Η
ενότητα αυτή των δύο Διαθηκών δηλώνεται σαφέστατα και από τον τρόπο με
τον οποίο η Εκκλησία ενσωματώνει τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στην
ιερή Βίβλο της. Αναλυτικότερα, η κατάταξη των βιβλικών έργων στον κανόνα
της Συναγωγής αποσκοπεί στον τονισμό της σημασίας του Νόμου.
Ολόκληρη, λοιπόν, η δεύτερη συλλογή των βιβλικών έργων αρχίζει και τελειώνει με την υπενθύμιση της υποχρέωσης για πιστή τήρηση του Νόμου και το ίδιο επαναλαμβάνεται και στην τρίτη ομάδα. Τα Αγιόγραφα αρχίζουν με το βιβλίο Ψαλμοί, στον πρώτο από τους οποίους μακαρίζεται ο άνθρωπος ο οποίος «… στον νόμο του Κυρίου βρίσκει όσα επιθυμεί, και στον νόμο του μελετά μέρα και νύχτα» (Ψαλμοί α΄ 2)[3]. Κατά ανάλογο τρόπο, το τελευταίο βιβλίο της ομάδας, Χρονικά, αποτελεί μια ανακεφαλαίωση της ιστορίας του Ισραήλ με σκοπό να υπενθυμίσει στον λαό του Ιούδα που επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί μετά τις περιπέτειες της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας ότι η επιβίωσή του εξαρτάται από την πιστή τήρηση του Νόμου και την ακριβή τέλεση της λατρείας.
Αντίθετα, η κατάταξη των βιβλικών έργων στον κανόνα της Εκκλησίας αποσκοπεί στο να αποτελέσουν τα έργα αυτά ένα είδος εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη. Ο Νόμος στη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελεί αυτοτελή ομάδα βιβλίων, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη ομάδα υπό τον τίτλο Ιστορικά Βιβλία. Στην ομάδα αυτήν κατατάσσονται κατά χρονολογική σειρά των γεγονότων που περιγράφουν όλα τα αφηγηματικού χαρακτήρα βιβλικά έργα, ώστε να προκύψει μια ενιαία αφήγηση που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Στόχος της αφήγησης αυτής είναι να καταδείξει το πώς με ευθύνη του ανθρώπου εισήλθε το κακό στον κόσμο με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, προκειμένου να προετοιμαστεί η ανθρωπότητα για να αποδεχτεί τη σωτηρία της που θα φέρει ο Ιησούς Χριστός.
Έτσι, όλη η μακραίωνη προχριστιανική ιστορία που καταγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη αποκτά νόημα από μία και μόνη μέρα, τη μέρα την οποία «ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδη» ο Αβραάμ (Ιωάν. η΄ 56), τη μέρα, δηλαδή, της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Ο ίδιος ο Νόμος χάνει πλέον την κεντρική σημασία του και καθίσταται “παιδαγωγός εις Χριστόν”. Στη δεύτερη ομάδα βιβλικών έργων του χριστιανικού κανόνα κατατάσσονται τα βιβλία με ποιητικό και διδακτικό χαρακτήρα. Με τα Ποιητικά Βιβλία υμνεί ο λαός τον Θεό του, απευθύνει προς αυτόν τις εκκλήσεις του, τα παράπονά του, αλλά και τις ευχαριστίες του για τις ευεργεσίες που δέχεται και προπάντων εκφράζει τις ελπίδες του για τον ερχομό του Χριστού, ενώ στα Διδακτικά Βιβλία αποθησαυρίζεται η θεία σοφία, η οποία ως “πάρεδρος” του θρόνου του Θεού (Σοφία Σολομώντος θ΄ 4), ως προϋπάρχουσα του χρόνου και της δημιουργίας (Παροιμίαι η΄ 22-31) και ως «έκφραση της δύναμης του Θεού, σαφής απόρροια της δόξας του Παντοκράτορα, … απαύγασμα του αιωνίου φωτός, καθαρός καθρέφτης της ενέργειας του Θεού και εικόνα της καλοσύνης του» (Σοφία Σολομώντος ζ΄ 25-26)[4], θα ταυτιστεί από τη χριστιανική Εκκλησία με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (Α΄ Κορ. α΄ 24).
Τον χριστιανικό κανόνα, τέλος, κλείνει η ομάδα Προφητικά Βιβλία. Το περιεχόμενο των έργων αυτών κατανοείται από την Εκκλησία κυρίως ως προεξαγγελτικό της παρουσίας του Χριστού και τα διάφορα βιβλία κατατάσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η εικόνα του αναμενόμενου Λυτρωτή να καθίσταται βαθμιαία σαφέστερη. Έτσι, η χριστιανική Παλαιά Διαθήκη τελειώνει με το βιβλίο του Δανιήλ, στο οποίο εξαγγέλλεται η ανάσταση των νεκρών (Δανιήλ ιβ΄ 1-3) και περιγράφεται μέσα από ένα μεγαλειώδες όραμα η μορφή του «μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» ερχόμενου “Υιού του Ανθρώπου” στον οποίο «δόθηκε η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία, ώστε να τον υπηρετούν όλοι οι λαοί, κάθε φυλής και γλώσσας· η εξουσία του θα είναι εξουσία αιώνια που δεν θα έχει τέλος και το βασίλειό του ποτέ δεν θα καταστραφεί». (Δανιήλ ζ΄ 13-14)[5]. Τον ίδιο ακριβώς τίτλο, “Υιός του Ανθρώπου”, θα χρησιμοποιήσει στο αμέσως επόμενο βιβλίο της χριστιανικής Βίβλου, στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο Ιησούς, κάθε φορά που μιλάει για τον εαυτό του (Ματθ. η΄ 20. θ΄ 6. ι΄ 23. ια΄ 19. ιβ΄ 8,32,40. κ.ά.). Ερμηνεύοντας, λοιπόν, η Εκκλησία χριστολογικά τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, δίνει σε αυτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από εκείνο που τα ίδια κείμενα έχουν για τη Συναγωγή. Με αυτό το νέο νόημα ενσωματώνει η Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και τα θεωρεί πλέον τμήμα της δικής της παράδοσης, νομιμοποιώντας έτσι ταυτόχρονα το δικαίωμά της να είναι αυτή, ως “νέος Ισραήλ”, η κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού και όχι η Συναγωγή.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το σύνολο των βιβλίων του κανόνα συνιστά τη χριστιανική Βίβλο και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η απόρριψη ορισμένων από τα βιβλία αυτά σημαίνει σαφή διάκριση ανάμεσα στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και σε εκείνον που αποκαλύπτεται μέσω του Ιησού Χριστού στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όμως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις άλλες θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά οδηγεί και σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού και καθιστά άνευ αντικειμένου τη σωτηρία που επαγγέλλεται. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριμένα χωρία επισημαίνονται με διαφορετικά γράμματα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν απομένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά μόνον η εικόνα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει με ετοιμότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήματα των συνομιλητών του. Αλλά μια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.
Αν είναι αλήθεια το ότι η χριστιανική πίστη δεν αποτελεί το προϊόν φιλοσοφικών αναζητήσεων σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, αλλά στηρίζεται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, η ενότητα των δύο Διαθηκών είναι αδιαμφισβήτητη.
Δεν είναι τυχαίο το ότι όλες οι αρχαίες χριστιανικές αιρέσεις που εμφανίζουν πλατωνική επίδραση πολέμησαν με ιδιαίτερο πάθος την Παλαιά Διαθήκη, ακριβώς γιατί σε αυτήν κατά κύριο λόγο φαίνεται καθαρά η ιστορική διάσταση της αποκάλυψης του Θεού. Έτσι, οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες δεν κάνουν ποτέ, ούτε στα δογματικά συγγράμματά τους, ποιοτική διάκριση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης αλλά μόνο χρονική, δηλαδή τεχνική. Το ίδιο και οι αποφάσεις των Συνόδων, τοπικών και οικουμενικών, στηρίζονται αδιακρίτως τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Εκεί όμως, όπου η αδιάσπαστη σύνδεση των δύο Διαθηκών καθίσταται με τον παραστατικότερο τρόπο εμφανής είναι η λατρεία της Εκκλησίας. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς έναν ύμνο που, αν δεν κάνει άμεση αναφορά σε κάποιο πρόσωπο ή γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης, να μην είναι επηρεασμένος από τη θεματολογία και τη φρασεολογία της, ενώ σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες διαβάζονται μικρότερα ή μεγαλύτερα παλαιοδιαθηκικά αποσπάσματα.
Μόνον υπό αυτήν την προϋπόθεση, της άρρηκτης δηλαδή ενότητας των δύο Διαθηκών, θα καταστεί δυνατό στον Ιωάννη να αντιτάξει απέναντι στο πλατωνικό δόγμα «θεὸς ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται», που αποτελούσε την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος … καὶ Θεὸς ἦν ὁ λόγος … καὶ ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ιωάν. α΄ 1, 14) που αποτέλεσε τη βάση της χριστιανικής πίστης.
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.
πηγή: μητρόπολη Βεροίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου