Β΄
ΠΕΡΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
I.
Περί γνώσεως
Για
να κατανοήσουμε τη θέση τής Πατερικής σκέψεως στο πρόβλημα τής
γνώσεως τού Θεού, πρέπει να έχουμε υπ' όψιν τις ακόλουθες ιστορικές
εξελίξεις:
Υπήρχε, πρώτα μια γραμμή, η
οποία ξεκινούσε με την έννοια τού Λόγου, που εισήγαγε ο
Ιουστίνος στα μέσα τού Β΄ αιώνα μ.Χ. Αυτή ανέπτυξε ως όργανο
γνωστικό τον νου τού ανθρώπου. Η εξέλιξη που είχε αυτή η
τοποθέτηση μετά τον Ωριγένη ήταν κυρίως η μορφή που έδωσε
στην όλη γνωσιολογία ο Ευάγριος και η κίνηση τού Ευαγρίου
στους μοναχούς, που συνίστατο κυρίως, σύμφωνα με αρχές που είχε
θέσει ήδη ο Ιουστίνος, στην κάθαρση τού νου από τα αισθητά. Ο
Θεός και ο νους τού ανθρώπου, έχουν, για την αντίληψη αυτή, κάτι το
κοινό. Θα έλεγε κανείς κάτι το οντολογικά κοινό και διάφορο και
αντίθετο προς κάθε τι το υλικό. Επειδή ο Θεός είναι πνευματική
ύπαρξη, άυλος, ασώματος και ο νους τού ανθρώπου το ίδιο. Συνεπώς ο
κρίκος μεταξύ Θεού και ανθρώπου και επομένως η οδός ή το όργανο τής
γνώσεως είναι ο νους.
Αυτή η παράδοση είχε τον
κίνδυνο πρώτα να μην περιλάβει στη γνώση τού Θεού τα αισθητά, τις
αισθήσεις τού ανθρώπου. Και βέβαια μπορεί να μας φαίνεται εκ πρώτης
όψεως πολύ φυσικό αυτό. Αλλά, θυμηθείτε, ότι είπαμε σε προηγούμενα
μαθήματα εν σχέσει προς την ενσάρκωση, ότι η Χριστολογία έχει το
Χριστό ως την οδό τής γνώσεως τού Θεού. Ότι ο Θεός πλέον εν τω
Χριστώ φανερώνεται κατά τρόπον αισθητό. και είναι προσιτός και προς
τις αισθήσεις τού ανθρώπου. Αυτή δεν είναι η μόνη δυσκολία που
παρουσιάζει αυτή η παράδοση. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι ο νους
τού ανθρώπου εμφανίζεται να μπορεί να συλλάβει τον Θεό και να
γίνεται κατά κάποιον τρόπο το πεδίο, πάνω στο οποίο ο Θεός
εμφανίζεται. Προσέγγιση που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες και κυρίως ο
Πλάτων.
Όλη αυτή η παράδοση που
είχε αιρετική κατάληξη με τους Ωριγενιστάς, οι οποίοι καταδικάσθηκαν
από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, διορθώθηκε από μίαν άλλη πάλι
μοναχική παράδοση, η οποία είναι γνωστή με το όνομα τού Μακαρίου
τού Αιγυπτίου και η οποία εισάγει στη γνώση τού Θεού ένα άλλο
στοιχείο: Αντί τού νου ως γνωστικού οργάνου, εισάγει την καρδιά.
Η καρδιά είναι το γνωστικό όργανο πλέον και όχι ο νους. Αλλά επειδή
αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την κλασσική ψυχολογία ως το
γνωστικό όργανο του ανθρώπου, όπου εδράζονται τα συναισθήματα, είναι
δυνατόν να οδηγηθούμε σε παρανόηση αυτής της παραδόσεως του
Μακαρίου. Δεν πρόκειται για τα συναισθήματα σε αντίθεση προς τη
λογική, αλλά για κάτι άλλο. Τι είναι αυτό το άλλο που δεν είναι
συναίσθημα αλλά δεν είναι και λογική; Όταν λέμε καρδιά τι ακριβώς
εννοούμε;
Είπαμε ότι στην σημιτική
αντίληψη, στη Βίβλο που η καρδιά εμφανίζεται ως το όργανο της
γνώσεως του Θεού, («καρδίαν καθαράν…») και η καρδιά είναι εκείνη που
γνωρίζει τον Θεό («οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται»), με μια
τυπικά σημιτική νοοτροπία που χαρακτηρίζει φυσικά τη Βίβλο, η καρδιά
σημαίνει το χώρο της υπακοής του ανθρώπου. Είναι εκεί που
αποφασίζεται το ναι ή το όχι. Είναι ο χώρος της ελευθερίας, εκεί
που αποφασίζει ο άνθρωπος να καταφάσκει ή να αποφάσκει, να πει ναι ή
να πει όχι στο θέλημα κάποιου άλλου και φυσικά στο θέλημα του Θεού.
Αυτή η αντίληψη ότι με την καρδιά ο άνθρωπος κάνει στην πράξη το
θέλημα του Θεού είναι η πρακτική οδός της Βίβλου για την γνώση του
Θεού. Η γνώση του Θεού δεν είναι θέμα νοητικό ούτε συναισθηματικό,
είναι πρακτικό και ηθικό, δηλαδή θέμα να πράττει κανείς αυτό που ο
Θεός θέλει. Αυτό ενώ θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη σημιτική
νοοτροπία, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει την Ελληνική νοοτροπία,
από την οποία η Βίβλος θα έπρεπε πλέον να ερμηνευθεί. Διότι η γνώση
για τον Έλληνα έπρεπε να έχει πάντα ένα οντολογικό περιεχόμενο.
Έπρεπε να δείχνει σε μια ταυτότητα. Δηλ. ότι κάτι υπάρχει και το
γνωρίζω ως υπάρχον, ως ον. Δεν το γνωρίζω απλώς ως μια ηθική
επιταγή. Ως κάτι στο οποίο απαντώ με το ναι μου ή το όχι μου αλλά ως
ένα ον, μια ταυτότητα. Η ερμηνεία αυτής της θέσεως του Μακαρίου, ότι
η καρδιά είναι το γνωστικό όργανο, πρέπει να περιέχει οπωσδήποτε
στοιχεία οντολογικά. Στοιχεία που να οδηγούν στη δυνατότητα να
ταυτίσω κάτι. Να λέω ότι υπάρχει, ότι είναι. Διότι αν δεν
είναι, δεν το γνωρίζω.
Την απάντηση σ’ αυτό το
ερώτημα την βρίσκουμε ήδη στην πατερική εποχή στον μεγάλο, θα έλεγα
τον μεγαλύτερο θεολόγο τής πατερικής περιόδου με την έννοια της
συλλήψεως και της ευρύτητος, με την οποία συνέλαβε και συνέθεσε όλα
τα μεγάλα προβλήματα, τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Εκεί όλη αυτή
η παράδοση του Μακαρίου χρησιμοποιείται για να διορθωθεί η γραμμή
του Ευαγρίου, - άλλωστε το κάνει ο Μάξιμος αυτό γενικά για τον
Ωριγενισμό, του οποίου αλλάζει εντελώς την όψη και το περιεχόμενο μ’
έναν τρόπο θετικό. Όχι με πολεμικές, που νομίζουμε πολλές φορές ότι
θ’ αλλάξουμε τα πράγματα πολεμώντας. Δεν είναι έτσι. Στην πατερική
περίοδο έγιναν μεταβολές που δεν δημιούργησαν θόρυβο. Ο Ωριγένης
είχε τόσο κύρος. Γι’ αυτό ο Αθανάσιος και οι Καππαδόκες και κυρίως ο
Μάξιμος, χωρίς να τον πολεμούν, τον άλλαξαν ριζικά. Μέσα σ’ αυτές
τις αλλαγές που έκανε ο Μάξιμος ήταν και η αλλαγή της εννοίας του
Λόγου. Με τη βοήθεια της Μακαριακής παραδόσεως ο Μάξιμος τοποθετεί
πλέον το γνωστικό όργανο στην καρδιά, αλλά με το εξής περιεχόμενο:
Ο Λόγος για τον Άγιο Μάξιμο
είναι βασικά ο Λόγος του Θεού. Δηλαδή το πρόσωπο του Χριστού.
Και δια του Λόγου αυτού γνωρίζει κανείς τον Θεό. Ο Μάξιμος
αναπτύσσει επίσης την ιδέα ότι ο Λόγος έχει και κοσμολογικές
προεκτάσεις. Δηλαδή όλα τα όντα έχουν το λόγο τους μέσα σ’ αυτόν τον
ένα Λόγο του Θεού. Αλλά το σπουδαίο είναι ότι τον Λόγο αυτόν του
Θεού τον αντιλαμβάνεται ο Μάξιμος σαν πρόσωπο, με το
οποίο ο Θεός Πατήρ βρίσκεται σε αγαπητική σχέση. Και εδώ
είναι τώρα ο τρόπος με τον οποίο η καρδιά ως έδρα της αγάπης
μεταμορφώνεται στο όργανο εκείνο, το οποίο δεν προσφέρει απλώς
συναισθήματα σαν τρόπο γνώσεως του Θεού αλλά προσφέρει μια προσωπική
σχέση, σχέση δύο προσώπων, την οποία ο Μάξιμος ονομάζει αγαπητική
σχέση. Με άλλα λόγια γνωρίζει το Θεό βασικά μόνον ο Λόγος του Θεού.
Διότι μόνον αυτός βρίσκεται αιώνια σε μία αγαπητική σχέση, η οποία
αποκαλύπτει πλέον, φανερώνει, κάνει γνωστή την ταυτότητα του Θεού ως
Πατρός, ως προσώπου. Επομένως, όπως λέει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο.
Κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά το Υιός και μόνον δια του Υιού
μπορείς να γνωρίσεις τον Πατέρα. Αλλά το ότι γνωρίζει ο Υιός τον
Πατέρα είναι θέμα, κατά τον Μάξιμο, της αγαπητικής σχέσεως που
υπάρχει μεταξύ του Πατρός και του Υιού αιώνια, μέσω της οποίας
ταυτίζεται ο Θεός ως Πατήρ, αποκαλύπτεται, γνωρίζεται, όπως θέλετε
πέστε το, λέγει ότι «υπάρχεις ως Πατήρ μου». Μέσα σ’ αυτή τη σχέση
Πατρός και Υιού αποκαλύπτεται ο Θεός, γνωρίζεται ο Θεός ως αλήθεια.
Ήδη ο Μέγας Αθανάσιος κάνει παρόμοιες παρατηρήσεις, όταν λέει, για
ν’ αντικρούσει τους Αρειανούς, ότι ο Υιός υπήρχε πάντοτε μαζί με τον
Πατέρα, είναι αδύνατο ο Θεός να υπήρχε χωρίς τον Υιό Του, διότι –
όπως λέει – ο Υιός είναι η αλήθεια του Πατρός. Είναι η Εικών
και η Αλήθεια του Πατρός. Είναι το ίδιο πράγμα εικών
και αλήθεια.
Είναι σημαντικό
γνωσιολογικό θέμα αυτό. Ότι δηλαδή ο Πατήρ γνωρίζει και τον εαυτό
Του ακόμα κοιτάζοντας μέσα στην εικόνα Του που είναι ο Υιός. Δεν
γνωρίζεις ποτέ τον εαυτό σου μόνος σου. Χρειάζεται μία σχέση, μία,
ας πούμε, αντανακλαστική σχέση, ένας καθρέπτης. Ο καθρέπτης του Θεού
είναι ο Υιός. Γι’ αυτό ονομάζεται εικών του Θεού και αλήθεια, όπως
το αναλύει ο Αθανάσιος στον «κατά Αρειανών». Αυτή περίπου είναι η
αντίληψη που υπόκειται ως βάση στον Μάξιμο τον Ομολογητή. Μια σχέση,
λοιπόν, προσωπική αγαπητική αποκαλύπτει την αλήθεια, κάνει γνωστό
ένα ον κατά τρόπον που δεν μπορεί κανείς να τον γνωρίσει
διαφορετικά.
Ο Θεός γνωρίζεται, λοιπόν,
βασικά από τον Υιό Του και γι’ αυτό είναι και ο Λόγος Του. Αλλά όχι
διότι είναι Λόγος με την έννοια την νοητική, του νου, όπως μετά και
ο Αυγουστίνος έκανε το λάθος και έπεσε σ’ αυτήν την μεγάλη παγίδα,
να δει το λόγο κυρίως με την έννοια του λογικού του Θεού, της
διανοίας του Θεού - ο Θεός έχει λόγο σημαίνει έχει διάνοια. Οι
Έλληνες Πατέρες το απέφυγαν αυτό. Δεν πρόκειται περί του Λόγου του
Θεού με τη διανοητική έννοια. Εγκαταλείπουμε οριστικά πλέον τον
Ωριγενισμό, τον Ευαγριανισμό, όλη αυτή την παράδοση που κάνει το νου
όργανο της γνώσεως. Αλλά είναι ένα πρόσωπο, το οποίο αγαπάται και
αγαπά και δια της σχέσεως αυτής της αγάπης γνωρίζει, ταυτίζει
οντολογικά τον άλλον. Και επομένως ο Θεός αιώνια γνωρίζεται, υπάρχει
μια αιώνια γνώση του Θεού. Δεν περιμένουμε να δημιουργηθεί ο κόσμος
για να γίνει γνωστός ο Θεός. Είναι γνωστός ο Θεός δια του Υιού Του
εν τω Υιώ Του και δια της αγάπης που υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο.
Θα δούμε τι γνωσιολογικές
συνέπειες έχει όλη αυτή η υπόθεση, όταν την αναλύσουμε περισσότερο.
Διότι, θα πρέπει να φύγουμε λίγο από τα πατερικά δεδομένα, να
κοιτάξουμε να την ερμηνεύσουμε. Εν πάση περιπτώσει τα δεδομένα τα
πατερικά είναι αυτά. Όταν φθάσουμε στον ΙΔ΄ αιώνα φυσικά, που
γίνεται όλη αυτή η συζήτηση με τον Άγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, έχουμε
πλέον την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουμε το νου εκ νέου στη
γνωσιολογία, διότι πλέον υπάρχει η παράδοση του Μαξίμου και δεν
κινδυνεύουμε να πέσουμε πάλι στον Ωριγενισμό. Όπως δεν πέφτει και ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον Ωριγενισμό, ακριβώς διότι ακολούθησε
την παράδοση του Μαξίμου. Οπότε ο νους δεν είναι πλέον αυτό το
διανοητικό όργανο που ήταν για τον Ωριγένη και για τον Ευάγριο. Αλλά
συνδυασμένος με την καρδιά είναι, μπορεί να γίνει, ένα όργανο
ενιαίο. Δηλαδή, με άλλα λόγια η καρδιά ουσιαστικά αποκτά νοητικές
ικανότητες, γνωρίζει η καρδιά αλλά και ο νους αγαπά για να γνωρίσει.
Δεν γνωρίζει ο νους. Αυτή η συνάντηση καρδιάς και νου, σε μια πιο
τεχνική γλώσσα η κάθοδος του νου στην καρδιά, είναι μα Γνωσιολογία,
η οποία μας φέρνει μακριά πλέον από τον Ωριγενισμό. Ποτέ όμως δεν
πρέπει να ερμηνευθεί χωρίς τα στοιχεία που εισήγαγε ο Μάξιμος και τα
οποία σας ανέφερα προηγουμένως. Ότι δηλ. ο κατ’ εξοχήν λόγος, ο
νους, η αγάπη του Θεού του ιδίου, με τον οποίο γνωρίζεται ο Θεός
αιώνια είναι ο Υιός και ότι εμείς δια του Υιού και εν τω Υιώ και
μόνο και όχι με ασκήσεις του νου και της καρδιάς, σαν να πρόκειται
για μια βουδιστική άσκηση, να νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τον Θεό. Δεν
μπορείς να γνωρίσεις τον Θεό έξω από τον Χριστό.
Και τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ακριβώς ότι η μόνη πραγματική αποκάλυψη, η γνώση του Θεού,
είναι αυτή που εδράζεται στην αγαπητική σχέση του Πατρός και του
Υιού. Ο Υιός είναι Λόγος του Θεού, Μονογενής Υιός με την έννοια ότι
είναι ο μοναδικά αγαπώμενος από τον Θεό και ο αιώνια αγαπώμενος. Και
Εκείνος σ’ αυτήν την αγαπητική σχέση αποκαλύπτει, γνωρίζει τον εαυτό
Του στον άλλο. Και εδώ τώρα γεννάται το ερώτημα της ερμηνείας όλων
αυτών των πραγμάτων. Πώς είναι δυνατόν μια αγαπητική σχέση να
αποτελεί γνώση, αποκάλυψη της ταυτότητος, ταύτιση ενός όντος;
Στο
περασμένο μάθημα εξετάσαμε τον τρόπο, με τον οποίο γνωρίζομε τα
αντικείμενα. Θυμάστε όμως πως είπαμε, ότι αυτό δεν μπορεί να
εφαρμοσθεί στη γνώση του Θεού, διότι η γνώση των αντικειμένων αυτών
προϋποθέτει, ορισμένες συνθήκες, οι οποίες αμέσως καταργούν την
έννοια του Θεού. Και είπαμε πάλι, ότι υπάρχει άλλος τρόπος
συνδεδεμένος με την εμπειρία μας πάντα. (Διότι αν δεν υπάρχει
σύνδεση με την εμπειρία μας, δεν μπορούμε να κάνουμε ερμηνεία. Είναι
εύκολο να σταματήσουμε στο τι είπαν οι Πατέρες. Αν επιχειρήσουμε
όμως να κάνουμε μία ερμηνεία αυτών, χρειαζόμαστε ένα κρίκο με την
εμπειρία δεν γίνεται αλλιώς. Γνώση χωρίς κάποια σύνδεση με την
εμπειρία δεν μπορεί να υπάρξει). Και ποια λοιπόν είναι η εμπειρία
της γνώσεως η οποία μπορούσε να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση του
Θεού, χωρίς να έχουμε τα προβλήματα, τα οποία είδαμε την άλλη φορά
εν σχέσει με τα αντικείμενα; Είναι ακριβώς αυτή που ονομάσαμε
«προσωπική σχέση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου