Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Eρμηνεία Παλαιάς Διαθήκης Μητρ. Γόρτυνος ( Μέρος Κ)


          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

Δημητσάνα, Παρασκευή 15 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ ἀναχωροῦν μέ τόν Βενιαμίν (43,1-14)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὅταν τό σιτάρι τελείωσε καί ὁ Ἰακώβ ζήτησε πάλι ἀπό τούς υἱούς του νά κατέβουν στήν Αἴγυπτο, αὐτοί τοῦ ὑπενθύμισαν ὅτι πρέπει νά πάρουν μαζί τους τόν Βενιαμίν (στίχ. 1-4). Στίς ἔντονες ἀντιρρήσεις τοῦ Ἰακώβ ὁ Ἰούδας ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τήν ἀσφαλῆ ἐπιστροφή τοῦ Βενιαμίν (στίχ. 5-9). Τότε ὁ Ἰακώβ ὑποχώρησε καί οἱ υἱοί του, ἀφοῦ πῆραν μαζί τους πλούσια δῶρα καί τόν Βενιαμίν, ἀνεχώρησαν ἐκ νέου γιά τήν Αἴγυπτο (στίχ. 10-14).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
43,1Ὅταν τελείωσαν τρώγοντας τό σιτάρι πού ἔφεραν ἀπό τήν Αἴγυπτο, εἶπε σ’ αὐτούς ὁ πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι καί ἀγοράστε μας λίγες τροφές».α 2Ἀλλά ὁ Ἰούδας τοῦ εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς προειδοποίησε αὐστηρά· Δέν θά δεῖτε τό πρόσωπό μου, ἄν μαζί σας δέν εἶναι ὁ νεώτεροςβ ἀδελφός σας. 3Ἄν, λοιπόν, ἀφήσεις νά ἔλθει μαζί μας ὁ ἀδελφός μας, θά κατεβοῦμε (στήν Αἴγυπτο) νά σοῦ ἀγοράσουμε τροφές· 4ἄν ὅμως δέν ἀφήσεις νά ἔλθει μαζί μας ὁ ἀδελφός μας, δέν θά πᾶμε (στήν Αἴγυπτο). Γιατί ὁ ἄνθρωπος μᾶς εἶπε· Δέν θά δεῖτε τό πρόσωπό μου ἄν δέν εἶναι μαζί σας ὁ νεώτερος ἀδελφός σας». 5Εἶπε δέ ὁ Ἰσραήλ: «Γιατί μοῦ κάνατε κακό μέ τό νά φανερώσετε στόν ἄνθρωπο ὅτι ἔχετε καί ἄλλον ἀδελφό;» 6Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Ὁ ἄνθρωπος μᾶς ρώτησε ἐπίμονα γιά τήν συγγένειά μας· “Ζεῖ ἀκόμα ὁ πατέρας σας; Ἔχετε ἄλλον ἀδελφό;” Καί τοῦ ἀπαντήσαμε σύμφωνα μέ τίς ἐρωτήσεις αὐτές. Μπορούσαμε νά ξέρουμε ὅτι θά μᾶς ἔλεγε, “φέρτε τόν ἀδελφό σας”;». 7Τότε εἶπε ὁ Ἰούδας πρός τόν Ἰσραήλ τόν πατέρα του: «Ἄφησε τό παιδί νά ἔρθει μαζί μου καί ἄς σηκωθοῦμε νά φύγουμε, γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε καί ἐμεῖς καί ἐσύ καί οἱ οἰκογένειές μας. 8Ἐγώ ἐγγυῶμαι γι’ αὐτόν· κάνε με ὑπεύθυνο γι’ αὐτόν. Ἄν δέν σοῦ τόν φέρω πάλι κοντά σου καί δέ σοῦ τόν παρουσιάσω μπροστά σου, τότε ἄς εἶμαι γιά πάντα ἔνοχος ἀπέναντί σου· 9(Ἄς μήν ἀργοποροῦμε) γιατί, ἄν δέν εἴ­χαμε χρονοτριβήσει, τώρα θά εἴχαμε ἐπιστρέψει ἀπό τό δεύτερο ταξίδι».
10Καί εἶπε πρός αὐτούς ὁ πατέρας τους Ἰσραήλ: «Ἄν, λοιπόν, πρέπει νά γίνει ἔτσι, κάνετε αὐτό· πάρετε στά ἀγγεῖα σας ἀπό τούς (καλύτερους) καρπούς τῆς γῆς καί δώσετε δῶρα στόν ἄνθρωπο· ρητίνη, μέλι, θυμίαμα, στακτή, τερέβινθο καί καρύδια.γ 11Καί πάρετε διπλάσια χρήματα μαζί σας· πάρετε μαζί σας καί τά χρήματα πού σᾶς ἐπιστράφηκαν στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου σας· ἴσως αὐτό νά ἔγινε ἀπό λάθος. 12Πάρετε καί τόν ἀδελφό σας καί σηκωθεῖτε νά κατεβεῖτε (στήν Αἴγυπτο) πρός τόν ἄνθρωπο. 13Εἴθε ὁ Θεός μουδ νά σᾶς δώσει χάρη ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά στείλει μαζί σας τόν ἄλλο ἀδελφό σας (πού ἔμεινε μόνος) καί τόν Βενιαμίν. Ἐγώ δέ, ἄς μείνω στερημένος ἀπό τά παιδιά μου, ὅπως εἶμαι ἤδη.
14Ἀφοῦ δέ ἔλαβαν οἱ ἄνθρωποι τά δῶρα αὐτά καί διπλάσια χρήματα καί τόν Βενιαμίν, ξεκίνησαν καί κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο καί παρουσιάστηκαν μπροστά στόν Ἰωσήφ.
α. Στό Ἑβρ. ὁ στίχος αὐτός φέρεται ὡς στίχ. 2.
β. Τό «ὁ νεώτερος» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «… Καί φέρετε δῶρα πρός τόν ἄνθρωπο, λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, ἀρώματα καί μύρο, πιστάκια καί ἀμύγδαλα».
δ. «Ὁ Θεός ὁ Παντοδύναμος», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
Κεφ. 43-44. Ἐκτός μερικῶν συντόμων παρεμβολῶν, τά κεφ. αὐτά προέρχονται ἐντελῶς ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση. 43,1-34. Τό δεύτερο ταξίδι στήν  Αἴγυπτο. 43,1-2. Ὁ Συμεών, πού ἔμεινε στήν Αἴγυπτο ὡς ὅμηρος (βλ. 14,23),  ὅπως φαίνεται ξεχάστηκε, γιατί οἱ ἀδελφοί ἐπέστρεψαν στήν Αἴγυπτο μόνο ὅταν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό σιτάρι. 43,3-7. Βλ. 42,29-34. Τά προτεινόμενα δῶρα εἶναι εἰδικῆς παραγωγῆς τῆς Χαναάν καί ἦταν πολύτιμα στήν Αἴγυπτο· βλ. 37,25. 43,13. Ὁ δέ Θεός μου… Στό Ἑβρ. τό ὄνομα «Ἔλ σαντάγι». Βλ. 17,1 σχόλ. – Τόν ἕνα. Τόν Συμεών, βλ. 42,24.
 Ἡ συνάντηση μέ τόν Ἰωσήφ (43,15-33)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ, ὅταν εἶδε τούς ἀδελφούς του καί τόν Βενιαμίν, διέταξε νά παρατεθεῖ σ᾽ αὐτούς πλούσιο δεῖπνο στήν οἰκία του (στίχ. 15-16). Οἱ ἀδελφοί πῆγαν πράγματι στήν οἰκία καί ἐκεῖ ἐξήγησαν στόν ὑπεύθυνο ὅτι τήν προηγούμενη φορά εἶχαν βρεῖ τά χρήματά τους πάλι στούς σάκκους τους (στίχ. 17-21), ἀλλά αὐτός τούς καθησύχασε καί τούς παρουσίασε τόν Συμεών (στίχ. 22-24). Ὅταν ἦλθε ὁ Ἱωσήφ τοῦ προσέφεραν τά δῶρα τους καί τόν προσκύνησαν (στίχ. 25-27), αὐτός δέ συγκινήθηκε βλέποντας τόν Βενιαμίν καί, ἀφοῦ ἔκλαψε στό δωμάτιό του (στίχ. 28-29), ἔφαγε μαζί τους (στίχ. 30-31), βάζοντάς τους νά καθίσουν κατά ἡλικία (στίχ. 32) καί δίνοντας στόν Βεμιαμίν πενταπλάσια μερίδα ἀπό ὅ,τι στούς ἄλλους (στίχ. 33).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
43,15Ὅταν ὁ Ἰωσήφ εἶδε αὐτούς καί (μαζί τους) τόν Βενιαμίν, τόν ὁμομήτριο ἀδελφό του,ε εἶπε στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του: «Ὁδήγησε τούς ἀνθρώπους στήν οἰκία μου καί σφάξε σφαχτά καί ἑτοίμασε· γιατί οἱ ἄνθρωποι θά φᾶνε φαγητό μαζί μου τό μεσημέρι». 16Καί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος ὅπως εἶπε ὁ Ἰωσήφ καί ἔφερε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ.
17Ὅταν δέ εἶδαν οἱ ἄνδρες ὅτι ὁδηγοῦντο στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ (φοβήθηκαν) καί εἶπαν: «Γιά τά χρήματα, πού βρέθηκαν στούς σάκκους μας κατά τήν πρώτη φορά ὁδηγούμαστε (ἐδῶ), ὥστε νά βρεῖ ἐναντίον μας πρόφαση καί νά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον μας, γιά νά μᾶς πάρει δούλους καί (νά μᾶς ἁρπάσει) τούς ὄνους μας». 18Καί ἀφοῦ πλησίασαν πρός τόν ἄνθρωπο, τόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας τοῦ Ἰωσήφ, μίλησαν σ’ αὐτόν στήν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ: 19«Παρακαλοῦμε, κύριε», εἶπαν, «τήν πρώτη φορά κατεβήκαμε γιά νά ἀγοράσουμε τροφές· 20καί ὅταν φτάσαμε στό κατάλυμα (γιά τήν νύχτα) ἀνοίξαμε τούς σάκκους μας καί εἴδαμε ὅτι τά χρήματα καθενός ἦταν μέσα σ’ αὐτούς. (Γι’ αὐτό) τά χρήματα αὐτά ἀκέραια τά φέραμε πάλι μαζί μας. 21Φέραμε καί ἄλλα χρήματα μαζί μας, γιά ν’ ἀγοράσουμε τροφές· δέν γνωρίζουμε ποιός ἔβαλε τά χρήματα στούς σάκκους μας». 22Καί αὐτός εἶπε σ’ αὐτούς: «Ἡσυχάστε, μή φοβᾶστε! Ὁ Θεός σας καί Θεός τῶν πατέρων σαςζ σᾶς ἔδωσε θησαυρούς στούς σάκκους σας. Ἐγώ πῆρα πράγματι τό ἀργύριό σας». Καί ἔφερε τόν Συμεών ἔξω σ’ αὐτούς.
23ηἜφερε δέ νερό, γιά νά πλύνουν τά πόδια τους, καί ἀκόμη ἔδωσε τροφή γιά τούς ὄνους τους. 24Καί (οἱ ἀδελφοί) ἑτοίμασαν τά δῶρα τους μέχρις ὅτου νά ἔλθει ὁ Ἰωσήφ τό μεσημέρι· γιατί ἄκουσαν ὅτι ἐπρόκειτο νά γευματίσει ἐκεῖ (ὁ Ἰωσήφ).
25Ὅταν ὁ Ἰωσήφ ἦλθε στήν οἰκία, τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα, πού εἶχαν μαζί τους, στήν οἰκία, καί τόν προσκύνησαν μέχρι τό ἔδαφος. 26Καί τούς ρώτησε γιά τήν ὑγεία τους καί τούς εἶπε· «Εἶναι καλά ὁ γέροντας πατέρας σας, γιά τόν ὁποῖο μοῦ μιλήσατε; Ζεῖ ἀκόμη;». 27Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Ὑγιής εἶναι ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας· βρίσκεται ἀκόμη στήν ζωή». Καί αὐτός εἶπε: «Ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀπό τόν Θεό». Τότε αὐτοί ἔσκυψαν καί τόν προσκύνησαν. 28Ὕψωσε δέ τά μάτια του ὁ Ἰωσήφ καί εἶδε τόν Βενιαμίν τόν ὁμομήτριο ἀδελφό του καί εἶπε: «Αὐτός εἶναι ὁ νεώτερος ἀδελφός σας, πού μοῦ εἴπατε ὅτι θά μοῦ φέρνατε;» Καί εἶπε: «Εἴθε ὁ Θεός νά σέ ἐλεεῖ, τέκνον»! 29Τότε ὁ Ἰωσήφ ταράχτηκε, γιατί ἡ καρδιά του φλεγόταν γιά τόν ἀδελφό του καί ζητοῦσε τόπο γιά νά κλάψει· μπῆκε δέ στό ἰδιαίτερο δωμάτιό του καί ἔκλαψε ἐκεῖ. 30Ἔπειτα ἔνιψε τό πρόσωπό του καί βγῆκε συγκρατούμενος καί εἶπε: «Προσφέρετε φαγητό»! 31Καί ἔβαλαν χωριστά γι’ αὐτόν, χωριστά γιά ’κείνους καί χωριστά γιά τούς Αἰγυπτίους, πού συνέτρωγαν μαζί του· γιατί οἱ Αἰγύπτιοι δέν μποροῦσαν νά συντρώγουν μέ τούς Ἑβραίους, ἐπειδή αὐτό εἶναι βδέλυγμα γιά τούς Αἰγυπτίους. 32Κάθισαν δέ ἐνώπιόν του κατά σειρά ἡλικίας, ἀπό τόν μεγαλύτερο μέχρι τόν μικρότερο, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦσαν μεταξύ τους. 33Καί ἀπό τό δικό του τραπέζι ἔπαιρναν (μέ τήν ἐντολή του) μερίδες και ἔφερναν σ’ αὐτούς· ἀλλά ἡ μερίδα τοῦ Βενιαμίν ἦταν πενταπλάσια ὅλων τῶν ἄλλων. Καί αὐτοί ἤπιαν καί εὐθύμησαν μαζί του.
 ε. Ἡ φράση τῶν Ο´ «τόν ἀδελφόν αὐτοῦ τόν ὁμομήτριον» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
ζ. «Καί ὁ Θεός τοῦ πατρός σας», λέει τό Ἑβρ.
η. Τό Ἑβρ. προσθέτει: «Καί ὁ ἄνθρωπος εἰσήγαγε τούς ἀνθρώπους στήν οἰκία τοῦ Ἰωσήφ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
43,22. Ὁ οἰκονόμος φαίνεται ὅτι γνωρίζει τίς προθέσεις τοῦ Ἰωσήφ, ἀφοῦ αὐτός ἔλαβε τήν ἐντολή του, βλ. 42,25. Ἀπό τά λόγια του πραγματικά φαίνεται νά γνωρίζει ὅτι δηλαδή τά πάντα γίνονται κατά θεία πρόνοια. 43,28. Οὗτος ὁ ἀδελφός… Ὑπάρχει μία μεγάλη διαφορά ἡλικίας μεταξύ τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Βενιαμίν (βλ. 30,22 ἑξ. καί 35,16). Μία παράδοση μάλιστα φέρει τόν Βενιαμίν γεννηθέντα μετά τήν ἀπαγωγή τοῦ Ἰωσήφ, βλ. σχόλιο εἰς 37,10. 43,31. Νόμοι τυπικῆς καθαρότητας ἀπαιτοῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι νά τρώγουν χωριστά ἀπό τούς ξένους.
Τό κύπελλο τοῦ Ἰωσήφ στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν (44,1-17)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε ἐντολή στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του νά βάλει πάλι τά χρήματα στόν σάκκο τῶν ἀδελφῶν, στόν δέ σάκκο τοῦ Βενιαμίν νά βάλει ἐπίσης καί τό ἀργυρό ποτήρι του (στίχ. 1-2). Προτοῦ ὅμως ἀπομακρυνθοῦν οἱ ἀδελφοί, ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε νέα ἐντολή στόν ὑπηρέτη του νά τούς καταδιώξει γιά τό ὅτι αὐτοί δῆθεν ἔκλεψαν τό ἀργυρό ποτήρι του (στίχ. 3-5). Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ, ὅπως ἦταν φυσικό, αἰφνιδιάστηκαν γιά ἄλλη μιά φορά καί δέχτηκαν νά γίνει ἔρευνα στούς σάκκους τους καί νά τιμωρηθοῦν, ἐάν ὄντως αὐτοί εἶναι οἱ ἔνοχοι (στίχ. 6-10). Βρέθηκε ὅμως τό ποτήρι στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν καί οἱ ἀδελφοί ἀλλόφρονες ἐπέστρεψαν στόν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος τούς ἤλεγξε γιά τήν πράξη τους αὐτή (στίχ. 11-15). Τότε ὁ Ἰούδας, ὁμιλώντας πρός αὐτόν ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ἀναγνώρισε ὅτι δέν μποροῦν νά δικαιωθοῦν μέ κάποιο τρόπο καί ὅτι δέχονται νά γίνουν ὅλοι δοῦλοι του (στίχ. 14-16). Ὁ Ἰωσήφ ὅμως εἶπε ὅτι θά γίνει δοῦλος του μόνο ὁ Βεμιαμίν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι εἶναι ἐλεύθεροι νά φύγουν (στίχ. 17).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
44,1Ὕστερα ἀπό αὐτά ὁ Ἰωσήφ διέταξε τόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του καί τοῦ εἶπε: «Γεμίστε τούς σάκκους τῶν ἀνθρώπων μέ τροφές, ὅσες μποροῦν νά μεταφέρουν, καί βάλετε τά χρήματα καθενός στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου. 2Καί βάλετε τό ποτήρι μου τό ἀργυρό στόν σάκκο τοῦ νεώτερου μαζί μέ τά χρήματα γιά τό σιτάρι του. Καί ἔγινε κατά τόν λόγο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπως (ἀκριβῶς) εἶπε.
3Τό πρωί, ὅταν φάνηκε ἡ αὐγή, ἀπεστάλησαν γιά νά φύγουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτοί μέ τούς ὄνους τους. 4Ἀφοῦ δέ αὐτοί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη, προτοῦ νά ἀπομακρυνθοῦν πολύ, εἶπε ὁ Ἰωσήφ στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του: «Τρέξε ἀμέσως πίσω ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μόλις τούς προφθάσεις νά τούς πεῖς· “Γιατί ἀνταποδώσατε κακό ἀντί γιά καλό; Γιατί μοῦ κλέψατε τό ἀργυρό ποτήρι;”α 5Δέν εἶναι αὐτό τό ποτήρι ἀπό τό ὁποῖο πίνει ὁ κύριός μου; Καί μάλιστα μαντεύει μέ αὐτό; Πράξατε πολύ ἄσχημα μέ αὐτό πού κάνατε».
6Ὅταν τούς πρόφτασε τούς ἀπηύθυνε αὐτά τά λόγια. 7Ἐκεῖνοι δέ ἀπάντησαν σ’ αὐτόν: «Γιατί ὁ κύριος μιλάει κατ’ αὐτόν τόν τρόπο; Μή γένοιτο οἱ δοῦλοι σου νά κάνουν ποτέ τέτοιο πράγμα. 8Ἀφοῦ ἐμεῖς σοῦ ἐπιστρέψαμε ἀπό τήν Χαναάν τά χρήματα πού βρήκαμε στούς σάκκους μας, πῶς θά κλέβαμε ἀπό τήν οἰκία τοῦ κυρίου σου ἄργυρο ἤ χρυσό; 9Ἐκεῖνος ἀπό τούς δούλους σου στόν ὁποῖο θά βρεῖς τό (ἀργυρό) ποτήρι νά πεθάνει· καί ἀκόμη οἱ ἄλλοι νά γίνουμε δοῦλοι στόν κύριό μας». 10Καί αὐτός εἶπε: «Νά γίνει, λοιπόν, ὅπως λέγετε· ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά βρεθεῖ τό (ἀργυρό) ποτήρι νά γίνει δοῦλος μου, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως θά εἶστε ἐλεύθεροι». 11Τότε γρήγορα ὅλοι τους κατέβασαν τούς σάκκους τους στήν γῆ καί τούς ἄνοιξαν. 12Καί (ὁ ὑπεύθυνος) ἐρεύνησε ἀπό τόν μεγαλύτερο μέχρι τόν μικρότερο καί βρῆκε τό (ἀργυρό) ποτήρι στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν. 13Τότε αὐτοί ἔσχισαν τά ἱμάτιά τους καί, ἀφοῦ φόρτωσαν τούς σάκκους τους στούς ὄνους τους, ἐπέστρεψαν στήν πόλη.
14Μπῆκε δέ ὁ Ἰούδας καί οἱ ἀδελφοί του στόν οἶκο τοῦ Ἰωσήφ, ἐνῶ αὐτός βρισκόταν ἀκόμη ἐκεῖ· καί ἔπεσαν μπροστά του στήν γῆ. 15Καί εἶπε σ’ αὐτούς ὁ Ἰωσήφ: «Γιατί κάνατε αὐτό τό πράγμα; Δέν ξέρετε, ὅτι ἄνθρωπος, ὅπως ἐγώ, μαντεύει ἀληθινά;». 16Εἶπε δέ ὁ Ἰούδας: «Τί μποροῦμε νά ποῦμε στόν κύριό (μας), τί νά μιλήσουμε ἤ πῶς νά ἀποδείξουμε τήν ἀθωότητά μας; Ὁ Θεός τιμώρησε τήν ἁμαρτία τῶν δούλων σου. Νά, εἴμαστε δοῦλοι στόν κύριό μας και ἐμεῖς καί ἐκεῖνος στόν ὁποῖο βρέθηκε τό ποτήρι». 17Εἶπε δέ ὁ Ἰωσήφ: «Δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο βρέθηκε τό ποτήρι, αὐτός θά γίνει δοῦλος μου· οἱ ἄλλοι δέ ἀναχωρῆστε μέ εἰρήνη γιά τόν πατέρα σας».

α. Ἡ φράση «ἱνατί ἐκλέψατέ μου τό κόνδυ τό ἀργυροῦν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
44,1-34. Ὁ Ἰωσήφ θέτει τούς ἀδελφούς του σέ μία τελευταία δοκιμασία. 44,1-2. Ἡ ἀναφορά στά χρήματα γυρίζει πίσω στήν περικοπή 42,25-28. Ἐδῶ τό ἐνδιαφέρον θέμα εἶναι τό ποτήρι τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 5). 44,5. Τό «κόνδυ» ἦταν ἕνα ἱερό ἀργυρό ποτήρι, πού ἐχρησιμοποιεῖτο γιά μαντεία, δηλαδή, γιά μία μαγική  προφητεία, μέ τήν παρατήρηση τῶν ἀποτελεσμάτων πού ἐδημιουργοῦντο ὅταν ἔπεφταν ἀντικείμενα στό νερό τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ. Ἡ κίνηση ἤ ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ πού ἔπεφτε στό ποτῆρι ἤ ἡ μορφή πού ἐλάμβαναν μερικές σταγόνες ἐλαίου ἑρμηνεύονταν ὡς σημεῖα. Αὐτό τό εἶδος τῆς μαντείας ἦταν γνωστό στήν παλαιά Ἀνατολή καί οἱ Αἰγύπτιοι παρέλαβαν γιά τούς ἄρχοντές τους αὐτές τίς μαγικές τέχνες. 44,15. Ὄντας μεμυημένος στήν σοφία τῶν Αἰγυπτίων ὁ Ἰωσήφ (βλ.  Πράξ. 7,22) ἐννοεῖται ὅτι μποροῦσε νά ἐξασκήσει τήν μαντεία, μέ τήν ὁποία ἐπιστεύετο ὅτι ἀνακαλύπτοντο οἱ κλέπτες. Δέν τό ἔκανε ὅμως αὐτός, διότι εἶχε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά γνωρίζει τά ἀπόκρυφα. 44,16. Ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί ἀναγνώρισαν τήν ὁμαδική ἐνοχή τους, οἱ λόγοι τοῦ Ἰούδα ἀναφέρονται ὄχι στήν κλοπή, τήν ὁποία δέν ἔχουν πράξει, ἀλλά στήν συμπεριφορά τους ὡς πρός τόν Ἰωσήφ. Δέχονται ὅτι τό κτύπημά τους αὐτό προέρχεται ἀπό τόν Θεό γιά τήν διαπραχθεῖσα ἁμαρτία τους, γιά τήν ὁποία βέβαια φαίνεται ἀπό τόν στίχο μας ὅτι μετανοοῦν. 44,17. Ὁ Ἰωσήφ δοκιμάζει τούς ἀδελφούς του γιά νά δεῖ ἄν – ὅπως στήν περίπτωσή του – αὐτοί θά ἄφηναν τόν ἀδελφό τους δοῦλο καί αὐτοί θά ἐπέστρεφαν στόν πατέρα τους γιά νά δικαιολογήσουν τήν ἀπώλεια καί τοῦ ἄλλου υἱοῦ.
Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Ἰούδα (44,18-34)
 (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
 Ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε ἐγγυηθεῖ στόν Ἰακώβ γιά τήν ζωή τοῦ Βενιαμίν (βλ. 43,8), ἀνέλαβε τώρα νά ἐπέμβει χάριν τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του. Ζήτησε ἀπό τόν Αἰγύπτιο ἄρχοντα – ἀφοῦ τοῦ ἐξέθεσε ὅτι μέ δυσκολία δέχτηκε ὁ πατέρας του Ἰακώβ νά ταξιδέψει μαζί τους ὁ Βενιαμίν (στίχ. 24-32) –  νά μείνει αὐτός ὡς δοῦλος στήν θέση του (στίχ. 33), γιά νά μήν πεθάνει ἀπό τήν λύπη του ὁ πατέρας τους (στίχ. 31.34).
 (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
 44,18Τότε τόν πλησίασε ὁ Ἰούδας καί εἶπε: «Παρακαλῶ, κύριε· ἄς ἐπιτραπεῖ νά πεῖ ὁ δοῦλος σου ἕνα λόγο ἐνώπιόν σου, καί ἄς μή θυμώσεις μέ τόν παίδα σου, γιατί ἐσύ εἶσαι (πρῶτος) μετά τόν Φαραώ.β 19Κύριε· ἐσύ ρώτησες τούς δούλους σου καί μᾶς εἶπες: “Ἔχετε πατέρα ἤ ἀδελφό;” 20Καί ἐμεῖς ἀπαντήσαμε στόν κύριο, “(Ναί) ἔχουμε ἡλικιωμένο πατέρα καί ἕνα μικρό ἀδελφό, τέκνο τοῦ γήρατός του· ὁ ἀδελφός του πέθανε καί αὐτός μόνος ἀπόμεινε ἀπό τήν μητέρα του καί ὁ πατέρας του τόν ἀγαπάει”. 21Τότε εἶπες στούς δούλους σου· “Φέρτε αὐτόν σέ μένα καί θά τοῦ δείξω ἀγάπη”.γ 22Ἀλλά εἴπαμε στόν κύριό (μας), “Τό παιδί δέν μπορεῖ ν’ ἀφήσει τόν πατέρα του, γιατί, ἄν τόν ἀφήσει, αὐτός θά πεθάνει”. 23Ἐσύ δέ εἶπες στούς δούλους σου· “Ἄν ὁ νεώτερος ἀδελφός σας δέν κατεβεῖ μαζί σας, δέν θά μπορέσετε πιά νά δεῖτε τό πρόσωπό μου.” 24Ὅταν ἐπιστρέψαμε στόν δοῦλο σου, τόν πατέρα μας, τοῦ εἴπαμε τά λόγια τοῦ κυρίου μας. 25Εἶπε δέ ὁ πατέρας μας· “Πηγαίνετε πάλι καί ἀγοράστε λίγη τροφή γιά μᾶς”. 26Καί εἴπαμε· “Δέν μποροῦμε νά κατεβοῦμε (στήν Αἴγυπτο)· ἀλλά ἄν ὁ νεώτερος ἀδελφός μας ἔρθει μαζί μας, τότε θά κατεβοῦμε· γιατί δέν μποροῦμε νά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ἄν δέν εἶναι μαζί μας ὁ νεώτερος ἀδελφός μας”. 27Καί ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, εἶπε σέ μᾶς· “Γνωρίζετε ὅτι δυό παιδιά μοῦ γέννησε ἡ γυναίκα μου. 28Ὁ ἕνας ἔφυγε μακρυά μου καί εἴπατε ὅτι κατασπαράχτηκε ἀπό θηρίο· καί δέν τόν ξαναεῖδα μέχρι τώρα· 29ἄν, λοιπόν, πάρετε καί αὐτόν μακρυά μου καί τοῦ συμβεῖ κακό στόν δρόμο, τότε θά κατεβάσετε τό γῆρας μου μέ λύπη στόν ἅδη”. 30Τώρα, λοιπόν, ἄν ἐπιστρέψω στόν δοῦλο σου, τόν πατέρα μας, χωρίς νά εἶναι μαζί μας τό παιδί, ἐπειδή ἡ ζωή του (τοῦ πατέρα) ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ζωή του (τοῦ παιδιοῦ), 31θά πεθάνει, ὅταν δεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει τό παιδί· καί οἱ δοῦλοι σου θά κατεβάσουν τό γῆρας τοῦ δούλου σου, τοῦ πατέρα μας, μέ λύπη στόν ἅδη· 32γιατί ὁ δοῦλος σου ἐγγυήθηκε γιά τό παιδί πρός τόν πατέρα λέγοντας· Ἄν δέν τόν ἐπιστρέψω σέ σένα καί νά τόν παρουσιάσω μπροστά σου, τότε νά εἶμαι γιά πάντα ὑπεύθυνος στόν πατέρα. 33Τώρα, λοιπόν, παρακαλῶ, ἄς παραμείνω δοῦλος στήν θέση τοῦ παιδιοῦ, δοῦλος στόν κύριό (μου)· τό δέ παιδί ἄς ἀνεβεῖ μέ τούς ἀδελφούς του· 34γιατί, πῶς νά ἀνεβῶ στόν πατέρα, ἄν τό παιδί δέν εἶναι μαζί μας; (Ὄχι). Ἄς μή δῶ τό κακό πού θά βρεῖ τόν πατέρα μου.
 β. Τό Ἑβρ. λέει: «Γιατί ἐσύ εἶσαι ὅπως ὁ Φαραώ».
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «Φέρτε αὐτόν σέ μένα γιά νά δῶ αὐτόν ἰδίοις ὀφθαλμοῖς».
 (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
44,18-34. Ἡ ὁμιλία τοῦ Ἰούδα, ἕνα ἀπό τά πιό ὡραῖα πεζά κομμάτια τῆς πρώτης ἰσραηλιτικῆς παραδόσεως, συνοψίζει τήν ὅλη πορεία τῶν γεγονότων. 44,21. Καί ἐπιμελοῦμαι αὐτοῦ. Στό Ἑβρ. ἡ πρόταση ἔχει: «Διά νά τόν ἴδω μέ τά ἴδια μου τά μάτια». Αὐτό λεγόμενο ἀπό ἕναν μεγάλο ἤ ἀπό τόν Θεό εἶναι σημεῖο εὐνοίας. Βλ. Ἰερ. 39,12. 40,4. Ψαλμ. 33,18. 34,17. 44,28. Βλ. 37,33. 44,32. Βλ. 43,8. 44,20. Ἡ τραγωδία τοῦ ὑποτιθεμένου θανάτου τοῦ Ἰωσήφ ἐντείνει τό πάθος· γιατί ἀπό τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰακώβ ἀπό τήν Ραχήλ ἔμεινε μόνο ὁ Βενιαμίν καί ἡ ζωή τοῦ Ἰακώβ «ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς» (στίχ. 30).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου