Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη. Μάθημα 1ο (Ματθ. 1,1). Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη. Μάθημα 1ο (Ματθ. 1,1). Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας


Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη
(Σειρά μαθημάτων σέ βιβλική ὁμάδα νέων καί νεανίδων)
 Μάθημα 1ο (Ματθ. 1,1)

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

Μέ τήν σημερινή μας συνάντηση, ἀγαπητοί μου φίλοι, κάνουμε ἀρχή ὀλίγων μόνο μαθημάτων, μέ τά ὁποῖα θέλω νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι, ἄν δέν γνωρίζετε τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν θά μπορέσετε νά κατανοήσετε τήν Καινή Διαθήκη.
Ἄρα εἶναι λάθος αὐτό πού λέγουν πολλοί στήν σημερινή μας ἐποχή, ὅτι δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη καί φτάνει ἡ Καινή.
Ἀλλά δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη. Αὐτό θά φαίνεται κάθε φορά στά μαθήματά μας ἐδῶ. Στήν νέα αὐτή σειρά τῶν μαθημάτων θά ἔχω ὡς βάση τόν ὡραῖο λόγο τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ὅτι «ἡ Καινή Διαθήκη κρύβεται στήν Παλαιά· καί ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀνοίγεται στήν Καινή». Ἐπειδή θεωρῶ σημαντικό τόν λόγο αὐτόν, σᾶς τόν λέγω καί ὅπως τόν εἶπε ὁ ἱερός πατέρας στήν λατινική γλώσσα καί ἀπαιτῶ νά τόν μάθετε ἀπέξω: «ΝovumTestamentum in Vetere latet, Vetus Testamentum
in Novo patet» (Αὐγουστίνου ἐρώτ. 73 στήν Ἔξοδο).

Τήν ἀλήθεια ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ Καινή Διαθήκη θά τήν ἀποδείξω μόνο ἀπό τό 1ο κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.
Αὐτό βέβαια μπορεῖ νά τό κάνει κανείς σέ ὅλο τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καί σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐπειδή εἶστε καί θεολόγοι μερικοί ἐδῶ σᾶς δίνω μία σπουδαία βιβλική ἐργασία: Νά πάρετε ἕνα-ἕνα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί νά βρεῖτε ποῦ σ᾽ αὐτά ἀπαντῶνται χωρία ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί νά ἐξετάσετε γιά ποιό λόγο τά χωρία αὐτά ἀναφέρονται στόν συγκεκριμένο στίχ. τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Στήν ἐργασία σας αὐτή μαζί μέ τά καθαρῶς παλαιοδιαθηκικά χωρία τά ἀναφερόμενα στήν Καινή Διαθήκη νά βρεῖτε καί τίς παλαιοδιαθηκικές ἔννοιες καί ἰδέες τίς ἀναφερόμενες σ᾽ αὐτήν.
Εἶναι πολύ σπουδαία ἡ ἐργασία αὐτή καί θά σᾶς δώσει τήν γνώση τῆς Βίβλου, καί τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπως εἴπαμε, θά ἀποδείξουμε τήν ἀλήθεια ὅτι χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μποροῦμε νά νοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη ἀπό τήν μελέτη τοῦ 1ου κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Διαβάζω τόν πρῶτο στίχο:«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαβίδ υἱοῦ Ἀβραάμ» (1,1).

1. Ἔτσι ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος θέλοντας νά περιγράψει τήν γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ ἴδια ἡ γενεαλογία, ἀλλά καί ἡ ἀρχή της, μᾶς φέρει στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στήν Γένεση, θέλοντας ὁ ἱερός συγγραφεύς νά ἐξιστορήσει τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, γράφει: «Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως (Ἑβρ. t/dl]/T, «τωλεδώθ») οὐρανοῦ
καί γῆς» (2,4).  Καί θέλοντας πάλι νά ὁμιλήσει γιά τήν γενεαλογία τοῦ Ἀδάμ λέγει ὁμοίως: «Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως (Ἑβρ. t/dl]/T, «τωλεδώθ») ἀνθρώπων» (5,1).
Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀρχίζοντας τό Εὐαγγέλιό του ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν τήν Παλαιά Διαθήκη.

2. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό χωρίο πού παραθέτουμε ὀνομάζει ἀπό τήν ἀρχή τόν Ἰησοῦ «Χριστό». Καί γιά νά ἐννοήσουμε τήν ἔκφραση αὐτή πρέπει πάλι νά ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν τήν Παλαιά Διαθήκη. Στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀρχιερεύς (Ἐξ. 30,30), ὁ βασιλεύς (Β´ Βασ. 5,3. Βλ. Α´ Βασ. 24,6) καί οἱ Προφῆτες ἐχρίοντο, ὅταν ἀνελάμβαναν τά ἱερά τους καθήκοντα καί ἦταν λοιπόν
καί ἐλέγοντο «χριστοί» (Λευιτ. 4,3. Α´ Βασ. 24,6. Α´ Παραλ. 16,21.22).
Ὁ ὅρος «χριστός» ἁρμόζει κυρίως στόν Μεσσία· γιατί ὁ Μεσσίας ἀφοῦ εἶναι ὁ Λυτρωτής τῆς ἀνθρωπότητος (Ἠσ. 61,1. Δαν. 9,25.26), εἶναι καί ὁ μοναδικός χρισθείς ἀπό τόν Θεό, ὡς Προφήτης (Δευτ. 18,15), ὡς Ἀρχιερεύς (Ζαχ. 6,11-14) καί ὡς Βασιλεύς (Ἠσ. 9,6.7).
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος παρουσιάζει ἀπό τήν ἀρχή τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία, τόν Ὁποῖον ἀνέμεναν οἱ Ἰουδαῖοι καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἄς μή ζητοῦν λοιπόν ἄλλον. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός πράγματι εἶναι Προφήτης, γιατί ἔφερε τήν τέλεια ἀποκάλυψη· εἶναι Ἀρχιερεύς, γιατί πρόσφερε τόν Ἑαυτό Του θυσία
στόν Θεό γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί εἶναι Βασιλεύς, γιατί μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό κράτος τοῦ Σατανᾶ καί μᾶς ἔκανε πολίτες τῆς δικῆς Του Βασιλείας.

3. Ὁ Εὐαγγελιστής στό χωρίο πού παραθέτουμε ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ Χριστό «υἱόν Δαυίδ, υἱόν Ἀβραάμ». Πρόκειται, ὡς γνωστόν, περί τῶν δύο μεγάλων προσωπικοτήτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ καί τοῦ βασιλέως Δαυίδ. Γιά νά νοήσουμε τόν λόγο αὐτό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ πρέπει νά γνωρίζουμε τίς σχετικές προφητεῖες ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

4. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν προφητευμένο ὅτι ὁ Μεσσίας θά κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα καί συγκεκριμένα ἀπό τό γένος τοῦ Δαυίδ. Ἤδη ὁ πατριάρχης Ἰακώβ εὐλογώντας τόν υἱό του Ἰούδα τοῦ εἶπε: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐάν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. 49,10). Τό ἀντίστοιχο Ἑβρ. κείμενο τό τέλος τοῦ στίχ. αὐτοῦ τό ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ, στόν ὁποῖο θά ὑπακούουν οἱ λαοί». Τό «Σηλώ» ἀναφέρεται ἐδῶ στόν Μεσσία καί σημαίνει «ὁ ἀπεσταλμένος».
Μέ τόν λόγο του αὐτόν ὁ γέροντας Ἰακώβ προφητεύει γιά τόν υἱό του Ἰούδα ὅτι θά ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἄρχων μεταξύ τῶν φυλῶν μέχρι τόν χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία.
Τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ προέλευση τοῦ Μεσσία προφητεύουν ἤ ὑπαινίσσονται πολλά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀναφέρουμε μερικά:

(α) Ὁ προφήτης Ἀμώς παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει: «Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀναστήσω τήν σκηνήν Δαυίδ τήν πεπτωκυῖαν καί ἀνοικοδομήσω τά πεπτωκότα αὐτῆς καί τά κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀναστήσω καί ἀνοικοδομήσω αὐτήν καθώς αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος» (9,11).
(β) Ὁ προφήτης Ὠσηέ, ἀφοῦ προφητεύει τήν ἐρήμωση τοῦ Ἰσραήλ, τήν στέρησή του ἀπό βασιλέα καί ἀπό ἱερέα, λέγει στήν συνέχεια: «Καί μετά ταῦτα ἐπιστρέψουσιν οἱ υἱοί Ἰσραήλ καί ἐπιζητήσουσι τόν Θεόν αὐτῶν καί Δαυίδ τόν βασιλέα αὐτῶν· καί ἐκστήσονται ἐπί τῷ Κυρίῳ καί ἐπί τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν» (3,5).
Στόν λόγο αὐτόν τοῦ προφήτου ἔχουμε ὑπαινιγμό τῆς ἐλεύσεως καλυτέρου μέλλοντος διά τοῦ Μεσσίου, καταγομένου ἐκ τοῦ Δαυίδ.
(γ) Ὁ προφήτης Ἠσαΐας προφητεύοντας τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσίου λέγει: «Ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται» (11,1).
Καί τό χωρίο αὐτό προφητεύει τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ καταγωγή τοῦ Μεσσία, γιατί ὁ Ἰεσσαί ἦταν πατέρας τοῦ Δαυίδ.
(δ) Ὁ προφήτης Μιχαίας μιλώντας γιά τήν πατρίδα τοῦ Μεσσία λέγει: «Καί σύ, Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ καί αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (5,1). Γιά τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ καταγωγή τοῦ Μεσσία ὁμιλεῖ καί τό χωρίο αὐτό, γιατί ἡ Βηθλεέμ ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ πατέρα τοῦ
Δαυίδ.
(ε) Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ὁμιλώντας καί αὐτός γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία ἀπό τόν Δαυίδ λέγει: «Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καί ἀναστήσω τῷ Δαυίδ ἀνατολήν δικαίαν, καί βασιλεύσει βασιλεύς καί συνήσει καί ποιήσει κρίμα καί δικαιοσύνην ἐπί τῆς γῆς» (Ἰερ. 23,5). Καί ὁ ἴδιος προφήτης σέ μιά ἄλλη του ὡραία προφητεία, ἡ ὁποία ὅμως ὑπάρχει μόνο στό Ἑβρ. κείμενο, λέγει: «Τάς ἡμέρας ἐκείνας καί τόν καιρόν ἐκεῖνον θά ἀναβλαστήσω στόν Δαυίδ βλαστόν δικαιοσύνης καί θά ἐκτελέσει κρίσιν καί δικαιοσύνην στήν γῆ» (33,15).
(ς) Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ λέγει πάλι τήν ἑξῆς προφητεία: «Καί ἀναστήσω ἐπ᾽ αὐτούς ποιμένα ἕνα καί ποιμανεῖ αὐτούς, τόν δοῦλόν μου Δαυίδ, καί ἔσται αὐτῶν ποιμήν· καί ἐγώ Κύριος ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καί Δαυίδ ἄρχων ἐν μέσῳ αὐτῶν· ἐγώ Κύριος ἐλάλησα. Καί διαθήσομαι τῷ Δαυίδ διαθήκην εἰρήνης καί ἀφανιῶ θηρία πονηρά ἀπό τῆς γῆς» (34,23-25).
Καί στήν προφητεία αὐτή ἔχουμε ὑπαινιγμό περί τοῦ Μεσσίου, προερχομένου ἐκ τοῦ Δαυίδ. Ὁμοίως ὁ ἴδιος προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει: «Καί ὁ δοῦλός μου Δαυίδ ἄρχων ἐν μέσῳ αὐτῶν ἔσται ποιμήν εἷς πάντων» (37,24).
(ζ) Στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ἀκοῦμε τόν Θεό νά λέγει: «Διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὤμοσα Δαυίδ τῷ δούλῳ μου· ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τό σπέρμα σου καί οἰκοδομήσω εἰς γενεάν καί γενεάν τόν θρόνον σου» (88,5). Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Ψαλμωδοῦ ἁρμόζουν ἀσφαλῶς στόν Μεσσία καί ὄχι στόν Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε.
Καί σέ ἄλλον ψαλμό διαβάζουμε: «Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ ἀλήθειαν καί οὐ μή ἀθετήσει αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (131,11). Ἡ προφητεία αὐτή εἶναι χριστολογική. Ὁμιλεῖ γιά τήν ἀπό τοῦ Δαυίδ καταγωγή τοῦ Μεσσία. Πράγματι, ὅπως λέγει ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος «τό τέλος τῆς ὑποσχέσεως ὁ Δεσπότης Χριστός ἐβεβαίωσε, τοῦ Δαυίδ κρατύνας τήν
βασιλείαν» (MPG 80,1908).
(η) Ἄλλη προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσίου καταγομένου ἐκ τοῦ Δαυίδ βλέπουμε εἰς Β´ Βασ. 7,12-16 (βλ. καί Α´ Παραλ. 17,11-14). Στήν περικοπή αὐτή ὁ Θεός ὑπόσχεται στόν Δαυίδ ὅτι μετά τόν θάνατό του θά ἀναδείξει ἀπ᾽ αὐτόν διάδοχο, κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπόγονό του καί αὐτός θά διατηρήσει σταθερή τήν βασιλεία του, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνιος: «Πιστωθήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ καί ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐνώπιον ἐμοῦ καί ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος εἰς τόν
αἰῶνα».  Ἔχουμε ἐδῶ πάλι καθαρά προφητεία περί τοῦ Μεσσίου, καταγομένου ἐκ
τοῦ Δαυίδ.
Τέλος, λέγομε ὅτι τήν ὀνομασία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς «υἱοῦ τοῦ Δαυίδ» τήν συναντοῦμε σέ πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης: Ματθ. 9,27. 12,23. 15,22. 20,30 ἑξ. 21,9.15. 22,42. Μάρκ. 10,47 ἑξ. 12,35. Λουκ. 18,38 ἑξ. 20,41. Ἰωάν. 7,42. Πράξ. 2,30. 13,23. Ρωμ. 1,3. Β´ Τιμ. 2,8. Ἑβρ. 7,14. Ἀπ. 5,5. 22,16. Βλ. καί Ἰωάν. 1,45.

Ἐπειδή λοιπόν οἱ προφητεῖες ἔλεγαν ὅτι ὁ Μεσσίας θά κατάγεται ἀπό τόν Δαυίδ, γι᾽ αὐτό καί οἱ Ἰουδαῖοι κρατοῦσαν στόν ναό τους ληξιαρχικά βιβλία, στά ὁποῖα καταγράφονταν ὅλοι κατά φυλές καί οἰκογένειες (βλ. π.χ. Α´ Ἔσδρ. 5,39).
Τά βιβλία αὐτά χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τῆς Μαρίας, τῆς μνηστῆς τοῦ Ἰωσήφ, κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα καί τήν οἰκογένεια τοῦ Δαυίδ, ὅτι δηλαδή ὁ Ἰησοῦς εἶναι «υἱός Δαυίδ» καί «υἱός Ἀβραάμ», ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἀναμενόμενο Μεσσία.

Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ ὑπόλοιπά πατῆστε: 
Μητροπολίτης Γόρτυνος - Παλαιά Διαθήκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου