.
Όπως το καταλαβαίνουμε, ο
Θεός στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλυπτόταν κατά διάφορο βαθμό
στον καθένα, ανάλογα με την καθαρότητα της ψυχής του. Οι
πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα είχαν πριν από την πτώση τους
μεγαλύτερη γνώση του Θεού από αυτήν που είχαν οι απόγονοί
τους. Οι Ισραηλίτες είχαν γνώση για τον αληθινό Θεό από την
αποκάλυψη βέβαια που δόθηκε σ’ αυτούς από τον Θεό δια μέσου
των δικαίων Πατριαρχών και Προφητών ενώ οι μεγάλοι
φιλόσοφοι, σαν τον Πλάτωνα, για παράδειγμα, δεν είχαν αυτήν
την γνώση του αληθινού Θεού. Και ασφαλώς οι Προφήτες είχαν
μία πληρέστερη γνώση περί του Θεού από αυτή που είχε ο
Ισραηλιτικός λαός, γιατί τους την απεκάλυπτε ο Θεός αυτήν
την πληρέστερη γνώση σ’ αυτούς τους δούλους του (βλέπε Αμώς
3, 7). Και όσο περνούσαν τα χρόνια και ο Θεός έδινε στους
Προφήτες του περισσότερες αποκαλύψεις περί του Εαυτού Του
και αυτοί έπειτα τις κήρυτταν στον λαό, γινόταν και σ' αυτόν
τον λαό πληρέστερη η γνώση του Θεού από όσο πριν. Όσο όμως
και αν γίνεται μεγαλύτερη η γνώση του Θεού στους ανθρώπους,
πάντοτε έχει ένα όριο· δεν είναι πλήρης γνώση, γιατί δεν
μπορεί ποτέ να εξιχνιαστεί και να κατανοηθεί ο Θεός από τους
ανθρώπους. Η αλήθεια αυτή λέγεται σε όλη την Αγία Γραφή και
στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Ο Ησαΐας λέγει: «Η σοφία
του Θεού είναι ανεξερεύνητη» (40, 28). Βλέπε Και Ψαλμοί 144,
3. Και το βιβλίο του Ιώβ το λέγει καθαρά: Απρόσιτος (=
ακατάληπτος) είναι σε μας ο Παντοδύναμος» (37,23). Και άλλου
πάλι το ίδιο βιβλίο μας επιπλήττει λέγοντας:
«Νομίζεις ότι μπορεί να
νοήσεις τα βάθη του Θεού, να εξιχνιάσεις τα μυστικά του
Παντοδύναμου; Είναι ψηλότερα και από τον ουρανό· σαν τι
μπορείς να κάνεις; Και είναι πιο βαθιά από τον Άδη· τι
μπορείς να μάθεις; Σε έκταση ξεπερνούν την γη και είναι
πλατύτερα από την θάλασσα. » (Ιώβ 11,7-9).
Ο Ιώβ πάλι ομολογεί ότι ήδη
και αυτά τα φαινόμενα της φύσεως είναι ακατανόητα στους
ανθρώπους, τα οποία όμως είναι μία αδύνατη αποκάλυψη του
μεγαλείου του Θεού. Και αν αυτά της φύσεως τα φαινόμενα
είναι ακατάληπτα, πόσο ακατάληπτος είναι ο Δημιουργός όλων,
ο Θεός! Παραθέτουμε μία περικοπή:
«Αυτός (ο Θεός) απλώνει
πάνω από τον κενό τον ουρανό και κρεμάει την γη πάνω από το
τίποτα. Κλείνει μέσα στα νέφη την βροχή και δεν τα αφήνει να
φοβηθούν από το βάρος της. Τον θρόνο του τον σκεπάζει με
πικρά μαύρα σύννεφα, με τρόπο που να μη μπορεί να τον δει
κανένας. Χάραξε κύκλο γύρω στην επιφάνεια της θάλασσας, και
έτσι έβαλε όρια ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Τρέμουν οι
στύλοι του ουρανού και συγκλονίζονται από τις απειλές του.
Με την ισχύ του υπέταξε την θάλασσα και συνέτριψε την Ραάβ
με την αξιωσύνη του. Με την δική του την πνοή καθάρισαν οι
ουρανοί και με το δικό του χέρι εξόντωσε το συστρεφόμενο
φίδι. Όμως αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα από τα μεγάλα έργα
του, που την ηχώ τους μόνο ακούσαμε αμυδρά. Το πραγματικό
όμως μέγεθος της δύναμης του ποιος θα μπορέσει να το χωρέσει
στο νου του;» (Ιώβ 26, 7 - 14).
Παραθέτουμε και μερικά άλλα
σχετικά χωρία:
«Πράγματι, Εσύ είσαι Θεός
που κρύβεσαι, Θεέ του Ισραήλ και λυτρωτή». (Ησ. 45. 15).
«Δεν μπορεί ο άνθρωπος να
κατανοήσει το έργο τον Θεού από την αρχή μέχρι το τέλος»
(Εκκλ. 3,11).
«Αυτός (ο Θεός) είναι ο
Μέγας και υπέρτερος από όλα τα έργα του. Ποιος τον είδε ποτέ
για να μπορέσει να τον περιγράψει; Και ποιος μπορεί να τον
δοξάσει επάξια:» (Σοφία Σειράχ 43, 28).
Ακόμη και αν ο ίδιος ο Θεός
εμφανισθεί σε ένα πρόσωπο, όπως στον Αβραάμ (Γεν. 18,1 και
εξής) και στους Προφήτες (Ησ. 6. Ιεζ. 1. Δαν. 7, 9), δεν θα
μπορέσει ποτέ το πρόσωπο αυτό να αποκτήσει μία τέλεια γνώση
του Θεού. Ο Μωυσής ήταν ο ανώτερος των Προφητών της Παλαιάς
Διαθήκης και η Εκκλησία μας τον καλεί «θεόπτη». Με αυτόν
μίλησε ο Θεός διαφορετικά από ό,τι μίλησε με τους άλλους
Προφήτες· με αυτόν μίλησε «ενώπιος ενωπίω, ως ει τις λαλήσει
προς τον εαυτού φίλον» (Έξοδος 33, 11). Μίλησε «στόμα κατά
στόμα, εν είδει και ού δι αινιγμάτων» και ο Μωυσής «την δόξα
Κυρίου είδε» (Αριθμ. 12, 7. 8). Και όπως λέγει το βιβλίο του
Δευτερονομίου «ουκ ανέστη έτι προφήτης εν Ισραήλ ως Μωυσής,
αν έγνω Κύριος αυτόν πρόσωπον κατά πρόσωπον» (Δευτερονόμιο
34,10). Πώς όμως νοούνται αυτές οι φράσεις φαίνεται από τα
όσα λέγονται στις περικοπές Έξοδος 33, 18 - 23. 34, 5 - 10,
για τις οποίες μιλάμε παρακάτω.
Ο Μωυσής παρεκάλεσε τον Θεό
να του φανερώσει την δόξα του: Εμφάνισόν μοι σεαυτόν»!
(Έξοδος 33, 18). Αλλά ο Θεός του είπε ότι δεν μπορεί κανείς
να δει το «Πρόσωπό» του, γιατί θα πεθάνει. Γι’ αυτό θα δει
μόνο τα οπίσθιά του: «Και είπεν (ο Θεός)· Ου δυνήση ιδείν το
πρόσωπόν μου· ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον μου και
ζήσεται… Όψει τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί
σοι"» (Έξοδος 33, 20)! Ο Μωυσής, αφού ζήτησε από τον Θεό με
πολύ πόθο να γνωρίσει περισσότερα γι’ Αυτόν, ο Θεός του
εκπλήρωσε την επιθυμία του αυτή, όσο όμως μπορεί ο άνθρωπος
να γνωρίσει τον Θεό. Γι’ αυτό και του είπε ο Θεός «όψει τα
οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι». «Πρόσωπο»
του Θεού, που δεν μπορεί ο άνθρωπος να δει, είναι η Ουσία
του Θεού, η οποία παραμένει απρόσιτη στον άνθρωπο και στον
πιο άγιο και σ' αυτά τα αγγελικά Σεραφείμ. Τα «οπίσω» του
Θεού, που μόνο μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος, είναι, κατά
την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι Θείες
Ενέργειες, δια μέσου των οποίων αποκαλύπτεται και δρα ο Θεός3.
Η γνώση μας για τον Θεό είναι ακριβώς έτσι όπως μας το λέγει
παραστατικά η Καινή Διαθήκη «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α'
Κορινθίους 13, 12). Βλέπουμε δηλαδή σαν σε μετάλλινο
καθρέφτη θαμπά και ατελώς, ώστε να μας μένουν πολλά
αινίγματα, γιατί ο Θεός είναι «φως οίκων απρόσιτον (= φως,
που δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει), αν είδεν ουδείς
ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται» (Α' Τιμ. 6,16). Στους δικαίους
όμως, ως αμοιβή για την τελειότητά τους, ως «μισθόν
οσιότητος», ως «γέρας ψυχών αμώμων», όπως το λέγει η Σοφία
Σολομώντος (2, 22), θα δοθεί στην πέρα από τον θάνατο ζωή
μία τελειότερη από όση είναι δυνατόν στην παρούσα ζωή γνώση
του Θεού. Οι δίκαιοι, όπως λέγει το ίδιο βιβλίο, «θα λάβουν
από το χέρι του Κυρίου το στέμμα το λαμπρό, για να
βασιλεύσουν δοξασμένοι» (5, 16). Και ο Απόστολος Παύλος, ενώ
στην παρούσα ζωή είπε ότι γνωρίζουμε «δι εσόπτρου εν
αινίγματι» (Α' Κορινθίους 13, 12), στον ίδιο στίχο λέγει ότι
«τότε», στην άλλη δηλαδή ζωή, οι δίκαιοι θα βλέπουν τον Θεό
«πρόσωπον προς πρόσωπον»!
4.
Υποθέσεις για την προέλευση της πίστεως στον Θεό στην Παλαιά
Διαθήκη
Είπαμε από την αρχή ότι τα
όσα μας λέγει η Παλαιά Διαθήκη για τον Θεό προέρχονται από
θείες αποκαλύψεις, που από παλαιά έκανε ο Θεός στον άνθρωπο,
όπως αυτό μας το λέγει καθαρά στην αρχή της η προς Εβραίους
Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Μερικοί όμως ερευνητές, που
δεν δέχονται αυτή την θεία αποκάλυψη του Ισραήλ, θέλουν την
πίστη της Παλαιάς Διαθήκης προς τον Θεό να την εξηγήσουν ότι
προήλθε εξελικτικά από χαμηλότερα θρησκευτικά επίπεδα
πολυθεϊσμού, ή ότι προήλθε από ένα μονοθεϊστικό ένστικτο των
Σημιτών ή ότι, τέλος πάντων, είναι δάνειο από τον γύρω
κόσμο.
Εδώ θα μνημονεύσουμε πρώτον
τον Wellhausen και την σχολή του, η οποία ισχυρίζεται ότι η
προμωσαϊκή θρησκεία του Ισραήλ ήταν η λεγόμενη θρησκεία της
ερήμου (Wüstenreligion, Beduinenreligion), ήταν δηλαδή
ανιμισμός με μορφή πολυδαιμονισμού ή τοτεμισμού ή
προγονολατρίας και φετιχισμού, ή κράμα όλων αυτών, όπως
τέτοια θρησκεία είχαν και άλλες σημιτικές φυλές κατά τους
πανάρχαιους χρόνους. Και ακόμη λέγει ο Wellhausen ότι αυτή η
ανάμικτη θρησκεία του πρώτου Ισραήλ δια του Μωυσέως
ανυψώθηκε σε ενοθεΐα ή μονολατρία, με την μορφή της λατρείας
του Γιαχβέ (του τοπικού τάχα Θεού του Σινά, του Θεού των
Κενιτών), τον οποίον ο Μωυσής ανεκήρυξε σε εθνικό Θεό και
αποκλειστικό προστάτη των Ισραηλιτικών φυλών. Ως αντίκρουση
της θεωρίας του Wellhausen των παραπάνω μόνο δύο σημείων της
γράφουμε τα εξής σύντομα και απλά4:
α) Οι νέες έρευνες στην περιοχή της παλαιάς Ανατολής (Μικρασίας, Ασσυρίας,
Βαβυλωνίας, Παλαιστίνης, Σιναϊτικής Χερσονήσου, Αιγύπτου κ.
λπ.) απέδειξαν ότι ναι μεν οι θρησκείες των χωρών της
περιοχής αυτής ήταν πολυθεϊσμός (αστρολατρία, προσωποποίηση
των δυνάμεων της φύσεως), αλλά ο πολυθεϊσμός τους ολοέν και
χειροτέρευε με την συνεχή προσθήκη νέων θεών. Ο Wellhausen
όμως, αντίθετα, λέγει, όπως είπαμε, για την ανάμικτη δήθεν
πολυθεϊστική θρησκεία του Ισραήλ, ότι αυτή από τον
πολυθεϊσμό ανυψώθηκε δια του Μωυσέως σε ενοθεΐα και
μονολατρία, με την μορφή της λατρείας του Γιαχβέ.
β) Αλλά και πάλι οι έρευνες καθιστούν ως πολύ πιθανόν αυτό που λέγει και η
Παλαιά Διαθήκη, ότι η πρωταρχική μορφή της θρησκείας της
ανθρωπότητος και άρα και των Σημιτών, από τους οποίους
προέρχεται ο Ισραήλ ήταν η μονοθεΐα· αντίθετα ο Wellhausen
με την σχολή του δέχεται την πολυθεΐα ως την πρωταρχική
μορφή θρησκείας, και την θρησκευτική πάλι κατάσταση των λαών
της παλαιάς Ανατολής κατά την προμωσαϊκή περίοδο την δέχεται
ως πολύ χαμηλή. Με τις αρχαιολογικές όμως και
θρησκειολογικές έρευνες αποδείχθηκε ότι ήδη περί το 2000 π.
Χ. στην Βαβυλώνα η αστρολογική της πολυθεΐα είχε μοναρχικό
χαρακτήρα - στην Αίγυπτο ήταν γνωστός ύψιστος θεός - και η
νοτιοαραβική θρησκεία, ήδη κατά τους πρώτους ιστορικούς
χρόνους, έφερε μονοθεϊστικό χαρακτήρα, αλλά και αργότερα,
κατά την κατάπτωσή της δεν ήταν μία θρησκεία της ερήμου,
όπως την φαντάστηκε ο Wellhausen και οι περί αυτόν.
γ) Ανεπίτρεπτο πάλι είναι το να ισοπεδώνει και να εξισώνει ο Wellhausen τον
Ισραήλ εθνολογικά και θρησκειολογικά με τους άλλους
γειτονικούς του λαούς. Έτσι παραγνωρίζει τελείως την εντελώς
ιδιότυπη και μοναδική στην ιστορία των παλαιών θρησκειών
θρησκευτική εξέλιξη του Ισραήλ, η οποία ερμηνεύεται μόνο με
το να παραδεχθούμε την υπερφυσική στον λαό αυτό επίδραση, να
δεχθούμε δηλαδή την θεία αποκάλυψη σ' αυτόν.
δ) Το ότι παρατηρούνται κάποια ίχνη φετιχισμού, τοτεμισμού, ανιμισμού κ.ά.
Στην Ισραηλιτική θρησκεία, αυτό δεν σημαίνει ότι η θρησκεία
αυτή ήταν τοιαύτη από την αρχή, κράμα δηλαδή των θρησκειών
αυτών, όπως ισχυρίζεται ο Wellhausen, αλλά το πράγμα
ερμηνεύεται από την επίδραση των Χαναναίων ή άλλων γειτόνων
προς το Ισραήλ λαών γι’ αυτό και οι Προφήτες ελέγχουν τα
ξένα αυτά στοιχεία και αγωνίζονται για την καθαρότητα της
θρησκείας του Γιαχβέ, όπως δόθηκε στον Ισραήλ από την αρχή.
ε) Ο Ισχυρισμός του Wellhausen, ότι τάχα η θρησκεία του προμωσαϊκού Ισραήλ
ήταν κράμα ξένων στοιχείων και ότι αργότερα δια του Μωυσέως
έγινε μονοθεΐα, ελέγχεται ως ψευδής με το απλό επιχείρημα,
ότι ο Μωυσής έχει την συνείδηση ότι ο Θεός, για τον οποίον
ομιλεί στους Ισραηλίτες, δεν είναι νέος Θεός, αλλά είναι ο
Θεός των πατέρων τους (Έξοδος 3, 6. 13), ότι είναι ο Θεός
του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Έξοδος 3, 6. 13, 15,
16).
Δεύτερον,
σ' αυτούς που δεν δέχονται από την αρχή την μονοθεΐα στο
Ισραήλ, θα αναφέρουμε τον Α. Alt
5,
ο οποίος ξεκινώντας από το ότι ο Θεός στις βιβλικές
διηγήσεις χαρακτηρίζεται άλλοτε ως «Θεός του Αβραάμ» (Γεν.
24, 12. 26, 24. 27, 42. 28, 13. 31, 42), άλλοτε ως «Θεός του
Ισαάκ» (Γεν. 27,20. 28,13. 31,5. 42. 41,1. 3) η ως «ο φόβος
του Ισαάκ» (Γεν. 31, 42. 53) και άλλοτε ως ο «Δυνάστης του
Ιακώβ» (Γεν. 49, 24) και άλλοτε πάλι χαρακτηρίζεται ως «Θεός
των πατέρων Αβραάμ και Ισαάκ» (Γεν. 32, 9. 48, 15) η «Θεός
Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ» (Έξοδος 3, 6), είπε
ότι: Στην αρχή ήταν τρεις Θεοί, που την λατρεία τους την
ίδρυσαν οι τρεις Πατριάρχες, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ.
Με την παρέλευση όμως του χρόνου και την ανάπτυξη της
εννοίας της εθνικής ενότητας οι τρεις Θεοί, που λάτρευαν οι
φυλές οι συγκεντρωμένες γύρω από κάθε Πατριάρχη, συνηνώθησαν
σε ένα Θεό, τον «Θεόν των πατέρων Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ»,
ο οποίος τελικά ταυτίστηκε με τον Γιαχβέ του Μωυσέως, οπότε
και επιτεύχθηκε η εθνική ενότητα του Ισραήλ. Η θεωρία αυτή
του Alt τονίζει βέβαια ότι ο Θεός των Πατέρων είναι διάφορος
από τους θεούς της Παλαιστίνης και δέχεται ορθώς, πάλι, ότι
ο Θεός έγινε συνειδητός στους Πατριάρχες με αποκάλυψη, αλλά
σφάλλει στο ότι δέχεται τρεις διαφόρους θεούς. Ο ιδικός μας
Βέλλας λέγει αντικρούοντας τον Alt: Ουδαμού της Γενέσεως οι
υποτιθέμενοι τρεις ούτοι Θεοί διαστέλλονται αλλήλων, αλλά
τουναντίον συνταυτίζονται (παράβαλλε Γεν. 28, 13. 46, 3. 48,
15). Ουδαμού παρουσιάζονται οι Πατριάρχαι έχοντες την
συναίσθησιν ότι ο Θεός εκάστου είναι διάφορος του Θεού του
ετέρου. Ο Θεός των Πατριαρχών είναι είς. Η ονομασία "Θεός
των Πατέρων Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ" δεικνύει την ενότητα
της παραδόσεως του αυτού Θεού, την ενότητα της πίστεως εις
τον αυτόν Θεόν, ότι δηλαδή "ο Θεός του Ισαάκ και Ιακώβ" δεν
είναι διάφορος του Θεού του Αβραάμ. Ακόμη και αν δεχθή τις
ότι η διαφορά της ονομασίας του Θεού προέρχεται εκ του
διαμερισμού των Ισραηλιτικών φυλών περί τους τρεις
Πατριάρχας, τούτο δεν δηλοί αναγκαίως και διαφοράν Θεών6.
Ίσως ακόμη και οι χαρακτηρισμοί "ο φόβος του Ισαάκ" ή "ο
ισχυρός του Ιακώβ" να επιδιώκουν να παραστήσουν ουχί το
διάφορον των Θεών αλλά ωρισμένας ιδιότητας του Θεού. Ορθώς
δε ο Ο. Procksch τονίζει7
ότι η κοινή υπό των Πατριαρχών χρησιμοποίησις του ιερού της
Βεερσεβά8,
η παραμονή εν αυτώ των Πατριαρχών και ο αυτός πάντοτε
χαρακτήρ του Θεού του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ ομιλούν κατά
της υποθέσεως του Α. Alt»9.
Τρίτον,
σ' αυτούς που δεν δέχονται την θεία αποκάλυψη στο Ισραήλ, θα
πρέπει να προσθέσουμε και αυτούς που ισχυρίζονται ότι ο
μονοθεϊσμός στο Ισραήλ είναι συνέπεια μιας ιδιαίτερης
φυλετικής ροπής των Σημιτών. Κατ' αυτούς η τάση προς την
μονοθεΐα ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Σημιτών. Όμως
αυτό δεν μπορεί να ισχύει, γιατί εκτός από τους Ισραηλίτες,
οι άλλοι Σημίτες δεν ήταν καθόλου μονοθεϊστές. Οι θεοί των
Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων ήταν πάρα πολλοί, όπως επίσης
και οι θεοί των Χαναναίων, Μωαβιτών, Αμμωνιτών, Εδωμιτών και
Φοινίκων (Ras Shamra). Αν σ' αυτούς τους λαούς υπήρχε η
φυλετική ροπή προς την μονοθεΐα, τότε θα έπρεπε τουλάχιστον
αυτοί με την επαφή τους με τον Ισραήλ και με την γνωριμία
τους με την Ισραηλιτική θρησκεία να είχαν στραφεί σύντομα
στον μονοθεϊσμό.
Τέταρτον,
πρέπει να πούμε ότι κάποιοι υπέθεσαν ότι ο Ισραήλ παρέλαβε
τον μονοθεϊσμό από κάπου άλλου. Κι αυτή όμως η υπόθεση
κρίνεται ως άτοπη, γιατί οι γειτονικοί λαοί δεν ήταν
μονοθεϊστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου