Πηγή: Απόσπασμα από το Τεύχος α΄ (42
σελίδων).
Είδαμε
ότι η Γραφή στα χέρια του αιρετικού αποτελεί πρόβλημα,
παύει να είναι λόγος του Θεού, θεόπνευστο βιβλίο, έργον
Θεανθρώπινο. Γίνεται βιβλίο σχετικό, ανθρώπινο, άνευ
θείου κύρους. Όμως η αξία της Γραφής δεν έγκειται απλώς
στο ότι περιέχει σπουδαίες και υψηλές διδασκαλίες. Η
αξία τους, κυρίως είναι ότι αυτές προέρχονται από τον
Θεόν, έχουν θείαν καταγωγήν.
Οι
αιρετικοί προσπαθούν να αποδείξουν την ορθότητα της
Αγίας Γραφής, δηλαδή της προσδίδουν το κύρος της
ορθότητος, αδυνατούν όμως να της προσδώσουν το κύρος της
γνησιότητος, ότι δηλαδή έχει θείαν καταγωγήν και ότι γι'
αυτό είναι θεόπνευστος. Όχι ότι δεν δέχονται την
γνησιότητα. Την δέχονται αλλά δεν μπορούν να την
αποδείξουν.
Ιδού και
εν ωραίο παράδειγμα που έφερνε ο πατήρ Επιφάνιος
Θεοδωρόπουλος, σχετικά με το σημείο αυτό: Έστω ότι ένα
πολύτιμο κόσμημα έχει την δείνα αξία σαν πολύτιμο υλικό.
Όμως η αξία του εκατονταπλασιάζεται αν επί πλέον το
κόσμημα είναι και έργο του δείνα μεγάλου καλλιτέχνου.
Γι' αυτό ο καλλιτέχνης συνήθως δίδει πιστοποιητικό για
το έργο του ότι είναι δικό του καλλιτέχνημα. Αν όμως
ένας κλέπτης κλέψει το κόσμημα χωρίς να συναποκομίσει
και το Πιστοποιητικό έγγραφο, ο κλέπτης δεν μπορεί να
αποδείξει την υπερβάλλουσα αξία του εν λόγω έργου
τέχνης. Το έργο δηλαδή έχει την αξία του σαν χρυσάφι και
πολύτιμα πετράδια. Στερείται όμως του πιστοποιητικού του
καλλιτέχνη. Έτσι και η Αγία Γραφή: Έχει κλαπεί υπό των
αιρετικών εκ της Εκκλησίας και εμφανίζει μεν
σπουδαιότητα και αξίαν στο περιεχόμενο, δεν μπορεί όμως
να αποδειχθεί από τον αιρετικό η θεία καταγωγή της. Οι
αιρετικοί δηλαδή δεν μπορούν να αποδείξουν το κύρος της
γνησιότητος (δεν ομιλώ για το κύρος της ορθότητος), της
Γραφής.
Αλλά ας
δούμε τι διδάσκουν οι Προτεστάντες για την ερμηνεία της
Γραφής πιο συγκεκριμμένα:
Οι
Προτεστάντες υποστηρίζουν ότι η Αγία Γραφή για τον
αναγνώστη της εν γένει και μάλιστα για τον ευσεβή
μελετητή της είναι σαφής και ευνόητος. Δέχονται βέβαια
ότι υπάρχουν χωρία ασαφή, τα οποία όμως είναι δυνατόν
και πρέπον να ερμηνεύονται από τα σαφή, εις τρόπον ώστε
αν και η Γραφή σε μερικά μέρη της είναι ασαφής, όμως εις
το σύνολό της είναι σαφής. Γι' αυτό κατ' αρχήν δεν έχει
ανάγκην ερμηνείας.
Πάντως
γενικά ο Προτεσταντισμός έχει συγκεχυμένη διδασκαλία για
την ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Όμως φαίνεται να
επικρατεί σ' αυτόν η αρχή ότι η Αγία Γραφή είναι ο
νόμιμος ερμηνέας του εαυτού της. Έτσι τα δυσνόητα και
ασαφή χωρία πρέπει κατά τους Προτεστάντας να
ερμηνεύονται βάσει της Αναλογίας της Πίστεως, δηλαδή
βάσει της όλης δογματικής διδασκαλίας που βασίζεται στα
σαφή, βέβαια και αναντίρρητα εδάφια. Επί πλέον, κατ'
αυτούς, παράλληλα, τον μελετητήν της Γραφής βοηθεί και
το Άγιον Πνεύμα με φωτισμόν του πνεύματος του ανθρώπου,
τον οποίο το ίδιο Πνεύμα εισάγει εις το αληθές νόημα,
εις το οποίον άλλως αδυνατεί να τον οδηγήσει η
φιλολογικο-ιστορική μέθοδος. Κατά τον Winer (Comparat
DarsteIIung σελ. 54), τα δύο αυτά δηλαδή η Αναλογία της
Πίστεως και ο εσωτερικός φωτισμός υπό του Αγίου
Πνεύματος αποτελούν τους δύο αστέρας-οδηγούς κατά την
ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Εις το σημείον αυτό πρέπει να
παρατηρήσουμε ότι η ίδια η Αναλογία Πίστεως όπως την
αντιλαμβάνονται οι Προτεστάντες αποτελεί λογικόν άλμα:
διότι το πρόβλημα και το ζητούμενον είναι το πώς θα
εξασφαλίσουμε την ορθήν και πλήρη και ακεραία και
ανόθευτη διδασκαλία της Γραφής. Τόσον τα σαφή όσο και
τα ασαφή χωρία τα θέλουμε για να θεμελιώσουμε την
δογματική διδασκαλία. Πώς λοιπόν έχουμε εκ των προτέρων
αυτήν;
Έπειτα η
πείρα μας δείχνει μέσα από την εκκλησιαστικήν Ιστορία
ότι όλοι οι αιρετικοί ακριβώς τα σαφή κηρύσσουν ασαφή
και τα καθ' ημάς ασαφή κηρύσσουν σαφέστατα... Ποια
αυθεντία, ποιος θα μας υποδείξει με κύρος ποια είναι τα
σαφή και ποια τα ασαφή, ώστε να συμφωνήσουμε επ' αυτού
όλοι;
Έπειτα ο
ισχυρισμός, ότι ασαφή είναι τα επί μέρους ενώ το σύνολον
είναι σαφές, έχει ανάγκην αποδείξεως. Και τούτο διότι
εμείς γνωρίζουμε ότι αφού το σύνολον αποτελείται από
ασαφή μέρη, τότε και το σύνολον είναι εν γένει ασαφές.
Όσον τώρα
για τον εσωτερικό φωτισμό και την ερμηνεία της Αγίας
Γραφής, λέγομε ότι βέβαια για την ευσεβή μελέτην της
Βίβλου προϋπόθεση είναι ο φωτισμός και η ενίσχυση της
Θείας Χάριτος - και εδώ συμφωνούμε με τους Προτεστάντες.
Το θέμα όμως δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι άλλο, αν
δηλαδή πλην του εσωτερικού φωτισμού κάνουν περιττήν την
εξασφάλιση ανωτέρου και εξωτερικού κριτηρίου ή εάν την
καθιστούν όλο και περισσότερον επιτακτικήν όσο
ισχυρότερος είναι ο φωτισμός αυτός. Έτσι και μόνον έτσι
θα αποφεύγονται "θεοφώτιστες ερμηνείες" εκ διαμέτρου
αντίθετες μεταξύ τους, και αλληλο-γρονθοκοπούμενες. (Ίδε
Strauss Glaubensl. Ι. 145). Έτσι, παρ' όλους τους
ισχυρισμούς των οι Προτεστάντες εις μάτην προσπαθούν να
θεμελιώσουν το σύστημά τους, διότι αυτό στηρίζεται επί
της άμμου.
Άλλοι
Προτεστάντες στην αμηχανία τους προβάλλουν άλλες εκδοχές
για την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, εκδοχές που δεν είναι
βάσιμες, διότι αντιτίθενται σ' αυτές τις βάσεις του
Προτεσταντισμού. Έτσι άλλοι ομιλούν για δώρο ερμηνευτικό
(Donnum ιnterpretationis), που χορηγεί κατά περίσταση
και πρόσωπο το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Άλλοι πάλιν
ασπάζονται την γνώμην των ευσεβών κριτικών και
ερμηνευτών ως αυθεντικήν κατά την ερμηνείαν της Γραφής.
Άλλοι, τέλος, όπως π.χ. ο Καλβίνος επιθυμούν να
συσταθεί και πάλιν ο θεσμός των Οικουμενικών Συνόδων αι
οποίαι αποφαίνονται εν Πνεύματι Αγίω. Εξ' άλλου η
Αγγλικανική Εκκλησία υπoδεικνύει ως αυθεντίαν κατά την
ερμηνείαν της Γραφής την Εκκλησίαν, την οποίαν
αναγνωρίζει ότι "κέκτηται κύρος κατά τις αμφισβητήσεις
περί Πίστεως". Παρετηρήσαμε ήδη ότι όλες αυτές οι
εκδοχές αποτελούν σημεία αμηχανίας των Προτεστάντων και
αντιφάσκουν ως προς τις τεθείσες αρχές τους σύμφωνα με
τις οποίες η Γραφή δεν έχει ανάγκην ανθρωπίνης μαρτυρίας
και ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι μπορούν να πλανηθούν. (Angl.
Art. 20 και 21. Παρά τω Ανδρούτσω, Συμβολ. 135).
Εις το
σημείο αυτό είναι ωφέλιμο να δούμε πώς ο Ανδρούτσος
ανακεφαλαιώνει τις φαινόμενες ποικίλες και διάφορες
μεταξύ τους εκδοχές των Προτεσταντών για την ερμηνεία
της Γραφής:
«Άλλά το
φυσικό κατάντημα τοιούτων ερμηνευτικών αρχών δυσίν
θάτερον ώφειλε να είναι, ή αι φασμαγωγίαι των Κουακέρων,
ή ο Ορθολογισμός του Σωκίνου και του Αρμινίου, τα δύο
άκρα, εις α φθάνει ο Προτεσταντισμός, κατά τας δύο
αντιθέτους αυτού διευθύνσεις διαπτυσσόμενος. Ο
εσωτερικός τω όντι από του Αγίου Πνεύματος φωτισμός
εντεινόμενος φέρει εις τας φασμαγωγίας των Κουακέρων των
αξιούντων, ότι περιττή μεν είναι η γλωσσική σπουδή, ο δε
αγρότης εννοεί κάλλιον των σοφών και πεπαιδευμένων την
Γραφήν (και εάν παραστεί ανάγκη για ερμηνεία είναι
δυνατόν να ερμηνευθεί από αυτόν)». Et Si necesse sit,
interpretari potest. «Η δε αποδοχή της Γραφής ως εαυτήν
ερμηνευούσης, ουδενός δ ανωτέρου επιδεομένης
ερμηνευτικού κριτηρίου, άγει ασφαλώς εις τον
Ορθολογισμόν, τον ερευνώντα την Γραφήν ως και τα κοινά
βιβλία.» (Ανδρούτσου Συμβολ. 135).
Απόδειξη
των ανωτέρω λεγομένων του Ανδρούτσου αποτελεί η
προτεσταντική παραφυάδα των Σωκινιανών που δέχεται την
Γραφή και Θεόπνευστη και εναργή. Οι Σωκινιανοί
δέχονται ότι ο ευσεβής μπορεί να εννοήσει τα σωτήρια
δόγματα, μολονότι ταυτόχρονα και αντιφατικά δέχονται ότι
ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να έλθει εις την γνώση
του Θεού. Οι Σωκιανιανοί δέχονται επίσης ότι η Γραφή
πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τον ορθόν λόγον, στον
οποίον και πρέπει να υποτάσσεται, άποψη που την βασίζουν
στα χωρία: Ματθ. ιβ' 19, ιε' 10, Μαρκ. ζ' 14,18,
η'17, Α' Θεσσαλ. ε' 21, Α' Κορ. ι'15.
Οι ίδιοι
δέχονται ότι χωρία σαφή αντίθετα προς τον ορθό λόγο
πρέπει κατά την ερμηνεία να υποτάσσονται στον ορθό λόγο,
στις απαιτήσεις της λογικής, "προκειμένου να μη
θεσπίζουμε διδασκαλίες αντίθετες στον Ορθό λόγο ή
αντιφατικές (Ιimborch Teoι. 1,13,5)".
Εν
πολλοίς εις αυτήν την υποταγήν εις την λογικήν
συμφωνούσιν και οι Αρμινιανοί.
Και τώρα
αφού εξετάσαμε τις προτεσταντικές θέσεις για την
ερμηνεία της Αγίας Γραφής, μπορούμε να εισέλθουμε εν
συντόμω και εις την ορθόδοξη διδασκαλία για την ερμηνεία
της Γραφής: Η ορθόδοξη εκκλησία δέχεται ότι υπάρχουν εις
την Γραφήν δυσνόητα, και ότι αυτή έχει ανάγκην
αυθεντικής ερμηνείας (Ψαλμ. ριη -. Πράξ. η -. 31, Β'
Πέτρουν- 16). Τα δυσνόητα αυτά της Γραφής τοποθετούμενα
εκτός της Εκκλησίας δύνανται να παρερμηνευθούν και να
οδηγήσουν εις την πλάνην και την αίρεση. Όμως, όχι μόνον
αυτά αλλά ολόκληρος εν γένει η Γραφή εκτός της Εκκλησίας
δύναται να οδηγήσει εις την Πλάνην, όπως μας δείχνει η
Ιστορία της Εκκλησίας με τις εκατοντάδες των συγχρόνων
και παλαιοτέρων αιρέσεων.
Η ατομική
ερμηνεία δέον να υποτάσσεται εις εκείνην της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία ούσα ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους
αιώνας, ζώσα και ορατή παρέχει τροφήν εις τα τέκνα της,
τα θρέφει με την αλάθητον διδασκαλίαν της, ώστε να μη
πλανηθούν. Η Εκκλησία είναι λοιπόν η θεοσύστατη και
αυθεντική αρχή που ερμηνεύει αλάνθαστα την Αγίαν Γραφήν.
Πάντως η προτεσταντική γνώμη και άποψη για την ατομική
ερμηνεία της Γραφής αντιβαίνει προς την Γραφήν, η οποία
απορρίπτειτον γενικόν ερμηνευτικόν φωτισμόν όλων των
πιστών, όταν ερωτά με ρητορική ερώτηση «Μη πάντες
απόστολοι μη πάντες διδάσκαλοι,...μη πάντες προφήται μη
πάντες διερμηνεύουσι,...;» (Α' Κορ. ιβ' 29-30)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου