ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Δευτέρα 25 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς
ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν
ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική
δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Ὁ Ἰακώβ υἱοθετεῖ τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰωσήφ (48,1-7)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰωσήφ, λίγο πρίν
πεθάνει ὁ πατέρας του Ἰακώβ, πῆρε τούς δύο υἱούς του, Ἐφραΐμ καί
Μανασσῆ, καί τούς ἔφερε σ᾽ αὐτόν (στίχ. 1-2). Ὁ Ἰακώβ τότε τούς
υἱοθέτησε, δίνοντάς τους θέση ἴση πρός τήν θέση τῶν ἄλλων του παιδιῶν
(στίχ. 3-7). Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο σέ μετέπειτα χρόνια στό Ἰσραηλιτικό
ἔθνος δέν γίνεται λόγος γιά «φυλή Ἰωσήφ», ἀλλά ξεχωριστά γιά φυλές
Ἐφραίμ καί Μανασσῆ, ὡς νά ἦταν οἱ Ἐφραίμ καί Μανασσῆς παιδιά τοῦ Ἰακώβ.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
48,1Λίγο καιρό ὕστερα ἀπό αὐτά εἶπαν στόν Ἰωσήφ· «ὁ πατέρας σου δέν
εἶναι καλά». Καί (ὁ Ἰωσήφ) πῆρε τούς δύο υἱούς του, τόν Μανασσῆ καί τόν
Ἐφραίμ, καί ἦρθε στόν Ἰακώβ. 2Καί ἀνήγγειλαν στόν Ἰακώβ: «Νά, ἔρχεται σέ
σένα ὁ υἱός σου Ἰωσήφ». Καί ὁ Ἰσραήλ συγκέντρωσε τίς δυνάμεις του καί
κάθησε στήν κλίνη του. 3Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Ἰωσήφ: «Ὁ Θεός μουα
ἐμφανίστηκε σέ μένα στήν Λούζ, στήν γῆ Χαναάν καί μέ εὐλόγησε, 4καί μοῦ
εἶπε: «Ἰδού θά σέ αὐξήσω καί θά σέ πληθύνω καί θά σέ κάνω γενάρχη πολλῶν
λαῶν καί θά δώσω αὐτήν τήν γῆ σέ σένα καί τούς μετά ἀπό σένα ἀπογόνους
ὡς παντοτεινή ἰδιοκτησία». 5Τώρα, λοιπόν, υἱοθετῶ τούς δύο υἱούς σου, οἱ
ὁποῖοι γεννήθηκαν σέ σένα στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου, προτοῦ ἐγώ νά ἔρθω
(ἐδῶ) κοντά σου στήν Αἴγυπτο· ὁ Ἐφραίμ καί ὁ Μανασσῆς θά εἶναι δικοί μου
(υἱοί), θά εἶναι γιά μένα ὅπως ὁ Ρουβήν καί ὁ Συμεών. 6Ἀλλά τά τέκνα,
ὅσα θά γεννήσεις μετά ἀπό αὐτούς, θά φέρουν τό ὄνομα τῶν ἀδελφῶν τους·
θά ὀνομάζονται ἀπό τήν κληρονομιά ἐκείνων. 7Ὅταν ἐγώ ἐρχόμουν ἀπό τήν
Μεσοποταμία τῆς Συρίας, πέθανε ἡ μητέρα σου Ραχήλ στόν δρόμο πρός τήν γῆ
Χαναάν, ὅταν πλησίαζα στόν ἱππόδρομο τῆς περιοχῆς Χαβραθά, πηγαίνοντας
πρός τήν Ἐφραθά· ἔθαψα δέ αὐτήν στόν δρόμο τοῦ ἱπποδρόμου· αὐτή εἶναι ἡ
Βηθλεέμ.βα. «Ὁ Θεός ὁ Παντοδύναμος (ὁ Ἔλ Σαντάγι)», λέει τό Ἑβρ.
β. Ὁ στίχ. στό Ἑβρ. λέει: «Ὅταν ἐγώ
ἐρχόμουν ἀπό τήν Παδάν, ἀπέθανε σέ μένα ἡ Ραχήλ καθ᾽ ὁδόν στήν γῆ
Χαναάν, ἐνῶ δέν ἦταν παρά μικρό διάστημα γιά νά φτάσουμε στήν Ἐφραθά·
καί ἔθαψα αὐτήν ἐκεῖ στήν ὁδό τῆς Ἐφραθά· αὐτή εἶναι ἡ Βηθλεέμ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
48,1-22. Υἱοθεσία καί εὐλογία τῶν
δύο υἱῶν τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Εφραίμ καί τοῦ Μανασσῆ, ἀπό τόν Ἰακώβ. Αὐτό τό
κεφ. συνδυάζει πολλές παραδόσεις: Τήν Γιαχβική, τήν Ἐλωχιμική, στίχ.
1-2. 8-22 καί τήν Ἱερατική, στίχ. 3-7. Οἱ παραδόσεις αὐτές θέλουν νά
ἐξηγήσουν, μέ τίς τελευταῖες διαθέσεις τοῦ Ἰακώβ, γιατί ὁ Μανασσῆς καί ὁ
Ἐφραίμ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ, ἔγιναν πατέρες φυλῶν μέ τήν ἴδια ἰσχύ ὅπως
καί τά ἄλλα παιδιά τοῦ Ἰακώβ, γιατί οἱ δύο αὐτές φυλές εὐημέρησαν καί
γιατί ἡ φυλή τοῦ Ἐφραίμ ὑπερέβη τήν φυλή τοῦ Μανασσῆ. 48,3-4. Ἡ
υἱοθεσία καί εὐλογία τῶν δύο παιδιῶν τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τόν Ἰακώβ βασίζεται
στήν θεία ὑπόσχεση πού τοῦ δόθηκε στήν Λουζά ἤ τήν Βαιθήλ (35,9-13). 48,5-6. Υἱοθετώντας
τά ἐγγόνια του ὁ Ἰακώβ ἔδωσε σ᾽ αὐτά νομική θέση ἴση πρός τά μεγαλύτερα
παιδιά του, τόν Ρουβήμ καί τόν Συμεών. Ἡ διήγηση θέλει νά πεῖ γιά τό
περιστατικό πού ὁ «οἶκος τοῦ Ἰωσήφ» (Ἰησ. Ν. 17,17. 18,5. Κριτ. 1,23.35)
διηρέθηκε σέ δύο φυλές, τοῦ Μανασσῆ καί τοῦ Ἐφραίμ, καί κάθε μία ἀπό
αὐτές ἀπαιτοῦσε ἴδια δικαιώματα μέ τίς ἄλλες φυλές (49,22-26). 48,7. Βλ. 35,16-20. – Ἐκ Μεσοποταμίας τῆς Συρίας. Ἑβρ. «μι-Παντάν», «ἀπό τήν Παδάν». Βλ. σχόλ. εἰς 11,31. – Ἡ μήτηρ σου. Παραλείπεται στό Ἑβρ.
Ὁ Ἰακώβ εὐλογεῖ τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰωσήφ (48,8-22)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰακώβ εὐλογώντας τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 8-9), τοποθέτησε
τά χέρια του σταυροειδῶς καί ἔδωσε τήν μεγαλύτερη εὐλογία στόν μικρότερο
υἱό, τόν Ἐφραίμ (στίχ. 10-16). Ὅταν ὁ Ἰωσήφ προσπάθησε νά διορθώσει τό
«λάθος» τοῦ πατέρα του, ὁ Ἰακώβ βεβαίωσε τόν υἱό του ὅτι γνωρίζει τί
κάνει, γιατί ὁ μικρότερος Ἐφραίμ θά δοξασθεῖ περισσότερο (στίχ. 17-20).
Ὅταν στό μέλλον οἱ Ἰσραηλῖτες θά ἐπέστρεφαν πίσω στήν Χαναάν, οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ἰωσήφ θά ἔπαιρναν ὡς κληρονομία τους τήν περιοχή τῆς Συχέμ
(στίχ. 21-22).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
48,8Μόλις ὁ Ἰσραήλ εἶδε τούς υἱούς τοῦ Ἰωσήφ εἶπε: «Ποιοί εἶναι
αὐτοί;». 9Καί ἀπάντησε ὁ Ἰωσήφ στόν πατέρα του: «Εἶναι οἱ υἱοί μου, πού
μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἐδῶ». Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ: «Πλησίασέ τους σέ μένα, γιά νά
τούς εὐλογήσω». 10Τά μάτια ὅμως τοῦ Ἰσραήλ ἦταν θολά ἀπό τά γεράματα καί
δέν μποροῦσε νά βλέπει. Ἔφερε, λοιπόν, ὁ Ἰωσήφ αὐτούς πρός αὐτόν καί
αὐτός τούς φίλησε καί τούς ἀγκάλιασε. 11Εἶπε δέ ὁ Ἰσραήλ πρός τόν Ἰωσήφ:
«Νά, ἀξιώθηκα νά σέ δῶ καί ἀκόμα ὁ Θεός μοῦ ἔδειξε καί τά παιδιά σου».
12Τότε ὁ Ἰωσήφ ἔβγαλε τούς υἱούς του ἀπό τά γόνατα τοῦ Ἰακώβ (ὅπου τούς
ἔβαλε γιά υἱοθεσία) καί τόν προσκύνησαν μέ τό πρόσωπο μέχρι τό ἔδαφος.
13Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ἔλαβε τούς δύο υἱούς
του, τόν Ἐφραίμ μέ τό δεξί του χέρι (γιά νά ειναι) πρός ἀριστερά τοῦ
Ἰσραήλ καί τόν Μανασσῆ μέ τό ἀριστερό του (γιά νά εἶναι) πρός τά δεξιά
τοῦ Ἰσραήλ καί τούς ἔφερε κοντά σ’ αὐτόν. 14Καί ὁ Ἰσραήλ ἅπλωσε τό δεξί
του χέρι καί τό ἔβαλε στό κεφάλι τοῦ Ἐφραίμ, παρά τό ὅτι αὐτός ἦταν ὁ
νεώτερος· τό δέ ἀριστερό του χέρι ἔβαλε στό κεφάλι τοῦ Μανασσῆ, σταυρωτά
τά χέρια του.γ 15Καί εὐλόγησε αὐτούςδ καί εἶπε:
«Εἴθε ὁ Θεός, μπροστά στόν Ὁποῖο
εὐαρέστησανε οἱ πατέρες μου Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ, ὁ Θεός ὁ Ὁποῖος μέ τρέφει
ἀπό τήν νεότητά μου μέχρι αὐτή τήν ἡμέρα,
16ὁ Ἄγγελος πού μέ λυτρώνει ἀπό κάθε κακό, νά εὐλογήσει τά παιδιά αὐτά·καί νά διαιωνισθεῖ ἀπ’ αὐτά τό ὄνομά μου καί τό ὄνομα τῶν πατέρων μου Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ·
εἴθε νά αὐξηθοῦν σέ πολύ πλῆθος στήν γῆ»!
17Βλέποντας ὅμως ὁ Ἰωσήφ ὅτι ἔβαλε ὁ
πατέρας του τό δεξί του χέρι στό κεφάλι τοῦ Ἐφραίμ δυσαρεστήθηκε· καί
ἔλαβε τό χέρι τοῦ πατέρα του, γιά νά τό μεταθέσει ἀπό τό κεφάλι τοῦ
Ἐφραίμ στό κεφάλι τοῦ Μανασσῆ. 18Καί εἶπε ὁ Ἰωσήφ στόν πατέρα του: «Ὄχι
ἔτσι, πατέρα· γιατί αὐτός (ἐδῶ) εἶναι ὁ πρωτότοκος· βάλε τό δεξί σου
χέρι στό κεφάλι του». 9Ἀλλά (ὁ πατέρας του Ἰακώβ) ἀρνήθηκε λέγοντας:
«Γνωρίζω, παιδί μου, γνωρίζω· καί αὐτός ἐπίσης θά καταστεῖ λαός καί
αὐτός ἐπίσης θά γίνει μεγάλος· ἀλλά ὁ νεώτερός του ἀδελφός θά γίνει
μεγαλύτερός του, οἱ δέ ἀπόγονοί του θά γίνουν πλῆθος ἐθνῶν».
20Καί τούς εὐλόγησε ἐκείνη τήν ἡμέρα
λέγοντας: Οἱ Ἰσραηλῖτες θά ἐπικαλοῦνται διά μέσου σας εὐλογίες λέγοντες:
«Ὁ Θεός νά σέ καταστήσει σάν τόν Ἐφραίμ, καί τόν Μανασσῆ»! Καί
τοποθέτησε τόν Ἐφραίμ μπροστά ἀπό τόν Μανασσῆ.
21Ἔπειτα ὁ Ἰσραήλ εἶπε στόν Ἰωσήφ:
«Ἰδού, ἐγώ πεθαίνω· ἀλλά ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σας καί θά σᾶς ἐπαναφέρει
στήν γῆ τῶν πατέρων σας. 22Δίνω σέ σένα τό πιό ἐκλεκτό μερίδιο ἀπ’ ὅλους
τούς ἀδελφούς σου, τήν (πόλη) Συχέμ,ζ πού ἔλαβα ἀπό τούς Ἀμορραίους μέ
τήν μάχαιρά μου καί τό τόξο μου».
γ. Τό Ἑβρ. προσθέτει ἐδῶ: «Διότι ὁ Μανασσῆς ἦταν ὁ πρωτότοκος».δ. Τό Ἑβρ. λέει: «Καί εὐλόγησε τόν Ἰωσήφ».
ε. Τό Ἑβρ. λέει: «Περιεπάτησαν».
ζ. Ἡ λέξη «σεχέμ» στήν Ἑβρ. σημαίνει καί τήν πόλη Συχέμ καί μία ἔκταση γῆς. Ἔτσι τό Ἑβρ. λέει: «Καί ἐγώ δίνω σέ σένα κομμάτι γῆς (σεχέμ) ἕνα ὑπέρ τούς ἀδελφούς σου».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
8,12. Τά παιδιά
ἐτέθησαν μεταξύ τῶν γονάτων τοῦ Ἰακώβ, πράγμα τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε μέρος
τῆς τελετῆς τῆς υἱοθεσίας, βλ. 16,2 καί 30,3. Ὁ Ἰωσήφ ἀπέσυρε τούς υἱούς
του ἀπό τά γόνατα τοῦ πάππου τους καί γονάτισε γιά νά λάβει καί αὐτός
μέρος στήν εὐλογία τοῦ πατέρα του. 48,13-14. Ὁ Ἰωσήφ φέρει τόν
Μανασσῆ, τόν πρωτότοκό του, γιά εὐλογία πρός τό δεξί χέρι τοῦ Ἰακώβ,
ἀλλά ὁ Ἰακώβ διασταυρώνει τά χέρια του καί θέτει τό δεξί χέρι στήν
κεφαλή τοῦ Ἐφραίμ καί ἔτσι δίνει σ᾽ αὐτόν τήν προτεραιότητα. Ὁ ἀφηγητής
ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του τήν παλαιά πίστη γιά τήν δύναμη τῆς εὐλογίας στήν
ἐπιθανάτια κλίνη (βλ. σχόλ. εἰς 27,4) θέλοντας νά μιλήσει γιά δύο
γεγονότα: (1) Ὁ Μανασσῆς καί ὁ Ἐφραίμ, πού κατοίκησαν στήν κεντρική
ὀρεινή περιοχή, ἦσαν οἱ ἰσχυρές φυλές στήν πρώτη ἰσραηλιτική ἱστορία.
(2) Ἡ φυλή τοῦ Ἐφραίμ, τοῦ μικροτέρου υἱοῦ, κατά τήν περίοδο τῶν Κριτῶν
καί τῆς πρώτης μοναρχίας, πέτυχε ὑπεροχή στήν φυλή τοῦ πρωτοτόκου υἱοῦ,
τοῦ Μανασσῆ, πού ἄλλοτε εἶχε καταταχθεῖ πρώτη στήν ἡγεσία. 48,15-16. Ὁ Ἰακώβ ἐπικαλεῖται τόν Θεό μέ μία τριπλῆ περιγραφή: (1) Ὁ Θεός πρό τοῦ ὁποίου οἱ πατέρες του «εὐηρέστησαν» (στίχ. 15· βλ. καί 17,1. 24,40). (2) Ὁ Θεός, ὁ «τρέφων» (στίχ. 15·κατά λέξη, ὁ «ποιμαίνων», βλ. Ψαλμ. 22,1) αὐτόν σέ ὅλη του τήν ζωή. (3) «Ὁ ἄγγελος ὁ ρυόμενός με» (στίχ. 16. Βλ. σχόλ. εἰς 16,7). Κατά τήν παλαιά πίστη τό «ὄνομα», δηλαδή, ἡ παράδοση τῶν πατέρων, ἔπρεπε νά διαιωνισθεῖ στούς δύο υἱούς («ἐν αὐτοῖς τό ὄνομά μου καί τό ὄνομα τῶν πατέρων μου Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ…», στίχ. 16). 48,18. Οἱ κινήσεις τῆς εὐλογίας εἶναι ἀποτελεσματικές ἀπό μόνες τους καί τό δεξί χέρι φέρει περισσότερη εὐλογία ἀπό τό ἀριστερό. 48,19. Ὁ Ἐφραίμ θά γίνει πράγματι ἡ πιό σημαντική φυλή τῆς ὁμάδος τοῦ Βορρᾶ, ὁ πυρήνας τοῦ μελλοντικοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. 48,20. Μία ἄλλη ἔκδοση τῆς εὐλογίας (σύγκρ. μέ στίχ. 15-16). – Ἰσραήλ. Ἡ ὀνομασία αὐτή ἐδῶ δέν ἀναφέρεται στόν Ἰακώβ, ἀλλά στόν λαό (34,7). – Ὡς Ἐφραίμ καί ὡς Μανασσῆ, δηλαδή, ὡς γόνιμος μέ ἀπογόνους ὅπως ἐκεῖνες οἱ φυλές. 48,21. Ὁ Ἰωσήφ ἀπέθανε στήν Αἴγυπτο, ἀλλά τά ὀστᾶ του μεταφέρθηκαν στήν Χαναάν (βλ. σχόλ. εἰς 46,4). 48,22. Τό Ἑβρ. παίζει μέ τήν λ. «σεχέμ»,
πού σημαίνει «ὦμος» καί δηλώνει ἐπίσης τήν πόλη καί τήν περιοχή τῆς
Συχέμ, ἡ ὁποία θά δοθεῖ στούς υἱούς τοῦ Ἰωσήφ καί ὅπου θά ταφεῖ καί ὁ
ἴδιος ὁ Ἰωσήφ, Ἰησ. 24,32. Ἡ Συχέμ εἶναι ἡ σπουδαιότερη πόλη πού κεῖται
στήν περιοχή τοῦ Ἰωσήφ (βλ. σχόλ. εἰς 12,6). Ὁ Ἰακώβ μοιράζει τήν ἁγία
Γῆ ὅπως ὁ πατέρας μιᾶς οἰκογένειας ἤ ὅπως μοιράζει ὁ ἱερεύς τά τεμάχια
τοῦ σφαγίου τῆς θυσίας, Α´ Βασ. 1,4 ἑξ. Ὁ «ὦμος» («Συχέμ») πάντως εἶναι
ἕνα ἐκλεκτό κομμάτι τοῦ σφαγίου, Α´ Βασ. 9,23-24. Ἐδῶ ἔχουμε μία
μεμονωμένη παράδοση τῆς διανομῆς τῆς Χαναάν ἀπό τόν Ἰακώβ καί τῆς
κατάκτησης τῆς Συχέμ διά τῶν ἁρμάτων («ἐν μαχαίρᾳ μου καί τόξῳ…»), στήν ὁποία Συχέμ ὁ Ἰακώβ εἶχε ἀγοράσει παλαιά μόνο ἕναν ἀγρό. Ἡ ἔκφραση πράγματι «ἐν μαχαίρᾳ μου καί τόξῳ…»
ἀντανακλᾶ μία διαφορετική παράδοση ἀπό τήν εἰς 33,19-20, ἡ ὁποία
ἀναφέρει εἰρηνική συμπεριφορά τοῦ Ἰακώβ στήν Συχέμ, καί ἀπό τήν παράδοση
εἰς κεφ. 34, ἡ ὁποία περιγράφει τήν διαμαρτυρία τοῦ Ἰακώβ γιά τήν
ἐπίθεση τῶν υἱῶν του κατά τῆς πόλεως αὐτῆς (34,25-30). – Ἀμορραίων. Βλ. περί αὐτῶν σχόλ. εἰς 10,15-20.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου