Εις την Τριθέκτην
Προφητείας Ησαϊου το ανάγνωσμα Ησαΐας Γ, 1 – 14.
Ιδού, ο Δεσπότης Κύριος Σαβαώθ, αφελεί από της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ, ισχύοντα και ισχύουσαν, ισχύν άρτου και ισχύν ύδατος, γίγαντα, και ισχύοντα, και άνθρωπον πολεμιστήν, και δικαστήν, και προφήτην, και στοχαστήν, και πρεσβύτερον, και πεντηκόνταρχον, και θαυμαστόν σύμβουλον, και σοφόν αρχιτέκτονα, και συνετόν ακροατήν. Και επιστήσω νεανίσκους άρχοντας αυτών, και εμπαίκται κυριεύσουσιν αυτών. Και συμπεσείται ο λαός, άνθρωπος προς άνθρωπον, και άνθρωπος προς τον πλησίον αυτού, προσκόψει το παιδάριον προς τον πρεσβύτην, και ο άτιμος προς τον έντιμον. Ότι επιλήψεται άνθρωπος του αδελφού αυτού, ή του οικείου του πατρός αυτού, λέγων: «Ιμάτιον έχεις, αρχηγός ημών γενού, και το βρώμα το εμόν υπό σέ έστω.» Και αποκριθείς εν τη ημέρα εκείνη, ερεί: ουκ έσομαί σου αρχηγός’ ου γάρ έστιν εν τω οίκω μου άρτος, ουδέ ιμάτιον, ουκ έσομαι αρχηγός του λαού τούτου, ότι ανείται Ιερουσαλήμ, και Ιουδαία συμπέπτωκε, και αι γλώσσαι αυτών, μετά ανομίας. Τα προς Κύριον απειθούσι, διότι εταπεινώθη η δόξα αυτών, και η αισχύνη του προσώπου αυτών αντέστη αυτοίς” την δέ αμαρτίαν αυτών, ως Σοδόμων ανήγγειλαν, και ενεφάνισαν, ουαί τη ψυχή αυτών! Διότι βεβούλευνται βουλήν πονηράν καθ’ εαυτών, ειπόντες: Δήσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστί. Τοίνυν, τα γεννήματα των έργων αυτών φάγωνται. Ουαί τω ανόμω! Πονηρά κατά τα έργα των χειρών αυτού συμβήσεται αυτώ. Λαός μου, οι πράκτορες υμών καλαμώνται υμάς, και οι απαιτούντες, κυριεύουσιν υμών. Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς, πλανώσιν υμάς, και την τρίβον των ποδών υμών ταράσσουσιν. Αλλά νύν καταστήσεται εις κρίσιν Κύριος, και στήσει εις κρίσιν τον λαόν αυτού’ Αυτός γάρ Κύριος εις κρίσιν ήξει μετά των πρεσβυτέρων του λαού, και μετά των αρχόντων αυτού.
Απόδοση.
Να, λοιπόν, ο εξουσιαστής Κύριος Σαβαώθ θ’ αφαιρέσει από την Ιουδαία κι από την Ιερουσαλήμ κάθε στήριγμα και βοήθεια:
τη δύναμη του ψωμιού και του νερού,
τον ήρωα και τον γενναίο,
τον πολεμιστή και τον δικαστή,
τον προφήτη, τον μάντη και τον πρεσβύτερο,
τον πεντηκόνταρχο και τον επιφανή σύμβουλο,
τον σοφό αρχιτέκτονα και τον ικανό πνευματιστή.
Τότε θα πει: «Θα βάλω για άρχοντες τους νεαρούς, και θα τους κυβερνάνε απατεώνες».
Και θα συγκρούεται ο λαός• άνθρωπος εναντίον ανθρώπου και ο καθένας εναντίον του συνανθρώπου του• ο νεαρός θα επιτίθεται στον γέροντα, ο άτιμος στον έντιμο.
Θα πιάνει, λοιπόν, ο άνθρωπος τον συγγενή του ή τον γνωστό του πατέρα του, και θα του λέει: «Έχεις πανωφόρι, γίνε αρχηγός μας, και το φαγητό μας στη διάθεσή σου». Μα εκείνος τότε θα τους απαντά: «Δεν γίνομαι αρχηγός σας• στο σπίτι μου δεν υπάρχει ούτε ψωμί ούτε ρούχο• δεν γίνομαι αρχηγός σ’ ετούτο τον λαό».
Η Ιερουσαλήμ θα εγκαταλειφθεί και η Ιουδαία θα πέσει μαζί της, γιατί μιλούν παράνομα, απειθαρχώντας σε όσα είναι αρεστά στον Κύριο. Τώρα λοιπόν θα καταρρακωθεί η δόξα τους• η ατιμία του προσώπου τους μαρτυρεί εναντίον τους, καθώς την αμαρτία τους τη διαλαλούν και την επιδεικνύουν όπως γινόταν στα Σόδομα. Αλίμονό τους, γιατί οι πονηρές τους σκέψεις στρέφονται εναντίον τους, όταν λένε: «Να συλλάβουμε τον δίκαιο, γιατί δεν είναι του χεριού μας»• τώρα, λοιπόν, θα απολαύσουν τα επακόλουθα των έργων τους. Αλίμονο στον άνομο• κακό θα τον βρεί, σύμφωνα με τα έργα του.
«Λαέ μου, οι φοροεισπράκτορές σας σάς απογυμνώνουν
και οι δανειστές σάς καταδυναστεύουν•
λαέ μου, εκείνοι που σας κολακεύουν,
σας παραπλανούν, και στον δρόμο σας φέρνουν σύγχυση».
Αλλά τώρα ο Κύριος θα καθίσει για να κρίνει, και θα δικάσει τον λαό του• ο Κύριος ο ίδιος θα έρθει για να δικάσει τους πρεσβυτέρους του λαού και τους άρχοντές του.
***
Εν τω Εσπερινώ
Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις Β, 20 – Γ. 20.
Εκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι, και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού, και πάσι τοις θηρίοις της γής. Τω δέ Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός, όμοιος αυτώ. Και επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και ύπνωσε, και έλαβε μίαν των πλευρών αυτού, και ανεπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής. Και ωκοδόμησε Κύριος ο Θεός την πλευράν, ήν έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα, και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ. Και είπεν Αδάμ: «Τούτο νύν οστούν εκ των οστών μου, και σάρξ εκ της σαρκός μου. Αύτη κληθήσεται Γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη. Ένεκεν τούτου, καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν.» Και ήσαν οι δύο γυμνοί, ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού, και ουκ ησχύνοντο. Ο δέ όφις ήν φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της γής, ών εποί ησε Κύριος ο Θεός. Και είπεν ο όφις τη γυναικί: «Τί ότι είπεν ο Θεός, ου μή φάγητε από παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω;» Και είπεν η γυνή τω όφει: «Από παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω φαγώμεθα, από δέ του καρπού του ξύλου, ο εστιν εν μέσω του Παραδείσου, είπεν ο Θεός, ου φάγεσθε απ’ αυτού, ουδέ μή άψησθε αυτού, ίνα μή θανάτω αποθανείσθε.» Και είπεν ο όφις τη γυναικί: «ου θανάτω αποθανείσθε’ ήδει γάρ ο Θεός, ότι ή δ’ άν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν.» Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν, και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν, και ωραίόν εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα η γυνή από του καρπού αυτού, έφαγε, και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής, και έφαγον. Και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύω, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής, και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα. Και ήκουσαν της φωνής Κυρίου του Θεού, περιπατούντος εν τω Παραδείσω το δειλινόν, και εκρύβησαν, ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού, από προσώπου Κυρίου του Θεού, εν μέσω του Παραδείσου. Και εκάλεσε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ, και είπεν αυτώ: «Αδάμ, πού εί;» Και είπεν αυτώ: «της φωνής σου ήκουσα, περιπατούντος εν τω Παραδείσω, και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμί, και εκρύβην.» Και είπεν αυτώ ο Θεός: «Τίς ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός εί; Ειμή από του ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μή φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;» Και είπεν ο Αδάμ: «Η γυνή, ήν έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου, και έφαγον.» Και είπε Κύριος ο Θεός τη γυναικί: «Τί τούτο εποίησας;» Και είπεν η γυνή: «ο όφις ηπάτησέ με, και έφαγον.» Και είπε Κύριος ο Θεός τω όφει: «Ότι εποίησας τούτο, επικατάρατος εί από πάντων των κτηνών, και από πάντων των θηρίων της γής. Επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση, και γήν φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου. Και έχθραν θήσω ανά μέσον σού, και ανά μέσον της γυναικός, και ανά μέσον του σπέρματός σου, και ανά μέσον του σπέρματος αυτής. Αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και σύ τηρήσεις αυτού πτέρναν.» Και τη γυναικί είπε: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου, και τον στεναγμόν σου. Εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει.» Τω δέ Αδάμ είπεν: «Ότι ήκουσας της φωνής της γυναικός σου, και έφαγες από του ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μή φαγείν, απ’ αυτού έφαγες, επικατάρατος η γή εν τοις έργοις σου. Εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου” ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φαγή τον χόρτον του αγρού. Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γήν, εξ ής ελήφθης, ότι γή εί, και εις γήν απελεύση.» Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού, Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων.
Απόδοση.
Έτσι, ο Αδάμ έδωσε ονόματα σε όλα τα ζώα, στα πουλιά του ουρανού και στα θηρία του αγρού• για τον Αδάμ όμως δεν βρέθηκε σύντροφος όμοιός του. Τότε ο Θεός βύθισε τον Αδάμ σε έκσταση, και τον έκανε να κοιμηθεί βαθιά. Πήρε έπειτα μία από τις πλευρές του και στη θέση της έβαλε σάρκα. Την πλευρά που πήρε από τον Αδάμ τη διαμόρφωσε ο Θεός σε γυναίκα και την οδήγησε στον Αδάμ. Αυτός τότε είπε: «Αυτό επιτέλους είναι οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Αυτή θα λέγεται ‘‘γυναίκα’’, γιατί πάρθηκε από τον άνδρα της». Γι’ αυτό ο άνδρας θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, θα ενωθεί με τη γυναίκα του, και θα γίνουν οι δύο ένας άνθρωπος.
Ο Αδάμ και η γυναίκα του ήταν και οι δύο γυμνοί, αλλά δεν ντρέπονταν.
Απ’ όλα τα θηρία της γης, που δημιούργησε ο Κύριος ο Θεός, το φίδι ήταν το πιο πανούργο. Ρώτησε, λοιπόν, το φίδι τη γυναίκα: «Είναι αλήθεια ότι ο Θεός είπε να μη φάτε από κανένα δέντρο του κήπου;» Η γυναίκα απάντησε στο φίδι: «Από τους καρπούς των δέντρων του κήπου μπορούμε να φάμε, από τον καρπό όμως του δέντρου που βρίσκεται στη μέση του κήπου, ο Θεός είπε: ‘‘Να μη φάτε απ’ αυτόν ούτε να τον αγγίξετε, για να μην πεθάνετε’’». Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Όχι, δεν θα πεθάνετε• ο Θεός όμως ξέρει ότι τη μέρα που θα φάτε απ’ αυτόν θ’ ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνεται σαν θεοί• θα γνωρίζεται το καλό και το κακό». Η γυναίκα παρατήρησε ότι ο καρπός του δέντρου φαινόταν εύγεστος και ελκυστικός και ότι θα ευνοούσε την απόκτηση γνώσης. Πήρε, λοιπόν, κι έφαγε από τον καρπό του δέντρου• έδωσε και στον άνδρα της, που ήταν μαζί της, και έφαγε κι αυτός. Αμέσως τα μάτια και των δύο άνοιξαν και κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί. Έτσι, συνένωσαν φύλλα συκιάς και έκαναν περιζώματα για να καλυφθούν.
Τότε άκουσαν τον θόρυβο που έκανε ο Κύριος ο Θεός, καθώς περπατούσε στον κήπο το δειλινό, και κρύφτηκαν από τον Θεό και ο Αδάμ και η γυναίκα του ανάμεσα στα δέντρα του κήπου. Ο Κύριος ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Αδάμ, που είσαι;» Εκείνος του απάντησε: «Άκουσα τον θόρυβο που έκανες καθώς περπατούσες στον κήπο και φοβήθηκα, επειδή είμαι γυμνός, και κρύφτηκα». Τότε ο Θεός τον ρώτησε: «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το μόνο δέντρο που σε πρόσταξα να μην φας;» ο Αδάμ απάντησε: «Η γυναίκα, που μου την έδωσες για σύντροφό μου, αυτή μου έδωσε από τον καρπό του δέντρου και έφαγα» Τότε ο Κύριος ο Θεός ρώτησε τη γυναίκα: «Γιατί το έκανες αυτό;» κι εκείνη απάντησε: «Το φίδι με εξαπάτησε και έφαγα». Τότε ο Κύριος ο Θεός είπε στο φίδι: «Επειδή το έκανες αυτό, να είσαι εσύ το πιο καταραμένο απ’ όλα τα θηρία της γης• θα σέρνεσαι με το στήθος και με την κοιλιά και θα τρως χώμα σ’ όλη σου τη ζωή. Θα βάλω έχθρα ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στους απογόνους σου και στους απογόνους της. Αυτός θα σου στρίψει το κεφάλι κι εσύ θα πληγώσεις τη φτέρνα του». Στη γυναίκα είπε: «Θα πληθύνω τα βάσανα και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς παιδιά, στον άνδρα σου θα καταφεύγεις, αλλά αυτός θα σε εξουσιάζει». Και στον Αδάμ είπε: «Επειδή άκουσες τη γυναίκα σου και έφαγες από τον καρπό του μόνου δέντρου που σε πρόσταξα να μην φας, να είναι καταραμένη η γη όταν τη δουλεύεις. Με κόπο θα τρως τους καρπούς της σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου. Αγκάθια και ζιζάνια θα βγάζει η γη για σένα, και θα τρως το χορτάρι του αγρού. Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ώσπου να γυρίσεις πίσω στο χώμα, από το οποίο προήλθες, γιατί χώμα είσαι και στο χώμα θα γυρίσεις». Ο Αδάμ ονόμασε τη γυναίκα του «Ζωή», γιατί αυτή είναι η μητέρα όλων των ανθρώπων.
Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι Γ. 19 – 34.
Ο Θεός τη σοφία εθεμελίωσε την γήν, ητοίμασε δέ ουρανούς εν φρονήσει. Εν αισθήσει αυτού άβυσσοι ερράγησαν, νέφη δέ ερρύησαν δρόσον. Υιέ, μή παραρρυής, τήρησον δέ εμήν βουλήν και έννοιαν, ίνα ζή σή ψυχή, και χάρις ή επί σώ τραχήλω. Έσται δέ ίασις ταις σαρξί σου, και επιμέλεια τοις οστέοις σου, ίνα πορεύη πεποιθώς εν ειρήνη πάσας τας οδούς σου. Ο δέ πούς σου ου μή προσκόψη’ εάν γάρ κάθη, άφοβος έση, εάν δέ καθεύδης, ηδέως υπνώσεις, και ού φοβηθήση πτόησιν επελθούσαν, ουδέ ορμάς ασεβών επερχομένας. Ο γάρ Κύριος έσται επί πασών οδών σου, και ερείσει σόν πόδα, ίνα μή αγρευθής. Μή απόσχου ευποιείν ενδεή, ηνίκα άν έχη η χείρ σου βοηθείν. Μή είπης: Επανελθών επάνηκε, και αύριον δώσω, δυνατού σου όντος ευποιείν. Ου γάρ οίδας τί τέξεται η επιούσα. Μή τέκταινε επί σόν φίλον κακά, παροικούντα και πεποιθότα επί σοί. Μή φιλεχθρήσης προς άνθρωπον μάτην, ίνα μή τι εις σέ εργάσηται κακόν. Μή κτήση κακών ανδρών ονείδη, μηδέ ζηλώσης τας οδούς αυτών. Ακάθαρτος γάρ έναντι Κυρίου πάς παράνομος, εν δέ δικαίοις ου συνεδρεύει. Κατάρα Κυρίου εν οίκοις ασεβών, επαύλεις δέ δικαίων ευλογούνται. Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δέ δίδωσι χάριν.
Απόδοση.
Με τη σοφία ο Θεός θεμελίωσε τη γη και με τη φρόνηση τους ουρανούς στερέωσε•
με τη γνώση ανοίχτηκαν οι άβυσσοι, και στάλαξαν δροσιές τα σύννεφα.
Γιε μου, μην παρεκτραπείς•
φύλαξε τη συμβουλή μου και την ικανότητα να σκέφτεσαι,
για να μείνεις στη ζωή και η χάρη να σε περιβάλλει σαν περιδέραιο.
Για να ’ναι για το σώμα σου γιατρειά και θεραπεία για τα κόκαλά σου, ώστε σ’ όλους τους δρόμους σου με ασφάλεια να βαδίζεις
και το πόδι σου να μη σκοντάψει•
γιατί όταν κάθεσαι δεν θα φοβάσαι,
κι όταν πλαγιάζεις θα ’χεις ύπνο γλυκό•
δεν θα φοβάσαι από τρόμο ξαφνικό
κι από τις επερχόμενες των ασεβών τις επιθέσεις•
γιατί ο Κύριος θα ’ναι μαζί σου όπου κι αν πας,
τα πόδια σου θα τα στηρίζει για να μην κλονιστείς.
Μην παύεις τον φτωχό να ευεργετείς,
όταν το χέρι σου μπορεί να βοηθάει•
μην του πεις: «Φύγε και ξαναέλα• αύριο θα σου δώσω»,
ενώ μπορείς να τον ευεργετήσεις τώρα•
γιατί δεν ξέρεις τι θα φέρει η επόμενη μέρα.
Μη σχεδιάζεις το κακό στον φίλο σου ενάντια,
σ’ εκείνον που κοντά σου μένει και σ’ εμπιστεύεται.
Χωρίς αιτία μη φιλονικείς με άνθρωπο,
μήπως κι αυτός κακό σου κάνει.
Μην αποκτήσεις τα αίσχη των ανθρώπων των κακών,
ούτε τον τρόπο της ζωής τους να ζηλέψεις•
γιατί είναι για τον Κύριο ακάθαρτος κάθε παράνομος,
και να συναναστρέφεται με τους δικαίους δεν μπορεί.
Στων ασεβών τα σπίτια πέφτει η κατάρα του Θεού,
ενώ οι κατοικίες των δικαίων ευλογούνται.
Ο Κύριος εναντιώνεται στους υπερήφανους,
ενώ δίνει τη χάρη του στους ταπεινούς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΠΡΟΦΗΤΟΛΟΓΙΟΝ» ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ