Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Καινή Διαθήκη
(Σειρά μαθημάτων σέ βιβλική ὁμάδα νέων καί νεανίδων)
Μάθημα 3ο (Ματθ. 1,2-17)
Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας
1. Τά μαθήματα τῆς νέας σειρᾶς μας, ἀγαπητοί μου φίλοι, ἀναφέρονται στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Καί θέλω νά ἀποδείξω ὅτι ὑπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν Διαθηκῶν, τόσο στενή, ὥστε νά μή μπορεῖ νά νοηθεῖ τό ἕνα βιβλίο χωρίς τό ἄλλο. Ἔπειτα, ἡ ἔκφραση «Παλαιά» Διαθήκη ὑπονοεῖ «Καινή» Διαθήκη καί ἡ ἔκφραση πάλι «Καινή Διαθήκη» προϋποθέτει ὑπάρχουσα
«Παλαιά» Διαθήκη.
Τόν σύνδεσμο αὐτόν τῶν δύο Διαθηκῶν τόν ἐκφράζει πολύ ὡραῖα μία περικοπή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού σᾶς τήν δίδω σέ χαρτί γραμμένη, γιά νά τήν μάθετε ἀπέξω. Ἔλεγε ὁ ἱερός πατήρ στά κηρύγματά του: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή.
Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται.
Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί Εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796Β).
Προσέξτε, φίλοι μου, τήν πατερική αὐτή περικοπή. Προσέξτε τό «πολλάκις εἶπον», πού λέγει. Δηλαδή τήν ἀλήθεια αὐτή, τήν στενή σχέση τῶν δύο Διαθηκῶν τήν ἔθιγε συχνά στό κήρυγμά του ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Γι᾽ αὐτό, ἐπειδή οἱ χριστιανοί τότε εἶχαν ἕναν τέτοιο ἱεροκήρυκα, πού τήν Καινή Διαθήκη τήν ἔλεγε συνέχεια καί ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν ἔφθαναν στό «χάλι» τῶν σημερινῶν χριστιανῶν νά λέγουν ὅτι δέν χρειάζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη!...
Στήν μελέτη μου στά ἔργα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου βρῆκα καί μιά ἄλλη παρόμοια ὡραία περικοπή περί τῆς στενῆς σχέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν, τήν ὁποία θέλω νά σᾶς τήν ἀναφέρω καί αὐτή. Ὁ ἱερός πατήρ ὁμιλεῖ καί γιά τήν μορφολογική ὁμοιότητα τῶν δύο Διαθηκῶν.
Σᾶς τήν γράφω στό ἴδιο χαρτί, πού γράφω καί τήν προηγούμενη: «Ἀδελφαί γάρ αἱ δύο Διαθῆκαι, ἐξ ἑνός Πατρός τεθεῖσαι· διά τοῦτο καί συμφώνως τόν λόγον προφέρουσι· σχεδόν γάρ ἡ αὐτή εἰκών καί
ὁμοιότης ὑπάρχει.
Καί ὥσπερ ἐν ἀδελφαῖς ἐξ ἑνός πατρός γεγεννημέναις, πρόσεστι τῆς ὁμοιότητος τά ἰδιώματα, οὕτως ἐπειδή αἱ δύο Διαθῆκαι ἐξ ἑνός Πατρός ἐγεννήθησαν, πολλήν ἔχουσι τήν ἐμφέρειαν. Ἀμέλει καί ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ προηγεῖται νόμος καί ἀκολουθοῦσι προφῆται, καί ἐν τῇ νέᾳ χάριτι προηγεῖται τό
Εὐαγγέλιον καί ἀκολουθοῦσιν Ἀπόστολοι» (Περί Δημιουργίας τοῦ κόσμου Ὁμιλία
Α´, γ. MPG 56,433).
2. Λέγαμε, ἀγαπητοί φίλοι, στό προηγούμενο μάθημά μας ὅτι δέν μποροῦμε νά νοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη, ἄν δέν γνωρίζουμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Καί ἀρχίσαμε, γιά νά ἀποδείξουμε τήν ἀλήθεια αὐτή, ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον.
Εἴμαστε στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀπό τόν ὁποῖο θέλει νά ἀποδείξει ὁ Εὐαγγελιστής ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου Μαρίας, κατάγεται ἀπό τήν γενεά τοῦ Δαυίδ, καί ἄρα εἶναι ὁ πραγματικός Μεσσίας, γιατί οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔλεγαν ὅτι ὁ Μεσσίας θά
κατάγεται ἀπό τόν Δαυίδ.
Εἴδαμε στήν μελέτη μας αὐτή πόσο εἶναι ἀναγκαία ἡ γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μόνο Παλαιά Διαθήκη ἔχει τό κεφάλαιο αὐτό, γι᾽ αὐτό καί τό εἶπαν πολύ ὡραῖα ὡς συνδετικό τῶν δύο Διαθηκῶν, ὡς κεφάλαιο μεταβάσεως ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι μία συνοπτική ἱστορία
τοῦ Ἰσραήλ τό κεφάλαιο αὐτό.
Σχεδόν τελειώσαμε, γιά τόν σκοπό πού θέλουμε, τήν προηγούμενη μελέτη μας περί τοῦ γενεαλογικοῦ καταλόγου στό α´ κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.
Ἀλλά στήν σημερινή μας συνάντηση θέλω νά θίξω καί μερικά ἄλλα συμπληρωματικά θέματα, σχετιζόμενα μέ τόν σκοπό τῆς μελέτης μας. Γιατί τά θέματα αὐτά προϋποθέτουν τήν γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
3. Γνωρίζουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι στούς γενεαλογικούς καταλόγους δέν ἀναφέρονταν γυναῖκες. Καί μόνο σάν ἐξαίρεση μποροῦμε νά βροῦμε στούς Ἑβραϊκούς καταλόγους ὀνόματα γυναικῶν. Στόν γενεαλογικό ὅμως κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ, βλέπουμε ὅτι ὁ Ματθαῖος πρωτοτυπεῖ, γιατί ἀναφέρει καί ὀνόματα γυναικῶν.
Ἀλλά βλέπουμε πάλι ὅτι σέβεται τήν γραμμή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί τίς γυναῖκες πού μνημονεύει, δέν τίς μνημονεύει ὡς ἀπαραίτητες γιά τήν γενεαλογία, ἀλλά τίς μνημονεύει «τυχαῖα», ἄς τοῦ ποῦμε ἔτσι.
Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναζητήσουμε τόν πνευματικό λόγο τῆς μνείας τῶν γυναικῶν
ἀπό τόν Ματθαῖο στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατά πρῶτον πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι, ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, καί οἱ τέσσερις μνημονευόμενες γυναῖκες, Θάμαρ, Ραχάβ, Ρούθ καί Βηρσαβεέ (βλ. στίχ. 3.5.6) εἶχαν ἐθνική καταγωγή.
Ἡ ἀναφορά λοιπόν τῶν γυναικῶν αὐτῶν στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Ματθαῖο θέλει νά ὑποδηλώσει ὅτι ὁ Μεσσίας ἀνῆκε καί στούς ἐθνικούς καί ὄχι μόνο στούς Ἰουδαίους, ὅπως τό ἤθελαν αὐτοί.
Στόν Ἰησοῦ Χριστό δέν ὑπάρχει διαφορά τοῦ Ἰουδαίου καί τοῦ Ἕλληνα (Γαλ. 3,28). Καί ἕνα ἄλλο θέλω νά πῶ, πού προϋποθέτει βέβαια γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ἀπό τίς ἀναφερόμενες τέσσερις γυναῖκες, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν Ρούθ, οἱ ἄλλες τρεῖς ἦταν γυναῖκες μέ ἁμαρτωλά σκάνδαλα. Ἕνας συνηθισμένος ἱστορικός θά ἀπέφευγε νά ἀναφέρει τίς γυναῖκες αὐτές ἀπό φόβο μήπως ἀμαυρωθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Μεσσία, ἀλλά ὁ Ματθαῖος παρουσιάζει στό Εὐαγγέλιό του τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ἀληθινό Μεσσία, νά λέγει στούς Φαρισαίους ὅτι «δέν ἦλθε νά καλέσει δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια» (9,31).
Μοῦ ἀρέσει ἐδῶ μία ὡραία περικοπή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τήν ὁποία σᾶς παραθέτω
σέ μετάφραση. Λέγει ὁ ἱερός Πατέρας: «Γι᾽ αὐτό ἀναφέρει τήν Ρούθ καί τήν Ραάβ, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μιά ἦταν ἀλλόφυλη, ἡ δέ ἄλλη πόρνη, γιά νά μάθεις ὅτι ἦλθε νά σβήσει τά ἁμαρτήματά μας. Ἦλθε σάν γιατρός, ὄχι σάν δικαστής.
Ὅπως δηλαδή οἱ ἄνδρες αὐτῶν ἔλαβαν πόρνες γιά γυναῖκες τους, ἔτσι καί ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν πορνεύσασα, ἕνωσε μέ τόν Ἑαυτό Του· πράγμα πού οἱ προφῆτες εἶπαν ὅτι αὐτό ἔγινε πρῶτα μέ τήν Συναγωγή. Ἀλλά ἡ Συναγωγή φάνηκε ἀγνώμων στόν Σύνοικό της· ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκε ἀπό τά ἰουδαϊκά κακά, ἔμεινε πιστή στόν νυμφίο της» (Εἰς τό κατά Ματθαῖον, Ὁμιλ. Γ´ – ΕΠΕ 9,92.13-21).
Ἔχει λοιπόν ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος εἰδικό σκοπό πού μνημονεύει ἁμαρτωλές γυναῖκες στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θέλει νά σημάνει μέ αὐτό ὅτι, ὅπως αὐτές οἱ γυναῖκες δέν ἀποκλείστηκαν τῆς τιμῆς νά εἶναι στήν γραμμή τῶν προγόνων τοῦ Μεσσία, ἔτσι καί οἱ ἄλλοι, σάν κι αὐτές ἁμαρτωλοί, δέν θά ἀποκλειστοῦν ἀπό τό Βασίλειό Του.
Θά πρέπει ὅμως νά ὑποθέσουμε ὅτι αὐτές οἱ ξένες καί ἁμαρτωλές γυναῖκες, πού μνημονεύονται ἐδῶ ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, προσχώρησαν στόν λαό τοῦ Θεοῦ καί ἔσβησαν μέ τήν μετάνοιά τους τά αἴσχη τους καί ἔζησαν ἔκτοτε τήν ζωή τους κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Πολύ πιθανόν αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Ματθαῖος μνημονεύει μόνο αὐτές τίς γυναῖκες, ἐνῶ ἄλλες ξένες καί ἁμαρτωλές γυναῖκες, πού ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη, δέν τίς μνημονεύει· γιατί θά ἔδειξαν ἀμετανόητο βίο.
4. Θά θίξω ἕνα ἄλλο θέμα, σχετικό μέ τόν σκοπό τῆς μελέτης μας. Τό ἐρώτημα εἶναι, γιατί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος παραθέτει τήν γενεαλογία τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, καί δέν παραθέτει τήν γενεαλογία τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀπό τήν ὁποία καί μόνο γεννήθηκε κατά σάρκα ὁ Χριστός;
Ἡ ἀπάντηση προϋποθέτει γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, τό νά ἀποδείξουμε ὅτι σέ ὅλα της ἡ Καινή Διαθήκη ἑρμηνεύεται μέ τήν Παλαιά.
Γιά τό ἐρώτημα πού θέσαμε ἀπαντῶ: Δέν μποροῦσε ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος νά ἀναφέρει τήν γενεαλογία τῆς Παρθένου Μαρίας, γιατί, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὑπῆρχε συνήθεια νά μήν παρατίθενται γενεαλογίες τῶν γυναικῶν.
Ἀλλά γνωρίζουμε πάλι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι δέν ἐπιτρεπόταν γιά τόν ἄνδρα νά λάβει γυναίκα ἀπό ἄλλη φυλή, παρά μόνο ἀπό τήν δική του (βλ. Ἀριθμ. 36,7-9).
Ἄρα: Ἀφοῦ ὁ Ματθαῖος γενεαλογεῖ τόν μνήστορα τῆς Παρθένου Ἰωσήφ καί ἀποδεικνύει αὐτόν καταγόμενον ἀπό τήν φυλή τοῦ Δαυίδ, ἀπό τήν ἴδια λοιπόν φυλή κατάγεται καί ἡ μνηστή του Παρθένος
Μαρία.
Ἄρα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Δαυίδ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, δηλαδή, προτιμάει ἐδῶ νά καταγράψει τόν Ἰωσήφ στόν κατάλογο καί ὄχι τήν Παρθένο, γιά νά τηρήσει τήν συνήθεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – ἀφοῦ μάλιστα ἀπευθυνόταν καί πρός Ἰουδαίους – νά μήν καταγρά-
φονται οἱ γενεαλογίες τῶν γυναικῶν.
Γιά τήν Παρθένο γενεαλόγησε τόν Ἰωσήφ, γι᾽ αὐτό καί ὅταν ἔφθασε σ᾽ αὐτόν, δέν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλά πρόσθεσε «τόν ἄνδρα Μαρίας» (στίχ. 16).
Στό παραπάνω θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ, σάν ἀντίρρηση, ὅτι ὁ Ἰωσήφ δέν τήρησε τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί δέν ἔλαβε λοιπόν τήν μνηστή του ἀπό τήν δική του φυλή. Ἄρα ἡ Παρθένος δέν κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Δαυίδ.
Γιά νά μήν πεῖ ὅμως κανείς κάτι τέτοιο, προέλαβε ὁ Εὐαγγελιστής, λέγει ὁ Χρυσόστομος, καί γράφει γιά τόν Ἰωσήφ ὅτι «ἦταν δίκαιος» (στίχ. 19). Ἦταν ἐνάρετος καί ἄρα ὄχι παραβάτης τοῦ νόμου.
Ἄρα ἔλαβε τήν μνηστή του ἀπό τήν ἰδία μέ αὐτόν φυλή, τήν φυλή τοῦ Δαυίδ (βλ. Β´ Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον, MPG 57,28).
5. Ἐπειδή ἀναφέραμε, ἰδιαίτερα σήμερα, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν μεγάλο ἑρμηνευτή τῆς Ἐκκλησίας μας, θά ἀναφέρω καί μία ἄλλη νόστιμη θεολογική καί πνευματική σκέψη του ἐπί τοῦ γενεαλογικοῦ καταλόγου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἡ σκέψη αὐτή τοῦ ἱεροῦ πατρός βασίζεται ἐπί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γι᾽ αὐτό καί τήν ἀναφέρω. Δέν φεύγω, δηλαδή, ἀπό τό θέμα μου.
Εἴπαμε ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής γιά νά κάνει εὐκολομνημόνευτο τόν κατάλογό του τόν χωρίζει σέ
τρεῖς μεγάλες ἐποχές τῆς ἰουδαϊκῆς ἱστορίας.
Στήν πρώτη ἐποχή, ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Δαυίδ, τό πολίτευμα ἦταν τό δημοκρατικό. Δέν διορθώθηκαν ὅμως οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπό τό πολίτευμα αὐτό· παρέμειναν μέ τά πάθη τους. Ἄλλαξε
τό πολίτευμα καί ἦλθε ἡ βασιλεία. Τά ἴδια καί ἐδῶ: «Γενεαί δεκατέσσαρες»!
Ἄνθρωποι γεννιοῦνται καί ἄνθρωποι πεθαίνουν χωρίς νά βελτιώνονται πνευματικά. Ἦλθε ἔπειτα ἄλλο πολίτευμα, ἡ δικτατορία τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Περσῶν καί τῶν Ρωμαίων. «Γενεαί δεκατέσσαρες» καί ἐδῶ.
Αὐτό διδάσκει ὅτι οἱ πολιτικές καταστάσεις δέν φέρουν τήν σωτηρία. Οὔτε ἡ δημοκρατία, οὔτε ἡ βασιλεία οὔτε ἡ δικτατορία. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται
μόνο ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Σᾶς διαβάζω ἀκριβῶς τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ πατρός:
«Εἰς τρεῖς διεῖλε μερίδας τάς γενεάς ἁπάσας, δεικνύς ὅτι οὐδέ τῶν πολιτειῶν μεταβληθεισῶν ἐγένοντο βελτίους, ἀλλά καί ἀριστοκρατούμενοι καί βασιλευόμενοι καί ὀλιγαρχούμενοι, ἐν τοῖς αὐτοῖς ἦσαν κακοῖς· καί οὔτε δημαγωγῶν, οὔτε ἱερέων, οὔτε βασιλέων αὐτούς διεπόντων, ἔσχον τι πλέον εἰς ἀρετῆς λόγον» (βλ. Ὁμιλία Δ´, MPG 57, 39).
6. Ἀπό ὅλα τά ὀνόματα πού ἀναφέρονται στόν γενεαλογικό κατάλογο δύο εἶναι τά γλυκύτερα. Τά ἀναφέρω καί θά τά ἑρμηνεύσω, ἐπειδή εἶναι ὀνόματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί σχετίζεται αὐτό μέ τό θέμα μας. Τό ἕνα ὄνομα εἶναι τό ΙΗΣΟΥΣ καί τό ἄλλο εἶναι τό ὄνομα ΜΑΡΙΑ.
(α) Τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι τό προσωπικό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Προέρχεται ἀπό τό («γιασά῾») πού σημαίνει ὁ «Γιαχβέ εἶναι σωτήρας».
Ἡ ὀνομασία αὐτή στόν Μεσσία ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό, ἐκομίσθη ἀπό τόν ἄγγελο κατά τόν
Εὐαγγελισμό (Λουκ. 1,31). Ἀρχικά τό ὄνομα παρουσιάζεται μέ τήν πλατειά μορφή Wv/hy“ («Γιεχωσούα῾»). Ὅταν ὅμως ἡ Ἀραμαϊκή ἀντικατέστησε τήν Ἑβραϊκή ὡς κοινή γλώσσα τῶν Ἑβραίων, μετά τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία, τό ὄνομα ἔγινε “ («Γιεσού῾α»), ἀπ᾽ ὅπου προῆλθε ἡ δική μας ὀνομασία Ἰησοῦς.
Τό “ («Γιεσού῾α»), κατά συνήθεια, δινόταν στά παιδιά τῶν Ἑβραίων καί στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, σύμφωνα μέ ἑβραϊκό ἔθιμο νά ἐκλέγονται ὀνόματα πού ἔχουν θρησκευτικές ἔννοιες. Στήν Ἁγία Γραφή τό ὄνομα ἐκλέγεται μέ πολύ μεγάλη φροντίδα, γιατί δηλώνει τήν πίστη καί εὐλάβεια
τῶν γονέων, τά περιστατικά τῆς γεννήσεως ἑνός παιδιοῦ, τά προσωπικά του χαρακτηριστικά ἤ ἀναφέρεται στήν ἀποστολή του, ἰδιαίτερα ὅταν τό ὄνομα δινόταν ἀπό τόν Θεό.
Τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι γεμάτο μέ ἱστορικές καί προφητικές ἀναμνήσεις. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ὁδήγησε τόν Ἰσραήλ στήν ἐπίγεια Χαναάν, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας, ἦρθε νά μᾶς ἀνοίξει τίς πύλες τῆς οὐράνιας Χαναάν, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο ὁ «Ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας» (Ἑβρ. 2,10)· εἶναι καί ὁ «Ἀπόστολος καί Ἀρχιερεύς τῆς ὁμολογίας μας» (Ἑβρ. 3,1). Ὁ ἀρχιερεύς κατά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία (Β´ Ἔσδρ. 2,2) εἶχε τό ὄνομα Ἰησοῦς (Ζαχ. 3,8. 6,11-15).
Ὅπως ὁ προφήτης Ὠσηέ (τό ὄνομα Ὠσηέ γίνεται Ἰησοῦς στό Ἀριθμ. 13,17: «καί ἐπωνόμασε Μωυσῆς τόν Αὐσή υἱόν Ναυή Ἰησοῦν») ἀγάπησε μιά μοιχαλίδα γυναίκα, γιά νά τήν σώσει (Ὠσηέ κεφ. 1-3), ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς μας προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά σώσει τόν πεσμένο
στήν ἁμαρτία ἄνθρωπο.
(β) Τό ὄνομα ΜΑΡΙΑ εἶναι τό ὄνομα τῆς παρθένου Μητρός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό συναντοῦμε καί ὡς ΜΑΡΙΑΜ (βλ. 1,20. Λουκ. 1,30 κ.ἄ.), τό ὁποῖο πλησιάζει περισσότερο πρός τό ἑβραϊκό («Μιργιάμ»· τό Ταργκούμ ἔχει Mariam). Τό ὄνομα Μαριάμ εἶχε καί ἡ ἀδελφή τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἀαρών, βλ. Ἐξ. 15,20.
Ἡ σημασία τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ εἶναι ἀβέβαιη· ὡς καλύτερη ἑρμηνεία δεχόμεθα τό νά συσχετίσουμε τό ὄνομα Miryam μέ τό ὄνομα hwhy («Γιαχβέ»), ὄνομα τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη. «Yahweh» ἑρμηνεύεται «Κύριος». Καί ἡ Παναγία λοιπόν μέ τό ὄνομα Miryam ἑρμηνεύεται «Κυρία».
Τήν ἑρμηνεία αὐτή δέχεται ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης καί λέγει στόν πρόλογο τοῦ Θεοτοκαρίου του: «Ἑρμηνεύεται δέ τό ὄνομα Μαριάμ “Κυρία”· παράγεται δέ τοῦτο, κατ᾽ ἄλλους μέν ἐκ τοῦ Ἀϊά, ὅ δηλοῖ καθ᾽ Ἑβραίους Κύριος· κατά δέ Γεώργιον τόν Κορέσσιον, εἰδήμονα τῶν ἑβραϊκῶν, ἐκ τῆς ρίζης τοῦ Ἰεχωβᾶ, τοῦ τετραγραμμάτου, ἀκοινωνήτου τε πάσῃ κτίσει καί κυριωτέρου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· ὅ δή καί αὐτό ἡρμήνευται παρά τῶν Ἑβδομήκοντα Κύριος».
Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητά παιδιά, σεῖς πού παρακολουθεῖτε αὐτά τά ἁπλᾶ βιβλικά μας μαθήματα, νά ἀγαπήσετε τά δύο αὐτά ὀνόματα ΙΗΣΟΥΣ καί ΜΑΡΙΑ, νά σᾶς γίνουν τά περισσότερον ἀγαπητά ἀπό ὅλα τά ἄλλα ὀνόματα καί νά σᾶς εἶναι τά πρῶτα λόγια τήν αὐγή καί τά τελευταῖα τήν ἑσπέρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου