Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΜΕΛΧΟΛ (ΜΙΧΑΛ) 
 
Η Μελχόλ ή Μιχάλ ήταν η μεγαλύτερη κόρη του βασιλιά Σαούλ και της Αχινοάμ. Η Μελχόλ είχε μία αδερφή της Μερόβ (Μεράβ) και τρεις αδερφούς, τον Ιωνάθαν, τον Ιεσσιού (Ιουεί ή Ισβί ή Αμιναδάβ κατά το Α' Βασιλειών 31,2) και τον Μελχισά (Μελχίσουε ή Μαλκίσουα)(Α' Βασιλειών 14,49-50).
 
Ο Σαούλ μετά τη νίκη του Δαβίδ επί του Γολιάθ, τον ζήλεψε και τον φθόνησε επειδή είχε γίνει πολύ αγαπητός στο λαό. Έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει και σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Έτσι ήθελε να παντρέψει το Δαβίδ με τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Μερόβ, για τις υπηρεσίες του που είχε προσφέρει πολεμώντας τους Φιλισταίους. Όταν όμως ήρθε ο καιρός να του τη δώσει, ο Σαούλ άλλαξε γνώμη και την έδωσε στον Αδριήλ το Μοθυλαθείτη.  Αλλά η Μελχόλ (Μιχάλ), η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ και το ανάγγειλαν στον πατέρα της.
Του Σαούλ του άρεσε η ιδέα και έκανε πρόταση στο Δαβίδ να τον παντρέψει με τη μικρότερη κόρη του, με τον όρο να του πάει εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων, να κόψει δηλαδή ο Δαβίδ το άκρο του γεννητικού μορίου εκατό αντρών και θα αποδείκνυε έτσι ότι πράγματι είχε φονεύσει τους εκατό Φιλισταίους.
Ο Δαβίδ δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ' αυτόν τον όρο. Προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας,  ο Δαβίδ με τους άντρες του, σκότωσε διακόσιους Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους και τις μέτρησε ακριβώς στο βασιλιά, για να γίνει γαμπρός του. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μελχόλ, για γυναίκα.
Όταν ο Σαούλ κατάλαβε ότι ο Κύριος ήταν με το Δαβίδ κι ότι και η Μελχόλ τον αγαπούσε, άρχισε να φοβάται ακόμη περισσότερο το Δαβίδ, και η ζήλεια του και ο φθόνος του μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο (Α' Βασιλειών 18,17-29).
 
Μια μέρα ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η γυναίκα του Δαβίδ, η Μελχόλ, τον ειδοποίησε και εκείνος διέφυγε από το παράθυρο και ξέφυγε.
Τότε ο Σαούλ κάλεσε την κόρη του και τη ρώτησε γιατί τον άφησε να ξεφύγει και η Μελχόλ του είπε ότι δήθεν ο Δαβίδ την απείλησε να τη σκοτώσει (Α' Βασιλειών 19,11-17).
 
Αργότερα ο Σαούλ, όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ παντρεύτηκε την Αβιγαία και την Αχινοάμ, έδωσε την κόρη του τη Μελχόλ, στον Φαλτί, γιο του Αμίς, ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Γαλλίμ) (Α' Βασιλειών 25,43-44).
Η Μελχόλ, αν και αγαπούσε το Δαβίδ, εν τούτοις όταν τον είδε να χορεύει ενώπιον του Κυρίου κατά τη μεταφορά της Κιβωτού της Διαθήκης, τον χλεύασε κι ένιωσε μεγάλη περιφρόνηση γι' αυτόν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην αποκτήσει ποτέ παιδί (Β' Βασιλειών 6,16-23).
 
 
ΑΒΙΓΑΙΑ 
 
Η Αβιγαία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δαβίδ. Πριν απ' αυτόν ήταν σύζυγος του Νάβαλ, ενός πλούσιου, σκληρού και κακού ανθρώπου. Η γυναίκα του η Αβιγαία ήταν έξυπνη και με ωραία εμφάνιση (Α' Βασιλειών 25,2-4)
 
Tον καιρό που ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, εκείνος κατέφυγε στην έρημο Μαάν (Φαράν). Εκεί ζούσε κάποιος από την οικογένεια του Χάλεβ, που είχε τα κτήματα του στη γειτονική πόλη Κάρμηλο. Το όνομα του ήταν Νάβαλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. 
Ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Νάβαλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατα του. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ. Τότε ένας από τους δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του.
Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυο ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο στάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξερά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια για να τα δώσει στο Δαβίδ. Ενώ η Αβιγαία πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, ο Δαβίδ και οι άντρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος.  Έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της.
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πειράξει κανένα από την οικογένειά της. Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η γυναίκα του του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε αυτός έπαθε συμφόρηση και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε.
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, έστειλε ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη σηκώθηκε κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής και αποδέχτηκε την πρόταση. Μετά η Αβιγαία σηκώθηκε βιαστικά, ανέβηκε στο γαϊδούρι και ξεκίνησε με συνοδεία τις υπηρέτριές της, ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών κεφ. 25).
 
Όταν ο Δαβίδ με τους εξακόσιους άντρες του, για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του Σαούλ, κατέφυγαν στους Φιλισταίους, πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στη Σεκελάκ (Σικλάγ). Έτσι και ο Δαβίδ είχε μαζί του τις δύο γυναίκες του, την Αβιγαία και την Αχινοάμ (Α' Βασιλειών 27,1-3).
Τον επόμενο χρόνο που ο Δαβίδ με τους άντρες του ακολούθησαν τους Φιλισταίους σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στη Σεκελάκ. Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άντρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν ήρθε ο Δαβίδ και οι άντρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινοάμ και η Αβιγαία.
Ο Δαβίδ με τους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβε και τους πολέμησε με επιτυχία. Κανείς απ αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του.  Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,1-20). Κατόπιν εγκαταστάθηκαν στις πόλεις που είναι γύρω από τη Χεβρών (Β' Βασιλειών 2,2 και 3,2).
 
 
ΑΧΙΝΟΑΜ (ΑΧΙΝΟΟΜ) 
 
Η Αχινοάμ ήταν η τρίτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,43 και 27,3). Καταγόταν από την Ιεζραέλ.
 
Μαζί με την Αβιγαία, ακολούθησαν το Δαβίδ και εγκαταστάθηκαν στη Σεκελάκ (Σικλάγ) (Α' Βασιλειών 27,1-3). Κατόπιν αιχμαλωτίστηκαν από τους Αμαληκίτες όταν αυτοί βρήκαν την ευκαιρία και πυρπόλησαν την πόλη. Όταν ο Δαβίδ και οι άντρες του βρήκαν πυρπολημένη την πόλη, και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί, καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβαν και τους νίκησαν. Κανείς απ αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του.  Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,1-20).
Κατόπιν εγκαταστάθηκαν στις πόλεις που είναι γύρω από τη Χεβρών (Β' Βασιλειών 2,2 και 3,2). Από την Αχινοάμ ο Δαβίδ απέκτησε τον πρωτότοκο γιο του, τον Αμνών (Β' Βασιλειών 3,2).
 
 
ΒΗΡΣΑΒΕΕ (ΒΗΘΣΑΒΕΕ) 
 
Η Βηρσαβεέ ή Βηθσαβεέ ήταν κόρη του Ελιάβ (Ελιάμ) (Β' Βασιλέων 11,3) ή του Αμμιήλ (Α' Παραλειπομένωνν 3,5), εγγονή του Αχιτόφελ (Αχιτόλεφ) του Γελωνίτη (Β' Βασιλειών 23,34). Υπήρξε σύζυγος πρώτα του Ουρία του Χετταίου, αξιωματικού του Δαβίδ, και έπειτα του ίδιου του Δαβίδ.
 
Η ομορφιά και η γοητεία της Βηρσαβεέ παρέσυραν το Δαβίδ στο να την αποκτήσει. Έτσι ένα βράδυ που ο Δαβίδ περπατούσε στο ανάκτορό του, είδε μια πολλή ωραία γυναίκα που έπαιρνε το λουτρό της. Αφού πήρε πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα, τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της. Η Βηρσαβεέ, όμως, έμεινε έγκυος κι έστειλε ειδοποίηση στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 11,2-5).
 
Τότε εκείνος για να καλύψει την πράξη του κάλεσε πίσω τον Ουρία από τη μάχη που βρισκόταν, έτσι ώστε να πάει σπίτι του και να κοιμηθεί με τη γυναίκα του. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά.
Τότε ο Δαβίδ δε δίστασε να οργανώσει το θάνατο του Ουρία. Τον έστειλε ξανά στη μάχη, και μάλιστα ζήτησε να τον βάλουν στην πρώτη γραμμή της σκληρότερης μάχης, έτσι ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί, κάτι που τελικά έγινε.
 
Η Βηρσαβεέ, όταν έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, κράτησε πένθος γι' αυτόν. Όταν πέρασε το πένθος, ο  Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο παλάτι κι έγινε γυναίκα του (Β' Βασιλειών 11,14-27).
Επειδή όμως ο Κύριος είχε δυσαρεστηθεί από την πράξη του Δαβίδ, γι' αυτό έκανε ν' αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε η Βηρσαβεέ. Μετά από εφτά μέρες το παιδί πέθανε (Β' Βασιλειών 12,15-23).
Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σολομώντα. Ο Κύριος αγάπησε το παιδί και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδεδί, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο» (Β' Βασιλειών 12,24-25).
 
Από την Βηρσαβεέ ο Δαβίδ απέκτησε τον Σολομώντα και άλλους τρεις γιους. Υπήρξε δυναμική και με επιρροή στο Δαβίδ. Όταν ο Αδωνίας, ένας από τους γιους του, θέλησε να καταλάβει το θρόνο, η Βηρσαβεέ μετά από τις συμβουλές του Νάθαν ενημέρωσε το Δαβίδ, ο οποίος ματαίωσε τα σχέδια του Αδωνία και εξασφάλισε τη διαδοχή του θρόνου στον Σολομώντα (Γ' Βασιλέων 1,15-53).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου