Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ

 ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ

Παροιμίαι
Οι Παροιμίαι (ή Παροιμίαι Σολομώντος) είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον ιουδαϊκό κανόνα συναριθμείται με τον τίτλο Παροιμίαι Σολομώντος μεταξύ των βιβλίων που ονομάζονται «Αγιόγραφα», ενώ στον αντίστοιχο ελληνικό κανόνα εντάσσεται στη συλλογή των Ποιητικών ή Διδακτικών βιβλίων.
 
Το βιβλίο οφείλει τον τίτλο του στο περιεχόμενο του, που συνιστά μια συλλογή συμβουλών, παραινέσεων και γνωμικών που αφορούν στην ηθική οικοδομή του ανθρώπου.
Οι "παροιμίες" συνιστούν συνήθως σύντομες φράσεις στις οποίες αποτυπώνεται η ατομική ή συλλογική εμπειρία από την αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων της καθημερινής ζωής και οι οποίες μεταδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά με σκοπό να προσφέρουν στους ανθρώπους συμβουλές για την επίτευξη της ευτυχίας και της ευημερίας. Αυτό το είδος της σοφίας καλλιεργήθηκε και στον Ισραήλ και εμπλουτίστηκε με θρησκευτικές ιδέες. Ως πρώτος και σπουδαιότερος σοφός αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο βασιλιάς Σολομών, στον οποίο αποδίδονται πολλά σοφιολογικά έργα. Αργότερα και αλλά πρόσωπα ασχολήθηκαν με τη συλλογή και καταγραφή παροιμιών.
Παρ' όλο που το βιβλίο έχει το χαρακτήρα ηθικού εγχειριδίου, βασική ιδέα του έργου είναι ή αρχή ότι η επιτυχία στη ζωή δεν εξαρτάται μόνον από την ανθρώπινη εξυπνάδα, αλλά προϋποθέτει πρώτα και κύρια την αναγνώριση του Θεού και την τήρηση των εντολών του. Συχνά επίσης η σοφία παριστάνεται ως πρόσωπο που ζει κοντά στο Θεό και δια της οποίας ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο.
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Συλλογή παροιμιών του Σολομώντα για τη ζωή και τη διαγωγή.
Παρ. 18,1          Προφάσεις ζητεῖ ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται.
Παρ. 18,1                  Προφάσεις ζητεί εκείνος, ο οποίος θέλει και επιδιώκει να χωρισθή από τους φίλους του. Αυτός όμως θα είναι πάντοτε άξιος κατακρίσεως και χλευασμού.
Παρ. 18,2          οὐ χρείαν ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ ἄγεται ἀφροσύνῃ.
Παρ. 18,2                 Ο ασύνετος και άμυαλος άνθρωπος, σκοτισμένος από τον εγωϊσμόν του, δεν αισθάνεται την ανάγκην να συμβουλευθή σοφούς. Δι' αυτό και σύρεται τήδε κακείσε από την αμυαλωσύνην του.
Παρ. 18,3          ὅταν ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ, ἐπέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία καὶ ὄνειδος.
Παρ. 18,3                  Οταν ο ασεβής και χωρίς φόβον Θεού άνθρωπος πάρη τον κατήφορον και ολισθήση εις βάθος κακών, αναίσχυντος πλέον και πωρωμένος καταφρονεί τους πάντας. Δια τούτο επέρχεται εναντίον του ο εξευτελισμός και η καταισχύνη.
Παρ. 18,4          ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς.
Παρ. 18,4                 Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδίαν του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητον ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχήν του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του.
Παρ. 18,5          θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον ἐν κρίσει.
Παρ. 18,5                  Το να θαυμάζη κανείς το πρόσωπον και την ζωήν του ασεβούς δεν είναι ορθόν· ούτε δε και είναι πρέπον και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού να διαστρέφη κανείς το δίκαιον κατά την ώραν της δίκης.
Παρ. 18,6          χείλη ἄφρονος ἄγουσιν αὐτὸν εἰς κακά, τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ τὸ θρασὺ θάνατον ἐπικαλεῖται.
Παρ. 18,6                 Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του ασύνετου, τον οδηγούν εις πειρασμούς και καταστροφάς. Το δε θρασύ του στόμα με τα προκλητικά του λόγια είναι, σαν να προκαλή εναντίον του τον θάνατον.
Παρ. 18,7          στόμα ἄφρονος συντριβὴ αὐτῷ, τὰ δὲ χείλη αὐτοῦ παγὶς τῇ ψυχῇ αὐτοῦ.
Παρ. 18,7                  Το στόμα του άφρονος είναι η καταστροφή του και τα λόγια των χειλέων του είναι παγίς, όπου συλλαμβάνεται και καταστρέφεται η ζωή του.
Παρ. 18,8          ὀκνηροὺς καταβάλλει φόβος, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν.
Παρ. 18,8                 Οι οκνηροί και απρόθυμοι εις την εργασίαν καταβάλλονται από φόβον, οι δε θηλυπρεπείς και μαλθακοί θα πεινάσουν.
Παρ. 18,9          ὁ μὴ ἰώμενος ἑαυτὸν ἐν τοῖς ἔργοις αὑτοῦ ἀδελφός ἐστι τοῦ λυμαινομένου ἑαυτόν.
Παρ. 18,9                 Εκείνος ο οποίος δεν καταπολεμεί την οκνηρίαν και δεν προσπαθεί να εξυπηρετήση τον εαυτόν του με την εργατικότητά του, αυτός είναι όμοιος με εκείνον, που οδηγεί τον εαυτόν του στον όλεθρον.
Παρ. 18,10         ἐκ μεγαλωσύνης ἰσχύος ὄνομα Κυρίου, αὐτῷ δὲ προσδραμόντες δίκαιοι ὑψοῦνται.
Παρ. 18,10                Το όνομα του Κυρίου είναι όνομα μεγαλοπρεπείας και παντοδυναμίας. Εις αυτό όταν καταφεύγουν οι δίκαιοι, υψώνονται και δοξάζοναι.
Παρ. 18,11         ὕπαρξις πλουσίου ἀνδρὸς πόλις ὀχυρά, ἡ δὲ δόξα αὐτῆς μέγα ἐπισκιάζει.
Παρ. 18,11                Η περιουσία του ευσεβούς πλουσίου είναι ασφαλής, όπως η οχυρά πόλις· η δόξα δε αυτής τον επισκιάζει και τον επαναπαύει.
Παρ. 18,12         πρὸ συντριβῆς ὑψοῦται καρδία ἀνδρός, καὶ πρὸ δόξης ταπεινοῦται.
Παρ. 18,12                Η υψηλοφροσύνη της καρδίας προηγείται από την συντριβήν του αλαζόνος, όπως και η ταπεινοφροσύνη προηγείται από την δόξαν του ταπεινού.
Παρ. 18,13         ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι, ἀφροσύνη αὐτῷ ἐστι καὶ ὄνειδος.
Παρ. 18,13                Εκείνος ο οποίος δίδει απάντησιν, πριν ακούση τι του λέγουν, είναι ασύνετος και εντροπιάζεται.
Παρ. 18,14         θυμὸν ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος, ὀλιγόψυχον δὲ ἄνδρα τίς ὑποίσει;
Παρ. 18,14                Τον θυμόν ενός οργισμένου κυρίου ημπορεί να καταπραΰνη και διαλύση ένας συνετός υπηρέτής. Τον μικρόψυχον όμως και λεπτολόγον άνθρωπον ποιός ημπορεί να τον υποφέρη;
Παρ. 18,15         καρδία φρονίμου κτᾶται αἴσθησιν, ὦτα δὲ σοφῶν ζητεῖ ἔννοιαν.
Παρ. 18,15                Ο νους και η καρδιά του συνετού ανθρώπου ζητεί και αποκτά συνεχώς την αληθινήν γνώσιν. Τα αυτιά δε των σοφών ευχαριστούνται να ακούουν υψηλάς εννοίας.
Παρ. 18,16         δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτὸν καὶ παρὰ δυνάσταις καθιζάνει αὐτόν.
Παρ. 18,16                Το δώρον, που με αγάπην και φιλίαν προσφέρει κανείς, ανοίγει εμπρός του πλατείς τους δρόμους της προόδου και επιτυχίας, και τον βάζει να καθήση κοντά εις άρχοντας και επισήμους.
Παρ. 18,17         δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ, ὡς δ᾿ ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀντίδικος ἐλέγχεται.
Παρ. 18,17                Ο δίκαιος, όταν παρασυρθή εις κάποιαν αδικίαν, πρώτος θα κατηγορήση τον εαυτόν του ενώπιον του δικαστηρίου, διότι εάν τον προλάβη ο κατήγορός του και τον ελέγξη, η θέσις του θα επιβαρυνθή.
Παρ. 18,18         ἀντιλογίας παύει σιγηρός, ἐν δὲ δυναστείαις ὁρίζει.
Παρ. 18,18                Η άφωνος κλήρωσις καταπαύει αντιθέσεις και φιλονεικίας. Και κατά τας διαφωνίας των αρχόντων ο ανασυρόμενος κλήρος ορίζει το ορθόν.
Παρ. 18,19         ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον.
Παρ. 18,19                Αδελφός, όταν με αγάπην βοηθήται από τον αδελφόν, είναι ωσάν ωχυρωμένη και απόρθητος πόλις, κτισμένη επάνω εις υψηλόν μέρος. Είναι δε ισχυρός ωσάν το ασάλευτον ανάκτορον, που έχει θεμελιωθή εις στερεόν έδαφος.
Παρ. 18,20         ἀπὸ καρπῶν στόματος ἀνὴρ πίμπλησι κοιλίαν αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειλέων αὐτοῦ ἐμπλησθήσεται.
Παρ. 18,20               Από τα λόγια του, ωσάν από άλλους καρπούς, θα γεμίση κάθε άνθρωπος την ψυχήν του. Από τα λόγια του τα καλά η κακά θα πλημμυρίση και θα χορτάση ο ίδιος.
Παρ. 18, 21        θάνατος καὶ ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσης, οἱ δὲ κρατοῦντες αὐτῆς ἔδονται τοὺς καρποὺς αὐτῆς.
Παρ. 18,21                Εις την εξουσίαν της γλώσσης είναι ο θάνατος και η ζωη. Οσοι κατορθώνουν να συγκρατούν την γλώσσαν των, θα φάγουν τους γλυκείς και θρεπτικούς αυτής καρπούς.
Παρ. 18,22         ὃς εὗρε γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δὲ παρὰ Θεοῦ ἱλαρότητα.
Παρ. 18,22               Εκείνος, που με τον φωτισμόν του Θεού ευρήκε σύζυγον ενάρετον, επέτυχε πολλάς ωφελείας και κέρδη. Επρε από τον ίδιον τον Θεόν ήρεμον και ευχέριστον ζωήν.
Παρ. 18,22α       ὃς ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τὰ ἀγαθά, ὁ δὲ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καὶ ἀσεβής.
Παρ. 18,22α             Οποιος όμως διώχνει την ενάρετον σύζυγόν του, διώχνει μαζή με αυτήν και τα αγαθά. Εκείνος δε ο οποίος κρατεί πλησίον του και συζή με μοιχαλίδα, είναι ασύνετος και ασεβής ενώπιον του Θεού.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Συλλογή παροιμιών του Σολομώντα για τη ζωή και τη διαγωγή.
Παρ. 19,3          Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, τὸν δὲ Θεὸν αἰτιᾶται τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.
Παρ. 19,3                  Η απερισκεψία του ανθρώπου καταστρέφει τας πορείας της ζωής του. Αυτός δε εσωτερικώς κατηγορεί τον Θεόν ως αίτιον του ολέθρου του.
Παρ. 19,4          πλοῦτος προστίθησι φίλους πολλούς, ὁ δὲ πτωχὸς καὶ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος φίλου λείπεται.
Παρ. 19,4                 Ο πλούτος προσθέτει πολλούς φίλους, ανειλικρινείς κατά κανόνα και κόλακας, ο πτωχός όμως άνθρωπος εγκαταλείπεται πολλάκις και από αυτόν τον υπάρχοντα μοναδικόν φίλον του.
Παρ. 19,5          μάρτυς ψευδὴς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὁ δὲ ἐγκαλῶν ἀδίκως οὐ διαφεύξεται.
Παρ. 19,5                  Ο ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι παρά των ανθρώπων, ασφαλώς όμως από τον Θεόν. Αλλά και εκείνος ο οποίος εισάγει εις δίκην τον αθώον, δεν θα διαφύγη την παρά του Θεού τιμωρίαν.
Παρ. 19,6          πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα βασιλέων, πᾶς δὲ ὁ κακὸς γίνεται ὄνειδος ἀνδρί.
Παρ. 19,6                 Πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι υπηρετούν τους βασιλείς, ένας όμως κακός αυλικός υπηρέτης γίνεται αιτία εξευτελισμού του βασιλέως.
Παρ. 19,7          πᾶς, ὃς ἀδελφὸν πτωχὸν μισεῖ, καὶ φιλίας μακρὰν ἔσται. ἔννοια ἀγαθὴ τοῖς εἰδόσιν αὐτὴν ἐγγιεῖ, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος εὑρήσει αὐτήν. ὁ πολλὰ κακοποιῶν τελεσιουργεῖ κακίαν, ὃς δὲ ἐρεθίζει λόγους οὐ σωθήσεται.
Παρ. 19,7                  Εκείνος που μισεί τον πτωχόν αδελφόν του, θα είναι μακράν και θα στερηθή από κάθε φιλίαν, δηλαδή ο κακός αδελφός είναι απαράδεκτος στους άλλους ως φίλος. Η καλή και συνετή γνώσις θα πλησίαση εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν την αξίαν της και την επιζητούν. Καθε δε συνετός και φρόνιμος ανήρ θα την αναζητήση και θα την εύρη. Εκείνος ο οποίος συνεχώς διαπράττει πολλά κακά, και έχει συνηθίσει και προχωρεί μέχρι τέλους εις την διάπραξιν του κακού, όπως και αυτός που με τα λόγια του εξερεθίζει εις φιλονεικίας και μάχας τους άλλους, εν τέλει δεν θα κατορθώσουν να διασωθούν.
Παρ. 19,8          ὁ κτώμενος φρόνησιν ἀγαπᾷ ἑαυτόν, ὃς δὲ φυλάσσει φρόνησιν, εὑρήσει ἀγαθά.
Παρ. 19,8                 Εκείνος ο οποίος συνεχώς προσπαθεί να αποκτά σοφίαν και σύνεσιν, αυτός πράγματι αγαπά τον εαυτόν του. Εκείνος δε ο οποίος διαφυλάττει και τηρεί την φρόνησιν, θα εύρη ασφαλώς αγαθά, υλικά και πνευματικά.
Παρ. 19,9          μάρτυς ψευδὴς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὃς δ᾿ ἂν ἐκκαύσῃ κακίαν, ἀπολεῖται ὑπ᾿ αὐτῆς.
Παρ. 19,9                 Κανείς ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι από τους ανθρώπους βεβαίως όμως από τον Θεόν. Εκείνος δε ο οποίος ανάπτει πυρκαϊάς κακίας, θα εξολοθρευθή από αυτήν ταύτην την κακίαν.
Παρ. 19,10         οὐ συμφέρει ἄφρονι τρυφή, καὶ ἐὰν οἰκέτης ἄρξηται μεθ᾿ ὕβρεως δυναστεύειν.
Παρ. 19,10                Εις τον άμυαλον και ασύνετον δεν συμφέρει η τρυφηλή ζωή και τα άφθονα υλικά. Οπως επίσης εάν ένας δούλος ανελθη εις τα ανώτατα αξιώματα, θα κυβερνά με αλαζονείαν και έπαρσιν, πράγμα το οποίον δεν συμφέρει ούτε αυτόν ούτε τους άλλους.
Παρ. 19,11         ἐλεήμων ἀνὴρ μακροθυμεῖ, τὸ δὲ καύχημα αὐτοῦ ἐπέρχεται παρανόμοις.
Παρ. 19,11                Ο ελεήμων και γεμάτος καλωσύνην ανήρ είναι υπομονητικός και πράος, έστω και αν συναντά την αχαριστίαν. Οπωσδήποτε όμως ο έπαινος και η δόξα του δια τας καλωσύνας του θα πέση επάνω στους παρανόμους και θα τους αποστομώση.
Παρ. 19,12         βασιλέως ἀπειλὴ ὁμοία βρυγμῷ λέοντος, ὥσπερ δὲ δρόσος ἐπὶ χόρτῳ, οὕτως τὸ ἱλαρὸν αὐτοῦ.
Παρ. 19,12                Η απειλή του βασιλέως είναι ομοία με τον βρυχηθμόν του λέοντος, εξ αντιθέτου δε η ιλαρότης και η καλωσύνη του προσώπου του ομοιάζει με την δρόσον, η οποία σταλάζει ζωογόνος στο χορτάρι.
Παρ. 19,13         αἰσχύνη πατρὶ υἱὸς ἄφρων· οὐχ ἁγναὶ εὐχαὶ ἀπὸ μισθώματος ἑταίρας.
Παρ. 19,13                Ο αμυαλος και ασύνετος υιός είναι εντροπή δια τον πατέρα. Ταματα προερχόμενα από χρήματα πωλουμένης πόρνης δεν είναι καθαρά και ευπρόσδεκτα ενώπιον του Κυρίου.
Παρ. 19,14         οἶκον καὶ ὕπαρξιν μερίζουσι πατέρες παισί, παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί.
Παρ. 19,14                Οι μεν γονείς διαμοιράζουν εις τα παιδιά των τα σπίτια και την άλλην περιουσίαν· εκ μέρους όμως του Κυρίου ταιριάζεται η καλή γυναίκα προς τον άνδρα, ως ανεκτίμητος δι' αυτόν περιουσία.
Παρ. 19,15         δειλία κατέχει ἀνδρόγυνον, ψυχὴ δὲ ἀεργοῦ πεινάσει.
Παρ. 19,15                Δειλία καταλαμβάνει τον θηλυπρεπή και μαλθακόν, ο δε οκνηρός, που αποφεύγει την εργασίαν, θα πεινάση.
Παρ. 19,16         ὃς φυλάσσει ἐντολήν, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὁ δὲ καταφρονῶν τῶν ἑαυτοῦ ὁδῶν ἀπολεῖται.
Παρ. 19,16                Εκείνος ο οποίος φυλάττει τας εντολάς του Θεού, διατηρεί επί μακρόν την ζωήν του και προφυλάσσει την ψυχήν του. Εκείνος όμως που αδιαφορεί δια την διαγωγήν του και τον τρόπον της ζωής του, θα εξολοθρευθή.
Παρ. 19,17         δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ.
Παρ. 19,17                Οποιος ελεεί τον πτωχόν δανείζει τον Θεόν. Ανάλογα δέ με την ελεημοσύνην του θα λάβη και εκ μέρους του Θεού την ανταπόδοσιν.
Παρ. 19,18         παίδευε υἱόν σου, οὕτως γὰρ ἔσται εὔελπις, εἰς δὲ ὕβριν μὴ ἐπαίρου τῇ ψυχῇ σου.
Παρ. 19,18                Παιδαγώγει και μόρφωνε το παιδί σου με σύνεσιν, με στοργήν και με αυστηρότητα. Διότι έτσι θα υπάρξουν πολλαί καλαί ελπίδες προόδου και επιτυχίας του εις την ζωήν. Προτίμα την κατά Θεόν μόρφωσιν του παιδιού σου, και μη αλαζονεύεσαι δι' αυτόν η δια την περιουσίαν, την οποίαν τυχόν θα του αφήσης.
Παρ. 19,19         κακόφρων ἀνὴρ πολλὰ ζημιωθήσεται· ἐὰν δὲ λοιμεύηται, καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ προσθήσει.
Παρ. 19,19                Ο κακόμυαλος άνθρωπος θα υποστή πολλάς τιμωρίας. Εάν δέ, σαν άλλη καταστρεπτική επιδημία, σκορπίζη το κακόν και την συμφοράν, θα διακινδυνεύση να χάση και αυτήν την ζωήν του.
Παρ. 19,20         ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου, ἵνα σοφὸς γένῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων σου.
Παρ. 19,20               Ακουε, παιδί μου, και συμμορφώσου προς την παιδαγωγίαν του πατρός σου, δια να γίνης και να μείνης σοφός μέχρι των γηρατείων σου.
Παρ. 19,21         πολλοὶ λογισμοὶ ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει.
Παρ. 19,21                Πολλοί και διάφοροι και παροδικοί λογισμοί και σχέδια πλημμυρίζουν την καρδίαν του ανθρώπου. Αλλά η βουλή του Κυρίου μένει πάντοτε η ιδία, αγαθή και ωφέλιμος.
Παρ. 19,22         καρπὸς ἀνδρὶ ἐλεημοσύνη, κρείσσων δὲ πτωχὸς δίκαιος ἢ πλούσιος ψεύστης.
Παρ. 19,22               Εις κάθε άνθρωπον η ελεημοσύνη είναι καρπός ωφέλιμος δι' αυτόν τον ίδιον. Προτιμότερος και καλύτερος είναι ο δίκαιος πτωχός από τον ψεύστην πλούσιον.
Παρ. 19,23         φόβος Κυρίου εἰς ζωὴν ἀνδρί, ὁ δὲ ἄφοβος αὐλισθήσεται ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται γνῶσις.
Παρ. 19,23               Ο φόβος και η ευλάβεια προς τον Κυριον οδηγεί τον άνθρωπον εις την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν. Εκείνος όμως που δεν φοβείται τον Θεόν, θα κατοικήση εις τόπους, όπου δεν υπάρχει η αληθινή γνώσις αλλ' επικρατεί το σκότος της πλάνης.
Παρ. 19,24         ὁ ἐγκρύπτων εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ χεῖρας ἀδίκως, οὐδὲ τῷ στόματι οὐ μὴ προσαγάγῃ αὐτάς.
Παρ. 19,24               Ο οκνηρός, που κρύβει και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του από τεμπελιά, με αυτά τα χέρια του δεν θα προσφέρη τροφήν στο στόμα του.
Παρ. 19,25         λοιμοῦ μαστιγουμένου, ἄφρων πανουργότερος γίνεται· ἐὰν δὲ ἐλέγχῃς ἄνδρα φρόνιμον, νοήσει αἴσθησιν.
Παρ. 19,25               Οταν ο διεφθαρμένος και επιβλαβής εις την κοινωνίαν άνθρωπος τιμωρήται με μαστιγία, και αυτός ακόμη ο ασύνετος βλέπων την τιμωρίαν γίνεται προσεκτικός. Εάν ελέγχης άνδρα συνετόν, θα αντιληφθή το σφάλμα του και θα διορθωθή.
Παρ. 19,26         ὁ ἀτιμάζων πατέρα καὶ ἀπωθούμενος μητέρα αὐτοῦ καταισχυνθήσεται καὶ ἐπονείδιστος ἔσται.
Παρ. 19,26               Εκείνός που εξευτελίζει και υβρίζει τον πατέρα του, όπως και αυτός που σπρώχνει με αναίδειαν και ασέβειαν την μητέρα του, θα κατεντροπιασθή και θα γίνη επονείδιστος εν μέσω της κοινωνίας.
Παρ. 19,27         υἱὸς ἀπολειπόμενος φυλάξαι παιδείαν πατρὸς μελετήσει ῥήσεις κακάς.
Παρ. 19,27               Παιδί, που θα καταφρονήση και θα παραμελήση την πατρικήν παιδαγωγίαν, αυτό θα στρέψη την προσοχήν και το ενδιαφέρον του εις τας πονηράς εισηγήσεις και προτροπάς κακών ανθρώπων.
Παρ. 19,28         ὁ ἐγγυώμενος παῖδα ἄφρονα καθυβρίσει δικαίωμα, στόμα δὲ ἀσεβῶν καταπίεται κρίσεις.
Παρ. 19,28               Ο γονεύς, ο οποίος δίδει εγγύησιν δια το παιδί του το άμυαλο και ασύνετον, κατεξευτελίζει και προσβάλλει το δικαίωμα και την θέσιν του ως πατρός. Τα στόματα των ασεβών καταπίνουν τους νόμους της δικαιοσύνης· δηλαδή καταπατούν τους νόμους, παραβαίνουν τον λόγον, που έδωσαν.
Παρ. 19,29         ἑτοιμάζονται ἀκολάστοις μάστιγες, καὶ τιμωρίαι ὁμοίως ἄφροσιν.
Παρ. 19,29               Ποιναί βαρείαι ετοιμάζονται δια τους διεφθαρμένους και ανήθικους, όπως επίσης τιμωρίαι επιφυλάσσονται και δια τους άφρονας, που παρεκτρέπονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου