Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και Απολογουμένη - Μέρος Γ'τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου




  1. Ἐπειδή φαίνεται ὡς βιβλίο ἱστορίας τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ
Ἄλλος σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀποκρούεται στίς ἡμέρες μας ἀπό τούς Ἕλληνες ἰδιαίτερα ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὅτι αὐτή φαίνεται σάν μία ἱστορία ἑνός λαοῦ, τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ. Καί εἶναι ἀνάξιο, λοιπόν, λέγουν γιά τόν Ἕλληνα, τόν ἀπόγονο ἐνδόξων ἡρωικῶν προγόνων, εἶναι ἀνάξιο, λέγουν, νά θεωρεῖ αὐτός ὡς ἱερό τό κείμενο πού παρουσιάζει τόν Ἰσραήλ ὡς ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι ἀνάξιο, πάλι λέγουν, γιά τόν Ἕλληνα, τόν μαθητή τοῦ Πλάτωνα και τοῦ Ἀριστοτέλη, νά ὀνομάζει τούς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ὡς «προπάτορές του»! Ἀπό ἐθνικιστικό, δηλαδή, κυρίως λόγο ἀπορρίπτεται ἡ Παλαιά Διαθήκη στίς ἡμέρες μας.
Καί πάλι τό λάθος ἐδῶ, ὅπως στίς προηγούμενες δύο περιπτώσεις, εἶναι θεολογικό. Κατά πρῶτον ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι τό πᾶν εἶναι ἡ θέωση, τό νά βροῦμε δηλαδή στήν ζωή μας τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του. Καί ἡ θέωση ὑπερβαίνει τήν φύση καί δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ ἐθνικό σωβινισμό. Ὁ Θεός δέν κάνει γεωγραφία καί ἐπιφαίνεται σέ ὁποιονδήποτε τόν ζητήσει μέ καθαρή καρδιά (βλ. Πράξ. 2,9-21). Ἡ Παναγία ἦταν μία Ἑβραιοπούλα· καί ὅμως γι᾿ Αὐτήν τήν Ἑβραιοπούλα ἐργαζόταν ὅλη ἡ πρό Χριστοῦ ἐποχή, γιά νά γεννηθεῖ δηλαδή ἡ κατάλληλη γυναίκα, πού θά γίνει Μητέρα τοῦ Μεσσίου. Αὐτήν ἐξέλεξε ὁ Θεός γιά Μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ Του. Τί, λοιπόν; Δέν θά δεχθοῦμε τήν Παναγία μας, ἐπειδή δέν ἦταν Ἑλληνίδα, ἀλλά ἦταν Ἑβραία τήν καταγωγή; Καί ἄν ἦταν Ἑλληνίδα δέν θά ἔπρεπε νά τήν δεχθεῖ ὁ Γάλλος ὀρθόδοξος, ἐπειδή ἦταν Ἑλληνίδα καί ὄχι Γαλλίδα; Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάλι ἦταν καί αὐτός Ἑβραῖος. Θά ἀπορρίψουμε, λοιπόν, καί τόν μέγα Ἀπόστολο, ἐπειδή δέν ἦταν Ἕλληνας[2];
Κατά δεύτερον ὅμως ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι σ᾿ αὐτήν τήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός παρουσιάζεται ὡς παγκόσμιος καί προνοῶν ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, χωρίς νά ἔχει καμμία ἰδιαιτέρα προτίμηση πρός τόν ἑβραϊκό λαό. Ὁ προφήτης Ἀμώς ἀρνεῖται στόν Ἰσραήλ, νά νομίσει, ὅτι ἔχει κάποιο ἰδιαίτερο προνόμιο ἀπό τόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί σ᾿ αὐτήν τήν ἔξοδό του ἀπό τήν Αἴγυπτο, γιά τήν ὁποία τόσο πολύ αὐτός ἐκαυχᾶτο, δέν τῆς δίνει ὁ προφήτης καμμία ἰδιαίτερη σημασία καί τήν θέτει παράλληλη πρός τήν ἔξοδο τῶν Φιλισταίων ἀπό τήν Κιαφθώρ καί τῶν Ἀραμαίων ἀπό τήν Κήρ. Ὁ προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει στούς Ἰσραηλῖτες:
«Δέν μοῦ εἶστε ὡς οἱ Αἰθίοπες σεῖς, τέκνα τοῦ Ἰσραήλ; Δέν ἐξήγαγα τόν Ἰσραήλ ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τούς Φιλισταίους ἀπό τήν Κιαφθώρ καί τούς Ἀραμαίους ἀπό τήν Κήρ;» (Ἀμ. 9, 7).
Καί τό προνόμιο τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἰσραήλ δέν σημαίνει, ὅτι αὐτός ἔχει ἰδιαίτερα ὑπέρ τά ἄλλα ἔθνη δικαιώματα, ἀλλά σημαίνει τήν ἰδιαίτερη ὑποχρέωσή του νά τελεῖ τό ἀγαθό· καί ἐπειδή αὐτό δέν γίνεται, γι᾿ αὐτό θά τιμωρηθεῖ καί περισσότερο. Ὁ Θεός λέγει πάλι στούς Ἰσραηλῖτες:
«Μόνο σᾶς ἐξέλεξα ἀπό ὅλες τίς φυλές τῆς γῆς, ἀλλά γι᾿ αὐτό θά τιμωρήσω ὅλες τίς ἁμαρτίες σας» (Ἀμ. 3, 2).
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ Ἰσραήλ ἔπαθε τήν πλάνη νά ταυτίσει τόν Γιαχβέ μέ τό ἔθνος του, καί πίστευσε, ὅτι ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν Ἰσραήλ ἀδιαφορών γιά τά ἄλλα ἔθνη. Αὐτήν τήν πλάνη τήν ἐπολέμησαν σφοδρότατα οἱ προφῆτες. Ἁλλά ἐξ ὅλων τῶν γιά τήν παγκοσμιότητα τοῦ Θεοῦ προφητικῶν λόγων πιό ἰσχυρός καί δυνατός εἶναι, νομίζουμε, ἐκείνη ἡ ὡραία διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ γραμμένη ἀπό ἕναν ἄγνωστο συγγραφέα τῆς προφητικῆς σχολῆς. Στήν διήγησή του αὐτή ὁ συγγραφεύς αὐτός παρουσιάζει τόν Θεό νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία καί τῶν πολύ πέραν τῶν Ἰσραηλιτῶν καί ἐθνικῶν ὄντων Νινευϊτῶν. Καί μάλιστα ἡ διήγησή του παρουσιάζει καί αὐτόν τόν προφήτη Ἰωνᾶ νά εἶναι δέσμιος τῆς ἀντιλήψεως ὅτι τά ἄλλα ἔθνη, ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ, εἶναι βδελυκτά καί ὅτι ὁ Γιαχβέ εἶναι Θεός τοῦ Ἰσραήλ μόνο, γι᾿ αὐτό καί ἀντιλέγει στό θεῖο κέλευσμα καί ἀρνεῖται καί δέν θέλει νά πορευθεῖ στήν Νινευΐ. Ἀλλά ἡ διήγηση κατακλείεται μέ τό μάθημα, ὅτι οἱ ἐθνικοί Νινευῖτες ἦταν καλύτεροι ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες καί ὑπήκουσαν στό κήρυγμα τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ καί ἐσώθησαν. Τόν δέ Μεσσία ἡ Παλαιά Διαθήκη τόν ἐμφανίζει καί αὐτόν ὡς παγκοσμία προσωπικότητα, γι᾿ αὐτό καί τόν παρουσιάζει ὡς προσδοκία ὅλων τῶν ἐθνῶν καί παριστᾶ τόν Ἴδιο τόν Μεσσία νά ἀποτείνεται σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο μέχρις αὐτῶν τῶν ἀπωτάτων νήσων (Γεν. 49, 10. Ἠσ. 42, 4. 49, 1).
  1. Ἐπειδή ἀγνοοῦν τό ὡραῖο της θεολογικό περιεχόμενο

Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και Απολογουμένη - Μέρος Β'οῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου



H ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΠΟΛΕΜΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗ[1]
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου
Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου
(β' μέρος).
  1. Ἐπειδή ἔχει τάχα σκανδαλώδεις διηγήσεις καί παρουσιάζει τόν Θεό ὡς αὐστηρό δῆθεν καί πολεμοχαρῆ
Ἕνας δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο, σύμφωνα μέ ὅσα ἀκούομε, ὑποτιμᾶται ἡ Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα θεωρεῖται καί ὡς μή ὠφέλιμη ἡ ἀνάγνωσή της, εἶναι τό ὅτι αὐτή περιέχει κάποιες σκανδαλώδεις διηγήσεις, ὅπως τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς Σάρρας στήν Αἴγυπτο (Γεν. 12,10-20) καί αὐτῶν τῶν ἰδίων πάλι καί τοῦ Ἰσαάκ μέ τήν γυναίκα του στά Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26, 1-14), ὅπως, ἀκόμη περισσότερο, τῆς αἱμομιξίας τοῦ Λώτ μέ τίς θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38) ἤ τοῦ Ρουβήμ μέ τήν παλλακίδα τοῦ πατέρα του Ἰακώβ (Γεν. 35,21), ὅπως τοῦ αἴσχους τῶν Σοδομιτῶν (Γεν. 19,1 ἑξ.) καί τῆς σκανδαλώδους πράγματι ἱστορίας τοῦ Ἰούδα καί τῆς Θάμαρ (Γεν. 38,1-30) κ.ἄ. κ.ἄ. Ὁμοίως πάλι λέγουν ὅτι γεμάτη εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό πολέμους καί φόνους καί παριστάνεται ὁ Θεός ὡς νά διατάσσει τούς πολέμους αὐτούς. Καί στά ἠθικά της – λέγουν – ἡ Παλαιά Διαθήκη ἔχει στενότητα ἀντιλήψεων· γιατί μέ τίς πολλές της ἐντολές καί τίς ἀπειλές περί τιμωριῶν σέ περίπτωση παραβάσεων καί τίς πλύσεις καί καθάρσεις πού διατάσσει γιά ἀποκατάσταση, δημιουργεῖ θρησκευτικές φοβίες καί τρόμους. Καί τί λατρεία Θεοῦ – λέγουν πάλι – εἶναι αὐτή πού θέλει ἡ Παλαιά Διαθήκη, λατρεία μέ κνίσσα θυσιῶν, ὅπως τήν ζητοῦν τά βιβλία της, ἡ Ἔξοδος καί τό Λευϊτικό;
Εἶναι κατανοητές οἱ ἀντιρρήσεις αὐτές τῶν ἀντιφρονούντων καί μάλιστα διατυπώνονται καί ἀπό πολλούς ἰδικούς μας ὡς ἀπορίες. Καί πάλι ἐδῶ ὅμως θά ποῦμε αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ὅτι τά πράγματα πρέπει νά ἑρμηνεύονται θεολογικά, ἀλλά καί ἐπιστημονικά θά προσθέσουμε ἐδῶ.
α) Στά παραπάνω ἔχουμε κατά πρῶτον νά ἀπαντήσουμε αὐτό τό γενικό, ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη παραλαμβάνει πεσμένο τόν ἄνθρωπο καί μέ τίς, ὅπως φαίνονται, σκανδαλώδεις αὐτές διηγήσεις της τοῦ μιλάει στήν γλώσσα του γιά νά τόν ἀνορθώσει σταδιακά. «Τῆς ἀσθενείας τῶν δεχομένων τούς νόμους ἦν τά λεγόμενα τότε», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά τό θέμα μας. Καί συνεχίζει λέγοντας: «Βλέπουμε γιά παράδειγμα στήν Παλαιά Διαθήκη τόν Θεό νά δέχεται λατρεία ἀπό κνίσσα θυσιῶν· αὐτό εἶναι πολύ ἀνάξιο γιά τόν Θεό, ἀλλά συγκατέβηκε στήν ἀτέλεια τῶν ἀνθρώπων τῶν χρόνων ἐκείνων..[2]. Ἡ συμβᾶσα πτώση ἔφερε τόν ἄνθρωπο σέ μία παρά φύση κατάσταση· καί ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάσταση ἡ Παλαιά Διαθήκη θέλει νά τόν φέρει στό κατά φύση, γιά νά τόν παραλάβει ἔπειτα ἀπό αὐτή τήν κατάσταση ἡ Καινή Διαθήκη καί νά τόν φέρει στό ὑπέρ φύση[3]. Ἔτσι, λοιπόν, στήν ἀρχή ὁ Θεός ἐπιτρέπει τόν γάμο καί μεταξύ ἀδελφῶν, γιατί δέν μποροῦσε νά γίνει καί διαφορετικά. Στήν συνέχεια ἀπαγορεύει τήν ἀδελφομιξία, ἐπιτρέπει ὅμως τήν πολυγαμία μέ ξένες πρός τήν οἰκογένεια γυναῖκες. Καί ἔτσι βλέπουμε τόν Ἀβραάμ, κατά τά κρατοῦντα τότε, νά τεκνοποιεῖ ἀπό τήν Ἄγαρ, τήν δούλη τῆς γυναικός του Σάρρας (Γεν. 16,4), ἀλλά καί ἀργότερα νά παίρνει καί ἄλλη γυναίκα, τήν Χεττούρα, ἀπό τήν ὁποία μάλιστα γεννάει ἕξι παιδιά (Γεν. 25,1-20)· καί ὁ Ἰακώβ ἔλαβε καί αὐτός δύο γυναῖκες, τήν Λεία καί τήν Ραχήλ, ἀλλά καί ἐτεκνοποίησε καί ἀπό δοῦλες τῶν γυναικῶν του (βλ. Γεν. κεφ. 30 καί περίπτωση τοῦ Ἑλκανά, τοῦ πατέρα τοῦ Σαμουήλ εἰς Α' Βασ. 1,2). Εἶναι τό ἀνδροκρατικό πολυγαμικό σύστημα πού ἴσχυε τότε καί δέν ὑπῆρχε ἀπαγορευτικός νόμος γι' αὐτό[4]. Ἀπό τήν πολυγαμία ὅμως ἔπειτα μεταβαίνουμε στήν μονογαμία καί ἀπ᾿ αὐτήν στήν ἐγκράτεια στόν γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6). Καί ὕστερα ἀπό τήν προηγηθεῖσα αὐτή προπαρασκευή στήν ἐγκράτεια μεταβαίνουμε στήν παρθενία, πού ἀποκαλύπτεται κυρίως στήν Καινή Διαθήκη. Καί ἡ παρθενία εἶναι πράγματι μία ὑπέρ φύση κατάσταση[5].
Στό ἐρώτημα, λοιπόν, γιατί τά τόσα σκανδαλώδη στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπαντοῦμε πρῶτον γενικά ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλάει γιά τήν πτώση (βλ. Γεν. κεφ. 3) καί τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως. Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε πολύ ἁμαρτωλή, ἄς τό πῶ ἔτσι· ἔγινε «καθ᾿ ὑπερβολήν ἁμαρτωλός», ὅπως τό λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 7,13), καί ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται στήν ἁμαρτωλή αὐτή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτό καί διαβάζουμε σ᾿ αὐτήν γιά πτωτικά καί σκανδαλώδη πράγματα, πού ἡ ἀναφορά τους ὅμως κρύβει ἕνα μυστικό μάθημα πού σκοπεύει στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου[6].

H ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΠΟΛΕΜΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗ[1]Γόρτυνος κ. Ιερεμία

 


H ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΠΟΛΕΜΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗ[1]
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου
Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου
(α' μέρος).
Περιφρονεῖται ἡ Παλαιά Διαθήκη
Στίς ἡμέρες μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί Χριστιανοί, γίνεται καί αὐτό τό μεγάλο ἁμάρτημα, πού εἶναι σάν προδοσία πίστεως: Περιφρονεῖται καί ὑβρίζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τό ἁμάρτημα δέ αὐτό, τήν ἄρνηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό εἶπα μεγάλο, ὡς προδοσία πίστεως, γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη περιέχει τήν πρώτη ἀποκάλυψη, πού ἔδωσε ὁ Θεός στούς ἀν­θρώ­πους· γιατί περιέχει μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας· γιατί μιλάει γιά τήν προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας γιά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ· γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη, τέλος, εἶναι ἡ βάση τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πραγματικά, ἄν ἀπορρίψουμε τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπορρίπτουμε καί τήν Καινή, γιατί αὐτή εἶναι συνέχεια τῆς Παλαιᾶς. Φαίνεται δέ αὐτό καθαρά ἀπό τό α΄κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀπό τήν πρώτη δηλαδή σελίδα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ἔχουμε μιά σύντομη ἀναφορά στήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα, ὡς συνέχεια αὐτῆς, ἀρχίζει ἡ Καινή Διαθήκη μέ τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Προέλαβεν τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσεν τήν Παλαιάν ἡ Καινή», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[2]. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν (στήν Παλαιά, δηλαδή, Διαθήκη) καί τῶν Ἀποστόλων (στήν Καινή Διαθήκη). Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν) διακηρύσσουμε: «Οἱ προφῆται (δηλαδή, ἡ Παλαιά Διαθήκη) ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι (ἡ Καινή Διαθήκη) ὡς ἐδίδαξαν... οὕτω φρονοῦμεν οὕτω λαλοῦμεν»! Ἄς λάβουμε δέ ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι μέ τήν Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα κατά τήν χριστολογική της ἑρμηνεία εἶναι ζυμωμένη ὅλη ἡ λατρεία μας καί αὐτή ἡ εἰκονογραφία μας[3] ἑπομένως εἶναι ἀδιανόητο ὡς ὀρθόδοξοι νά μιλᾶμε περιφρονητικά γιά τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἡ βλασφημία καί περιφρόνηση κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν εἶναι τωρινό ἁμάρτημα, ἀλλά εἶναι πολύ παλαιό. Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει τήν θλιβερή πληροφορία ὅτι ὑπῆρχαν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ὕβριζαν τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἔλεγαν γι᾿ αὐτήν ὅτι προέρχεται... ἐκ τοῦ διαβόλου[4]. Γνωρίζουμε δέ πάλι ὅτι παλαιές αἱρέσεις μέ πλατωνική ἐπίδραση πολέμησαν μέ πάθος τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀλλά καί στά νεώτερα χρόνια, ὅπως παλαιά ὁ Μαρκίων, προτεστάντες θεολόγοι, σάν τούς Friedrich Delitzsch (1850-1922), Ad. von H­a­r­n­a­ck (1851-1930) κ.ἄ., ἀξίωσαν νά ἀποβληθεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τόν χριστιανικό Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Χίτλερ ἐπίσης τό 1933 πολεμώντας τόν Ἰουδαϊσμό πολέμησε καί τήν Παλαιά Διαθήκη νομίζοντας αὐτήν ὡς ἰουδαϊκό βιβλίο. Ἔτσι οἱ Χριστιανοί ὀπαδοί του οἱ ὀνομασθέντες «Γερμανοί Χριστιανοί» (Deutche Christen) ἀπέρριπταν μέ φανατισμό τήν Παλαιά Διαθήκη[5].
Δέν πρέπει, λοιπόν, νά μᾶς φαίνεται καθόλου παράξενο καί περίεργο τό ὅτι στίς ἡμέρες μας ἀκούγονται βλάσφημα κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ αὐτά ἀκούγονταν καί παλαιότερα. Καί οἱ μέν κατήγοροι τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Βίβλου πέθαναν μέ τό στίγμα μάλιστα καί τό ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας κατά τῆς πρώτης θείας ἀποκαλύψεως, ἡ δέ Παλαιά Διαθήκη μένει γιά νά θέλγει μέ τά ἱερά της ἀναγνώσματα τίς ἱερές Συνάξεις μας, γιά νά προκαλεῖ τόν ἔρωτα τῶν μελετητῶν της καί τῶν ὑ­πο­μνη­μα­τι­στῶν της.
Ἀλλά οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἄν καί ἐγνώριζαν τό ἀκλόνητο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί αὐτή εἶναι θεία ἀποκάλυψη, γιατί εἶναι Βίβλος ἱερά, ὅμως δέν ἀντιπαρέρχονταν ἀδιάφορα τίς κατηγορίες ἐναντίον της, ἀλλά μέ προφορικό καί γραπτό λόγο ὁμιλοῦσαν συχνά γιά τήν ἱερότητά της καί τήν ἀναγκαιότητά της στήν Ἐκκλησία μας. Ἔτσι καί ἐμεῖς σήμερα δέν πρέπει νά εἴμαστε ἀδιάφοροι, ἀλλά γιά τήν κατήχηση τοῦ λαοῦ μας καί γιά τήν διαφώτιση τῶν ἀντιφρονούντων πρέπει νά μιλοῦμε ἀπαντῶντες στά αἱρετικά καί βλάσφημα ἐναντίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἄς ποῦμε δέ ἐδῶ ἀπό τήν ἀρχή καί τό θλιβερό, ὅτι ὑπάρχουν καί ἐκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καί αὐτοί σωστή ἔννοια γιά τήν Παλαιά Διαθήκη· τό δέ ἀκόμη χειρότερο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καί κληρικοί ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά διαφορετικό Θεό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Θεό ὀργιζόμενο καί κεραυνοβολοῦντα.Ἔτσι ἡ Παλαιά Διαθήκη πολεμεῖται καί ἐκ τῶν ἔνδον διά τό ἀθεολόγητο μερικῶν κηρύκων[6].
Γιατί περιφρονεῖται ἡ Παλαιά Διαθήκη