Βιβλικός κανόνας ή Κανόνας της Αγίας Γραφής, ονομάζεται το σύνολο των ιερών κειμένων ή βιβλίων, που ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός έχουν συλλέξει, ως θεόπνευστα και περιέχοντα Θεία Αποκάλυψη[1][2]. Ο όρος αυτός, αναφέρεται σε όλα τα βιβλία που περιέχονται στον Κανόνα, τα οποία ονομάζονται Κανονικά, ενώ, αντιθέτως, όσα έχουν γραφτεί κατ' απομίμηση των κανονικών και έχουν αποκλεισθεί από τον Κανόνα, ονομάζονται Απόκρυφα[3][4].
Ο όρος κανών
Η αρχαία ελληνική λέξη κανών δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που
χρησιμεύει για ευθυγράμμιση, το όργανο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη
ευθειών γραμμών (χάρακας) και μεταφορικά καθετί που χρησιμεύει ως
μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή. Έτσι, τα βιβλία του Κανόνα,
εφόσον πιστεύεται ότι περιέχουν τον αποκεκαλυμμένο θείο λόγο, αποτελούν
το μέτρο της πίστεως και της ζωής του θρησκεύοντος ανθρώπου και το
γνώμονα για την ευθυγράμμιση του θρησκευτικού του φρονήματος. Στην Καινή Διαθήκη αλλά και στην εκκλησιαστική γραμματεία του 3ου αιώνα, ο όρος κανών
δηλώνει την επίσημη παράδοση, διδασκαλία, κλπ., των χριστιανών, ενώ από
τον 4ο αιώνα ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και για τη δήλωση της Αγίας Γραφής, ως το μέτρο και κριτήριο της χριστιανικής πίστης και ζωής. Αργότερα η λέξη κανών πήρε τη σημασία της συλλογής, του καταλόγου των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Οι διάφοροι κανόνες
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ του κανόνα των Ιουδαίων και του κανόνα των
Χριστιανών αλλά και διαφορές μεταξύ των Χριστιανικών ομολογιών, όσον
αφορά τα βιβλία που ανταποκρίνονται στα πρότυπα της κανονικοποίησης. Τα
διαφορετικά κριτήρια και η διαδικασία κανονικοποίησης για καθεμία από
τις θρησκευτικές κοινότητες ορίζει το τι θεωρούν τα μέλη της κοινότητάς
τους ως Βίβλο τους. Κοινό στοιχείο του Βιβλικού Κανόνα όλων των
ομολογιών, είναι τα 27 βιβλία της Κ.Δ. αλλά και τα 39 βιβλία της Π.Δ., τα οποία από τον 2ο μ.Χ. αιώνα αναγνωρίζονται από τον Ιουδαϊσμό ως η Βίβλος, η αλλιώς Τανάκ (με τη σημαντική διαφορά ότι, από τους χριστιανούς μελετώνται με χριστολογικό πνεύμα[5]). Από εκεί και πέρα, ένα σύνολο βιβλίων (που μεταγενέστερα ονομάστηκαν δευτεροκανονικά), εξαρχής αποδεκτών από Ιουδαίους[6]
και Χριστιανούς, διατηρήθηκαν στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης των
Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, με αποτέλεσμα ο κανόνας που περιέχει τα
βιβλία αυτά να ονομάζεται ευρύς ή και αλεξανδρινός, ενώ ο κανόνας που, μετά από περίοδο αμφιταλαντεύσεως, τελικά δεν τα δέχτηκε[7], να ονομάζεται στενός ή ιουδαϊκός.
Ο κανόνας της Καινής Διαθήκης
Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης, περιλαμβάνει συνολικά 27 βιβλία:
Τα βιβλία αυτά, προήλθαν από διάφορες εποχές και από διαφόρους
συγγραφείς, με αρχικό σκοπό να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες της πρώτης
Εκκλησίας και χωρίς να κατέχουν ευθύς εξ αρχής την αυθεντία, την οποία
απέδωσε σ' αυτά αργότερα η αρχαία Εκκλησία[8].
Η συλλογή και η αναγνώριση τους ως ιερών κειμένων άρχισε από τα τέλη του 1ου αιώνα και ολοκληρώθηκε, με σημαντικές διακυμάνσεις στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, στα μέσα του 4ου (βλ. σχετικό πίνακα για τη διαμόρφωση του κανόνα της Κ.Δ.).
Το βασικό κριτήριο που οδήγησε την Εκκλησία στην επιλογή και την καθιέρωση των 27 βιβλίων του κανόνα της ΚΔ είναι η ομολογούμενη αποστολική προέλευση τους, κριτήριο που διαφοροποίησε ριζικά τα αποστολικά συγγράμματα από τα αιρετικά και τα Απόκρυφα. Σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την αποστολική προέλευση κάποιου από τα κείμενα αυτά, κύριο ρόλο για την αποδοχή του διαδραμάτισε η συμφωνία του περιεχομένου του με το αποστολικό και εκκλησιαστικό κήρυγμα, δηλ. με τον "κανόνα της πίστεως"[9].
Η μορφή και έκταση του κανόνα της ΚΔ που πλέον είναι οριστική καί αδιαμφισβήτητη, υπήρξε έργο τόσο επιφανών ορθοδόξων επισκόπων όσο και τοπικών και αργότερα Οικουμενικών Συνόδων[10].
- Τα τέσσερα Ευαγγέλια:
- Κατά Ματθαίον
- Κατά Μάρκον
- Κατά Λουκάν
- Κατά Ιωάννην
- τις Πράξεις των Αποστόλων
- δεκατέσσερις επιστολές του απ. Παύλου:
- προς Ρωμαίους
- Α' προς Κορινθίους
- Β' προς Κορινθίους
- προς Γαλατάς
- προς Εφεσίους
- προς Φιλιππησίους
- προς Κολοσσαείς
- Α' προς Θεσσαλονικείς
- Β' προς Θεσσαλονικείς
- Α' προς Τιμόθεον
- Β' προς Τιμόθεον
- προς Τίτον
- προς Φιλήμονα
- προς Εβραίους
- επτά "Καθολικές" επιστολές:
- Ιακώβου
- Α' Πέτρου
- Β' Πέτρου
- Α' Ιωάννου
- Β' Ιωάννου
- Γ' Ιωάννου
- Ιούδα
- την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Η συλλογή και η αναγνώριση τους ως ιερών κειμένων άρχισε από τα τέλη του 1ου αιώνα και ολοκληρώθηκε, με σημαντικές διακυμάνσεις στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, στα μέσα του 4ου (βλ. σχετικό πίνακα για τη διαμόρφωση του κανόνα της Κ.Δ.).
Το βασικό κριτήριο που οδήγησε την Εκκλησία στην επιλογή και την καθιέρωση των 27 βιβλίων του κανόνα της ΚΔ είναι η ομολογούμενη αποστολική προέλευση τους, κριτήριο που διαφοροποίησε ριζικά τα αποστολικά συγγράμματα από τα αιρετικά και τα Απόκρυφα. Σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την αποστολική προέλευση κάποιου από τα κείμενα αυτά, κύριο ρόλο για την αποδοχή του διαδραμάτισε η συμφωνία του περιεχομένου του με το αποστολικό και εκκλησιαστικό κήρυγμα, δηλ. με τον "κανόνα της πίστεως"[9].
Η μορφή και έκταση του κανόνα της ΚΔ που πλέον είναι οριστική καί αδιαμφισβήτητη, υπήρξε έργο τόσο επιφανών ορθοδόξων επισκόπων όσο και τοπικών και αργότερα Οικουμενικών Συνόδων[10].
Ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης
Ο Ιουδαϊκός κανόνας με τα βιβλία χωρισμένα σε 22 ή 24
Ο κανόνας αυτός ονομάζεται και παλαιστινιακός (παλαιστίνος) από τον τόπο προέλευσης του, την Παλαιστίνη. Πληροφορίες σχετικές με τον κανόνα αυτόν έχουμε από την Παλαιά Διαθήκη, από την Καινή Διαθήκη και τα συγγράμματα των πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, καθώς επίσης από τα έργα των ιουδαίων λογίων Φίλωνα και Ιωσήπου και από την αποκαλυπτική και ταλμουδική γραμματεία.Ο ιουδαϊκός ή παλαιστίνος κανόνας κλείνει για τον Ιουδαϊσμό σε άγνωστο χρόνο, ανάμεσα στο 100 π.Χ. και στο 100 μ.Χ., όμως σημαντικό ρόλο στο οριστικό κλείσμο του κανόνα, είχε η ραββινική σύνοδο της Ιάμνειας της Παλαιστίνης περίπου το 100 μ.Χ.[11].
Ο τελικός αριθμός βιβλίων ήταν τα 22 κανονικά βιβλία ή με άλλη αρίθμηση, 24, και επικρατεί έκτοτε μεταξύ των ιουδαίων. Διευκρινιστικά επισημαίνεται ότι, τα 22 κανονικά βιβλία "προκύπτουν από τη συναρίθμηση των 5 βιβλίων του Νόμου σε 1, των Κριτών και της Ρουθ σε 1, του Ιερεμία και των Θρήνων σε 1 και των 12 Μικρών προφητών σε 1. Τα ίδια βιβλία αναβιβάζει το Ταλμούδ σε 24, επειδή αριθμεί χωριστά το βιβλίο των Κριτών από εκείνο της Ρουθ και το βιβλίο του Ιερεμία από εκείνο των Θρήνων. Στην Εβραϊκή Βίβλο τέλος τα 22 ή 24 αυτά βιβλία ανέρχονται σε 39, αφού εκτός από τη χωριστή αρίθμηση Κριτών-Ρουθ και Ιερεμία-Θρήνων, αριθμούνται χωριστά επίσης τα 5 βιβλία του Νόμου και τα 12 των Μικρών προφητών"[12].
Το κλείσιμο αυτό του κανόνα που άφησε έξω τα υπόλοιπα βιβλία της μετάφρασης των εβδομήκοντα (τα δευτεροκανονικά πλέον, για τους χριστιανούς), ήταν μια νίκη του ραββινικού ιουδαϊσμού, έναντι των χριστιανών, που οδήγησε και τον ελληνιστικό ιουδαϊσμό στην εγκατάλειψή τους[13].
Τα βιβλία που τελικά περιέλαβαν οι ιουδαίοι στον κανόνα τους είναι τα έξης:
- 01. Πεντάτευχος
- 02. Ιησούς
- 03. Κριτές
- 04. και 05. Α' και Β' Σαμουήλ
- 06. και 07. Α' και Β' Βασιλέων
- 08. Ησαΐας
- 09. Ιερεμίας
- 10. Ιεζεκιήλ
- 11. Δωδεκαπρόφητο
- 12. Ρουθ
- 13. Ψαλμοί
- 14. Ιώβ
- 15. Παροιμίες
- 16. Εκκλησιαστής
- 17. Άσμα
- 18. Θρήνοι
- 19. Δανιήλ
- 20. Εσθήρ
- 21. Έσδρας
- 22. Νεεμίας
- 23 & 24. Α' και Β' Χρονικά
Ο Ιουδαϊκός κανόνας με τα βιβλία χωρισμένα σε 39
Στις νεώτερες έντυπες εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου, τα βιβλία έχουν διαφορετική αρίθμηση και αναλύονται περαιτέρω σε 39 (αυτό τον αριθμό βιβλίων υιοθέτησαν οριστικά οι Προτεστάντες τον 17ο αιώνα[14]), ενώ παρουσιάζουν την παρακάτω τριμερή διαίρεση (ήδη γνωστή από τα μέσα περίπου του 2ου αι. π.Χ.):- Μέρος 1ο = Νόμος (Torah)
- Η Πεντάτευχος χωρίζεται σε 5 βιβλία:
-
- 01. Στην αρχή
- 02. Και αυτά τα ονόματα
- 03. Και εκάλεσε
- 04. Και είπε
- 05. Αυτοί οι λόγοι
- Μέρος 2ο = Προφήτες (Nebi'im)
- Προγενέστεροι
-
- 06. Ιησούς
- 07. Κριταί
- 08. Σαμουήλ A'
- 09. Σαμουήλ Β'
- 10. Βασιλείς A'
- 11. Βασιλείς Β'
- Μεταγενέστεροι
-
- 12. Ησαΐας
- 13. Ιερεμίας
- 14. Ιεζεκιήλ
- 15. Ωσηέ
- 16. Ιωήλ
- 17. Αμώς
- 18. Οβδιού
- 19. Ιωνάς
- 20. Μιχαίας
- 21. Ναούμ
- 22. Αβακκούμ
- 23. Σοφονίας
- 24. Αγγαίος
- 25. Ζαχαρίας
- 26. Μαλαχίας
- Μέρος 3ο = Αγιόγραφα (Kethubim)
-
- 27. Ψαλμοί
- 28. Ιώβ
- 29. Παροιμίαι
- 30. Ρουθ
- 31. Άσμα Ασμάτων
- 32. Εκκλησιαστής
- 33. Θρήνοι
- 34. Εσθήρ
- 35. Δανιήλ
- 36. Έσδρας (Β)
- 37. Νεεμίας
- 38. Χρονικά Α'
- 39. Χρονικά Β'
Τα Αγιόγραφα αποτελούνται από έναν αριθμό ανεξάρτητων βιβλίων, που αντιπροσωπεύουν μια ποικιλία φιλολογικών ειδών (λυρική ποίηση, γνωμικός λόγος, αφήγηση, ιστορία, αποκάλυψη) με διάφορα θρησκευτικά ενδιαφέροντα (λατρεία, σοφία, θεοδικία, ηθικολογία, παρηγοριά κλπ.).
Ο Ελληνικός ή Αλεξανδρινός Κανόνας
Ο κανόνας αυτός ονομάζεται «ελληνικός» από τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένος και «αλεξανδρινός» από τον τόπο προέλευσης του. Η ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο') σημείωσε την εμφάνιση του κανόνα αυτού, η οποία μεταφράστηκε με βάση το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης στην Αλεξάνδρεια για να καλύψει τις θρησκευτικές ανάγκες των ελληνιστών Ιουδαίων. Η μετάφραση αυτή συνθέτει τον ομώνυμο "κανόνα των Ο'", που δεν είναι άλλος από τον ελληνικό ή αλεξανδρινό. Περιλαμβάνει δέκα επιπρόσθετα βιβλία, πέρα από εκείνα του Ιουδαϊκού Κανόνα τα οποία θεωρούσε ως κανονικά και ο ελληνιστικός ιουδαϊσμός, όμως, και εξαιτίας της χρήσης τους από τους χριστιανούς, αργότερα τα εγκατέλειψε[15]. Συνολικά ο Αλεξανδρινός κανόνας περιλαμβάνει 49 βιβλία, 39 πρωτοκανονικά, που είναι αυτά ακριβώς του ιουδαϊκού ή παλαιστίνου κανόνα, και 10 δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, όπως χαρακτηρίζονται. Λόγω της αριθμητικής αυτής υπεροχής τω 10 βιβλίων, είναι γνωστός και ως ευρύτερος κανόνας, σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό που ονομάζεται στενός.Ο ελληνικός ή αλεξανδρινός κανόνας είναι κι αυτός τριμερής και οι τρεις συλλογές βιβλίων, κατανέμονται με βάση το φιλολογικό χαρακτήρα και το περιεχόμενο τους:
- Μέρος 1ο = Ιστορικά (βιβλία 23)
-
- 01. Γένεσις
- 02. Έξοδος
- 03. Λευιτικόν
- 04. Αριθμοί
- 05. Δευτερονόμιον
- 06. Ιησούς του Ναυή
- 07. Κριταί
- 08. Ρουθ
- 09. Α' Βασιλειών
- 10. Β' Βασιλειών
- 11. Γ' Βασιλειών
- 12. Δ' Βασιλειών
- 13. Α' Παραλειπομένων
- 14. Β' Παραλειπομένων
- 15. Α' Έσδρας
- 16. Β' Έσδρας
- 17. Νεεμίας
- 18. Τωβίτ
- 19. Ιουδίθ
- 20. Εσθήρ
- 21. Α' Μακκαβαίων
- 22. Β' Μακκαβαίων
- 23. Γ' Μακκαβαίων
- Μέρος 2ο = Ποιητικά - Διδακτικά (βιβλία 7)
-
- 24. Ψαλμοί
- 25. Παροιμίαι
- 26. Ιώβ
- 27. Εκκλησιαστής
- 28. Άσμα Ασμάτων
- 29. Σοφία Σολομώντος
- 30. Σοφία Σειράχ
- Μέρος 3ο = Προφητικά (βιβλία 19)
- Μικροί προφήτες
-
- 31. Ωσηέ
- 32. Αμώς
- 33. Μιχαίας
- 34. Ιωήλ
- 35. Οβδιού
- 36. Ιωνάς
- 37. Ναούμ
- 38. Αββακούμ
- 39. Σοφονίας
- 40. Αγγαίος
- 41. Ζαχαρίας
- 42. Μαλαχίας
- Μεγάλοι προφήτες
-
- 43. Ησαΐας
- 44. Ιερεμίας
- 45. Βαρούχ
- 46. Θρήνοι
- 47. Επιστολή Ιερεμίου
- 48. Ιεζεκιήλ
- 49. Δανιήλ
Τα "δευτεροκανονικά"
Τα 10 βιβλία του ελληνικού ή αλεξανδρινού κανόνα που ονομάζονται Δευτεροκανονικά (ή Αναγιγνωσκόμενα) είναι τα ακόλουθα:- Ιστορικά
-
- 01. Α' Έσδρας
- 02. Τωβίτ
- 03. Ιουδίθ
- 04. Α' Μακκαβαίων
- 05. Β' Μακκαβαίων (γραμμένο εξ αρχής στα ελληνικά)
- 06. Γ' Μακκαβαίων (γραμμένο εξ αρχής στα ελληνικά)
- Ποιητικά - Διδακτικά
-
- 07. Σοφία Σολομώντος (γραμμένο εξ αρχής στα ελληνικά)
- 08. Σοφία Σειράχ
- προφητικά
-
- 09. Βαρούχ
- 10. Επιστολή Ιερεμίου
Πρώτος ο Ρωμαιοκαθολικός "Σήξτος ο εκ Σιένης (θ. 1596)" και μετά από αυτόν "φιλελεύθεροι τίνες θεολόγοι"[16] αναφέρθηκαν στους όρους πρωτοκανονικά και δευτεροκανονικά, σαν τα δεύτερα να είναι μικρότερης αξίας από τα πρώτα. Όμως, με εξαίρεση τους Προτεστάντες που τα απέρριψαν, αποδεχόμενοι τον κλειστό, ιουδαϊκό κανόνα, και οι Ρωμαιοκαθολικοί, θεωρούν όλα τα βιβλία κανονικά και θεόπνευστα[17][18].
Ο Κανόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Η Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 27 βιβλία της Καινής και 49 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η διαφοροποίηση που υπάρχει από τον ιουδαϊκό κανόνα, αφορά σε 10 βιβλία, τα ονομαζόμενα και δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα. Με τον τίτλο αυτό, "καλούνται εν τη Ορθοδόξω εκκλησία" τα απουσιάζοντα μεν από τον Παλαιστίνο κανόνα, περιλαμβανόμενα όμως στον Αλεξανδρινό, "κανονικά βιβλία και τεμάχια" της Παλαιάς Διαθήκης[19].
Τα βιβλία αυτά προέρχονται από τη μεταξύ 2ου και 1ου αι. π.Χ. χρονική περίοδο και ανήκουν σε διάφορα γραμματολογικά είδη, όπως ιστοριογραφία, διηγηματογραφία, επιστολογραφία, ποίηση και σοφιολογία. Ως προς τη θέση και την αξία που είχαν αρχικά τα Δευτεροκανονικά βιβλία, ακόμη και στη συνείδηση των Ιουδαίων πιστών, μαρτυρούν κυρίως το Ταλμούδ στην παλαιστινή ιουδαϊκή παράδοση και η Μετάφραση των Εβδομήκοντα στην αντίστοιχη ελληνιστική. Η χρήση από το Ταλμούδ του περιεχομένου τους για διδακτικούς σκοπούς, ο υπομνηματισμός τους και η ανάγνωση ορισμένων εξ αυτών σε ιουδαϊκές εορτές δείχνουν τη μεγάλη εκτίμηση των ραββίνων προς αυτά. Ανάλογη εκτίμηση και σεβασμό απελάμβανε από τους ελληνιστές ιουδαίους και η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία, αν και τα εμπεριείχε, "θεωρούνταν απ' αυτούς ισόκυρη με το εβραϊκό της πρωτότυπο"[20]. Εντούτοις, τελικά, "ο επίσημος Ιουδαϊσμός δεν τα έκανε αποδεκτά ως κανονικά, επικαλούμενος τη διακοπή της προφητείας μετά τον τελευταίο προφήτη, το Μαλαχία"[21], αλλά και λόγω της χριστολογικής τους χρήσης από τους Χριστιανούς[22].
Όπως είδαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέλαβε ως χριστιανικό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης όχι τον ιουδαϊκό του 3ου και 4ου π.Χ. αιώνα, που περιελάμβανε μόνο 22 βιβλία (τα οποία, όπως ειπώθηκε, με διαφορετικό χωρισμό αριθμούνται και ως 24 ή 39), αλλ' εκείνο των ημερών του Χριστού και των Αποστόλων, ο οποίος περιελάμβανε εκτός των 22, των πρωτοκανονικών, και όλα τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα[23]. Για τους Ορθοδόξους, η πίστη στην ισοτιμία πρωτοκανονικών και δευτεροκανονικών τεκμηριώνεται καταρχάς από την χρήση που αδιακρίτως έκανε ο Ιησούς και οι Απόστολοι, του εβραϊκού κειμένου και της μεταφράσεως των εβδομήκοντα[24]. Κατά δεύτερον, το ίδιο επιβεβαιώνει η παράθεση χωρίων από τους Αποστολικούς Πατέρες, τους Απολογητές και άλλους συγγραφείς, "ανενδοιάστως και αδιακρίτως...εκ των δευτεροκανονικών", τα οποία μάλιστα ονομάζουν "Γραφάς", "Θείας Γραφάς", "Λόγια του Θεού" ή του "Αγ. Πνεύματος"[25]. Επιπλέον, τη σειρά αυτή των πατέρων, που χρησιμοποίησαν ως κανονικά τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, συνεχίζουν τον 4ο και 5ο αιώνα, "Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Νύσσης, Χρυσόστομος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητος ο Κύρου, Πολυχρόνιος, Θεόδωρος ο Ηράκλειας, Εφραίμ ο Σύρος, Λακτάντιος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος", ενώ ελάχιστοι διαταράσσουν την "αρμονίαν ταύτην"[26]. Οι όποιες διαφωνίες εκδηλώθηκαν στο θέμα προτίμησης του στενού (ιουδαϊκού) ή του ευρύτερου (αλεξανδρινού) κανόνα, είχαν χαρακτήρα μάλλον θεωρητικό και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πίεσης που δέχτηκε η χριστιανική εκκλησία, μετά το οριστικό κλείσιμο του ιουδαϊκού κανόνα (τέλη 100 ή αρχές 200 μ.Χ.) ο οποίος απέρριψε τελικά όλα τα δευτεροκανονικά κείμενα[27].
Κατά συνέπεια, προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η ονομασία δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, δεν "αφορά στη θεοπνευστία και το κανονικό κύρος τους άλλα απλώς στο περιεχόμενό τους. Αφού με τα κανονιζόμενα η Εκκλησία ευαγγελίζεται το μήνυμα της καινής κτίσεως δια του Χριστού, ενώ με τα αναγινωσκόμενα καλλιεργεί την ευσέβεια για την αποδοχή του μηνύματος αυτού"[28]. Η αδιαίρετη χριστιανική Εκκλησία, κάνοντας χρήση και των δευτεροκανονικών, εξέφραζε τη πίστη της στην ισοτιμία τους με τα πρωτοκανονικά. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στη Μετάφραση των Ο' τα βιβλία αυτά δεν επέχουν θέση παραρτήματος, ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση ότι βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, αλλά τοποθετούνται αδιακρίτως μεταξύ των πρωτοκανονικών. Και τούτο διότι, ως ισότιμα και ισόκυρα με τα πρωτοκανονικά, των οποίων τις θείες αλήθειες συμπληρώνουν, περιλαμβάνονται, όπως και εκείνα, στις πηγές της θεολογίας της Π. Διαθήκης[29].
Εκτός από τις συνοδικές επικυρώσεις που έγιναν πριν από το Σχίσμα του 1054 (βλ. και λήμμα Αγία Γραφή για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις συνοδικές επικυρώσεις του κανόνα), στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι αποφάσεις των τοπικών συνόδων Κων/πόλεως (1638), Ιασίου (1652), Ιεροσολύμων (1672) και Κων/πόλεως (1672) επιβεβαίωσαν την παραδοχή των δευτεροκανονικών ως ισόκυρων με τα λεγόμενα πρωτοκανονικά[30].
Τα βιβλία αυτά προέρχονται από τη μεταξύ 2ου και 1ου αι. π.Χ. χρονική περίοδο και ανήκουν σε διάφορα γραμματολογικά είδη, όπως ιστοριογραφία, διηγηματογραφία, επιστολογραφία, ποίηση και σοφιολογία. Ως προς τη θέση και την αξία που είχαν αρχικά τα Δευτεροκανονικά βιβλία, ακόμη και στη συνείδηση των Ιουδαίων πιστών, μαρτυρούν κυρίως το Ταλμούδ στην παλαιστινή ιουδαϊκή παράδοση και η Μετάφραση των Εβδομήκοντα στην αντίστοιχη ελληνιστική. Η χρήση από το Ταλμούδ του περιεχομένου τους για διδακτικούς σκοπούς, ο υπομνηματισμός τους και η ανάγνωση ορισμένων εξ αυτών σε ιουδαϊκές εορτές δείχνουν τη μεγάλη εκτίμηση των ραββίνων προς αυτά. Ανάλογη εκτίμηση και σεβασμό απελάμβανε από τους ελληνιστές ιουδαίους και η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία, αν και τα εμπεριείχε, "θεωρούνταν απ' αυτούς ισόκυρη με το εβραϊκό της πρωτότυπο"[20]. Εντούτοις, τελικά, "ο επίσημος Ιουδαϊσμός δεν τα έκανε αποδεκτά ως κανονικά, επικαλούμενος τη διακοπή της προφητείας μετά τον τελευταίο προφήτη, το Μαλαχία"[21], αλλά και λόγω της χριστολογικής τους χρήσης από τους Χριστιανούς[22].
Όπως είδαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέλαβε ως χριστιανικό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης όχι τον ιουδαϊκό του 3ου και 4ου π.Χ. αιώνα, που περιελάμβανε μόνο 22 βιβλία (τα οποία, όπως ειπώθηκε, με διαφορετικό χωρισμό αριθμούνται και ως 24 ή 39), αλλ' εκείνο των ημερών του Χριστού και των Αποστόλων, ο οποίος περιελάμβανε εκτός των 22, των πρωτοκανονικών, και όλα τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα[23]. Για τους Ορθοδόξους, η πίστη στην ισοτιμία πρωτοκανονικών και δευτεροκανονικών τεκμηριώνεται καταρχάς από την χρήση που αδιακρίτως έκανε ο Ιησούς και οι Απόστολοι, του εβραϊκού κειμένου και της μεταφράσεως των εβδομήκοντα[24]. Κατά δεύτερον, το ίδιο επιβεβαιώνει η παράθεση χωρίων από τους Αποστολικούς Πατέρες, τους Απολογητές και άλλους συγγραφείς, "ανενδοιάστως και αδιακρίτως...εκ των δευτεροκανονικών", τα οποία μάλιστα ονομάζουν "Γραφάς", "Θείας Γραφάς", "Λόγια του Θεού" ή του "Αγ. Πνεύματος"[25]. Επιπλέον, τη σειρά αυτή των πατέρων, που χρησιμοποίησαν ως κανονικά τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, συνεχίζουν τον 4ο και 5ο αιώνα, "Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Νύσσης, Χρυσόστομος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητος ο Κύρου, Πολυχρόνιος, Θεόδωρος ο Ηράκλειας, Εφραίμ ο Σύρος, Λακτάντιος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος", ενώ ελάχιστοι διαταράσσουν την "αρμονίαν ταύτην"[26]. Οι όποιες διαφωνίες εκδηλώθηκαν στο θέμα προτίμησης του στενού (ιουδαϊκού) ή του ευρύτερου (αλεξανδρινού) κανόνα, είχαν χαρακτήρα μάλλον θεωρητικό και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πίεσης που δέχτηκε η χριστιανική εκκλησία, μετά το οριστικό κλείσιμο του ιουδαϊκού κανόνα (τέλη 100 ή αρχές 200 μ.Χ.) ο οποίος απέρριψε τελικά όλα τα δευτεροκανονικά κείμενα[27].
Κατά συνέπεια, προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η ονομασία δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, δεν "αφορά στη θεοπνευστία και το κανονικό κύρος τους άλλα απλώς στο περιεχόμενό τους. Αφού με τα κανονιζόμενα η Εκκλησία ευαγγελίζεται το μήνυμα της καινής κτίσεως δια του Χριστού, ενώ με τα αναγινωσκόμενα καλλιεργεί την ευσέβεια για την αποδοχή του μηνύματος αυτού"[28]. Η αδιαίρετη χριστιανική Εκκλησία, κάνοντας χρήση και των δευτεροκανονικών, εξέφραζε τη πίστη της στην ισοτιμία τους με τα πρωτοκανονικά. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στη Μετάφραση των Ο' τα βιβλία αυτά δεν επέχουν θέση παραρτήματος, ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση ότι βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, αλλά τοποθετούνται αδιακρίτως μεταξύ των πρωτοκανονικών. Και τούτο διότι, ως ισότιμα και ισόκυρα με τα πρωτοκανονικά, των οποίων τις θείες αλήθειες συμπληρώνουν, περιλαμβάνονται, όπως και εκείνα, στις πηγές της θεολογίας της Π. Διαθήκης[29].
Εκτός από τις συνοδικές επικυρώσεις που έγιναν πριν από το Σχίσμα του 1054 (βλ. και λήμμα Αγία Γραφή για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις συνοδικές επικυρώσεις του κανόνα), στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι αποφάσεις των τοπικών συνόδων Κων/πόλεως (1638), Ιασίου (1652), Ιεροσολύμων (1672) και Κων/πόλεως (1672) επιβεβαίωσαν την παραδοχή των δευτεροκανονικών ως ισόκυρων με τα λεγόμενα πρωτοκανονικά[30].
Ο Κανόνας στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 27 βιβλία της Καινής και 46 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Οριστική διευθέτηση της εκκρεμότητας που αφορούσε τα δευτεροκανονικά
βιβλία και τεμάχια, επιτυγχάνεται στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-63), η
οποία το 1546 αναγνώρισε επίσημα τον ευρύτερο κανόνα, την κανονικότητα
δηλαδή πρωτοκανονικών και δευτεροκανονικών βιβλίων (εκτός από τα Α'
Έσδρας και Γ' Μακκαβαίων). Με τη σύνοδο του Βατικανού (1869-70), η οποία
επικυρώνει το προηγούμενο θέσπισμα, αίρει τις τυχόν επιφυλάξεις και
αμφιβολίες και λύνει το πρόβλημα του κανόνα της Π. Διαθήκης για τους Ρωμαιοκαθολικούς[31].
Ο Κανόνας των Προτεσταντών (Διαμαρτυρομένων)
Οι Προτεσταντικές
ομολογίες, περιλαμβάνουν στον κανόνα τους 27 βιβλία της Καινής και 39
βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Διαμαρτυρόμενοι στο ζήτημα του κανόνα
της Π. Διαθήκης, διαχώρισαν τη θέση τους από την αρχαία παράδοση της χριστιανικής εκκλησίας. Βασιζόμενοι στη θεμελιώδη αρχή τους, ότι η Αγία Γραφή υπερέχει της Ιεράς Παραδόσεως και επομένως δε θεωρείται ισάξιά της πηγή του Χριστιανισμού, αναγνώρισαν το εβραϊκό κείμενο
ως το μόνο αυθεντικό. Έτσι υιοθέτησαν το στενό ιουδαϊκό κανόνα και
απέκλεισαν τα δευτεροκανονικά βιβλία του ευρύτερου ελληνικού ως απόκρυφα. Αρχικά, θεωρούσαν τα δευτεροκανονικά απλώς ως "βιβλία ουχί μεν προς την αγίαν Γραφήν ισότιμα, αλλ' όμως ωφέλιμα και αγαθά εις ανάγνωσιν", αργότερα όμως, περί τα μέσα του 17ου αιώνα, η αντίδραση ορισμένων αυστηρών προτεσταντικών κύκλων (όπως των
καλβινιστών κ.ά.) οδήγησε στην καταπολέμηση και τον αποκλεισμό τους από τις εκδόσεις της Βίβλου[32].
Υποσημειώσεις
- ↑ "Κανών της Αγίας Γραφής", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 7, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 321.
- ↑ Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 537.
- ↑ Θ.Η.Ε., ό.π..
- ↑ "Απόκρυφα", e-δομή (Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
- ↑ Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 72.
- ↑ "Kαταχρηστική τυγχάνει...η διάκρισις μεταξύ «Παλαιστίνου» και «Αλεξανδρινού» κανόνος...καθ' όσον τα εν Αλεξάνδρεια ως θεόπνευστα τιμώμενα, βιβλία ετιμώντο ως τοιαύτα και εν Παλαιστίνη" (Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π. Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936), σελ. 497, υποσημ. #2).
- ↑ Για τον ιουδαϊσμό, τα λεγόμενα δευτεροκανονικά, αποτέλεσαν αιτία μακροχρόνιας αμφιταλαντεύσεως για την είδοσο τους ή όχι στον κανόνα: "Κατά την αμφιταλάντευσιν ταύτην εν μεν τη Παλαιστίνη η πλάστιγξ έκλινε προς το σύνολον των πρωτοκανονικών, συμπεριλαμβανομένης και της Σοφ. Σειρ. εκ των δευτεροκανονικών, χωρίς να καταφρονώνται τα λοιπά, εν δε τη Αιγύπτω και τη Διασπορά καθόλου έκλινε προς το σύνολον πρωτοκανονικών τε και δευτεροκανονικών, όθεν εξηγείται κυρίως και η εις την μετάφρασιν των Ο' συμπερίληψις και των τελευταίων τούτων" (Μπρατσιώτης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 497).
- ↑ Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 22.
- ↑ Παναγόπουλος, ό.π., σελ. 31.
- ↑ Παναγόπουλος, ό.π..
- ↑ Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 546.
- ↑ Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2006, σελ. 116.
- ↑ Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 549.
- ↑ Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη - Α' Γενική εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 94.
- ↑ Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 549.
- ↑ Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 559.
- ↑ Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 558-559.
- ↑ Μπρατσιώτης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 497-498, υποσημ. #2.
- ↑ Αθανασίου Π. Χαστούπη, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εν Αθήναις 1986, σελ. 434.
- ↑ Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2006, σελ. 126-127.
- ↑ Καλαντζάκης, ό.π., σελ. 111.
- ↑ Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 549.
- ↑ Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Σύντομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι 1994, σελ. 198.
- ↑ Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Τα Δευτεροκανονικά Τεμάχια του Βιβλίου του Δανιήλ, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1985, σελ. 22. Βλ. στο ίδιο και λεπτομερή πίνακα εδαφίων, στις σελ. 23-32.
- ↑ Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 33-34. Βλ. στο ίδιο και λεπτομερή πίνακα εδαφίων, στις σελ. 34-42.
- ↑ Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 43-44. Βλ. στο ίδιο και λεπτομερή πίνακα εδαφίων, στις σελ. 45-47.
- ↑ Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη - Α' Γενική εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 90-91.
- ↑ Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., Θεσ/νίκη 2006, σελ. 126.
- ↑ Καλαντζάκης, στο ίδιο, σελ. 125-126.
- ↑ Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 92.
- ↑ Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 93.
- ↑ Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 94.
Καινή Διαθήκη (27 βιβλία) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
Παλαιά Διαθήκη (49 βιβλία) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
Βλέπε επίσης
Βιβλιογραφία
- Αγουρίδης Σάββας, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991 (c1971)
- Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α'+Β', Αθήνα 2005
- Δεσπότης Σ. Σωτήριος, Ο Κώδικας των Ευαγγελίων, Άθως, Αθήνα 2007
- Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998 (c1983)
- Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994
- Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006
- Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π. Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936)
- Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Σύντομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι 1994
- Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου