Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΙΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ


Ἡ Ἁγία Κορυφὴ ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς ἁγίας Ἐπιστήμης
Ἡ Ἁγία Κορυφὴ ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς ἁγίας Ἐπιστήμης
Τὸ Θεοβάδιστον ὄρος Σινᾶ εἶναι ὁ κατεξοχὴν ἱερὸς τόπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐδῶ ὁ Προφήτης Μωυσῆς ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ τὸν Θεό, νὰ συνομιλήσει μαζί Του, νὰ παραλάβει τὸν Νόμο, νὰ παρακολουθήσει ἐν ὁράματι τὴν Δημιουργία τοῦ κόσμου.
Ἐδῶ ἔγινε αὐτόπτης μάρτυς τοῦ θαύματος τῆς Φλεγομένης Βάτου, τὸ ὁποῖο προετύπωνε τὸ μυστήριο τοῦ Τόκου τῆς Παρθένου Μαρίας. Ὅπως ἡ Βάτος φλεγόταν ἀλλὰ δὲν καιγόταν, ἔτσι καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέχθηκε στὴν κοιλία της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος χωρὶς νὰ καταφλεγεῖ, καὶ παρέμεινε ἀειπάρθενος κατὰ τὴν σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Στὸν ἱερώτατο τόπο τῆς ἁγίας Βάτου, αἰῶνες ἀργότερα, θὰ κτισθεῖ ἡ ἱερὰ Μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ καὶ θὰ ἀφιερωθεῖ ἀρχικῶς στὴν «Θεοτόκο τῆς Βάτου», ἑορταζομένη στὶς 25 Μαρτίου.
Ὁ Κύριος ἐκάλεσε τὸν Μωυσῆ ἐκ τῆς Βάτου καὶ αὐτὸς Τὸν ἐρωτᾶ: «ἐὰν οἱ ἀδελφοί μου μὲ ρωτήσουν ποιό εἶναι τὸ ὄνομά Σου, τί θὰ τοὺς εἰπῶ»; Τότε ὁ Θεὸς προβαίνει στὴν πρώτη μεγάλη Ἀποκάλυψή Του πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα: «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν· στοὺς Ἰσραηλίτες θὰ εἰπεῖς· ὁ Ὢν μὲ ἀπέστειλε πρὸς ἐσᾶς» (βλ. Ἔξοδος Γ΄, 14). Ἀποκαλύπτεται ὡς πρόσωπο συγκεκριμένο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ συνομιλήσει καὶ νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συγκλονιστικὰ γεγονότα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη καί, ὀφθαλμοφανῶς πλέον, πάτησε ὡς ἄνθρωπος τὴν γῆ καὶ συνανεστράφη μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
* * *
Ο ΜΩΥΣΗΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΣΙΝΑ
Γύρω στὰ 1300 π.Χ. ὁ Προφήτης Μωυσῆς καταφεύγει στὸ Ὄρος Σινᾶ καταδιωκόμενος ἀπὸ τὸν Φαραώ (Ἔξοδος Β΄, 15). Στὸ πηγάδι τοῦ Ἰοθὸρ συναντᾶται μὲ τὶς ἑπτὰ θυγατέρες τοῦ Ἱερέως τῆς γῆς Μαδιάμ, οἱ ὁποῖες ἐπότιζαν τὰ πρόβατά τους. Ὁ Μωυσῆς τὶς προστατεύει ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία τῶν ἄλλων βοσκῶν καὶ ὁ πατέρας τους Ἰοθὸρ τοῦ δίνει γιὰ σύζυγο τὴν κόρη του Σεπφώρα.
Ἔπειτα ἀπὸ 40 χρόνια προσευχῆς στὴν ἔρημο, καθὼς ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πεθεροῦ του, ὁ Μωυσῆς ἀξιώνεται νὰ ἰδεῖ τὸ φοβερὸ θέαμα τῆς Φλεγομένης καὶ μὴ κατακαιομένης Βάτου. Πλησιάζοντας, ἀκούει ἀπὸ τὴν Βάτο τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Μὴ πλησιάσεις. Λῦσε τὰ ὑποδήματά σου. Ὁ τόπος ποὺ στέκεσαι εἶναι γῆ ἁγία» (βλ. Ἔξ. Γ΄, 2-5).
Μετὰ ἀπὸ ἕναν δραματικὸ διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Μωυσῆ (Ἔξ. Β΄-Γ΄), ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ ὑπακούει τελικῶς στὸ κέλευσμά Του καὶ ἐπιστρέφει στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ ἡγηθεῖ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ στὴν ἔξοδό του πρὸς τὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.
Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΟ ΣΙΝΑ
Μετὰ τὴν θαυμαστὴ διέλευση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης (κόλπος τοῦ Σουέζ) καὶ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς πατᾶ ἐλεύθερος τὴν χερσόνησο τοῦ Σινᾶ (Ἔξ. ΙΔ΄). Σὲ τρεῖς ἡμέρες φθάνει στὰ πικρὰ ὕδατα τῆς Μερρᾶς (σημερινὴ περιοχὴ Ράς Σάντρ). Καθ᾿ ὁδηγίαν ἄνωθεν ὁ Μωυσῆς βουτᾶ τὸ ραβδί του στὰ ὕδατα «καὶ ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ» γιὰ νὰ ξεδιψάσει ὁ κατάκοπος λαός (Ἔξ. ΙΕ΄, 22-25).
Ἑπόμενος σταθμός τους ἡ Αἰλείμ (σημερινὴ Ραϊθὼ ἢ Ἐλ-Τούρ), στὴν ὁποία συναντοῦν τὶς δώδεκα πηγὲς τῶν ὑδάτων  (σημερινὸ χαμμάμ Μοῦσα, δηλ. λουτρὰ τοῦ Μωυσέως) καὶ τὰ ἑβδομήκοντα στελέχη τῶν φοινίκων (σήμερα καταπατημένος ἀχανὴς φοινικώνας τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ), ὅπου καὶ στρατοπεδεύουν (Ἔξ. ΙΕ΄, 27).
Διαπερνώντας τὴν ἔρημο Σίν (ἡ ἀπέραντη ἐπίπεδη ἔρημος μεταξὺ Ραϊθὼ καὶ τῶν ὀρέων τοῦ Σινᾶ) ἀξιώνονται τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς τοῦ μάννα, διὰ τοῦ ὁποίου τρέφονταν στὴν συνέχεια ἐπὶ 40 ἔτη (Ἔξ. ΙΣΤ΄).
Μέσω τῆς κοιλάδος Χεμπράν, κατὰ τὴν παράδοση, καταλήγουν στὴν τοποθεσία Ραφιδείν (Ἔξ. ΙΖ΄, 1). Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Προφήτης Μωυσῆς μὲ μερικοὺς πρεσβυτέρους προχωρᾶ ἕως τοῦ ὄρους Χωρήβ. Στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους, στὴν κοιλάδα Ἀρμπαΐν, κτυπᾶ κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ τὴν πέτρα μὲ τὸ ραβδί του καὶ πηγάζει θαυματουργικῶς ἄφθονο ὕδωρ γιὰ νὰ πιεῖ ὁ λαός (Ἔξ. ΙΖ΄, 2-7). Τὸ νερό, ποὺ ἀνέβλυζε ἐπὶ μῆνες, ἄφησε ἕως σήμερα ἀνεξίτηλα καὶ ὀφθαλμοφανῆ τὰ ἴχνη του πάνω στὸν βράχο, στὴν μέση τῆς κοιλάδας.

Ἐνῶ οἱ Ἑβραῖοι εὑρίσκονται ἀκόμη στὴν Ραφιδείν, τοὺς ἐπιτίθενται οἱ Ἀμαληκίτες. Ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνει στὸν παρακείμενο λόφο, ἀπ᾿ ὅπου παρακολουθεῖ τὴν μάχη καὶ προσεύχεται μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια σὲ σχῆμα Σταυροῦ. Ἐνόσῳ στεκόταν ἔτσι, οἱ Ἰσραηλίτες ἐπικρατοῦσαν στὸν πόλεμο· ὅταν κουραζόταν καὶ κατέβαζε τὰ χέρια, ὑπερίσχυαν οἱ ἀντίπαλοι. Τελικῶς ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ὢρ ἀναλαμβάνουν νὰ στηρίξουν ἑκατέρωθεν τὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ μέχρι τὸ ἑσπέρας, ὁπότε καὶ οἱ Ἰσραηλίτες νικοῦν ὁλοκληρωτικά (Ἔξ. ΙΖ΄, 8-16).
Ὡς προκύπτει γεωγραφικῶς σὲ συνδυασμὸ μὲ τοπικὴ παράδοση, ἡ τοποθεσία Ραφιδεὶν ταυτίζεται πιθανότατα μὲ τὴν περιοχὴ Οὐάτια, ὀλίγον ἄνωθεν τοῦ χωρίου Τάρφα, 15 περίπου χλμ πρὸ τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Στὸν τόπο αὐτὸ ὑφίσταται ναὸς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, εἰς ἀνάμνησιν τῆς προτυπώσεώς Του ἀπὸ τὸν Μωυσῆ κατὰ τὴν μάχη μὲ τοὺς Ἀμαληκίτες.
ΧάρτηςΣτοὺς τρεῖς μῆνες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή τους, οἱ Ἑβραῖοι φθάνουν στὸ «ὄρος τοῦ Θεοῦ» (Ἔξ. ΙΗ΄, 5 & ΙΘ΄, 3) καὶ κατασκηνώνουν στὴν «ἔρημο τοῦ Σινᾶ, κατέναντι τοῦ ὄρους» (Ἔξ. ΙΘ΄, 2). Πρόκειται γιὰ τὸ σημερινὸ Οὐάντι Ράχα (κοιλάδα τῆς ἀναπαύσεως), τὸ ὁποῖο ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς τοῦ Χωρήβ, ὅπου ὁ λαὸς παρέμεινε γιὰ 11 περίπου μῆνες καὶ ἑόρτασε τὸ πρῶτο του Πάσχα.
Ἐδῶ ἐπισκέπτεται τὸν Μωυσῆ ὀ Ἰοθὸρ μὲ τὴν Σεπφώρα καὶ τοὺς δύο υἱούς του, στοὺς ὁποίους διηγεῖται τὴν πολυώδυνη περιπέτειά τους καὶ τὴν θαυμαστὴ συνδρομὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰοθόρ, πλήρης δοξολογίας, προσφέρει θυσίες καὶ ὁλοκαυτώματα στὸν Θεό, ἐπάνω στὸν παρακείμενο ὁμώνυμο λόφο κατὰ τὴν παράδοση, ὅπου σήμερα παρεκκλήσιον τῶν ἁγίων Θεοδώρων. Κατόπιν δίδει στὸν Μωυσῆ σοφώτατες συμβουλὲς ὡς πρὸς τὴν διοίκηση τοῦ λαοῦ (Ἔξ. ΙΗ΄).
Η ΘΕΟΠΤΙΑ
Στὴν συνέχεια λαμβάνουν χώρα τὰ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα τῆς ἁγίας Κορυφῆς. Ὁ Θεὸς ζητᾶ ἐν πρώτοις ἀπὸ τὸν λαὸ μέσῳ τοῦ Μωυσέως νὰ συντάξει μαζί του Διαθήκη. «Ἐὰν ἀκούσετε τῆς φωνῆς μου καὶ φυλάξετε τὴν διαθήκη μου, θὰ μοῦ εἶστε λαὸς περιούσιος, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (βλ. Ἔξ. ΙΘ΄, 5-6). Ὁ λαὸς δέχεται ὁμοθυμαδόν, καὶ εἰς ἐπιβεβαίωσιν ὁ Κύριος «κατεβαίνει» στὸ ὄρος Σινᾶ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ. «Φωναί, ἀστραπαὶ καὶ νεφέλη γνοφώδης ἐπὶ τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ φωνὴ σάλπιγγος μεγάλη, καὶ ἐπτοήθη ὅλος ὁ λαός» (βλ. Ἔξ. ΙΘ΄, 16). «Τὸ ὄρος τὸ Σινᾶ ἐκαπνίζετο ὅλον» (Ἔξ. ΙΘ΄, 18) καὶ ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν Μωυσῆ νὰ ἀνεβεῖ στὴν κορυφὴ γιὰ νὰ τοῦ παραδώσει τὸν Νόμο Του. Ἔντρομος ὁ λαὸς λέγει στὸν Μωυσῆ: «Σὺ νὰ μᾶς μιλᾶς καὶ ὄχι ἀπευθείας ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴ ἀποθάνουμε» (βλ. Ἔξ. Κ΄, 19).
Ὁ Μωυσῆς μεταφέρει στὸν λαὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λαὸς ὑπόσχεται ἐκ νέου ἀφοσίωση πρὸς Αὐτόν (Ἔξ. ΚΔ΄, 3). Τότε ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν Μωυσῆ νὰ ἀνεβεῖ ξανὰ στὸ ὄρος γιὰ νὰ τοῦ παραδώσει τὶς λίθινες πλάκες. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἐπὶ τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ τὸ ἐκάλυψε νεφέλη ἐπὶ ἕξι ἡμέρες. Ὁ λαὸς ἔβλεπε τὴν δόξα τοῦ Κυρίου ὡς «πῦρ φλέγον» (Ἔξ. ΚΔ΄, 17). Τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Κύριος καλεῖ τὸν Μωυσῆ ἐκ τῆς νεφέλης. Ὁ Μωυσῆς εἰσέρχεται σὲ αὐτήν, ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ καὶ παραμένει ἐκεῖ 40 ἡμερονύκτια (Ἔξ. ΚΔ΄, 18).
Ὁ Θεὸς δίδει στὸν Μωυσῆ λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἱερατικὴ καὶ λατρευτικὴ τάξη (Ἔξ. ΚΕ΄-ΛΑ΄). Στὸ τέλος δέ, τοῦ παραδίδει τὶς δύο λίθινες πλάκες, γραμμένες ἀμφίπλευρα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ (Ἔξ. ΛΑ΄, 18).
Κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὄρος, ἀντικρύζει τὸν λαὸ νὰ γλεντᾶ, λατρεύοντας ὡς θεὸ ἕνα χρυσὸ μοσχάρι (στὸν τόπο αὐτό, στὴν κορυφὴ ἑνὸς λοφίσκου, ὑφίσταται σήμερα παρεκκλήσι τοῦ Προφήτου Ἀαρών). Ὁργισμένος ρίπτει τὶς δύο πλάκες στὸν κρημνὸ καὶ τὶς κάνει συντρίμμια. Ἀκολουθεῖ ἡ μεταμέλεια καὶ διαλλαγὴ τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ἴδιος, σὲ ρόλο μεσίτου, συνομιλεῖ μὲ τὸν Κύριο «ἐνώπιος ἐνωπίῳ». Τότε λαμβάνει τὸ θάρρος καὶ τοῦ λέγει: «Ἂν ὄντως βρῆκα χάρι ἐνώπιόν Σου, ἐμφανίσου μπροστά μου γιὰ νὰ σὲ ἰδῶ καὶ νὰ βεβαιωθῶ ὅτι τὸ ἔθνος τοῦτο εἶναι λαὸς δικός σου» (βλ. Ἔξ. ΛΓ΄, 13). Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: «Κι αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς θὰ σοῦ τὸ κάνω. Πλὴν ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδεῖ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπό μου καὶ νὰ ἐπιζήσει. Θὰ σὲ τοποθετήσω στὴν ὀπὴ τῆς πέτρας καὶ θὰ περάσω ἐμπρός σου. Τότε θὰ ἰδεῖς τὰ νῶτα μου, τὸ δὲ πρόσωπό μου δὲν θὰ σοῦ φανερωθεῖ» (βλ. Ἔξ. ΛΓ΄, 17-23).
Ὁ Μωυσῆς παραμένει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους ἄλλα 40 ἡμερονύκτια καὶ γράφει ὁ ἴδιος πλέον τὶς 10 ἐντολὲς καθ᾿ ὑπαγόρευσιν τοῦ Κυρίου, σὲ δύο νέες πλάκες ποὺ λάξευσε ὁ ἴδιος (Ἔξ. ΛΔ΄, 28). Κατεβαίνοντας πρὸς τὸν λαό, ἡ ὄψη τοῦ προσώπου του ἦταν «δεδοξασμένη», καὶ ὁ λαός, πλήρης δέους, τοῦ ζητᾶ νὰ θέσει κάλυμμα στὸ πρόσωπό του ἐνόσῳ τοὺς ὁμιλεῖ μεταφέροντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ (Ἔξ. ΛΔ΄, 29-35).
Στὶς 20 τοῦ 2ου μηνὸς τοῦ 2ου ἔτους ἀπὸ τῆς Ἐξόδου ἐξ Αἰγύπτου, ὁ Ἰσραὴλ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τοῦ ἁγίου Ὄρους πρὸς τὴν Φαρὰν τῆς Κάδης (Ἀριθμοὶ Ι΄, 11), ἀκολουθώντας τὴν νεφέλη ποὺ τοὺς ἔσκεπε θαυματουργικῶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας.
* * *
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
Κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα π.Χ. καταφθάνει στὸ ὄρος Σινᾶ κυνηγημένος ὁ μέγας Προφήτης Ἠλίας.
Μετὰ τὴν κατατρόπωση τῶν ἱερέων τοῦ Βάαλ (Βασιλειῶν Γ΄, ΙΗ΄), ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ ἀναζητᾶ ἐξαγριωμένη τὸν ἀνυπότακτο Προφήτη γιὰ νὰ τὸν θανατώσει. Φοβισμένος ἐκεῖνος ἀποδιδράσκει. Τὴν νύχτα ἐκείνη, ἀπελπισμένος, εἶπε: «Ἀρκεῖ, τώρα, Κύριε· λάβε τὴν ψυχή μου πλέον, δὲν εἶμαι ἐγὼ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πατέρες μου!» (Βασιλειῶν Γ΄, ΙΘ΄, 4). Ἐνισχυμένος ἀπὸ βοήθεια θεϊκὴ πεζοπορεῖ ἕως τοῦ ὄρους Χωρὴβ καὶ καταλύει σὲ μικρὸ σπήλαιο (Βασιλειῶν Γ΄, ΙΘ΄, 9) κάτωθεν τῆς ἁγίας Κορυφῆς (ὅπου σήμερα τὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσι). Καὶ πάλι κραυγάζει πρὸς τὸν Κύριο· «ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος» (δηλ.: σὲ ἐγκατέλειψε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔχω ἀπομείνει ἐγὼ ὁλότελα μόνος).
Τότε ὁ Θεὸς παρηγορεῖ τὸν ἐκλεκτὸ δοῦλο Του καὶ τοῦ ὑπόσχεται πὼς θὰ διέλθει ἐνώπιόν του. Καὶ νά, ἄνεμος φοβερός, ἔπειτα σεισμός, κατόπιν πῦρ· ἀλλὰ δὲν εὑρισκόταν σὲ αὐτὰ ὁ Κύριος. Στὸ τέλος ὁ Κύριος κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία Του ὡς «φωνὴ αὔρας λεπτῆς» (Βασιλειῶν Γ΄, ΙΘ΄, 12). Στὰ νέα παράπονα ἀπογνώσεως τοῦ Ἠλία ὁ Κύριος τοῦ γνωστοποιεῖ ὅτι δὲν εἶναι μόνος· ἄλλοι 7.000 ἄνθρωποι παραμένουν πιστοὶ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ δὲν ἔχουν προσκυνήσει τὸν Βάαλ. Ἔτσι, τὸν ἐνισχύει περαιτέρω καὶ τοῦ ἀναθέτει τὴν νέα του ἀποστολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου