταστραφεί. Έπρεπε να μιλήσει σκληρά για να ξυπνήσουν οι συνειδήσεις και να επιστρέψουν οι κάτοικοι της Νινευή από τις ανομίες τους και να  μετανοήσουν. Ο Ιωνάς κατάλαβε ότι ο Θεός τον έβαλε να μιλήσει σκληρά για να συνέλθουν, για να μετανοήσουν, ώστε να γλυτώσουν από την καταστροφή.
Αυτό όμως δεν του άρεσε διότι αυτός θα αποδεικνυόταν ψευδής, αυτός θα ανήγγειλε καταστροφή η οποία όμως δεν θα πραγματοποιείτο.
Και εξ’ αιτίας αυτού λόγου δεν ήθελε να πάει να κηρύξει στην  Νινευή, αντί να βαδίσει προς ανατολάς πήρε ένα πλοίο που πήγαινε προς την Ισπανία, προς δυσμάς. Αλλά ο Θεός βρήκε τρόπο να το γυρίσει πίσω. Όλοι γνωρίζουμε την σχετική ιστορία με την τρικυμία με το κλήρο με το ρίξιμο του Ιωνά στην θάλασσα.
Τελικά αναγκάστηκε και πήγε στην Νινευή, κήρυξε, οι ειδωλολάτρες κάτοικοι μετανόησαν και γλύτωσαν από την καταστροφή.
Αντέδρασε έπειτα ο Ιωνάς λυπήθηκε διότι εθίγει η αξιοπρέπειά του, διότι δεν επαληθεύτηκε η προφητεία του περί καταστροφής.
Γνωρίζουμε την σχετική ιστορία με την κολοκυθιά, με τον καύσωνα, με το σκουλήκι, με την ξήρανση του φυτού. Λυπήθηκε ο Ιωνάς που ξεράθηκε η κολοκυθιά η οποία του χάρισε την σκιά της.
Και η Θεϊκή φωνή, η φωνή του φιλάνθρωπου Θεού... 
Τι φωνή!  Εσύ Ιωνά, λυπήθηκες για την κολοκυθιά, για την οποίαν δεν κοπίασες να την φυτέψεις και να την ποτίσεις, η οποία μεγάλωσε γρήγορα την νύχτα και χάθηκε το πρωί πριν φανεί το φως της ημέρας και εγώ ο Θεός δεν θα λυπηθώ την Νινευή που κατοικούν τόσες χιλιάδες άνθρωποι και τόσα μικρά αθώα παιδιά και τόσα πολλά ζώα;
Δηλαδή η φιλανθρωπία του Θεού εκτείνεται ακόμη και στα άλογα ζώα. 
Οι κατήγοροι του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης ας μελετήσουν το βιβλίο του Ιωνά και ας αναθεωρήσουν τις απόψεις τους.
 


Αναδημοσίευση από:
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



  Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
 ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  [1]
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 
   Θεωρώ σημαντική την σημερινή εκδήλωση γιατί θα παρουσιασθή η έκδοση της μετάφρασης των πρώτων πέν­τε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και είναι σημαν­τικό αυτό το γεγονός, αφ’ ενός μεν γιατί είναι μια έκ­δοση που δεν είναι εμπορική και, ενδεχομένως, δεν θα ευρισκόταν άλλος εκδοτικός οίκος που θα έκανε αυτό το έργο, αφ’ ετέρου δε γιατί έτσι μας δίνεται η δυνατό­τητα να δούμε την αξία της Παλαιάς Διαθήκης και την θεολογία της. Αυτό δείχνει και την εκκλησιολογία που διακρίνει την Αποστολική Διακονία, αφού ενδιαφέρεται για την έκδοση τέτοιων σημαντικών, μη εμπορικών εκ­κλησιαστικών κειμένων.
Θα περιορίσω το θέμα μου σε δύο σημεία. Το πρώτον η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης και το δεύτερον η έκ­δοση των πρώτων πέντε τόμων της Παλαιάς Διαθήκης από την Αποστολική Διακονία.
        Η θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης έχουν σημαντική θέ­ση μέσα στην Εκκλησία και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία που κάνουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και από την ένταξή τους στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει ιερή ακολουθία στην οποία να μην αναγιγνώσκωνται κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, κυρίως στην ακολουθία τού Εσπερινού και τού Όρθρου. Έπειτα, οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πολλά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από τα γεγονότα που συνέβησαν στην Καινή Διαθήκη. Με άλλα λόγια δεν μελετάμε την Παλαιά Διαθήκη για να κατανοήσουμε στην συνέχεια την Καινή Διαθήκη, αλλά μέσα από την αποκάλυψη του Θεού, που έγινε εν Χριστώ στην Καινή Διαθήκη, μπορούν να ερμηνευθούν πολλά γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικά σημεία που δεί­χνουν την θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης.
α) Η ιερά Ιστορία
Όταν ομιλούμε γενικά για ιστορία, εννοούμε τα διά­φορα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στον χρόνο και τον χώρο, και τα οποία καθορίζουν το μέλλον των λαών, των Εθνών και των ανθρώπων στο Ιστορικό επίπεδο και γί­γνεσθαι.
Όμως, πέρα από αυτήν την ιστορία, την οποία καθο­ρίζουν τα διάφορα γεγονότα η οι χαρισματικές προσωπι­κότητες, υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που την καθορίζουν οι Προφήτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που δέχθηκαν την αποκάλυψη τού Θεού και την μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό βίο τού ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για πα­ράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο Λόγο, έλα­βε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του Ιστορικού βίου -κοινή ιστορία- υπάρχει και η ιερά Ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον όποιο ο Θεός προετοίμασε τους ανθρώπους για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση τού Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.
Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την ποικιλότροπη αποκάλυψη τού Θεού στους ανθρώπους. «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ, ον έθηκε κληρονόμον πάντων» (Εβρ. α', 1-2). Σε άλλη περίπτωση κάνει λόγο για το ότι ο νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν: «ο νόμος παιδα­γωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ', 24). Η ιερά ιστορία περιλαμβάνει το πως ο Θεός προετοίμαζε τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη να φθάσουν στην μέ­θεξη του ασάρκου Λόγου, και πως προετοίμαζε γενικά τον Ισραηλιτικό λαό, δια των Προφητών, να φθάσουν στην μέθεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου.
Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία της λεγομένης Ιεράς Παραδόσεως, όπως έλεγε στις προφορικές του παραδό­σεις ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η μέθοδος εκείνη δια της όποιας ο άν­θρωπος περνά από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτι­σμό τού νού, δια της νοεράς προσευχής, και στην συνέ­χεια στην θεωρία τού Θεού, που είναι και η θεολογία Όλα τα άλλα είναι η περιφέρεια της παραδόσεως. Οπότε, η μετάδοση της Παραδόσεως από γενιά σε γενιά είναι μετάδοση της μεθόδου, δια της όποιας ο άνθρωπος οδη­γείται στην θέωση, την θεοπτία. Αυτή η μετάδοση της Παραδόσεως γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, στους μεν Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως, στους δε Προ­φήτες της Καινής Διαθήκης εν σαρκί. Αυτό σημαίνει ότι κάθαρση, φωτισμός και θέωση υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.
Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην Παλαιά Δια­θήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να φθάση στην θεωρία τού Λόγου, στην μέ­θεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο νόμος για να γίνη μια νομοθεσία σε ένα έθνος, όπως υπάρχουν νό­μοι και σε όλα τα έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχη ομοιότητες με άλλους νόμους, αλλά όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήση τον λαό από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθή στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθή και η Σκηνή τού Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή πα­ραλλαγή τού άκτιστου Ναού, που είναι ο Ίδιος ο Λόγος.
Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και άκτιστος Νόμος τον όποιον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον με­τέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτι­στος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Άκτιστος Ναός είναι ο Λόγος, γιατί ο Λόγος είναι εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Λόγω. Η Σκηνή τού Μαρτυρίου, που αργότερα περιελήφθηκε στον Ναό τού Σολομώντος, είναι ο κτιστός σχεδιασμός τού άκτιστου Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση τού Χρι­στού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση τού Χρίστου. Έτσι πρέ­πει να ερμηνευθή ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθε- ασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α', 14). Η κτι­στή Σκηνή τού Μαρτυρίου αντικαταστάθηκε από την κτι­στή σκηνή της σαρκός τού Χριστού, την οποία προσέλαβε από την Παναγία, και την ένωσε με την άκτιστη φύση ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως και ασυγχύτως.
Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον λόγο των Προφη­τών, τον νόμο τού Μωϋσέως, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ. δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η Ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον όποιο προετοίμασε ο Θεός την αθρωπότητα να φθάση στην θεωρία της δόξης Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, δηλαδή να περάση από την πνευματική Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, στην εν σαρκί τού Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.
β) Η Παλαιά Διαθήκη έργο της Εκκλησίας
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι έργο της Εκκλησίας και μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται.
Λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, εν Χριστώ Ιησού. Με αυτήν την έν­νοια η Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο άγιος Κλήμης, Επίσκοπος Ρώμης, θα πη ότι η Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν πνευματική, ενώ στην Καινή Διαθήκη εκφράζεται εν τη σαρκί τού Χριστού. Η Εκκλη­σία είναι «άνωθεν πρώτη, προ ηλίου και σελήνης εκτισμένη, πνευματική· πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί τού Χριστού»[2]. Έτσι εξηγείται και ο λόγος του αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου ότι ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε»[3] και τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης ότι ο Χριστός ενώθηκε μαζί της, όπως η κεφαλή με το σώμα της, «σωματοποιήσας την Εκκλησίαν ο Λόγος»[4].
Γίνεται αντιληπτό ότι η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται οι εμφανίσεις τού ασάρκου Λό­γου, ενώ στην Καινή Δαθήκη καταγράφονται οι αποκαλύψεις τού Λόγου εν σαρκί. Είναι χαρακτηριστικό το τρο­πάριο που αναφέρεται στον Χριστό και στις αποκαλύψεις Του: «πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον».
Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις, προ της ενσαρκώσεως, μετά την ενσάρκωση, προ της Αναστάσεως τού Χριστού, μετά την Ανάστασή Του, προ της Αναλήψεως και μετά την Ανάληψή Του. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση τού ανθρώπου και την θεοπνευστία, αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται σε εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και, επομένως, έχει υποστή την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος εί­ναι θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί τού αποκαλυφθέντος Θεού. Δεν στοχάζεται, δεν ομιλεί φανταστικώς, αλλά αποκαλυπτικώς, θεοπνεύστως. Ο Προφήτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρω- μανίδης, κοινωνεί με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοή­ματα και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αποκάλυψη, δηλαδή την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.
Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας την αυγουστίνεια παρά­δοση, ισχυριζόταν ότι τα οράματα των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη ήταν σύμβολα, έξωθεν πραγματικότη­τες, κάτι που γίνονταν και απογίνονταν, και γι’ αυτό οι Προφήτες ήταν κατώτεροι των φιλοσόφων και οι αποκαλύψεις τους «χείρω της ημετέρας νοήσεως». Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο περιφρονούσε και περιφρονεί η δυτική θεολογία την Παλαιά Διαθήκη. Όμως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανήρεσε αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι τα οράματα των Προφητών δεν ήταν σύμβολα και φαντάσματα, κάτι που γίνεται και απογίνεται, αλλά αποκαλύψεις τού ασάρκου Λόγου και ταύτισε τις αποκαλύψεις των Προφητών με τις αποκαλύψεις των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, γι’ αυτό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «τούτο τελειότης εστί σωτή­ριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταύτα φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι’ ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτοϋ»[5].
Έτσι, αποκάλυψη του Θεού υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η διαφορά, όμως, μεταξύ των αποκαλύψεων στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία, σύμφωνα με την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Το πρώτο στην ενσάρκωση, αφού η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον αποκαλυπτόμενο στους Προφήτες Λόγο, ενώ η Καινή Διαθήκη κάνει λόγο για τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Λόγο. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη υπάρ­χει θέωση, που συνδέεται με την αποκάλυψη, αλλά χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που σημαίνει ότι ο Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης έφθανε στην θέωση, ήταν φίλος του Λόγου, χωρίς, όμως, να βλέπη την αν­θρώπινη φύση του Χριστού, την οποία ακόμη ο Χριστός δεν είχε προσλάβει. Άλλωστε, το όνομα Χριστός, δηλώ­νει την χρίση της ανθρωπίνης φύσεως από την Θεότητα, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος δεν ήταν κεχρισμένος. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός ήταν άγγελος Κυρίου, Κύριος της δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης Βουλής Άγγελος. Είναι σημαντικό ότι στην Πεντάτευχο γίνεται αναφορά στον Κύριο της δόξης, τον άγγελο Κυ­ρίου, και στην ερμηνεία της που γίνεται από την Σοφία Σολομώντος, αυτός ο άγγελος της δόξης χαρακτηρίζεται ως «Σοφία του Θεού». Πρόκειται περί του Λόγου του Θεού, τον όποιο αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και περί της Σοφίας τού Θεού για την οποία κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος.
Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη η μέθεξη της δόξης τού Θεού είναι προσωρινή και γι’ αυτό οι θεούμενοι πέθαιναν σωματικά και κατέ­βαιναν στον Άδη, ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν κατά μόνιμο τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριά- δος, διότι μετέχουν της θεωθείσης σάρκας του Χριστού, και διότι καταργήθηκε ο θάνατος. Ο Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη μετέχει του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Και­νή Διαθήκη μετέχει τού σεσαρκωμένου Λόγου, μέσω της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού.
Πέρα από αυτά πρέπει να κατανοηθή ο λόγος τού Χριστού στους Αποστόλους ότι θα τους αποστείλη το Άγιον Πνεύμα που θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ', 13). Πρέπει να αναλυθή αυτή η υπόσχεση τού Χριστού, διότι μπορεί να εκληφθή ότι στην Παλαιά Δια­θήκη δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δήθεν οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι φάσματα της αληθείας, και ότι δήθεν ο άνθρωπος ανεβαίνει προοδευτικά στην αλήθεια, περνώντας από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μέθεξη τού ασάρκου Λόγου δια της θεώσεως του Προφήτου, έστω και κατά προσωρινό τρόπο. Και αυτό φαίνεται από το ότι οι Πα­τέρες της Εκκλησίας, για να ομιλήσουν για τον Τρια­δικό Θεό και την Θεοφάνειά Του, ανέφεραν χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και τα ερμήνευσαν ως πραγματικές Θεοφάνειες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα ο Μ. Αθανάσιος, στα έργα τους, αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς που ισχυρίζονταν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει θεοπτία, αλλά οσάκις οι Προφήτες έβλεπαν τον Θεό, έβλεπαν τον κτιστό Λόγο, Τον έβλεπαν δια τού κτίσματος που ήταν ένα σύμβολο και δεν ήταν άκτιστο, αντέδρασαν λέγοντες ότι ο Λόγος που αποκαλυπτόταν στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μεγάλης Βου­λής Άγγελος ήταν ο άκτιστος Λόγος. Οπότε, η συζήτηση μεταξύ αρειανών και Πατέρων της Εκκλησίας ήταν, εάν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη στους Προφήτες, ήταν κτιστός ή άκτιστος. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ήταν κτιστός και αυτός ο κτιστός λόγος σαρκώθηκε, ενώ οι Πατέρες της Εκκλη­σίας υποστήριζαν ότι ο Λόγος που εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν άκτιστος Λόγος. Οπότε, στην πραγματι­κότητα η διαμάχη ήταν για την θεοπτία, αν ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ο Λόγος, είναι ομοούσιος με τον Πα­τέρα ή ανόμοιος με Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες έφθασαν στην θεωρία τού Θεού Λόγου και γνώρισαν ότι ο Κύριος της δόξης έχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα και γι’ αυτό είναι ομοούσιος με Αυτόν, ενώ οι αρειανοί δεν είχαν αυτήν την θεοπτική εμπειρία και κατέληξαν στην αίρεση. Επομένως, προηγείται η θεωρία και ακολουθεί η έκφρασή της με τον όρο ομοούσιος, που είναι το ρητό. Αυτό σημαίνει ότι, το ομοούσιος είναι το νέο που εμφα­νίζεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας όρος που εκφράζει την εμπειρία της άκτιστου δόξης, που έβλεπαν και βλέπουν οι θεόπτες, και βεβαίως κατ’ επέ­κταση σημαίνει ότι το ομοούσιος δεν κατανοείται φιλοσοφικώς, αλλά εμπειρικώς. Όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, σημαίνει ότι είναι άκτιστος και αυτό βεβαιώνεται από την εμπειρία της άκτιστου δό­ξης του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Αθανάσιος προκειμένου να αντιμετωπίση τα επιχειρήματα τού Αρείου αντλούσε επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες, ήτοι από την Παλαιά και την Καινή.
Έτσι, όταν ο Χριστός υποσχόταν στους Αποστόλους ότι το Άγιον Πνεύμα θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» δεν εννοούσε ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ψεύδος ή μερική αλήθεια, αλλά αναφερόταν στην διαφοροποίηση της Εκκλησίας, αφού στην Παλαιά Δια­θήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, υπήρχε μέθεξη με τον άσαρκο Λόγο, χωρίς ανθρώπινη σάρκα, ενώ στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μέθεξη με τον Χριστό στην τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης που είδε τον Θεό έγινε ναός του, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι κατοικητήριο της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς» σε κάθε Προφήτη, χωρίς να τεμαχίζεται, και στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή, όπως ομολογείται στην θεία Λει­τουργία «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής έχουμε την άλλη διάσταση της Εκκλη­σίας, την σωματική -είναι Σώμα του Χριστού- και αυτό δηλώνει ο λόγος τού Χριστού ότι το Άγιον Πνεύμα θα αποκαλύψη την πάσαν αλήθειαν την ημέρα της Πεντη­κοστής. Αυτή είναι η υπερτάτη αλήθεια και πέρα από αυτήν την αλήθεια της Εκκλησίας, ως Σώματος τού Χρι­στού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης σαρκός τού Χριστού και υπερβαίνει τον θάνατο, δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.
γ) Η ερμηνεία υπό των θεουμένων
Γίνεται φανερό από όσα μέχρι τώρα ελέχθησαν ότι η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να ερμηνευθή με τα κριτήρια της εθνικής Ιστορίας ενός λαού, αλλά παράλληλα μπορεί να ερμηνευθή και με τα κριτήρια της ιεράς ιστορίας, ότι, δηλαδή, περιγράφει την προετοιμασία της ανθρωπότητας από τον άσαρκο Λόγο για να ενανθρωπήση για την σω­τηρία τού ανθρώπου και την δημιουργία της Εκκλησίας ως τού ενδόξου Σώματός Του. Αυτήν την δεύτερη ερμηνεία συναντάμε στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκ­κλησίας, των Προφητών της Καινής Διαθήκης.
Οι Πατέρες είναι θεούμενοι, έφθασαν στην μέθεξη της άκτιστου δόξης τού Θεού εν τη σαρκί τού Χριστού και απέκτησαν την ίδια εμπειρία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε είναι και οι πλέον κατάλληλοι για να την ερμηνεύσουν με κτιστά ρήματα και νοήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται μέσα από την θεωρία των αγίων της Και­νής Διαθήκης. Οι άγιοι αποκρυπτογραφούν την προνοη­τική ενέργεια τού Θεού μέσα στην κτίση και την ιστορία. Άλλωστε, μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν μερικοί φυσικοί νόμοι που την διευθύνουν απρόσωπα και μηχανικά, αλλά ενεργεί σε αυτήν η άκτιστη συντηρητική και προνοητική ενέργεια τού Θεού. Όσοι βρίσκονται σε κατάσταση φω­τισμού και θεώσεως, είναι σε θέση να βλέπουν αυτούς τους πνευματικούς λόγους, τους λόγους των όντων, να τους κατανοούν και να τους ερμηνεύουν.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα από την ερμηνευτική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας που πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Θα καταγραφούν, όμως, μερικά ενδει­κτικά.
Η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου φανερώνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ότι όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν την ιερά ιστορία, που δεί­χνει το πως ο Θεός προετοίμασε τον λαό για την έλευση τού Χριστού. Στην Επιστολή αυτή φαίνεται η δόξα τού άκτιστου, ασάρκου και σεσαρκωμένου Λόγου, η ανωτερότητά Του από τους κτιστούς αγγέλους, από τον Μωϋσή και τον Ααρών, η ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού από την Ιουδαϊκή ιερωσύνη, η σχέση και η δια­φορά μεταξύ της σκηνής και της λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης με τον λαό και την λατρεία της Καινής Διαθή­κης, η πίστη των δικαίων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που είναι πίστη εκ θεωρίας, η είσοδός μας στην κατάπαυση τού Θεού, που είναι ο Ιερός ησυχασμός, η πα­ρότρυνση να προχωρήσουμε στην θεωρία του Θεού, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, και η προτροπή να υπακούσουμε στους ηγουμένους που αποστέλλει ο Θεός, όπως απέστειλε τους ηγουμένους - Προφήτες στον ιου­δαϊκό λαό. Είναι φανερό ότι η προς Εβραίους Επιστολή τού Αποστόλου Παύλου δείχνει πως ερμηνεύεται Χριστο- λογικά και αγιοπνευματικά η Παλαιά Διαθήκη και πως υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Και­νής Διαθήκης, με την ουσιαστική διαφορά ότι στην Και­νή Διαθήκη υπάρχει η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση τού Λόγου, ως η πραγματική σκηνή τού Θεού στην ιστορία.
Ο αγνός Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πέρα από τις ερμη­νευτικές αναλύσεις σε διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, έχει ασχοληθή σε δύο ομιλίες του με την ασάφεια των προφητειών στην εποχή που ελέχθησαν, καθώς επίσης και με την σύνοψη της Παλαιάς και Καινής Δια­θήκης «ως εν τάξει υπομνηστικού», όπου ανευρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από το «πνεύμα» της Καινής Δια­θήκης.
Κάπου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τρία μέ­ρη: «το ιστορικόν», «το συμβουλευτικόν» και «το προφη­τικόν». Όμως, στην πραγματικότητα, όπως γράφει, ο χωρισμός αυτός είναι εξωτερικός, γιατί υπάρχει μια σχέ­ση μεταξύ τους, αφού «εν ταίς ιστορίαις εύροι τις αν προφητείαν και των προφητών ακούσειεν αν πολλά ιστο­ρικά διαλεγομένων. Και το της συμβουλής δε είδος και το της παραινέσεως, εν εκατέρω τούτων, εν τε τη προφη­τεία, εν τε τη ιστορία». Και τα τρία αυτά είδη -η ιστορία, η συμβολή και η προφητεία- αποβλέπουν σε ένα, «την των ακουόντων διόρθωσιν»[6]. Αλλού γράφει ότι η Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή - Νέα, από τον χρόνο και την φύση των γεγονότων που συνέβησαν, γιατί όλα ανακαινίσθηκαν και έτσι είναι «καινά τα μυστήρια». Όμως, ο «σκοπός εκατέρωθεν των διαθηκών εις, των ανθρώπων η διόρθωσις»[7].
Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ομοιάζουν με αινίγματα, γι’ αυτό και τα βιβλία είναι δυσνόητα, ενώ η Καινή Διαθήκη ομιλεί «σαφέστερα και ευκολότερα». Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο ένας στο ότι έπρεπε να πραγμα­τοποιηθούν τα γεγονότα και να ενανθρωπήση ο Χριστός για να γίνουν σαφέστερα, και ο δεύτερος γιατί τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εγράφησαν σε άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και εμείς την διαβάζουμε στην δική μας γλώσ­σα, και είναι γνωστόν ότι «όταν γλώττα ερμηνευθή εις ετέραν γλώτταν, πολλήν έχει την δυσκολίαν»[8].
Ερμηνεύοντας, όμως, σε άλλα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την Παλαιά Διαθήκη βλέπει αυτήν την ιερά ιστορία και παρατηρεί ότι στους δικαίους και τους προπάτορες, που είναι πατέρες μας, ήτοι προ­πάτορες των Πατέρων μας, ενεργεί η καθαρτική, φωτι­στική και θεοποιός ενέργεια τού Θεού. Για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τους πρωτοπλάστους, πριν την πτώση, περιγράφει την αγγελική ζωή που ζούσαν, και το προφη­τικό χάρισμα που είχε ο Αδάμ, αφού είδε, μετά που ξύ­πνησε από την έκσταση και την ύπνωση, το πως δημιουργήθηκε η Εύα, αλλά και τα άλλα που θα ακολουθούσαν μετά την πτώση. Επίσης, αναλύοντας την ζωή της προφήτιδος Άννης, της μητρός τού Προφήτου Σαμουήλ, γρά­φει ότι είχε νοερά προσευχή, που φανερώνει ότι είχε φθάσει στον φωτισμό τού νού.
Ακόμη, πρέπει να αναφερθή ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, αναφέρει ως πρότυπο τελειότητος τον Προφήτη Μωϋσή, που έφθασε στην θεωρία του Θεού και είδε τον άκτιστο Λόγο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναλύη τους ψαλμούς τού Δαυίδ, ερμηνεύει διάφορα γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τους Μακκαβαίους, και τα θέτει υποδείγματα στους Χριστιανούς της εποχής του. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες πράγμα που δείχνει ότι έβλεπαν την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ότι και στις δύο Διαθήκες διασώζεται η ίδια παράδοση που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και τον αγιασμό.
 
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ 
Από το βιβλίο:
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
«Θεολογία γεγονότων», Ήγουν η σχέση μεταξύ θεολογίας και ιστορίας, αποκαλύψεως και εμπειρίας
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ.73-88
Η παρούσα έκδοση προσφέρεται από τον συγγραφέα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)
Συγγραφέας και ©: Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Έκδοση Α' 2013 Εκδόσεις: Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου 321 00 ΛΕΒΑΔΕΙΑ, Τ.Θ. 107 Τηλ.: 22610 35135, 6944 504297 πρωινές ώρες Fax: 22610 39201 http://www.pelagia.org.gr e-mail: pelagia@pelagia.org.gr ISBN 978-960-7070-82-1
 
[1] Ομιλία πού έγινε κατά την παρουσίαση τής εκδόσεως τής ερμηνείας τής Πεντατεύχου του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίου, την οποία διοργάνωσε η Αποστολική Διακονία, στην Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα, στις 14-1-2008
[2]  Ιωάννου Καρμίρη, Δογματική, τμήμα Ε', Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 31
[3] PG, 52, 429. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. άνωτ. σελ. 75
[4] PG, 44, 929. και Ιω. Καρμίρη, ένθ. ανωτ.
[5] Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 342
[6] Ιω. Χρυσοστόμου, Έργα, τόμ. 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 394
[7] Ενθ. άνωτ. σελ. 388
[8] Ένθ. άνωτ. σελ. 316 καί 342