Εμείς οι άνθρωποι γνωρίζουμε το Θεό κυρίως από τα έργα του και τις ενέργειές του. Έργο του Θεού είναι ο κόσμος, η δημιουργία ολόκληρη, ο άνθρωπος. Στον άνθρωπο, ανέθεσε ο Θεός να προσέχει και να φροντίζει την κτίση. Τον κάλεσε, δηλαδή, να γίνει συνεργάτης του. Έτσι ξεκίνησε μια σχέση αγάπης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μια σχέση αληθινή, όπως αυτή του παιδιού με τον πατέρα του.
Η όμορφη αυτή σχέση διαταράχτηκε, όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να ζήσει τη ζωή του μόνος, χωρίς το Θεό. Παρόλα αυτά ο Θεός, που πάντοτε αγαπά τον άνθρωπο, έκανε το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση αυτής της σχέσης. με ενέργειες συγκεκριμένες και μεγαλειώδεις, φανερώνεται μέσα στην Ιστορία με σκοπό πάντοτε τη σωτηρία του ανθρώπου.
Θεία Αποκάλυψη είναι η φανέρωση του Θεού με τα έργα του (δημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου) και με τις ενέργειές τον (αγάπη, φροντίδα), που σκοπό έχουν την απαλλαγή του ανθρώπου από το κακό, δηλαδή τη σωτηρία.
Η ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Από τη μελέτη της Αγίας Γραφής καταλαβαίνουμε ότι περιέχει θείες αλήθειες και όχι ανθρώπινες επινοήσεις. Πολλές φορές στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε τις εκφράσεις "τάδε λέγει Κύριος" ή "λόγος Κυρίου", πού φανερώνουν ότι οι ιεροί συγγραφείς είχαν συνείδηση ότι δεν διδάσκουν δικές τους ιδέες, αλλά το θέλημα του Θεού που αποκαλύφτηκε σ' αυτούς. Τα βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν σε διάστημα 1300 ετών από διάφορους συγγραφείς, πού έζησαν σε διαφορετικό ιστορικό, πολιτιστικό, γεωγραφικό και πολιτικό πλαίσιο. Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποίησαν δεν ήταν η ίδια. Άλλοι έγραψαν στην εβραϊκή, άλλοι στην αραμαϊκή και άλλοι στην ελληνιστική κοινή (απλοποιημένη αρχαία ελληνική) γλώσσα. Παρά τις σημαντικές αυτές διαφορές, δε διαπιστώνεται καμιά αντίθεση ή διαφορά διδασκαλίας μέσα σ' όλη την Αγία Γραφή.
Οι ιεροί συγγραφείς φωτίστηκαν από το Θεό και έγραψαν χωρίς λάθη τη θεία αποκάλυψη. Ο Θεός μεταχειρίστηκε σαν όργανα Του τους ιερούς συγγραφείς, αλλά τους άφησε ελεύθερα να εκφραστούν, ανάλογα με τη μόρφωσή τους και ανάλογα με τη μόρφωση και τις ανάγκες των αναγνωστών τους. Αυτός ό φωτισμός του Θεού (θεοπνευστία) είναι η εγγύηση ότι οι ιεροί συγγραφείς μας παρέδωσαν αλάθητα το λόγο του Θεού, άρα και η Αγία Γραφή είναι αλάθητη. Αυτό το μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος όταν γράφει: "Κάθε Γραφή (δηλ. κάθε βιβλίο της Αγίας Γραφής) είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη για να διδάσκει, για να ελέγχει τις πλάνες, για να διορθώνει αυτούς πού αμαρτάνουν, για να παιδαγωγεί στην αρετή" (Β' Τιμ. 3,16). Και ο Απόστολος Πέτρος μας διδάσκει: "Στο παρελθόν, δεν προφήτεψαν ποτέ άνθρωποι από τη δική τους θέληση, αλλά προφήτεψαν άγιοι άνθρωποι αφοσιωμένοι στο Θεό, που φωτίζονταν από το Άγιο Πνεύμα" (Β' Πετρ. 1,21).
Το γεγονός της φανέρωσης και αποκάλυψης του Θεού συγκλόνισε τους ανθρώπους μιας ορισμένης εποχής και περιοχής, τους Ισραηλίτες. Η μοναδική αυτή εμπειρία δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Με τρόπο απλό και κατανοητό, σοφοί άνθρωποι την κατέγραψαν στη γλώσσα του λαού και της εποχής τους. Χρησιμοποίησαν εικόνες από την καθημερινή ζωή, συμβολικές και ανθρωπομορφικές εκφράσεις. Έτσι όταν λέμε ότι η Αγία Γραφή είναι βιβλίο θεόπνευστο, εννοούμε ότι, οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής δεν κατέγραψαν δικές τους ιδέες ή σκέψεις, αλλά όσα ο Θεός φανέρωσε. Ότι γράφουν είναι γεμάτο από το Πνεύμα του Θεού. Γι' αυτό λέμε πως η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.
Ακόμη ο Θεός φανέρωσε (αποκάλυψε) αλήθειες που μόνοι τους οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν. Για παράδειγμα ότι ο Θεός είναι ένας και τριαδικός, ποιο είναι το καλό και το κακό, με ποιον τρόπο ο άνθρωπος σχετίζεται με το Θεό, ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου και του κόσμου κλπ. Όλα αυτά είναι θεόπνευστες αλήθειες που ο Θεός τις φανέρωνε σταδιακά στα γεγονότα της ιστορίας του ισραηλιτικού λαού και της Εκκλησίας αργότερα.
ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης έγραφαν, όπως είναι φυσικό, στη γλώσσα που μιλούσαν και χρησιμοποιούσαν τις γνώσεις της εποχής τους. Πάντα βέβαια ως κύριο σκοπό είχαν να εκφράσουν στα κείμενά τους τις θεόπνευστες αλήθειες, όσο καλύτερα γινόταν. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα οι Ανατολίτες, αγαπούσαν πολύ τις ιστορίες. Έτσι, λοιπόν, και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμοποίησαν ιστορίες που γνώριζαν από τους παλαιότερους ή τις συνέθεταν οι ίδιοι. Τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους (ευφυΐα, ευαισθησία, φαντασία) τους βοηθούσαν να χτίζουν με μαστοριά τα κείμενά τους χρησιμοποιώντας κατάλληλες εικόνες και σύμβολα. Ζωντανές δηλαδή εκφράσεις από τις παραδόσεις του τόπου τους και από την καθημερινή ζωή, που δύσκολα ξεχνιούνται. Π.χ. παρουσιάζουν το Θεό ως ποιμένα, δηλαδή βοσκό. Η εικόνα αυτή, καθώς ήταν πολύ γνώριμη στους ανθρώπους εκείνης της εποχής, τους βοηθούσε να καταλαβαίνουν κάτι περισσότερο για το Θεό και να τον νιώθουν κοντά τους. Άλλοτε πάλι παρουσιάζουν το Θεό να μιλάει, να θυμώνει, να μαλώνει τους ανθρώπους, όπως ένας αυστηρός πατέρας, που όμως νοιάζεται για το παιδί του και θέλει να του βάλει μυαλό. Τις εκφράσεις αυτές, όπου ο Θεός παρουσιάζεται ως άνθρωπος, τις ονομάζουμε ανθρωπομορφικές.
Με τις εικόνες, λοιπόν, τα σύμβολα και τις ανθρωπομορφικές εκφράσεις οι άνθρωποι εκείνης της εποχής μπορούσαν να καταλαβαίνουν καλύτερα το νόημα των βιβλικών διηγήσεων.
Συμπερασματικά, η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο θεόπνευστο (= λόγος εμπνευσμένος από το Θεό), αλλά και έργο ανθρώπινο (= από τα χέρια και με τα λόγια των ανθρώπων).
Η ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η Ιερή Παράδοση είναι ο λόγος του Θεού που δεν έχει γραφτεί, αλλά μεταδίδεται προφορικά μέσα στην Εκκλησία και έχει την ίδια αξία με την Αγία Γραφή. Με το φως της Ιερής Παράδοσης ερμηνεύεται ορθά η Αγία Γραφή, και παράλληλα η Αγία Γραφή βεβαιώνει τη γνησιότητα της Ιερής Παράδοσης. Η Εκκλησία μας στο πέρασμα των αιώνων διατύπωσε περιληπτικά και κατέγραψε το περιεχόμενο της Ιερής Παράδοσης στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στους ιερούς κανόνες, στο Σύμβολο της Πίστεως, στη Θεία Λειτουργία, στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, που συμφωνούν απόλυτα με όλη την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου