ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Παρασκευή 29 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς
ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν
ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική
δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Εὐλογίες τοῦ Ἰακώβ (49,1-28)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰακώβ, πριν πεθάνει, φώναξε τούς
δώδεκα υἱούς του (στίχ. 1) καί εὐλογώντας τους ἕναν-ἕναν προφήτευσε σ᾽
αὐτούς τό μέλλον τῶν φυλῶν, οἱ ὁποῖες θά προήρχοντο ἀπό αὐτούς: Οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ρουβήν, λόγω τῆς ἁμαρτίας τοῦ γενάρχη τους νά μολύνει τήν
γυναίκα τοῦ πατέρα του, δέν θά πάρουν τήν εὐλογία τοῦ πρωτοτόκου καί δέν
θά διαδραματίσουν λοιπόν σημαντικό ρόλο στό Ἰσραήλ (στίχ. 3-4)· ὁ
Συμεών καί ὁ Λευί, ἐξ αἰτίας τῆς σφαγῆς τῶν Συχεμιτῶν, ἀποδοκιμάζονται
ἀπό τόν Ἰακώβ καί οἱ ἀπόγονοί τους θά διασκορπιστοῦν στό Ἰσραήλ (στίχ.
5-7)· ὁ Ἰούδας ἀντίθετα θά δοξασθεῖ, θά τόν προσκυνήσουν οἱ ἀδελφοί τοῦ
πατέρα του καί θά ἡγηθεῖ μέσα στό Ἰσραήλ, θά προέλθει δέ ἀπό αὐτόν ὁ
Μεσσίας, πού θά εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν (στίχ. 8-12)· ὁ Ζαβουλών θά
κατοικήσει στά παράλια, νότια τῆς Σιδῶνος (στίχ. 13)· ὁ Ἰσσάχαρ θά
κατοικήσει σέ καλή γῆ καί θά γίνει γεωργός (στίχ. 14-15)· ὁ Δάν θά
κρίνει τόν λαό του, θά εἶναι σάν ἕνα φίδι στήν ὁδό (στίχ. 16-18)· ὁ Γάδ
θά ἀπαντᾶ μέ ἐπιτυχία στίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 19)· ὁ Ἀσήρ
θά κατοικήσει σέ πλούσια γῆ καί θά προμηθεύει μέ τροφή τούς ἄρχοντες
(στίχ. 20)· ὁ Νεφθαλείμ θά περιπλανᾶται ἐλεύθερος στά ὄρη τῆς Γαλιλαίας
(στίχ. 21)· ὁ Ἰωσήφ, τόν ὁποῖο ἐπιβουλεύονταν, ἀλλά αὐτός μέ τήν βοήθεια
τοῦ Θεοῦ συνέτριψε τίς κατά αὐτοῦ ἐνέργειες, θά ἔχει τήν εὐλογία τῆς
γῆς, τήν εὐλογία τοῦ πατέρα του καί τῆς μητέρας του (στί. 22-26)· καί ὁ
Βενιαμίν θά εἶναι δυνατός πολεμιστής, σάν ἕνας ἁρπακτικός λύκος (στίχ.
27). Μέ αὐτά τά λόγια εὐλόγησε ὁ Ἰακώβ τούς δώδεκα υἱούς του (στίχ. 28).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
49,1Κάλεσε, λοιπόν, ὁ Ἰακώβ τούς
υἱούς του καί τούς εἶπε: «Συναχθεῖτε, γιά νά σᾶς ἀναγγείλω τί πρόκειται
νά σᾶς συμβεῖ στίς ἔσχατες ἡμέρες (δηλαδή στό μέλλον).
2Συναθροισθεῖτε καί ἀκοῦστε με,
υἱοί τοῦ Ἰακώβ,
ἀκοῦστε τόν πατέρα σας Ἰσραήλ:
υἱοί τοῦ Ἰακώβ,
ἀκοῦστε τόν πατέρα σας Ἰσραήλ:
3Ρουβήν, σύ εἶσαι ὁ πρωτότοκός μου,
ἡ δύναμή μου, ἡ ἀρχή τῶν παιδιῶν μου·
σκληρός φάνηκες στήν συμπεριφορά σου
καί πολύ αὐθάδης.α
ἡ δύναμή μου, ἡ ἀρχή τῶν παιδιῶν μου·
σκληρός φάνηκες στήν συμπεριφορά σου
καί πολύ αὐθάδης.α
4Ἐξύβρισες σάν τό νερό·β
ἄς μή σοῦ συμβεῖ χειρότερο·γ
γιατί ἀνέβηκες στήν κλίνη τοῦ πατέρα σου
καί μόλυνες τότε τό κρεβάτι πού ἀνέβηκες.
ἄς μή σοῦ συμβεῖ χειρότερο·γ
γιατί ἀνέβηκες στήν κλίνη τοῦ πατέρα σου
καί μόλυνες τότε τό κρεβάτι πού ἀνέβηκες.
5Ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ εἶναι ἀδέλφια·
ἔπραξαν ἀδικία μέ τήν πρόθεσή τους.δ
ἔπραξαν ἀδικία μέ τήν πρόθεσή τους.δ
6Ἡ ψυχή μου ἄς μή συμμετέχει
στήν θέλησή τους·
ἡ καρδιά μου ἄς μήν παρευρεθεῖ
στίς συνελεύσεις τους·
γιατί στόν θυμό τους
φόνευσαν ἀνθρώπους
καί στό πεῖσμα τους
ἔκοψαν τά νεῦρα ταύρου.ε
στήν θέλησή τους·
ἡ καρδιά μου ἄς μήν παρευρεθεῖ
στίς συνελεύσεις τους·
γιατί στόν θυμό τους
φόνευσαν ἀνθρώπους
καί στό πεῖσμα τους
ἔκοψαν τά νεῦρα ταύρου.ε
7Καταραμένος νά εἶναι ὁ θυμός τους,
γιατί ἦταν αὐθάδης·
καί καταραμένη ἡ ὀργή τους,
γιατί ἦταν σκληρή·
θά τούς διαμοιράσω
στήν χώρα τοῦ Ἰακώβ
καί θά τούς διασκορπίσω
μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ.
γιατί ἦταν αὐθάδης·
καί καταραμένη ἡ ὀργή τους,
γιατί ἦταν σκληρή·
θά τούς διαμοιράσω
στήν χώρα τοῦ Ἰακώβ
καί θά τούς διασκορπίσω
μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ.
8Ἰούδα, θά σέ ὑμνήσουν οἱ ἀδελφοί σου·
τά χέρια σου θά τρέπουν σέ φυγή
τούς ἐχθρούς σου·
θά σέ προσκυνήσουν
οἱ υἱοί τοῦ πατέρα σου.
τά χέρια σου θά τρέπουν σέ φυγή
τούς ἐχθρούς σου·
θά σέ προσκυνήσουν
οἱ υἱοί τοῦ πατέρα σου.
9Μικρό λιονταράκι εἶσαι Ἰούδα·
ἀνέβηκες, παιδί μου, ἀπό βλαστό·ζ
ἀνέπεσες καί κοιμήθηκες
σάν λιοντάρι καί σάν λιονταράκι·
ποιός τολμάει νά τό ξυπνήσει;
ἀνέβηκες, παιδί μου, ἀπό βλαστό·ζ
ἀνέπεσες καί κοιμήθηκες
σάν λιοντάρι καί σάν λιονταράκι·
ποιός τολμάει νά τό ξυπνήσει;
10Ποτέ δέν θά ἐκλείψει
ἄρχοντας ἀπό τόν Ἰούδα,
οὔτε ἀρχηγός ἀπό τούς ἀπογόνους του,
μέχρις ὅτου ἔρθουν
ἐκεῖνα πού εἶναι ἑτοιμασμένα γιά Ἐκεῖνον·
καί Αὐτόν θά ἀναμένουν ὅλα τά ἔθνη.η
ἄρχοντας ἀπό τόν Ἰούδα,
οὔτε ἀρχηγός ἀπό τούς ἀπογόνους του,
μέχρις ὅτου ἔρθουν
ἐκεῖνα πού εἶναι ἑτοιμασμένα γιά Ἐκεῖνον·
καί Αὐτόν θά ἀναμένουν ὅλα τά ἔθνη.η
11Στήν ἄμπελο δένει τό πουλάρι του
καί στόν ἕλικα τοῦ κλήματος
τό πουλάρι τῆς ὄνου του·
θά πλύνει τά ροῦχα του στόν οἶνο
καί στό αἷμα τοῦ σταφυλιοῦ
τήν ἐνδυμασία του.
καί στόν ἕλικα τοῦ κλήματος
τό πουλάρι τῆς ὄνου του·
θά πλύνει τά ροῦχα του στόν οἶνο
καί στό αἷμα τοῦ σταφυλιοῦ
τήν ἐνδυμασία του.
12Τά μάτια του θά ἀκτινοβολοῦν χαρά
ἀπό τό κρασί
καί τά δόντια του θά εἶναι πιό λευκά
ἀπό τό γάλα.θ
ἀπό τό κρασί
καί τά δόντια του θά εἶναι πιό λευκά
ἀπό τό γάλα.θ
13Ὁ Ζαβουλών θά κατοικήσει
στά παράλια καί σέ λιμάνι πλοίων,
τό δέ ὅριό του θά φθάνει
μέχρι τήν Σιδώνα.
στά παράλια καί σέ λιμάνι πλοίων,
τό δέ ὅριό του θά φθάνει
μέχρι τήν Σιδώνα.
14Ὁ Ἰσσάχαρ ἐπεθύμησε τήν ἄνεση
ἀναπαυόμενος μεταξύ τῶν κλήρων
(τῶν ἀδελφῶν του)·ι
ἀναπαυόμενος μεταξύ τῶν κλήρων
(τῶν ἀδελφῶν του)·ι
15καί βλέποντας ὅτι
ἡ ἀναπαυτική ζωή εἶναι καλή
καί ὅτι ἡ γῆ (του) εἶναι εὔφορη
ἔκλινε τόν ὦμο του στήν ἐργασία
καί ἔγινε γεωργός.κ
ἡ ἀναπαυτική ζωή εἶναι καλή
καί ὅτι ἡ γῆ (του) εἶναι εὔφορη
ἔκλινε τόν ὦμο του στήν ἐργασία
καί ἔγινε γεωργός.κ
16Ὁ Δάν θά κρίνει τόν λαό του,
ὡς μία ἀπό τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ.
ὡς μία ἀπό τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ.
17Ὁ Δάν θά εἶναι φίδι
πού εἶναι κρυμμένο στόν δρόμο,
πού παραμονεύει στό μονοπάτι,
πού δαγκώνει τήν πτέρνα τοῦ ἵππου,
ὥστε νά πέσει ὁ ἱππέας του πρός τά πίσω,
πού εἶναι κρυμμένο στόν δρόμο,
πού παραμονεύει στό μονοπάτι,
πού δαγκώνει τήν πτέρνα τοῦ ἵππου,
ὥστε νά πέσει ὁ ἱππέας του πρός τά πίσω,
18περιμένοντας τήν σωτηρία του
ἀπό τόν Κύριο.λ
ἀπό τόν Κύριο.λ
19Πειρατές θά λεηλατήσουν τόν Γάδ
ἀλλά καί αὐτός τελικά
θά τούς πειρατεύσει.
ἀλλά καί αὐτός τελικά
θά τούς πειρατεύσει.
20Τοῦ Ἀσήρ ἡ τροφή θά εἶναι πλούσια·
καί αὐτός θά δώσει ἀπολαύσεις
στούς ἄρχοντες.
καί αὐτός θά δώσει ἀπολαύσεις
στούς ἄρχοντες.
21Ὁ Νεφθαλείμ θά εἶναι βλαστάρι ὑψωμένο
πού θά γεννάει ὡραίους καρπούς.μ
πού θά γεννάει ὡραίους καρπούς.μ
22Ἰωσήφ, παιδί μου ἔνδοξο,
παιδί μου ἔνδοξο καί ζηλευτό,
παιδί τῶν γηρατειῶν μου.
Γύρισε νά σέ δῶ (καλύτερα).
παιδί μου ἔνδοξο καί ζηλευτό,
παιδί τῶν γηρατειῶν μου.
Γύρισε νά σέ δῶ (καλύτερα).
23Συνωμοτοῦσαν ἐναντίον του
καί τόν ἔβριζαν
καί τόν σημάδευαν δυνατοί τοξότες.
καί τόν ἔβριζαν
καί τόν σημάδευαν δυνατοί τοξότες.
24Ἀλλά ἔσπασαν ἐντελῶς τά τόξα τους
καί παρέλυσαν τά νεῦρα
τῶν δυνατῶν χεριῶν τους
ἀπό τό Χέρι τοῦ παντοδύναμου
Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ.
Ἀπό ἐκεῖ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Ἰσραήλ·
ἀπό τόν Θεό τοῦ πατέρα σου.
καί παρέλυσαν τά νεῦρα
τῶν δυνατῶν χεριῶν τους
ἀπό τό Χέρι τοῦ παντοδύναμου
Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ.
Ἀπό ἐκεῖ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Ἰσραήλ·
ἀπό τόν Θεό τοῦ πατέρα σου.
25Σέ βοήθησε, λοιπόν, ὁ Θεός μου
καί σέ εὐλόγησε μέ εὐλογία
ἀπό τόν οὐρανό πάνω
καί μέ εὐλογίες ἀπό τήν γῆ (κάτω),
(τήν γῆ) πού ἔχει ὅλα τά ἀγαθά·
μέ εὐλογίες μαστῶν καί μήτρας.
καί σέ εὐλόγησε μέ εὐλογία
ἀπό τόν οὐρανό πάνω
καί μέ εὐλογίες ἀπό τήν γῆ (κάτω),
(τήν γῆ) πού ἔχει ὅλα τά ἀγαθά·
μέ εὐλογίες μαστῶν καί μήτρας.
26Οἱ εὐλογίες τοῦ πατέρα σου
καί τῆς μητέρας σου
ἄς ξεπεράσουν (ἄλλες) εὐλογίες·
ἄς φτάσουν μέχρι τά ἀσάλευτα βουνά
καί τούς αἰώνιους λόφους.
Ἄς εἶναι αὐτές στήν κεφαλή τοῦ Ἰωσήφ
καί στήν κορυφή τοῦ ἐκλεκτοῦ
μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του.ν
καί τῆς μητέρας σου
ἄς ξεπεράσουν (ἄλλες) εὐλογίες·
ἄς φτάσουν μέχρι τά ἀσάλευτα βουνά
καί τούς αἰώνιους λόφους.
Ἄς εἶναι αὐτές στήν κεφαλή τοῦ Ἰωσήφ
καί στήν κορυφή τοῦ ἐκλεκτοῦ
μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του.ν
27Ὁ Βενιαμίν θά εἶναι λύκος ἁρπακτικός·
τό πρωί θά κατατρώγει ἀκόμα (θηράματα)
καί τήν ἑσπέρα θά μοιράζει τροφή».ξ
τό πρωί θά κατατρώγει ἀκόμα (θηράματα)
καί τήν ἑσπέρα θά μοιράζει τροφή».ξ
28Ὅλοι αὐτοί εἶναι οἱ δώδεκα υἱοί τοῦ
Ἰακώβ· αὐτά εἶπε σ’ αὐτούς ὁ πατέρας τους καί τούς εὐλόγησε. Στόν καθένα
ἔδωσε τήν ἁρμόζουσα εὐλογία.
α. Κατά τό Ἑβρ. τό τέλος τοῦ στίχου: «Ἔξοχος κατά τήν ἀξία καί ἔξοχος κατά τήν δύναμη».
β. «Ἄστατος σάν τό νερό», λέει τό Ἑβρ.
γ. Κατά τό Ἑβρ.: «Δέν θά ἔχεις πιά τήν ὑπεροχή».
δ. Κατά τό Ἑβρ. ὁ στίχος: «Συμεών καί Λευΐ οἱ ἀδελφοί, ὄργανα ἀδικίας εἶναι οἱ μάχαιρές τους».
ε. Τό Ἑβρ. στόν στίχ. 6 λέει: «Στήν
βουλή τους μή εἰσέλθεις, ψυχή μου· στήν συνέλευσή τους μήν ἑνωθεῖς, τιμή
μου· διότι στόν θυμό τους φόνευσαν ἀνθρώπους καί στό πεῖσμα τους
κατεδάφισαν τεῖχος».
ζ. Τό Ἑβρ. λέει: «Ἐκ τοῦ θηρεύματος, υἱέ μου, ἀνέβης».
η. Ὁ στίχ. 10 στό Ἑβρ. λέει: «Δέν θά
λείψει τό σκῆπτρο ἀπό τόν Ἰούδα, οὔτε νομοθέτης ἐκ μέσου τῶν ποδῶν του,
ἕως ὅτου ἔλθει ὁ Σιλώ καί σ᾽ αὐτόν θά εἶναι ἡ ὑπακοή τῶν λαῶν».
θ. Κατά τό Ἑβρ.: «Τά μάτια του θά εἶναι κόκκινα ἀπό τόν οἶνο καί τά δόντια του λευκά ἀπό τό γάλα».
ι. Κατά τό Ἑβρ. ὁ στίχ. λέει: «Ὁ Ἰσσάχαρ εἶναι ἕνας δυνατός ὄνος, ἀναπαυόμενος μεταξύ τῶν ἐπαύλεων».
κ. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί βλέποντας ὅτι ἡ ἀνάπαυση εἶναι καλή καί ὁ τόπος εὐχάριστος, ἔκλινε τόν ὦμο του σέ φορτίο καί ἔγινε δοῦλος ὑποτελής».
λ. Στό Ἑβρ. ὁ στίχος εἶναι προσευχή: «Ἀναμένω ἀπό Σένα τήν σωτηρία, Κύριε».
μ. Κατά τό Ἑβρ.: «Ὁ Νεφθαλί θά εἶναι ἔλαφος ἐλεύθερη, πού δίνει λόγους ἀρεστούς».
ν. Οἱ στίχ. 22-26, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στόν Ἰωσήφ στό Ἑβρ. ἔχουν ἀρκετές διαφοροποιήσεις: «22Ὁ
Ἰωσήφ, κλάδος καρποφόρος, κλάδος καρποφόρος κοντά σέ πηγή, οἱ βλαστοί
ἐκτείνονται ἐπί τοῦ τοίχου· 23οἱ τοξότες ἐπίκραναν αὐτόν καί τόξευσαν
(κατ᾽ αὐτοῦ) καί ἐχθρεύθησαν αὐτόν· 24ἀλλά τό τόξο του ἔμεινε δυνατό καί
οἱ βραχίονες τῶν χειρῶν του ἐνδυναμώθηκαν, διά τῶν χειρῶν τοῦ Δυνατοῦ
(Θεοῦ) τοῦ Ἰακώβ· ἀπό ἐκεῖ ὁ ποιμήν, ἡ πέτρα τοῦ Ἰσραήλ· 25(καί αὐτό)
διά τοῦ Θεοῦ τοῦ πατρός σου, ὁ Ὁποῖος θά σέ βοηθάει καί διά τοῦ
Παντοδυνάμου, ὁ Ὁποῖος θά σέ εὐλογεῖ, εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν,
εὐλογίες τῆς ἀβύσσου κάτωθεν, εὐλογίες τῶν μαστῶν καί τῆς μήτρας· 26οἱ
εὐλογίες τοῦ πατρός σου ὑπερίσχυσαν ὑπέρ τίς εὐλογίες τῶν προγόνων μου,
ἕως τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῶν αἰωνίων ὀρέων· θά εἶναι ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ
Ἰωσήφ καί ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ἐκλεκτοῦ μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του».
ξ. «Λάφυρα», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
49,1-28. Ἡ εὐλογία
τοῦ Ἰακώβ στούς δώδεκα υἱούς του. Τό παρόν ποίημα φαίνεται ὡς εὐλογία,
ἀλλά εἶναι μᾶλλον προφητεῖες, βλ. στίχ. 1. Ὁ Πατριάρχης ἀποκαλύπτει –
καί καθορίζει μέ τούς λόγους του – τό μέλλον τῶν υἱῶν του, δηλαδή, τῶν
φυλῶν πού φέρουν τά ὀνόματά τους. Τό τεμάχιό μας εἰκονίζει τόν χαρακτῆρα
τῶν φυλῶν στά πρόσωπα τῶν προγόνων τους (βλ. Δευτ. κεφ. 33). Οἱ
προφητεῖες ὑπαινίσσονται γεγονότα τῆς πατριαρχικῆς ἐποχῆς (Ρουβήν,
Συμεών καί Λευί), ἀλλά περιγράφουν μία κατάσταση μετέπειτα. Ἡ
προτεραιότητα πού δίδεται στόν Ἰούδα καί ἡ τιμή πού γίνεται στόν Ἰωσήφ
(τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ) δεικνύουν μία ἐποχή ὅπου αὐτές οἱ φυλές
ἔπαιζαν μαζί ἕνα σημαντικό ρόλο στήν ἐθνική ζωή: Τό ποίημα ὑπό τήν
τελευταία του μορφή δέν μπορεῖ νά εἶναι μεταγενέστερο ἀπό τήν βασιλεία
τοῦ Δαυίδ (βλ. στίχ. 8-12), ἀλλά πολλά ἀπό τά στοιχεῖα εἶναι
προγενέστερα ἀπό τήν μοναρχία. Τό ποίημα δέν μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μέ
βεβαιότητα σέ καμμία ἀπό τίς τρεῖς μεγάλες πηγές τῆς Γένεσης, στήν ὁποία
καταχωρήθηκε ἀργότερα. – Βλ. τόν πίνακα τῶν φυλῶν στό ἆσμα τῆς Δεβώρας
(Κριτ. κεφ. 5), πολύ παλαιό, καί στίς εὐλογίες τοῦ Μωυσῆ (Δευτ. κεφ.
33), πολύ πρόσφατες ὡς σύνολο. – Τό κείμενο εἶναι γενικά σέ ταραγμένη
κατάσταση. Ἄν καί τό ποίημα θεωρεῖται ὡς μία ἐπιθανάτια εὐλογία τοῦ
Ἰακώβ (στίχ. 28.29), ὅμως δέν φαίνεται αὐτό ἐπακριβῶς, γιατί τό κείμενο
περιέχει καί ἐλέγχους, ἀκόμη δέ καί κατάρες (στίχ. 7). Γιά τήν
ἐπιθανάτια εὐλογία βλ. σχόλ. εἰς 27,4. 49,1-2. Ἡ μελλοντική γλώσσα «ἵνα ἀναγγείλλω ὑμῖν, τί ἀπαντήσει ὑμῖν ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν»
σχετίζεται περισσότερο μέ τήν προφητεία τοῦ Ἰούδα (στίχ. 8-12)· οἱ
ἄλλες προφητεῖες περιγράφουν κυρίως παρελθόντα γεγονότα ἤ σύγχρονα
περιστατικά. 49,3-4. Ὁ Ρουβήν ὁ πρωτότοκος, τοῦ ὁποίου ἡ περιοχή
κεῖται ἀνατολικά τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, ἦταν κάποτε μία ἡγετική φυλή, ἀλλά
ἐνωρίς καταβλήθηκε ἀπό τούς Μωαβῖτες (Κριτ. 5,15-16. Δευτ. 33,6). 49,4. Ἀνέβης ἐπί τήν κοίτην τοῦ πατρός σου. Ἀναφορά
στήν αἱμομιξία (35,22), ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἠθική ἀδυναμία καί
ἀστάθεια τῆς φυλῆς. Ὁ Ρουβήν, ὁ πρωτότοκος, χάνει τήν πρωταρχικότητά του
ὡς τιμωρία γιά τήν ἁμαρτία τῆς αἱμομιξίας. Ἡ φυλή εἶναι ἀκόμη σπουδαὶα
κατά τό ἆσμα τῆς Δεβώρας, ἀλλά στίς εὐλογίες τοῦ Μωυσέως αὐτή δέν ἔχει
παρά ἕνα μικρό ἀριθμό πολεμιστῶν (Δευτ. 33,6). 49,5-7. Ἡ Συμεών
καί ὁ Λευί μνημονεύονται μαζί ὡς καταραμένοι (στίχ. 7), γιά τήν
προδοτική ἐπίθεση κατά τῆς Συχέμ· αὐτοί ὁδήγησαν τήν ἐπίθεση κατά τῆς
πόλεως αὐτῆς μέ ὁπλισμό (34,25-30). Ἡ φυλή τοῦ Συμεών ἔσβησε πολύ ἐνώρίς
ἀπορροφηθεῖσα ὑπό τοῦ Ἰούδα. Ἡ φυλή τοῦ Λευί ἐξαφανίσθηκε σάν μία
βέβηλη φυλή, ἀλλά ἡ θρησκευτική της ὑπηρεσία, πού ἀποσιωπᾶται ἐδῶ,
τονίζεται, βλ. Δευτ. 33,8-11. Δηλαδή, ὁ Λευί, μία πλήρης φυλή κάποτε,
ἔγινε μία ἱερατική τάξη (Ἐξ. 32,26.-29. Δευτ. 10,8-9). 49,8-12. Αὐτή
ἡ προφητεία ἀπεικονίζει μία κατάσταση, σάν αὐτή τῶν χρόνων τοῦ Δαυίδ,
ὅταν ὁ Ἰούδας εἶχε τήν ὑπεροχή ἐπί τῶν φυλῶν. Στήν ἀγγελία τῆς
προτεραιότητος καί τῆς δυνάμεως τοῦ Ἰούδα (στίχ. 8-9), προστίθεται μία
μεσσιανική προφητεία (στίχ. 10-12). Στό Δευτ. 33,7 ὁ Ἰούδας ζεῖ χωριστά
ἀπό τόν λαό του: Τό σχίσμα τότε εἶχε ὁλοκληρωθεῖ. 49,8. Αἰνέσαισαν. Ἑβρ. «γιωδούχα», τό ὁποῖο εἶναι λογοπαίγνιο στό ὄνομα τοῦ Ἰούδα, βλ. 29,35. 49,10. Κατά τούς ἑρμηνευτές καί τό κείμενο καί ἡ ἔννοια εἶναι πολύ ἀμφισβητούμενα. Ἡ μετάφραση «ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ»
κρατεῖ τά σύμφωνα τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου, πού μέ ἀνάλογο φωνηεντισμό
δίνουν τήν ἀνάγνωση «μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ», ἀλλά ἀλλάζει τά
φωνήεντα. Εἶναι μία ἀναφορά στόν Δαυίδ, τόν θεμελιωτή τῆς αὐτοκρατορίας,
ἀλλά στόν Δαυίδ ὡς τύπον τοῦ Μεσσίου. Τό πρῶτο μέρος τοῦ στίχ.
παρουσιάζει τόν Ἰούδα ὡς ἡγεμονία· τό δεύτερο ὅμως μέρος εἶναι σκοτεινό.
Στό Ἑβρ. ὁ στίχ. λέγει: «Δέν θά ἐκλείψει τό σκῆπτρο ἀπό τόν Ἰούδα, οὔτε
ράβδος μεταξύ τῶν ποδῶν του, μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ» (ἤ «μέχρις ὅτου
αὐτός ἔλθει στήν Σηλώ») καί σ᾽ αὐτόν θά εἶναι ἡ ὑπακοή τῶν λαῶν». Τό
«μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Σηλώ», ἄλλη μετάφραση τό ἔχει «μέχρις ὅτου ἔλθει σ᾽
αὐτόν πού αὐτό ἀνήκει». Βλ. τήν μετάφραση τῶν Ο´ «ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ». Ἡ ἔκφραση «σ᾽ αὐτόν πού αὐτό ἀνήκει» ἀναφέρεται στό «σκῆπτρο», τήν ράβδο τοῦ ἡγεμόνος (Ἀριθμ. 24,17). Ἡ φράση «ἕως ἐάν ἔλθῃ»
δηλώνει ὅτι μετά τήν βασιλεία τοῦ Ἰούδα, πού θά διαρκέσει ἕνα
ἀκαθόριστο χρόνο, θά ἔλθει ὁ Ἡγεμών Μεσσίας, ὁ Ὁποῖος θά ἀπαιτήσει τήν
«ὑπακοή τῶν λαῶν» (Ἡσ. 11,1-9). 49,11-12. Οἱ στίχ. ἐκφράζουν εἰκονικά τήν θαυμαστή γονιμότητα πού θά ἔλθει μετά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου. 49,13. Ὁ
Ζαβουλών θά ἔχει μία εὐνοϊκή θέση, ὄχι πιά κλεισμένος στό ἐσωτερικό
(Ἰησ. 19,10-16), ἀλλά ἔχοντας πρόσβαση στήν Μεσόγειο Θάλασσα. Θά
ἐγκατασταθεῖ στά παράλια κοντά στήν Φοινίκη (Σιδών). Ὑποτίθεται ἡ
ἐπέκταση στήν περιοχή τοῦ Ἀσήρ. 49,14-15. Ὁ Ἰσσάχαρ συγκρίνεται
μέ ἕνα οἰκιακό ζῶο, κατάλληλο νά μεταφέρει φορτία, εὐχαριστημένος σέ μία
ἄνετη γῆ καί θέλοντας νά εἶναι ἀνεξάρτητος πολιτικά. Θά ἐγκατασταθεῖ
στήν πλούσια πεδιάδα τοῦ Ἐσδραλών, θά γίνει μαλθακός καί θά δεχθεῖ τόν
ζυγό τῶν Χαναναίων. 49,16-18. Ὁ Δάν θά ὑψώσει κατά πολύ τό γόητρο τῆς φυλῆς του κρίνοντας τόν λαό του (στίχ. 16. «Δάν κρινεῖ τόν λαόν αὐτοῦ»·
δηλαδή, θά πετύχει δικαιοσύνη γιά τόν λαό του). Τό ἑβραϊκό ρῆμα
«κρίνω», «γιαδίν», περιέχει ἕνα λογοπαίγνιο στήν λέξη Δάν (βλ. καί
30,6). («Ντάν γιαδίν ἁμμώ»). Ἡ σύγκριση μέ «ὄφιν ἐφ᾽ ὁδοῦ» (δηλητηριώδη ἐπικίνδυνη ὀχιά, στίχ. 16) ἐκφράζει εἰκονικά τήν ὑπουλότητα στήν μάχη τῆς μικρῆς φυλῆς γιά νά ὑψωθεῖ. 49,18. Ψαλμικό ἐπιφώνημα τό ὁποῖο δηλώνει τό μέσον περίπου τοῦ ποιήματος. 49,19. Ὁ
Γάδ, ἐγκαταστάθηκε ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τόν Ρουβήν,
καί μνημονεύεται ἡ φυλή του γιά τήν γενναιότητά της στήν ἀπόκρουση τῶν
Ἀμμωνιτῶν καί τῶν ἐκ τῆς ἐρήμου λεηλατούντων (Κριτ. κεφ. 11). Ὁ στίχ.
εἶναι συνέχεια παρηχήσεων: «Γκάδ γκεδούδ γιεγουδένου βεχού γιαγούδ ἁκέβ». 49,20. Ἡ
χώρα τῆς φυλῆς τοῦ Ἀσήρ, τοποθετημένη στήν παράλια λωρίδα μεταξύ τοῦ
Καρμήλου ὄρους καί τῆς Φοινίκης, ἦταν τόσο πλούσια, ὥστε ἔδιδε στίς
βασιλικές αὐλές πλούσια φαγητά (Δευτ. 33,24). 49,21. Ἡ σύγκριση
τῆς φυλῆς τοῦ Νεφθαλί πρός μία ἔλαφο ἐλεύθερη ὑπαινίσσεται τήν ἰδέα τῆς
ἐλευθερίας, τῆς εὐκινησίας καί τῆς ζωηρότητος αὐτῆς (σύγκρ. μέ Δευτ.
33,23). Τό κείμενο πάντως εἶναι ἀβέβαιο. 49,22-26. Μία εἰκόνα τῆς
εὐημερίας καί δυνάμεως τῆς πολυαρίθμου φυλῆς τοῦ Ἰωσήφ, ὅπως φαίνεται,
μᾶς γυρίζει πίσω σέ χρόνο προτοῦ ὁ οἶκος του διαιρεθεῖ στίς φυλές τοῦ
Μανασσῆ καί τοῦ Ἐφραίμ ὅπως εἰς Δευτ. 33,13-17 (βλ. Γεν. κεφ. 48). 49,22. Κατ᾽ εἰκασίαν μετάφραση. Τό Ἑβραϊκό κείμενο εἶναι ἐφθαρμένο. 49,24. «Ὁ ἰσχυρός Θεός τοῦ Ἰακώβ» (κατά τό Ἑβρ. «Δυνάστου Ἰακώβ», λέγουν οἱ Ο´) εἶναι ἕνας τίτλος τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων («παρά Θεοῦ τοῦ πατρός σου»).
Βλ. στίχ. 25α (κατά τό Ἑβρ.) Ἡσ. 1,24. 49,26. Στόν στίχ. προτιμᾶται ἡ
μετάφραση τῶν Ο´. Τό Ἑβραϊκό εἶναι ἀκατανόητο. Ἡ φράση τοῦ Ἑβρ. στό
δεύτερο ἡμιστίχ. «ἡ πέτρα τοῦ Ἰσραήλ» εἶναι ἰσοδύναμος τοῦ «βράχου», ὁ
ὁποῖος δηλώνει συχνά στούς Ψαλμούς τόν Γιαχβέ. 49,25. «Θεός παντοδύναμος» (κατά τό Ἑβρ.), βλ.σχόλ. εἰς 17,1. – Εὐλογίαν οὐρανοῦ. Δηλαδή, βροχή, δρόσος καί ἥλιος. – Εὐλογίαν γῆς ἐχούσης πάντα.
Τό Ἑβρ. λέγει «εὐλογίας τῆς ἀβύσσου κάτωθεν» (βλ. Δευτ. 33,13), ἕνας
ὑπαινιγμός στόν ὑπόγειο ὠκεανό (βλ. 1,2.6), ὁ ὁποῖος ἐπιστεύετο ὅτι
εἶναι ἡ πηγή τῆς εὐφορίας (βλ. 2,6 σχόλ. Δευτ. 8,7). 49,26. Ἡ προγονική εὐλογία ὑπερβαίνει ἀκόμη καί τό μεγαλεῖο καί τήν εὐφορία τῶν λόφων τοῦ Ἐφραίμ. – Ὀρέων μονίμων. Βλ. Δευτ. 33,15. – Κατά τό Ἑβρ. στό δεύτερο ἡμιστίχ. ὁ Ἰωσήφ καλεῖται «ναζίρ», βλ. Ἀριθμ. κεφ. 6. 49,27. Αὐτή
ἡ πολεμική καί ἄγρια ὄψη τοῦ Βενιαμίν, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ στίχ. μας,
ἀντιστοιχεῖ μέ τήν μετέπειτα ἱστορία τῆς φυλῆς, βλ. Κριτ. 3,15 ἑξ. 5,14.
19-20 καί τήν ζωή τοῦ Σαούλ, Α´ Βασ.
Ὁ θάνατος τοῦ Ἰακώβ (49,29-33)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἀφοῦ
εὐλόγησε τούς δώδεκα υἱούς του ὁ Ἰακώβ ζήτησε νά τόν θάψουν στήν
Χαναάν, στό σπήλαιο τοῦ Ἐφρών τοῦ Χετταίου (στίχ. 29), πού εἶχε ἀγοράσει
ὁ Ἀβραάμ καί στό ὁποῖο εἶχε ταφεῖ αὐτός, ἡ Σάρρα (στίχ. 31), ὁ Ἰσαάκ, ἡ
Ρεβέκκα καί ἡ Λεία (στίχ. 31). Ἔπειτα ὁ Ἰακώβ ξάπλωσε στήν κλίνη του
καί ἀπέθανε (στίχ. 33).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
49,29Εἶπε δέ (ὁ Ἰακώβ) σ’ αὐτούς (τούς
δέκα ἀδελφούς): «Ἐγώ πιά (πεθαίνω καί) προστίθεμαι στόν λαό μου· θάψτε
με μέ τούς πατέρες μου στό σπήλαιο, πού βρίσκεται στόν ἀγρό τοῦ Ἐφρών
τοῦ Χετταίου, 30στό διπλό σπήλαιοο πού εἶναι ἀπέναντι ἀπό τήν Μαμβρῆ,
στήν γῆ Χαναάν· τό σπήλαιο πού ἀγόρασε ὁ Ἀβραάμ ἀπό τόν Ἐφρών τόν
Χετταῖο, γιά τόπο ταφῆς. 31Ἐκεῖ ἔθαψαν τόν Ἀβραάμ καί τήν Σάρρα τήν
γυναίκα του· ἐκεῖ ἔθαψαν τόν Ἰσαάκ καί τήν Ρεβέκκα τήν γυναίκα του· ἐκεῖ
ἔθαψα (καί ἐγώ) τήν Λεία, 32στό χωράφι καί στό σπήλαιο πού εἶναι σ’
αὐτό, πού ἀγοράστηκαν ἀπό τούς Χετταίους».
33Καί ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ τελείωσε τίς ἐντολές
του πρός τούς υἱούς του, ἔσυρε τά πόδια του πάνω στήν κλίνη καί πέθανε
καί προσετέθη στόν λαό του.
ο. «Στό σπήλαιο στόν ἀγρό Μαχπελάχ», κατά τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
Ἐνταφιασμός τοῦ Ἰακώβ (50,1-14)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ ἔκλαυσε γιά τόν θάνατο τοῦ
πατέρα του (στίχ. 1), φρόντισε γιά νά γίνουν σ᾽ αὐτόν ὅλα τά καθορισμένα
ταφικά ἔθιμα (ταρίχευση) καί ἐπένθησε αὐτόν κατά τόν ἀριθμό τῶν
καθορισμένων ἡμερῶν (στίχ. 2-3). Ἔπειτα ζήτησε ἀπό τόν Φαραώ νά θάψει
τόν πατέρα του στήν Χαναάν, κατά τόν ὅρκο πού εἶχε δώσει (στίχ. 4-5). Ὁ
Φαραώ ἔδωσε τήν ἄδεια στόν Ἰωσήφ (στίχ. 6) καί τότε αὐτός ἀνέβηκε στήν
Χαναάν μέ μεγάλη συνοδία (στίχ. 7-9), ἡ ὁποία ἐντυπωσίασε πολύ τούς
ἐντοπίους κατοίκους (στίχ. 10-11). Οἱ δώδεκα ἀδελφοί, ἀφοῦ ἔθαψαν τόν
πατέρα τους στό σπήλαιο τοῦ Ἐφρών (στίχ. 12-13), ἐπέστρεψαν πάλι στήν
Αἴγυπτο (στίχ. 14).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
50,1Ὁ Ἰωσήφ τότε ἔπεσε στό πρόσωπο τοῦ
πατέρα του, τόν ἔκλαψε καί τόν φίλησε. 2Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ διέταξε τούς
ταριχευτές, πού ἦταν στήν ὑπηρεσία του, νά βαλσαμώσουν τόν πατέρα του·
καί βαλσάμωσαν οἱ ταριχευτές τόν Ἰσραήλ. 3Καί χρειάστηκαν γι’ αὐτό
σαράντα ἡμέρες· γιατί τόσος χρόνος χρειάζονταν γιά τήν βαλσάμωση· καί
θρήνησαν αὐτόν οἱ Αἰγύπτιοι ἑβδομήντα ἡμέρες.
4Καί ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἡμέρες τοῦ πένθους,
εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς παραστάτες τοῦ Φαραώ: «Ἄν βρῆκα χάρη σέ σᾶς,
ἀναφέρετε γιά μένα στόν Φαραώ τά ἑξῆς: 5“Ὁ πατέρας μου μέ ἔβαλε νά
ὁρκισθῶ λέγοντας: “αΠρέπει νά μέ θάψεις στό μνῆμα, τό ὁποῖο ἔσκαψα γιά
τόν ἑαυτό μου στήν γῆ Χαναάν”. Τώρα, λοιπόν, ἄς ἀνεβῶ νά θάψω τόν πατέρα
μου καί θά ἐπιστρέψω”».
6Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Ἀνέβαινε καί θάψε τόν πατέρα σου, καθώς σέ ὅρκισε».
7Καί ἀνέβηκε ὁ Ἰωσήφ νά θάψει τόν πατέρα
του· καί μαζί του πῆγαν ὅλοι οἱ αὐλικοί Φαραώ, οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου
του καί ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι τῆς γῆς Αἰγύπτου. 8Καί ὁλόκληρη ἡ
οἰκογένεια τοῦ Ἰωσήφ, οἱ ἀδελφοί του καί ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του·
ἀλλά τίς οἰκογένειές τους καί τά πρόβατα καί τά βόδια ἄφησαν πίσω στήν
περιοχή τῆς Γεσέμ. 9Ἀνέβηκαν δέ μαζί του καί ἅρματα καί ἱππεῖς, ὥστε ἡ
συνοδεία ἔγινε πολύ ἐπιβλητική. 10Καί ἀφοῦ ἦρθαν στό ἀλώνι Ἀτάδ, τό
ὁποῖο ἦταν πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἔκαναν ἐκεῖ μεγάλο καί βαρύ κλαυθμό·
ἐτήρησε δέ (ὁ Ἰωσήφ) πένθος ἑπτά ἡμερῶν γιά τόν πατέρα του.
11Ὅταν οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου, οἱ
Χαναναῖοι, εἶδαν τό πένθος στό ἁλώνι Ἀτάδ, εἶπαν: «Μέγα πένθος εἶναι
αὐτό γιά τούς Αἰγυπτίους». Γι’ αὐτό δόθηκε σ’ αὐτόν τό ὄνομα «Πένθος
Αἰγύπτου»,β πού ἔγινε πέραν τοῦ Ἰορδάνου. 12Καί ἔκαναν σ’ αὐτόν οἱ υἱοί
του ἔτσι (ὅπως τούς εἶχε παραγγείλει). 13Ἀφοῦ τόν μετέφεραν οἱ υἱοί του
στήν γῆ Χαναάν, τόν ἔθαψαν στό σπήλαιο τό διπλό· τό σπήλαιο, πού ἀγόρασε
ὁ Ἀβραάμ ἀπό τόν Ἐφρών τόν Χεττίτη, ἀπέναντι ἀπό τήν Μαμβρῆ, γιά νά
ἔχει ὡς δικό του μνημεῖο.
14Καί ἐπέστρεψε ὁ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο μέ τούς ἀδελφούς του καί ὅλους ὅσοι ἀνέβηκαν μαζί του, γιά νά θάψουν τόν πατέρα του.
β. Κατά τό Ἑβρ.: «Ἀβέλ-Μισραΐμ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
50,1-14. Τό κεφ. ἀναμειγνύει
τήν Γιαχβική (στίχ. 1-11 καί 14) καί τήν Ἐλωχιμική (στίχ. 15-26)
παράδοση, μέ μία ἱερατική χροιά στούς στίχ. 12-13. 50,2-3. Τό
βαλσάμωμα, ἕνα παλαιό αἰγυπτιακό ἔθιμο, ἦταν ἀναγκαῖο, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ
Ἰακώβ ἔπρεπε νά μεταφερθεῖ πίσω στήν Χαναάν. Περί τῶν Αἰγυπτίων λέγεται
ὅτι θρηνοῦσαν γιά τόν θάνατο ἑνός βασιλέως ἑβδομήντα δύο ἡμέρες. Ἔτσι,
ἀπό σεβασμό πρός τόν Ἰωσήφ, οἱ Αἰγύπτιοι πρόσφεραν στόν Ἰακώβ βασιλική
νεκρική τιμή (στίχ. 3). 50,5. Κατ᾽ αὐτόν τόν στίχ. ἔχουμε τήν
παράδοση ὅτι ὁ Ἰακώβ λάξευσε ἕνα τάφο γιά τόν ἑαυτό του ἀνατολικά τοῦ
Ἰορδάνου (στίχ. 10) καί ἐκεῖ μᾶλλον ἐτάφη καί ὄχι στόν τάφο Μαχπελάχ
(στίχ. 12-13). Αὐτό ἐξηγεῖ τό γιατί ἡ νεκρική πομπή ἔστρεψε πρός πέραν
τοῦ Ἰορδάνου (στίχ. 10-11), ἄν καί ἡ κυρία ὁδός ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Αἴγυπτο
κατά μῆκος τῆς ἀκτῆς πρός τήν Βηρ-σαβεέ. 50,11. Ἐπί ἅλωνι Ἀτάδ. – Πένθος Αἰγύπτου. Τό Ἑβρ. ἔχει ὁμοίως: «Γκωρέν χα-ἀτάδ»
(ἅλων Ἀτάδ) καί «Ἀβέλ Μιτσράγιμ» (πένθος Αἰγύπτου). Εἶναι ἄγνωστες
τοποθεσίες. Τό «Ἀβέλ Μιτσράγιμ» εἶναι ἀπό τήν ἑβραϊκή λ. «ἔβελ», πού
σημαίνει «πένθος». Ἔχουμε ἐδῶ σημεῖα μιᾶς διαφορετικῆς παραδόσεως ἀπό
τήν Μαχπελάχ. Ἡ πομπή εἶχε εἰσέλθει στήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή.
Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἰακώβ στόν θάνατο τοῦ Ἰωσήφ (50,15-26)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰακώβ οἱ δώδεκα
ἀδελφοί φοβήθηκαν μήπως ὁ Ἰωσήφ ἐκδικηθεῖ γιά ὅσα τοῦ ἔκαναν (στίχ. 15)
καί εἶπαν σ᾽ αὐτόν ὅτι ὁ πατέρας τους ζήτησε ἀπό αὐτόν νά ὁρκιστεῖ ὅτι
θά τούς συγχωρήσει (στίχ. 16-18). Ἀλλά ὁ Ἰωσήφ τούς καθησύχασε, λέγοντας
ὅτι ὅσα ἔγιναν ἦταν ἀπό τόν Θεό, γιά νά σωθεῖ ὁ λαός τους (στίχ.
19-21). Κατοίκησαν λοιπόν ὅλοι στήν Αἴγυπτο (στίχ. 22). Ἐκεῖ ὁ Ἰωσήφ
ἔζησε καί εἶδε μέχρι καί τά δισέγγονά του (στίχ. 23) καί προφήτευσε
στούς ἀδελφούς του ὅτι ὁ Θεός κάποτε θά τούς ἔπαιρνε πάλι καί θά τούς
πήγαινε στήν Χαναάν (στίχ. 24). Ὅρκισε δέ αὐτούς, ὅταν θά ἔλθει αὐτός ὁ
καιρός τῆς ἐπιστροφῆς, νά μήν ἀφήσουν τά ὀστᾶ του στήν Αἴγυπτο, ἀλλά νά
τά πάρουν μαζί τους (στίχ. 25). Ἔτσι ἀπέθανε καί ὁ Ἰωσήφ, ἐτῶν ἑκατόν
δέκα, καί ἔθαψαν αὐτόν στήν Αἴγυπτο (στίχ. 26). Ἐδῶ τελειώνει τό βιβλίο
τῆς Γενέσεως.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
50,15Ὅταν εἶδαν οἱ
ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ ὅτι πέθανε ὁ πατέρας τους, εἶπαν: «Ἴσως ὁ Ἰωσήφ
μνησικακήσει ἐναντίον μας καί μᾶς ἀνταποδώσει μέ αὐστηρότητα ὅλα τά
κακά, πού πράξαμε σ’ αὐτόν». 16Ἦρθαν, λοιπόν, πρός τόν Ἰωσήφ καί τοῦ
εἶπαν: «Προτοῦ νά ἀποθάνει ὁ πατέρας σου μᾶς ἔδωσε τήν ἑξῆς ἐντολή: 17Νά
πεῖτε στόν Ἰωσήφ· Συχώρεσε τό ἔγκλημα καί τό ἁμάρτημα τῶν ἀδελφῶν σου·
γιατί σοῦ ἔκαναν κακό. Τώρα συχώρεσε τό ἔγκλημα τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ τοῦ
πατέρα σου». Καί ἔκλαψε ὁ Ἰωσήφ ὅταν αὐτοί μιλοῦσαν πρός αὐτόν. 18Πῆγαν,
λοιπόν, (οἱ ἀδελφοί του) σ’ αὐτόν καί εἶπαν: «Νά, ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι
σου».
19Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ σ’ αὐτούς: «Μή
φοβεῖσθε· γιατί εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.γ 20Σεῖς θελήσατε νά μοῦ κάνετε
κακό· ὁ Θεός ὅμως προνόησε νά γίνει σέ μένα καλό, γιά νά κάνει ὅ,τι
γίνεται στίς ἡμέρες μας καί νά τραφεῖ πολύς λαός». 21«Μή φοβεῖσθε», τούς
εἶπε· «ἐγώ θά φροντίσω γιά σᾶς καί τίς οἰκογένειές σας». Ἔτσι τούς
παρηγόρησε καί μίλησε στήν καρδιά τους.
22Καί ἔμεινε ὁ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο, αὐτός
καί οἱ ἀδελφοί του καί ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του. Ἔζησε δέ ὁ
Ἰωσήφ ἑκατόν δέκα ἔτη. 23Καί εἶδε ὁ Ἰωσήφ τά παιδιά τοῦ Ἐφραίμ μέχρι τήν
τρίτη γενεά· καί ἐπίσης οἱ υἱοί τοῦ Μαχείρ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ,
γεννήθηκαν στά γόνατα τοῦ Ἰωσήφ.
24Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς ἀδελφούς του:
«Ἐγώ πεθαίνω! Ἀλλ’ ὁ Θεός ὁπωσδήποτε θά σᾶς ἐπισκεφθεῖ καί θά σᾶς
ἀνεβάσει ἀπό τήν γῆ αὐτή στήν γῆ τήν ὁποία μέ ὅρκο ὑποσχέθηκε στόν
Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ». 25Καί ὅρκισε ὁ Ἰωσήφ τούς υἱούς Ἰσραήλ
λέγοντας: «Ὅταν ὁ Θεός θά σᾶς ἐπισκεφθεῖ, πρέπει νά λάβετε μαζί σας ἀπό
ἐδῶ καί τά ὀστᾶ μου».
26Καί πέθανε ὁ Ἰωσήφ σέ ἡλικία ἑκατόν δέκα ἐτῶν· καί τόν βαλσάμωσαν καί τόν ἔβαλαν σέ φέρετρο στήν Αἴγυπτο.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
50,18. Μία ἐπανάληψη τοῦ κεντρικοῦ θέματος μᾶς ἐπαναφέρει τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ (βλ. 37,5-11 σχόλ.). 50,19-20. Ἡ
καρδιά καί τό κορύφωμα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ: Ὁ Ἰωσήφ διακηρύσσει
στούς ἀδελφούς του ὅτι μόνο ὁ Θεός συγχωρεῖ καί θαραπεύει τήν ἐνοχή τοῦ
ἀνθρώπου καί τούς μαρτυρεῖ γιά τήν θαυμαστή πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού
ἔστρεψε τό κακό σέ καλό (45,4-7). 50,23. Τά παιδιά τοῦ Μαχείρ, τοῦ ἐγγόνου τοῦ Ἰωσήφ, «ἐτέθησαν ἐπί μηρῶν Ἰωσήφ»,
δηλαδή, υἱοθετήθηκαν ἀπ᾽ αὐτόν ὡς ἀπόγονοί του. Ὁ Μαχείρ ἦταν ὁ
ἀπόγονος μιᾶς πολεμικῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ, ἡ ὁποία κατοίκησε εἰς Γαλαάδ
(Ἀριθμ. 32,39-40). Δευτ. 3,15. Κριτ. 5,14). 50,24. Μία πρόβλεψη τῆς Ἐξόδου, βασιζόμενη στήν ὑπόσχεση στούς πατέρες. 50,25-26. Βλ. Ἐξ. 13,19. Κατά τήν παράδοση ὁ Ἰωσήφ ἐτάφη στήν Συχέμ (Ἰησ. Ν. 24,32. Σύγκρ. Γεν. 33,19. Πράξ. 7,16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου